Nur auf LitRes lesen

Das Buch kann nicht als Datei heruntergeladen werden, kann aber in unserer App oder online auf der Website gelesen werden.

Buch lesen: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», Seite 24

Schriftart:

Β'

Τα είδη των φιλελλήνων είνε ποικίλα και ανάλογα προς τας νεοελληνικάς ημών ανάγκας. Αλλά τα ακμαιότερα εξ αυτών είνε δύο· πολιτικοί φιλέλληνες, και φιλέλληνες λόγιοι. Έμποροι και βιομήχανοι φιλέλληνες δεν ανεπτύχθησαν εισέτι, ουδ' υπάρχει ελπίς ν' αναπτυχθώσιν εν τω μέλλοντι, ενόσω, τουλάχιστον δεν εξευρεθή τρόπος να τρέφεται η βιομηχανία και το εμπόριον δι' ευγνωμοσύνης και παρασήμων.

Οι φιλέλληνες πολιτικοί είνε οι αφθονώτεροι, διότι και αι ανάγκαι ημών αι πολιτικαί είνε πλειότεραι και σπουδαιότεραι των άλλων. Εννοείται ότι οι πλείστοι εξ αυτών ουδεμίαν απολύτως έχουσι καθαράν και ητιολογημένην συνείδησιν του φιλελληνισμού αυτών· αλλά τούτο είνε προς ημάς πάντη αδιάφορον. Ο μεν έγραψέ ποτε – αν δεν υπέγραψε μόνον – ολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν οιαδήποτε ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ των Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής. Άλλος απηύθυνεν επιστολήν είς τινα των πολιτικών ημών ανδρών, γνώμην αποφαινόμενος, ότι εις ημάς μόνους ανήκει η κληρονομιά του Βυζαντίου· άλλος ενθουσιωδέστερος ελάλησεν από του κοινοβουλευτικού βήματος υπέρ της πολιτικής ζωτικότητος του έθνους ημών, και άλλος τέλος – κυβερνήτης αυτός ξένου Κράτους, ύψωσε την φωνήν αυτού υπέρ των απαράγραπτων ημών δίκαιων, ή διεβεβαίωσε καν απόστολόν τινα οιονδήποτε του ελληνισμού περί των προς την νέαν Ελλάδα θερμών αυτού συμπαθειών.

Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι τελευταίοι, εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του Πλάτωνος και τους απογόνους του Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών. Ουδέν άλλο πλάγιον, πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή τον κάλαμον. Τουναντίον μάλιστα· πάσα οιαδήποτε σκέψις περί των συμφερόντων της ιδίας αυτών πατρίδος υπετάγη κατ' ανάγκην εις τους φιλελληνικούς της καρδίας των παλμούς. Άλλως πώς θα ήσαν φιλέλληνες;

Τοιούτος είνε ο πήχυς δι' ου μετρούμεν τον φιλελληνισμόν. Ανάλογοι δε προς τον πήχυν αυτόν είνε και αι ημέτεραι αξιώσεις.

Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί της νέας Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών αυτών δικαιωμάτων και των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το στόμα του με ροδόσταμον;

Είνε δυνατόν, ασχολούμενοι περί της νέας Ελλάδος οι ξένοι, να λησμονώσιν, ότι η ευγενής αυτή και ένδοξος χώρα επότισε την βάρβαρον Ευρώπην τα νάματα του πολιτισμού, και ότι καθήκον επομένως έχουσι, καθήκον ευγνωμοσύνης ιερόν και απαράβατον, να εργασθώσιν υπέρ του μεγαλείου της;

Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε πολιτικόν άνδρα της αλλοδαπής, – εξ ανωτέρας, εννοείται, ηθικής και ποιητικής επόψεως εξεταζομένου του πράγματος, – να συλλογίζεται κατά πρώτον λόγον τα συμφέροντα της πατρίδος του και κατά δεύτερον τα της Ελλάδος, και να προτιμά τούτων εκείνα, αν τυχόν συμπέση να μη συμβιβάζονται;

Τοιαύται έννοιαι δεν χωρούσιν εις Έλληνος κεφαλήν, ουδέ δύναται ποτε ελληνική καρδία να παραδεχθή και επιτρέψη τοιαύτην πώρωσιν.

Διά τούτο απαιτούμεν να ενδιαφέρωνται υπέρ ημών οι ξένοι περισσότερον ή όσον ημείς αυτοί υπέρ εαυτών ενδιαφερόμεθα, να εργάζωνται υπέρ της πραγματοποιήσεως της εθνικής ημών ιδέας πολύ συντονώτερον ημών των ιδίων, να πράττωσιν εκείνοι πλειότερα όσων ημείς λέγομεν, και απλώς ειπείν να ήνε των Ελλήνων ελληνίστεροι.

Διά τούτο οσάκις ακούομεν ή αναγινώσκομεν τρεις λέξεις υπέρ ημών, τις οίδε πόθεν και πώς λεχθείσας ή γραφείσας, τις οίδε τίνα εχούσας σκοπόν ή κρυφίαν υπαγόρευσιν, ενθουσιώμεν ευθύς και αλαλάζομεν και πλαταγούμεν, και δράττοντες τα εθνικά ημών κατάστιχα ανοίγομεν αμέσως μερίδα εις τον νέον φιλέλληνα.

Συμβαίνει ενίοτε, – και ποσάκις μέχρι τούδε συνέβη! – να ανακαλύψωμεν βραδύτερον ότι ηπατήθημεν, η ευγενής δ' εκείνη φωνή, ην είχον έτι έναυλον τα πατριωτικά ημών ώτα, να σιγήση αίφνης αγενώς ή και ν' αλλάξη σκοπόν, γινομένη κατήγορος από υμνητού και επαινέτου.

Λυπούμεθα βεβαίως διά το εθνικόν ατύχημα, αλλά δεν ταραττόμεθα και πολύ. Ανοίγομεν και πάλιν το εθνικόν ημών καθολικόν, εγγράφομεν τον αποστάτην εις την μερίδα των μισελλήνων, και παραδίδομεν αυτόν εις τας αράς και το μίσος του έθνους.

Αν όμως συμβή το αντίστροφον! Αν, χάρις εις την παντοδύναμον ευγλωττίαν ειδικών τινων arguments sans replique ως έλεγεν ο Δον Βασίλειος, ακουσθή αίφνης ότι μετενόησαν αμαρτωλοί, και χρόνιοι εχθροί ετράπησαν εις φίλους, και ανταποκριταί φοβεροί παγκοσμίων εφημερίδων ανέμελψαν αίφνης το Ω σ α ν ά, ενώ χθες μόλις εκραύγαζον σταύρωσον, σταύρωσον αυτούς, ω! η αγαλλίασις ημών τότε ούτε λέγεται ούτε περιγράφεται. Μη δεν είπεν ο Χριστός, ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»

* * *

Των λογίων φιλελλήνων το γένος δεν είνε μεν βεβαίως τοσούτον επίσημον ουδέ περιφανές, όσον οι πολιτικοί φιλέλληνες, αλλ' αφθονεί όμως επίσης και ακμάζει, αυξάνει δε διαρκώς διά των νέων προσηλύτων, ους βαπτίζουσιν εκάστοτε οι παρ' ημίν λόγιοι, ουχί πάντες βεβαίως, αλλ' εκείνοι ιδίως, εις ους απονέμουσι προχείρως ευρωπαϊκής αθανασίας διπλώματα οι της δύσεως σοφοί.

Αφ' ότου της εθελοφημίας η νόσος απέκτησε και παρ' ημίν ενδημικόν χαρακτήρα, οι δε λογογραφούντες Έλληνες ήρχισαν αλιεύοντες δόξαν από των τελευταίων σελίδων των εφημερίδων, και απ' αυτών έτι των γωνιών των οδών διά πολυχρώμων τοιχοκολλημάτων, ήνοιξε φυσικώ τω λόγω και η όρεξις αυτών, η δε φιλοδοξία των ωνειρεύθη άλλον ευρύν, ευρύτερον του ελληνικού ορίζοντα.

Do ut des, είπομεν τότε προς τους ξένους, όσοι εφαίνοντο ορεγόμενοι νεοελληνικής δόξης. Σας κηρύττομεν φιλέλληνας, – και ηξεύρετε πόσον μυρίπνουν και ιερόν είνε αυτό το όνομα – αλλά πρέπει να μας κηρύξετε και σεις μεγάλους συγγραφείς. Και το πράγμα έγεινε, και των αλλοδαπών φιλελλήνων λογίων η στρατιά πληθύνεται οσημέραι εις δόξαν και κλέος των νεοελληνικών γραμμάτων.

Διά τούτο δε βλέπομεν και αναγινώσκομεν καθ' εκάστην εις τας εφημερίδας και τα περιοδικά ημών συγγράμματα, ότι ο δείνα σοφός, υπό των φιλελληνικωτάτων αισθημάτων εμπνεόμενος, εδημοσίευσεν εν τω δείνα ευρωπαϊκώ περιοδικώ επαινετικήν διατριβήν περί ταύτης ή εκείνης της νεοελληνικής συγγραφής· ότι ο άλλος εκείνος διάσημος φιλέλλην, ούτινος τόσον ευφήμως κατέστησαν γνωσταί αι περί την μεσαιωνικήν ή την νέαν ημών φιλολογίαν μελέται, μετέφρασεν εις την γαλλικήν ή γερμανικήν, ενίοτε και την δανικήν ή την ρωσικήν ή τις οίδε ποίαν άλλην ευρωπαϊκήν ή και σημιτικήν γλώσσαν, την τάδε πραγματείαν νεοελληνικού σοφού· ότι ο ονομαστός ελληνιστής και φιλόλογος Άλφα εμνημόνευσε μετ' επαίνων τούτου ή εκείνου του νεοελληνικού βιβλίου, και ότι η διαπρεπής εν τω κόσμω των γραμμάτων κυρία Βήτα απένειμε τον στέφανον της αθανασίας εις τούτο ή εκείνο το ποίημα.

Και ταύτα πάντα διαθρύπτουσι την εθνικήν φιλοτιμίαν ου μόνον των πολλών, οίτινες γνωρίζουσιν ίσως τα επαινούμενα έργα, αλλά και των ολίγων, οίτινες, πλην αυτών, γνωρίζουσι και τους επαινέτας. Αυξάνουσι δε ούτω και κορυφούνται αι εν τη νέα Ελλάδι φιλολογικαί επισημότητες, κλεϊζόμεναι υπό των αλλοδαπών σοφών, αυξάνει δε συγχρόνως και κραταιούται η ευγενής των λογίων φιλελλήνων τάξις, απαθανατιζομένη υπό των δι' αυτής απαθανατισθέντων.

Είνε αληθές – ας μείνη δε τούτο μεταξύ μας – ότι οι πλείστοι των κρινόντων και θαυμαζόντων ή και μεταφραζόντων έτι τα προϊόντα της νεωτέρας ημών φιλολογίας αλλοδαπών, έχουσι το ατύχημα να αγνοώσι την γλώσσαν ημών, ή να γνωρίζωσι καν αυτήν τοσούτον ατελώς, ώστε να διαφεύγωσιν αυτούς τα κάλλη των συγγραμμάτων άτινα πανηγυρίζουσιν. Αλλά τούτοουδέν προς τάλφιτα. Η δουλειά μας να γίνεται, λέγομεν οι ευφυείς και επιτήδειοι ημείς, δουλειά μας δε είνε να υπολαμβανώμεθα εκ παντός τρόπου μεγάλοι και σημαντικοί, να έχωμεν κολάκων εσμόν και φίλων πλημμύραν, και οι φιλέλληνές μας να αγαπώσι πάντοτε τους Έλληνάς των.

* * *

Περιττόν ίσως θα ήτο μετά τα ρηθέντα να λεπτολογηθώσι τα έξοχα προτερήματα, άτινα κατά τας εννοίας ημών κοσμούσιν απαραιτήτως πάντα φιλέλληνα. Δεν βλάπτει όμως και το περιττόν, οσάκις χρησιμεύει μεν εις τελείωσιν της εικόνος, δύναται δε ίσως – τις οίδε – να στρατολογήση και νέους άλλους του ευγενούς αγώνος μαχητάς.

Πας φιλέλλην είνε εν πρώτοις και προ πάντων ευφυέστατος άνθρωπος. Αλλά τι σημαίνει τούτο και μόνον δι' ημάς τους Έλληνας, τους ευφυεστάτους των ανθρώπων; Θα ήτο το αυτό και αν ελέγομεν, ότι πας φιλέλλην έχει δύο οφθαλμούς και μίαν ρίνα. Δεν αρκούμεθα επομένως εις αυτό και μόνον. Οι φιλέλληνες είνε άνδρες μεγαλοφυείς, φαινόμενα έκτακτα εν τω διανοητικώ κόσμω των εθνών, υπάρξεις προνομιούχοι, ως λέγουσι σήμερον επί το ελληνογαλλικώτερον αι νεοελληνικαί εφημερίδες. Οι φιλέλληνες έχουσιν ευρείαν την διάνοιαν και μεγάλην την καρδίαν, υψηλόν το φρόνημα και το αίσθημα ευγενές.

Οι φιλέλληνες έχουσι τον νουν αυτών απρόσιτον εις πάσαν ιδέαν μικράν και ταπεινήν, τα δε στέρνα αυτών κεκλεισμένα προς παν αίσθημα αδικίας. Οι φιλέλληνες είνε και φιλελεύθεροι· ουδέ είνε δυνατόν να ήνε οπισθοδρομικοί, αφού είνε φιλέλληνες. Είνε προς τούτοις αναγκαίως και αναποδράστως άνθρωποι πολυμαθείς, ποτισθέντες τα νάματα της υγιούς παιδείας εν τη μελέτη των κλασικών μνημείων της προγονικής ημών φιλολογίας, άτινα κατανοούσι και εκτιμώσιν, εννοείται, κάλλιον παντός άλλου. Είνε πεφωτισμένοι λάτρεις του καλού, νοημονέστατοι και αδέκαστοι κριταί της αρετής και της αξίας, όντα ενί λόγω τέλεια και ιδανικά.

Και πώς άλλως; Μόνον τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να ήνε φίλοι μας.

* * *

Οι δε μισέλληνες;

Οι μισέλληνες είνε πολλοί. Πολύ πλείονες δυστυχώς των φιλελλήνων, διότι είνε πάντες οι μη φιλέλληνες.

Τούτους μεν κατορθούμεν οπωςδήποτε ν' αριθμώμεν, διότι τους ακούομεν· τους αναγινώσκομεν, τους γνωρίζομεν, τους θυμιώμεν και τους λατρεύομεν. Αλλά τους δυστυχείς εκείνους παρίας, ων η πεπωρωμένη καρδία ουδέποτε έπαλεν υπέρ της Ελλάδος και των Ελλήνων, ων ουδέποτ' εξέφυγε τα χείλη κ α λ ό ς λ ό γ ο ς υπέρ ημών, πού να τους μάθωμεν ίνα τους αριθμήσωμεν;

Ακούομεν τους κατακριτάς ημών και κατηγόρους, τους εξ οιουδήποτε λόγου μη θελήσαντας να δρέψωσι δάφνας εκ του φιλελληνικού λειμώνος, τους υπολαβόντας εκ κακίας ή συμφέροντος οιουδήποτε, εκ γνώσεως ή εξ αγνοίας, ότι ουδεμιάς συμπαθείας ή ενδιαφέροντος είμεθα άξιοι, τους εξευτελίζοντας και προπηλακίζοντας ημάς. Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των, αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.

Αλλά οι τοιούτοι κατακριταί ημών και κατήγοροι είνε ολίγοι και ευάριθμοι, ουδ' είνε δυνατόν να μας αρκέσωσι. Τι σημασίαν θα είχαμεν, αν τόσον ολίγους μόνον είχαμεν εχθρούς; Εχθροί μας επομένως, τουτέστι μισέλληνες, είνε όχι μόνον εκείνοι, αλλά και πάντες όσοι μας αγνοούσι και αδιαφορούσιν εντελώς περί ημών. Οι προπάτορες ημών οι παλαιοί έλεγον εν αυταρκεία γνησίως ελληνική: πας μη Έλλην βάρβαρος, και είχον ίσως δίκαιον κατ' εκείνους τους χρόνους. Ημείς, οίτινες δεν τολμώμεν έτι να φθάσωμεν έως εκεί, αρκούμεθα εις την παρωδίαν του παλαιού λογίου, και λέγομεν απλούστερον: πας μη φιλέλλην μισέλλην.

Είνε δυνατόν, λέγομεν, να αγνοή τις σήμερον την νέαν Ελλάδα και τους νέους Έλληνας, εκτός αν το κάμνη επίτηδες; Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε καθώς πρέπει άνθρωπον να μη μας γνωρίζη, δηλαδή να μη μας επαινή; Και τι λοιπόν άλλο, ή εχθροί της Ελλάδος πρέπει να ονομασθώσιν οι αμαθείς και βάρβαροι, οι απαίδευτοι και ανόητοι εκείνοι, οι νομίζοντες ότι είνε ποτέ δυνατόν να γείνη οιοσδήποτε περί αυτών ονομαστί λόγος, χωρίς αυτοί να λαλήσωσι περί των νέων Ελλήνων;

Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να μη ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το τάγμα, και αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.

Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους πρέπει, και αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει πως και υπερηφανείας. Οργιζόμεθα μεν ότι αδιαφορούσι περί ημών, ως οργίζεται η ερωτότροπος γεροντοκόρη παρερχομένη ενώπιον απαθών ομμάτων και ουδέν ακούουσα θαυμαστικόν επιφώνημα, αλλά παρηγορούμεθα όμως, ως εκείνη, ενδομύχως, πεποίθησιν έχοντες ασφαλή, ότι οι ούτω προσφερόμενοι κινούνται τις οίδεν έκ τινος ταπεινού αισθήματος φθόνου ή κακίας, και κομπάζομεν διά το πλήθος των εχθρών ημών, αναλογιζόμενοι θυμοσόφως, ότι μόνον οι μέγα σημαίνοντες έχουσι πολλούς εχθρούς, διότι

 
εις ταπίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί.
 
* * *

Εννοείται ότι δεν υπάρχει λέξις δυσώνυμος ην δεν εκολλήσαμεν εις την ράχιν των κακών αυτών ανθρώπων, και ότι μόνον ίσως το ευρωπαϊκής φήμης απολαύον υβριολόγιον του Κ. Κόντου θα ήρκει εις προσήκουσαν έκφρασιν των αισθημάτων, άτινα προξενεί εις τας πατριωτικάς των Ελλήνων καρδίας η μοχθηρία των μισελλήνων. Εκείνους μάλιστα, όσοι μη αρκούμενοι εις περιφρονητικήν αδιαφορίαν, ελέγχουσιν ημάς ασυστόλως και κατακρίνουσι και κατηγορούσιν, εκείνους οίτινες υποτιμώσι το παρόν και καταστρέφουσι το μέλλον του ελληνισμού, ω! αυτούς τους πνίγομεν βεβαίως, αν πέσωσι ποτε εις τας χείρας μας.

Τους πνίγομεν εν εθνικώ συλλαλητηρίω, και αμφίβολον είνε αν θα ευρεθή κατά την μεγάλην εκείνην και ιεράν στιγμήν Έλλην άνθρωπος, όστις να εγείρη την φωνήν αυτού υπέρ των θυμάτων, υπεραπολογούμενος αυτών οπωςδήποτε ενώπιον της εξωργισμένης εθνικής ημών συνειδήσεως.

Και όμως – εντρέπομαι αληθώς και καλύπτω το πρόσωπον διά των χειρών μου, πριν εκστομίσω την βλασφημίαν – και όμως εις τους εχθρούς ημών και τους κατηγόρους οφείλομεν οι νέοι Έλληνες πολύ πλείονα ή εις τους ξένους φίλους και κόλακας.

Αν έχομέν τι σήμερον αγαθόν, – και έχομεν ολίγα, μάρτυς μου ο θεός – , αν κατωρθώσαμέν τι άξιον λόγου αφ' ης ανεγεννήθημεν, οι μισέλληνες ημών εχθροί είνε οι κύριοι αυτού εργάται και οι λόγοι των οι πικροί. Αυτοί μας εξώργισαν και μας δυσηρέστησαν, αλλ' αυτοί και επαίδευσαν και εσωφρόνισαν ημάς.

Στομάχους αργούς και αρρώστους δεν ιαίνει αφέψημα γλυκυρρίζης, αλλά πικρά κασία και άψινθος. Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και παραλύτους τους διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν μεγαλορρημονούμεν εν ώραις πατριωτικής αυταρκείας

 
αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος
και μέγιστος,
 

οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών τριόδων κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.

Ουδέν ποτε εκερδήσαμεν, ουδ' αγαθόν εμάθομεν ουδ' απεμάθομεν κακόν παρά των ευμενών ημών αλλοδαπών φίλων. Ενανουρίσθημεν υπ' αυτών εν τη νάρκη του μεγαλοπρεπούς ημών ύπνου, και ετανύσαμεν εν οκνηρία τας κνήμας ημών και εχασμήθημεν προ του θάλπους του ηλίου της προγονικής ημών δόξης. Αλλ' ουδέν άλλο.

Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας επετίμησαν, είν' αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν πολλάκις και μας εξηυτέλισαν, αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών σαρκός οίον παράγει αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων. Εκραυγάσαμεν εξ οδύνης υπό τας πληγάς, κατηράσθημεν τους μαστιγούντας, και διεμαρτυρήθημεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά της αδικίας και βαρβαρότητος· αλλ' εξήγειραν όμως και εσωφρόνισαν και ωκοδόμησαν ημάς οι παιδεύοντες, ευηργέτησαν δε αναντιρρήτως οι υβρίζοντες και εξουθενούντες.

Αδύνατον είνε οι αναγινώσκοντες τας γραμμάς ταύτας να μη ενθυμώνται, ότι και επηνέθησαν πολλάκις και κατεκρίθησαν. Παραδέχομαι δε προς χάριν των, ότι και δικαίως πάντοτε επηνέθησαν και αδίκως κατεκρίθησαν· αδιάφορον. Θα συνομολογήσωσιν όμως μετ' εμού, εν πάση ειλικρινεία, συνειδήσεως, ότι από των κατακρίσεων ιδίως εκαρπώθησαν όσα, τους επαινέτας πιστεύοντες, επελάμβανον κεκτημένα.

Το κατ' εμέ τουλάχιστον, και εξομολογούμαι τούτο εν πάση σπουδαιότητι, ουδέν ποτε εδιδάχθην ουδ' ωφελήθην από των φιλικών επαίνων, πολλά δε τουναντίον οφείλω εις τας εχθρικάς κατακρίσεις, και αυτάς τας από δυσμενεστάτης γνώμης.

Πότε θα εννοήσωμεν πάντες, ως έθνος, ότι οι μισέλληνες ημών εχθροί μας ωφελούσι πλειότερον των φιλελλήνων ημών φίλων; Πότε δε τέλος θα παύσωμεν διακρίνοντες τους περί ημών λαλούντας ή μη λαλούντας εις τας δύο εκείνας μεγάλας τάξεις, περί ων έλεγον αρχόμενος του λόγου; Πότε θα μάθωμεν ότι μόνη η αλήθεια σώσει ημάς;

Μόνον όταν παύσωμεν ημείς αυτοί προς εαυτούς καταψευδόμενοι και τας σκιάς των προγόνων περισαίνοντες· μόνον όταν αισθανθώμεν ότι είμεθα μικροί υιοί πατέρων μεγάλων, και ότι χειρίστη δίαιτα προς αύξησιν ημών και ανάρρωσιν είνε η δίαιτα εκείνη, ην θαυμασίως ωνόμαζεν ο Πλάτων οψοποιϊκήν κολακείαν.

ΣΥΡΜΟΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ;15

Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την πόλιν από μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον είχον συναντήσει μονήρη πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων, επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο αστροφεγγής και γλυκεία. Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος, μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.

Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν. Επεριπατούμεν ως άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή να συντάμωμεν τον δρόμον, κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες, αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των χειρών τους πίλους ημών και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων πνευμόνων την δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.

– Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν. Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον ωραίον αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του, και όταν ακόμη έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός.

– Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου, ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον. Την ποιητικήν ερημίαν ολίγοι αγαπούν, διότι ολίγοι αισθάνονται τα θέλγητρά της. Οι πολλοί προτιμούν τον κόσμον, το πλήθος, τον θόρυβον· και δι' αυτό αυτήν την ώραν, αντί να έλθουν εδώ να ιδούν σε ή εμέ, ή πιθανώτερον κανένα, και ν' ακούσουν τον γρύλλον, πηγαίνουν καλλίτερα εις το θέατρον των Ολυμπίων ν' ακούσουν τας Δύο Ορφανάς, εις το Φάληρον ν' ακούσουν την μουσικήν της Victorieuse και ολίγην κακολογίαν, ή και εις το Άντρον των Νυμφών εν εσχάτη ανάγκη, να ιδούν τον Καλλίστην. Υποθέτεις άρα γε, ότι εις άλλον τόπον είνε τα πράγματα διαφορετικά;

– Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις, διότι ο συρμός είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν παρηκολούθουν ο είς τον άλλον· υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως, αλλ' αρκετοί πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και των οποίων την τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις παραφώνου άσματος ή το θέαμα της αλευρωμένης μορφής προστύχου γελωτοποιού.

– Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά.

– Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;

– Δεν ηξεύρω, υπέλαβεν εκείνος μετά τινα δισταγμόν, τι να σου απαντήσω. Μου γενικεύεις πολύ το ζήτημα, και θα πέσωμεν εις θεωρίας κοινωνιολογικάς, αι οποίαι, προκειμένου περί της ιδικής μας κοινωνίας, δεν μου είνε, σου τ' ομολογώ ειλικρινώς, ούτε παρήγοροι ούτε ευάρεστοι.

– Αδιάφορον· αν θέλη κανείς σήμερον να ομιλή μόνον περί πραγμάτων ευαρέστων και παρηγόρων, πρέπει να σιωπαίνη.

– Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί όμως προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν; Μήπως ταυτίζεις συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την αθηναϊκήν κοινωνίαν.

– Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;

– Βεβαίως τον παραδέχομαι· αλλά παραδέχομαι και κάτι άλλο· παραδέχομαι και πολιτισμόν του συρμού· παραδέχομαι δε και κάτι περισσότερον ακόμη· ότι ημπορεί κανείς εξαίρετα να ήνε πολιτισμένος, χωρίς ν' ακολουθή τον συρμόν, και τουναντίον, ημπορεί ν' ακολουθή πιστότατα τον συρμόν, χωρίς ν' αποδεικνύη τούτο ότι είνε πολιτισμένος. Εις αυτήν δε την τελευταίαν κατηγορίαν νομίζω ότι κατατάσσεται το πλείστον μέρος της ιδικής μας κοινωνίας, εκείνης, εννοώ, η οποία θέλει να φαίνεται πολιτισμένη.

– Φρονείς λοιπόν, υπέλαβον, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη που πολιτισμός χωρίς συρμόν, ή συρμός χωρίς πολιτισμόν;

– Βεβαιότατα. Απόδειξις του πρώτου πολλαί πόλεις της Γερμανίας· απόδειξις του δευτέρου η πόλις των Αθηνών.

– Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του πολιτισμού;

– Διόλου δεν το αρνούμαι.

– Αλλά τότε . . .

– Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να έχουν αληθή πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς να έχουν εκείνον; Τούτο δεν ήθελες να ειπής;

– Ακριβώς.

– Απλούστατον. Ο συρμός των Αθηναίων εισάγεται εκ της αλλοδαπής· ούτε αυτοφυής εδώ είνε, ούτε προϊόν εγχωρίου καλλιεργείας. Όπως πίνομεν τέιον χωρίς να καλλιεργώμεν το φυτόν του, όπως φορούμεν βελούδα χωρίς να τα κατασκευάζωμεν, τοιουτοτρόπως έχομεν και συρμόν χωρίς να τον παράγωμεν. Ας ήνε καλά η ευάριθμος εκείνη ομάς των λεγομένων πολιτισμένων ή φιλοπροόδων, ως τους εβάπτισεν η εφημερίς των, οι οποίοι φροντίζουν να κάμνουν εγκαίρως την προμήθειάν των από το εξωτερικόν χάριν των εγχωρίων καταναλωτών, και να εξοδεύουν το περιζήτητον εμπόρευμα όχι μόνον προς ίδιον κέρδος, αλλά και προς ωφέλειαν ψυχοσωτήριον της πολυαρίθμου πελατείας των.

– Θα μου επιτρέψης όμως μίαν παρατήρησιν.

– Όσας θέλης· το θέμα είνε άξιον συζητήσεως, και πολύ διασκεδαστικόν· αφού δε το ηρχίσαμεν άπαξ, ας το εξαντλήσωμεν όσον το δυνατόν. Λέγε.

– Αφού λέγεις, ότι οι εισαγωγείς αυτοί του ξένου συρμού έχουν τόσον πολυάριθμον πελατείαν, ότι μ' άλλους λόγους όλος σχεδόν ο κόσμος εις τας Αθήνας ακολουθεί τον συρμόν, παρεδέχθης δε ήδη προ ολίγου, ότι υπάρχει πολιτισμός τις του συρμού, διατί δεν παραδέχεσαι, ότι οι Αθηναίοι είνε πολιτισμένοι;

– Διότι, όταν λέγω πολιτισμένος περί ανθρώπου οιουδήποτε ή περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του συρμού, τον οποίον μου ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον του χαιρετισμού, ούτε το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των υποδημάτων. Όλα αυτά είνε προσωπείον εύμορφον, το οποίον, ως όλα τα προσωπεία, δεν καλύπτει πάντοτε και εύμορφον πρόσωπον. Όλα αυτά αγοράζονται προχείρως δι' ολίγων κερμάτων, και είνε εις την διάθεσιν του πρώτου ξυλοσχίστου, όστις νομίση φιλοτιμίας ζήτημα να καταβάλη το αντίτιμόν των εκ του περισσεύματός του ενίοτε, ή πολύ συχνότερα εκ του υστερήματος αυτού. Υποθέτει βεβαίως αυτός – και διά τούτο το κάμνει, – ότι τοιουτοτρόπως πολιτίζεται, εξευγενίζεται, ως λέγει, και θαυμάζει ίσως ενδομύχως πόσον εύκολος είνε ο πολιτισμός. Αλλά πολιτισμός είνε αυτό; Είνε αυτό μαρτύριον επαρκές της μορφώσεως εκείνης του νου, του εξευγενισμού εκείνου της καρδίας, της ημερώσεως εκείνης των ηθών, τα οποία όλα ομού είνε απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αληθούς πολιτισμού;

Ομολογώ, ότι δεν ετόλμησα να απαντήσω, ουδέ ηθέλησα να διακόψω καν τον συνοδόν μου, ούτινος κατεφέρετο ήδη ζωηρότερος ο λόγος και βιαιότερον ανεπάλλετο η ράβδος.

– Και είνε δυνατόν, εξηκολούθησε, να ονομασθή μία κοινωνία πολιτισμένη, απλώς και μόνον διότι έχει γαλλικόν θέατρον, ή διότι συγκροτεί χορούς εις τα ξενοδοχεία, ή διότι παίζει Croquet και Rally Papers, ή διότι απέκτησεν ιπποδρόμια και λεμβοδρομίας, ενώ υπάρχουν μεταξύ αυτής άνθρωποι, και είνε οι περισσότεροι δυστυχώς, οι οποίοι καίουν τα δάση διά ν' αποκτήσουν χόρτον τα πρόβατά των, και λατομούσι την Πνύκα διά να κτίσωσιν αχυρώνας; οι οποίοι αποσπώσι τους τρυφερούς κλάδους των δενδρυλλίων της οδού διά να μαστίσωσι τους όνους των και ρίπτουσι τα καθάρματα των οικιών αυτών προ της θύρας των διά να ευωχώνται οι ανέστιοι σκύλοι της γειτονίας; οι οποίοι αποκαθηλούσι τα καθίσματα των πλατειών, και χύνουσιν από τα παράθυρα τα ρυπαρά των ύδατα επί της ράχεως των διαβατών, και σχίζουσι με τα μαχαίριά των τα καθίσματα των αμαξών του σιδηροδρόμου; Ή μη τυχόν είνε δείγμα πολιτισμού το να ραπίζωσι τους ανθρώπους οι φρουροί της δημοσίας ασφαλείας, ή το να εισέρχωνται έφιπποι αξιωματικοί εις τα ύπαιθρα καφενεία, ή το να θηρεύωνται κατά τον χρόνον της επωάσεως τα πτηνά, διά το Μουσείον δήθεν και δυνάμει επισήμου αδείας της αρχής, ή το να καίωνται το Πάσχα αι Αθήναι από τα σμπάρα των αντάμιδων;

Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου προκλητικός ως ερωτηματικόν σημείον.

– Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς, διότι είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου είνε κάπως υπερβολικόν.

– Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν επί του πεζοδρομίου.

– Νομίζω, τοιαύτα δείγματα βαρβαρότητος απαντώνται και εις τους πλέον πολιτισμένους τόπους . . .

– Μάλιστα, φίλτατε, απαντώνται· αλλ' απαντώνται ως εξαίρεσις, και οσάκις απαντώνται αποδοκιμάζονται υπό της κοινής συνειδήσεως, καταδιώκονται υπό της αρχής, και τιμωρούνται υπό της δικαιοσύνης.

– Και μήπως εδώ; . . .

– Διόλου! διέκοψεν ατίθασος ο φίλος μου, πριν ή περάνω την φράσιν μου. Διόλου. Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι, οι κάπως πολιτισμένοι, τ' ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και οσάκις τα καταδιώξη θα ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων· της δε δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς, οι δήθεν πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο βουλευτής . . .

– Α! όσον δι' αυτό, διαμαρτύρομαι!

– Αδιάφορον· αν δεν το κάμνεις συ, το κάμνει άλλος συναδελφός σου, και είνε το ίδιον. Μη ζητής λοιπόν παραβολάς και ομοιότητας μεταξύ των εδώ συμβαινόντων και των γινομένων αλλαχού του πολιτισμένου κόσμου. Ημείς εδώ, φίλτατε, είμεθα ακόμη απολίτιστοι, και αν δεν είμεθα βάρβαροι εντελώς, είμεθα ημιβάρβαροι, το οποίον είνε πολύ χειρότερον, διότι απατά.

– Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι. Είνε και άνθρωποι . . .

– Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγων – σημείωσε – δεν είνε πολιτισμός εθνικός, δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου ατμοσφαίρας. Απεκτήθη επί ξένης γης ως επί το πολύ, ή διά ξένης μορφώσεως, και ομοιάζει προς τα φυτά των θερμοκηπίων, τα οποία θάλλουσιν εν μέσω του χειμώνος στεγόμενα υπό των υέλων κατά του βορρά και του ψύχους και θαλπόμενα διά μυστικών θερμαγωγών σωλήνων. Αποτελούσι και αυτά μέρος του κήπου, αλλ' ο κήπος κύκλω είνε κατάξηρος και χέρσος.

– Ω! δεν είνε πάλιν τόση η διαφορά . . .

– Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να παραπονώνται και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της προκοπής. Υποθέτουν ότι ο πολύς κόσμος αισθάνεται και πρέπει να αισθάνεται τας ιδικάς των ανάγκας, και λησμονούν, ότι αυτοί μεν είνε εμπρός, πολύ εμπρός, οι δε άλλοι οπίσω, διότι αυτοί μεν διήνυσαν την οδόν διά του σιδηροδρόμου, οι δε άλλοι παρέπονται πεζοί.

Ωμίλει έτι ο φίλος μου, ότε εισήλθομεν εις την πόλιν. Ήτο ήδη νυξ· ευάριθμος δε νέων ομάς, αδόντων μεγαλοφώνως, επρόβαλλε την στιγμήν εκείνην εις την λεωφόρον από πλαγίας οδού. Το βήμα των ήτο ασταθές και το άσμα των όμοιον.

– Ιδού, είπε σταματήσας ο συνοδός μου, έν πρόχειρον δείγμα του πολιτισμού μας. Και όμως οι κύριοι αυτοί είνε του συρμού, διότι και στενάς περισκελίδας φορούν και μυτερά υποδήματα.

Και εχωρίσθημεν.

15.Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω ημερολογίω Ποικίλη Στοά του έτους 1887.