Nur auf LitRes lesen

Das Buch kann nicht als Datei heruntergeladen werden, kann aber in unserer App oder online auf der Website gelesen werden.

Buch lesen: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», Seite 13

Schriftart:

Ε'

Μετά ένα μήνα ο Γεώργης έλυεν εν τω υπερώω, όπου κατεκλίνετο, την μικράν εκείνην δέσμην των κιτρίνων χαρτίων, άτινα είχε δωρήσει εις αυτόν η θεία του, και προσεπάθει να αναγνώση το πρώτον εξ αυτών. Αλλά τα γράμματα δεν ωμοίαζον δυστυχώς μ' εκείνα τα οποία εμάνθανεν εις το σχολείον. Εκοπίασε πολύ, πλην εκοπίασεν εις μάτην.

Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον.

Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος.

Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα.

Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα. Εξημερώθη παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την ανάγνωσιν του τελευταίου, το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των ρωγμών του παραθύρου του.

Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών χαρτίων, αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον ορίζοντα προ της παιδικής του διανοίας.

Ο τόπος αυτός όπου έζη, η Ελλάς, η χώρα εκείνη όπου είχε γεννηθή, η Κόρινθος, είχον πολεμήσει εναντίον ανθρώπων κακών, βαρβάρων, τυράννων, ως τους έλεγον τα παλαιά εκείνα χαρτία.

Ο πάππος του είχε πολεμήσει και αυτός, και είχε μάλιστα ακουσθή – τα χαρτία το έλεγον. Δεν ήτο λοιπόν ασήμαντος άνθρωπος ο πάππος του. Είχε προσφέρει εις την πατρίδα τον βραχίονά του, όστις είχε κολοβωθή υπό σφαίρας, την οικίαν του, την οποίαν κατέκαυσαν οι Τούρκοι, την περιουσίαν του, ήτις εδαπανήθη εις τας ανάγκας του πολέμου. Τα παλαιά χαρτία τα έλεγον όλ' αυτά.

Διατί όμως μ' όλας αυτάς τας θυσίας του είχε μείνει ο πάππος του, ιδιώτης, και απέθανε καλλιεργών τους αγρούς του διά της μιας αυτού χειρός;

Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα.

Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε χωρίς ν' αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά;

Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν εις τας απορίας αυτού.

Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της εσχάτης της κλίνης του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα, ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να μάθη γράμματα, και ανελογίζετο τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε εστίλβονε, γονυπετών επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός πενταλέπτου.

Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του.

Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.

ΣΤ'

Μετά τρία έτη ο Γεώργιος ετελείονε το ελληνικόν σχολείον, και ειργάζετο ως γραφεύς παρά τινι των συμβολαιογράφων των Αθηνών.

Μετά άλλα τρία κατετάσσετο εις την ιατρικήν σχολήν του πανεπιστημίου, και ελάμβανε εξηκοντάδραχμον υποτροφίαν, πρωτεύων εν διαγωνισμώ.

Μετά πέντε δε άλλα ήτο ιατρός εν τη πατρίδι του, και ανακομίζων εξ Αθηνών τα λείψανα της θείας Βαγγελής, έθαπτεν αυτά υπό τάφον κοινόν μετά των οστών του πατρός, της μητρός και των δύο του μικρών αδελφών, τας οποίας τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη.

Η ΜΠΟΓΑΤΣΑ

Ανατολικός μύθος8

Είνε χειμώνος εσπέρα.

Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του κενού στομάχου.

Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.

Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει, υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.

Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . . εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.

Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας, και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού θεάματος. Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη απόγνωσις του λιμώττοντος Παρίου, η από των οφθαλμών του αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της πείνης κυρτούμενον σώμα του.

– Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού;

– Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!

– Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα;

Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.

– Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!

– Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι;

– Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;

– Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.

– Κι' αν δεν τη φας;

– Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου.

Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.

Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;

Ενέπηξε τους όνυχάς του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως αν επρόκειτο να αποσπάση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον. Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.

– Μωρέ στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.

Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιουμένη, και η μάχη . . διά μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον . . . αλλ' η χειρ του κατέπεσεν αδρανής, και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον γενναίον χορηγόν.

– Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ πεια!

Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού, προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.

Επιμύθιον

Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ' ημών, αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων αρχόντων.

Ο ΕΠΤΑΨΥΧΟΣ ΓΑΤΟΣ

Αλληγορία9

Ήμην παιδίον, επτά ίσως μόλις ή οκτώ ετών.

Αλλά τον ενθυμούμαι ακόμη ζωηρότατα, και θαρρώ ότι τον βλέπω εμπρός μου ζωγραφιστόν, ολοζώντανον, με το λευκόν του τρίχωμα, το οποίον έστιζον εδώ και εκεί ολίγαι κίτριναι κηλίδες, με την μεγάλην του κεφαλήν, την κιτρίνην του ουράν, τους κιτρίνους του οφθαλμούς, και το ύπουλον αθόρυβον βήμα του – αληθές βήμα νυκτοκλέπτου.

Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και ληστής αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του οίκου μας, αλλά και πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των γειτονικών οικιών. Κυνηγός μόνον δεν ήτο. Περιεφρόνει άρα γε πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της ωρίμου του ηλικίας, ή μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους θηράματος την ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της χύτρας ή των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως. Το βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των φωλεών των.

Το στρογγύλον και παχυνθέν εκ της κλοπής σώμα του έλαμπεν υπό βαθύ και λάσιον τρίχωμα, οι οφθαλμοί του, κλειστοί συνήθως από της ραστώνης, ηνοίγοντο και διεστέλλοντο προ της ασθενεστάτης οσμής οιουδήποτε λιχνεύματος, και το αδρανές και συρόμενον βήμα του μετεβάλλετο αίφνης εις τίγρεως άλμα από του εδάφους επί την τράπεζαν και απ' αυτής εις την οδόν εκεί, αναρριχώμενος ταχύς επί την κορυφήν του πρώτου προστυχόντος τοίχου, ετρωγάλιζε μακαρίως την λείαν του, ένιπτεν έπειτα διά του ποδός την λιπάραντον μορφήν, και εξηπλούτο κατόπιν προς τον ήλιον, διά να κάμη την χώνευσίν του, ουδέ βλέμματος αξιών τα περιιπτάμενα πτηνά ή τας ενοχλούσας αυτόν μυίας.

Αλλ' αι κλεπτικαί του έφοδοι δεν ετελείονον πάντοτε τόσον αισίως. Είχεν από μακρού επικηρυχθή ο ληστής υφ' όλων των μαγειρισσών της γειτονίας, και πολλάκις είχον στηθή ενέδραι κατά των κλεπτικών του κατορθωμάτων, και πολλάκις η καταδίωξίς του δεν απέβη ματαία. Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς σφεγδονισθή κατά της κεφαλής του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της ράχεώς του, και πόσαι χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα! Είχε μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας.

Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και λαίμαργος εκ φύσεως. Το κατ' εξοχήν και προχειρότατον εις αυτόν πεδίον των ληστροπραξιών του ήτο, εννοείται, η πάτριος αυτού γη, το μαγειρείον της οικίας μας, όπου πρωίαν τινά χειμώνος είχε γεννηθή εντός της ανθρακοθήκης. Εκεί ηνδραγάθει και δις και τρις πολλάκις της ημέρας, εκεί είχε συλλέξει και τας πλείστας των πληγών, αίτινες εκόσμουν το ηρωικόν αυτού σώμα, εκεί δ' επήλθε τέλος και η φοβερά τραγωδία, της οποίας ημέραν τινά παρέστηυ ακούσιος μάρτυς.

Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο συνήθως εν τω οίκω. Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής πάναν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας χύτρας. Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν. Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της τραπέζης.

Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα. Ήτο αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το πλακοστρώτον του μαγειρείου. Μία, δύο, τρεις, και ο κλέπτης κατέκειτο εκτάδην ακίνητος, παράλυτος, με κλειστούς οφθαλμούς, μ' αιμόφυρτον το στόμα και τας σιαγόνας σπασμωδικώς ανοιγοκλειομένας.

– Α! εφώνησε θριαμβικώς η ναξία Νέμεσις. Τώρα πεια σε γλυτόνω μια για πάντα!

Και δεν ηρκέσθη εις τούτο η φοβερά Μορμώ. Ήρπασε το πτώμα του ληστού, το έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το εστρηφογύρισεν εντός αυτής δις και τρις διά της πάνας της, το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον, μελανόν, παράμορφον, έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις απέκειτο προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.

Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον, μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν ρόγχον του λασίου του στήθους. Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς ημέρας εξηκολούθουν να τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου, ότε ημέραν τινά – τις το πιστεύει; – βλέπω εισερχόμενον εις το μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο εκείνος αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του δημίου του.

– Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι! Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος! Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . .

Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής. Εκ του τριχώματός του ολίγα τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . – αλλ' εσύροντο όμως, εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.

– Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος, όστις αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις φυγήν.

Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν ο επτάψυχος γάτος, και μυθική παράδοσις μεγάλη και πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην του μορφήν. Αλλ' η παράδοσις εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το πολύπαθές του γήρας, επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού τέλος.

Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον ουδέ χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ ετόλμησε να επανέλθη από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον. Πόλεμος ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο τον εδίωκε λάκτισμα. Άνελπις, απειρηκώς και μόλις αναπνέων ετρύπωσε μίαν ημέραν εις μίαν γωνίαν, και εκεί, ακίνητος, άμαχος, – τις οίδεν αν μετανοήσας ή μη διά το ληστρικόν αυτού παρελθόν – ετάφη υπό σωρείαν λίθων, τους οποίους εσφενδόνισαν αλλεπαλλήλως κατά της λιπότριχος κεφαλής του οι αδυσώπητοι αυτού διώκται.

ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΘΗΝΑΙ10

Όσοι, γνωρίσαντες τας Αθήνας προ τριάκοντα περίπου ετών, κατέλιπον αυτάς και επανέρχονται σήμερον εις την πρωτεύουσαν του ελληνικού βασιλείου, τρίβουσιν έκπληκτοι τους οφθαλμούς των, και δεν δύνανται να τας αναγνωρίσωσιν.

Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζης – ήτο μία μόνη τότε – ευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα πανηγυρίζοντα πάσαν βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν! Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων απώλετο μετ' ήχου η μνήμη. Προχωρούσι περαιτέρω, παρέρχονται το παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων συνηθροίζοντο τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών. Προβαίνουσιν ολίγα βήματα, και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι· προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το Παυσίλυπον. Έκθαμβοι πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης, αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα.

– Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα χείλη.

– Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε! Περίεργον να ζης ακόμη! λέγει η καρδία.

Και αισθάνονται πιθανώς, ότι η καρδία των

 
recht angenehm verblutet,
 

ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile και – οι αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου Λόντου, και τας σατύρας του Ορφανίδου, – και παρέρχονται ηδέως βαρυθυμούντες, και ευαρέστως αιμάσσοντες την καρδίαν.

Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον, εξετείνοντο κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι περαιτέρω χλοάζουσαι, και τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν' αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ' ανακόπτει ευθύς το βήμα των κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των βαρεία η άμαξα του ιπποσιδηροδρόμου. Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και αλωνίων και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του βραχίονας.

Έκπληκτοι πάντοτε, ενεοί και ως εν ονείρω, αναβαίνουσι την οδόν Πειραιώς, φράσσοντες τα ώτα των προς τους συμμιγείς μουσικούς θορύβους του ωδείου, και φθάνουσιν εις την Πλατείαν της Ομονοίας, ήτις, δεν ενθυμούνται καλώς, αλλά νομίζουσιν ότι είχεν άλλο ποτέ όνομα. Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον, εσθήτας μεταξωτάς ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους σεισοπυγίζοντας δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι γρηγορούσι.

Μάτην αναζητούσι γνώριμον μορφήν μεταξύ του πλήθους εκείνου του ποικίλου. Οι πλείστοι περί αυτούς είνε νέοι, οι δε γέροντες, όσοι αγνοούσιν έτι το ύδωρ της Allen, παρήλλαξαν τόσον! Ουδ' αναβολή τις καν εκ των παλαιών ευφραίνει πλέον το βλεμμάτων. Φουστανέλλας μόλις που σπάνιον απολείπεται ίχνος, είνε δ' από πολλού ήδη πρόσωπα ιστορικά οι ντουμανάδες, οι εορτάσιμοι των υπηρετριών κατακτηταί, με τα γαροφαλλοκέντητα πορτοκάλλιά των και τας ερυθράς των καλαμάτας.

Όλα κύκλω των μετεβλήθησαν· όλα! Και ό,τι ακούουσι και ό,τι βλέπουσι. Μόνον ο κονιορτός, ευσταλής και ακμαίος ως άλλοτε, και των οδών η ακαθαρσία και οι ρακένδυτοι στραγαλοπώλαι αναμιμνήσκουσιν αυτούς αμυδρώς τας παλαιάς των Αθήνας, και αναπαύουσι τα βλέμματά των ως μεμονωμένα νησίδια εν μέσω της κυκλούσης αυτούς εκπολιτιστικής πλημμύρας.

* * *

Ας φαντασθή τις επί μικρόν τοιούτον τινα Επιμενίδην, όχι κοιμηθέντα επτά και πεντήκοντα έτη, ως ο σοφός της Κνωσσού, αλλά διαμείναντα μακράν της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου τριάκοντα, εικοσιπέντε, ή και είκοσι μόνον χρόνους. Δεν λέγομεν τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα, διότι εξ αυτών παρήλλαξαν ήδη τον βίον οι πλείστοι, αφού εμερίμνησαν, εννοείται, άλλοι μεν να κληροδοτήσωσι το χρήμα των εις το εθνικόν Πανεπιστήμιον, ίνα οι σοφοί του πρυτάνεις αναλώσωσιν αυτό εις γελοιογλυφίας του Ρήγα και του Γρηγορίου, άλλοι δε θυμοσοφώτεροι να ορίσωσι την χρήσιν αυτού εις ίδρυσιν φρενοκομείου, και άλλοι να τάξωσι την πρόσοδόν του εις μόρφωσιν διδασκάλων της εβραϊκής γλώσσης ή ερμηνευτών του Σειράχ.

Ο Επιμενίδης ούτος δεν επανέρχεται, ως προείπομεν, εις τας Αθήνας, αλλά τας διέρχεται μόνον. Δεν έρχεται να καταλύση τον βίον υπό τον γλαυκόν ουρανόν του άστεος της Παλλάδος, ουδέ να διαθέση το αποταμίευμά του εις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ουδέ να συνοικίση τας ακανθοσπάρτους χέρσους των περιχώρων, ουδέ να διδάξη τους Αθηναίους την χρηματιστικήν. Δεν παρώξυνε τοσούτον η νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας, αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε. Εγνώρισε νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον Παπαρρηγόπουλον. Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο ασθμαίνων και περιπόρφυρος. Εγνώρισε και συνηλλάχθη πολλάκις προς τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως, οίτινες αντί μιας μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον χάρτινον κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά. Ενθυμείται του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την μαθητικήν του κοιλίαν δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά. Ενθυμείται έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός τριγώνου. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και τα νερά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης. Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος. Δεν ελησμόνησε τα δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: άλλος διά κάτω! των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών Ισχύν του Νόμου. Ενθυμείται, . . . και τι δεν ενθυμείται! Αλλ' ουδέν σχεδόν – είπον φίλοι προς αυτόν – σώζεται πλέον εξ όσων ενθυμείται. Εξέλιπον, τω είπον, πάντα εκείνα τα παλαιά της μικροπόλεως γνωρίσματα, και αι Αθήναι ήλλαξαν όψιν. Αι οδοί των ηυρύνθησαν, και αι οικίαι των ηύξησαν εις όγκον και ύψος. Τα καφενεία των επληθύνθησαν περίκομψα και μεγάλα, οι δε φοιτηταί των εδεκαπλασιάσθησαν, όσον σχεδόν και του Πανεπιστημίου οι φοιτηταί. Ολίγοι μόνον πρεσβύται και πρεσβυτίζοντες παίζουσιν έτι δόμινον εις τα καφενεία· οι άνδρες και οι νέοι παίζουσιν εκαρτέ και βακκαρά εις την λέσχην, και η ενθήκη δεν είνε πλέον έν τρίγωνον, αλλά πολλαί δραχμών νέων χιλιάδες. Εξηφανίσθησαν τα δίτροχα αμάξια, και αι άμαξαι της ελληνικής πρωτευούσης είνε σήμερον αι ωραιότεραι της Ευρώπης. Το άλλος διά κάτω δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα όλων χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε ετελείονον άλλοτε, οι δε αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον ράβδους χονδράς αλλά προφυράς εφεστρίδας.

Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών φίλοι, και άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της αγαπητής πόλεως των νεανικών του χρόνων.

Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να θαυμάση ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον του πολιτισμού, αλλά των πολιτισμών της Εσπερίας. Έρχεται να ίδη την προ τριακονταετίας άμορφον κάμπην μεταμορφωθείσαν εις περικαλλή χρυσαλλίδα. Έρχεται να ανανεώση εις εφόδιον των πρεσβυτικών του ημερών την εις τας δέλτους της μνήμης του ταμιευμένην παλαιάν εικόνα του άστεος, ως ανανεούσιν, από ηλικίας εις ηλικίαν, τα φωτογραφήματα των τέκνων των οι φιλόστοργοι πατέρες.

* * *

Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και ανήλθεν, εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου. Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα κατορθώσωσι να εξέλθωσι της αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν τας παλαιάς του Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το τραχύ του ακούσματος. Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού του ταξειδίου.

– Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.

Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων ανά παν βήμα διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια, και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το ξενοδοχείον της Μασσαλίας – ήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το εγνώριζε – κ' εζήτησε δωμάτιον επί της οδού.

Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν. Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα. Ήθελε να ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν' αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην ηγρύπνει. Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της, ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά τόσον μόνον.

Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη.

Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν, και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν.

Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον, κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν. Εισήλθε δε εις το πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του, απέναντι της μεγάλης οικίας του Μελά.

Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνος – ήτο ακόμη πολύ πρωί – και ν' αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί τούτω είχεν αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου. Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον βαρύν και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία του.

Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο όπερ τον περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι κραυγαί των παρερχομένων εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων υπηρετών του καφενείου, ετάραττον μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας προσδοκίας του.

– Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας εφημερίδας του.

Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα,

– Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών.

– Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης – εις ον πρέπει τέλος να δώσωμεν έν όνομα.

– Ολόκληρος. Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες;

– Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου.

– Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών.

– Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι κάμνεις;

– Το βλέπεις, τι κάμνω.

– Δεν το βλέπω διόλου.

– Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι;

8.Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Εφημερίδι των Συζητήσεων της 8 Δεκεμβρίου 1893.
9.Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Εφημερίδι των Συζητήσεων της 11 Δεκεμβρίου 1893.
10.Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Ημερολογίω Ποικίλη Στοά του έτους 1884.