Τον φαρμακόνει εις τον κήπον του διά να του πάρη το
βασίλειο. Ονομάζεται Γονζάγος· η ιστορία είναι αληθινή
και γραμμένη εις εκλεκτήν ιταλικήν γλώσσαν· 'ς ολίγο θα
ιδήτε πώς ο δολοφόνος κερδίζει την αγάπην της γυναικός
του Γονζάγου.
Ο Βασιλέας σηκόνεται!
Τι; του εφάνη πως καίεται;
Τι αισθάνεσαι, Κύριέ μου;
Παύσετε την παράστασιν!
Φέξετέ μου! – Έξω!
Φώτα! φώτα! φώτα!
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ και του ΟΡΑΤΙΟΥ]
Το κτυπημένο ελάφι ας πα να κλαίη,
το αλάβωτο ζαρκάδι, ας παιγνιδά·
θα κοιμάτ' ένας, άλλος αγρυπνά·
εις τούτον τον συρμόν ο κόσμος πλέει.
Δεν νομίζεις, φίλε, ότι με αυτό το κατόρθωμα και με
ένα (39) δάσος πτερά (εάν η τύχη μου εις το εξής αποτουρ-
κεύση) και μ' ένα ζευγάρι ρόδα της Προβέντσας επάνω εις
τ' ανοικτά υποδήματά μου, δεν θα είχα το μερτικό μου εις
μίαν συντροφιά ηθοποιών, φίλε;
Το μισό.
Όχι, ολόκληρο, είμαι βεβαιότατος.
Ω Δάμων φίλ', εδώ την βασιλεία
ωρφάνευσαν από τον ίδιον Δία,
το ξεύρεις, και τον κλείσαν 'ς το μνημούρι·
και τώρα βασιλεύει ένα – παγώνι.
Εύκολα εύρισκες την ρίμα (40).
Ω αγαπητέ μου Οράτιε! Τώρα επάνω εις τον λόγον του
Πνεύματος θα εστοιχημάτιζα και χίλιαις λίραις. Ενόησες;
Πολύ καλά, Κύριέ μου.
Άμα έγινε λόγος διά το φαρμάκωμα;
Πολύ καλά τον επαρατήρησα.
Χα! χα! Εμπρός, ολίγη μουσική! Εμπρός, εμπρός,
οι αυλοί!
Διότι αν του βασιλειά κακόν το δράμα τούτο εφάνη, τότ' είναι πιθανόν, – μα τον Θεόν, πολύ του εκακοφάνη.
Εμπρός, ολίγη μουσική!
Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Κύριέ μου, δώσε μου την άδειαν να σου ειπώ έναν λόγον.
Και ολόκληρην ιστορίαν, Κύριε.
Ο Βασιλέας, Κύριε, —
Ε! τι γίνεται;
Αποσυρμένος εις τα δωμάτια του πάσχει φοβερά.
Από το πολύ πιοτό, Κύριε;
Όχι, Κύριέ μου· από χολήν κάπως.
Θα έδειχνες πολύ γνωστικώτερος αν είχες αναγγείλη
τούτο εις τον ιατρόν του διότι, ως προς εμέ, εάν εγώ του
εδιόριζα καθαρτικό, θα του ανακάτονα ίσως περισσότερο
την χολήν.
Κύριέ μου, δώσε κάπως μορφήν εις την ομιλίαν σου,
και μη πηδάς τόσον αγρίως από το θέμα μου.
Είμαι ήμερος, Κύριε· προχώρησε.
Η Βασίλισσα, η μητέρα σου, καταλυπημένη μ' έστειλε
προς εσέ.
Καλώς ήλθες.
Αλλά, Κύριέ μου, αυτή η ευγένεια δεν είναι άδολη· αν
λάβης την καλοσύνην να μου δώσης μίαν γνωστικήν από-
κρίσιν, θα εκτελέσω την προσταγήν της μητρός σου· ει-
δεμή θα μου δώσης την άδειαν ν' αναχωρήσω και με τούτο
τελειόνει η παραγγελία μου.
Κύριε, δεν ημπορώ —
Τι, Κύριέ μου;
να σου δώσω μίαν γνωστικήν απόκρισιν· το πνεύμα μου
είναι άρρωστο· αλλά την απόκρισιν οπού ημπορώ να δώσω,
συ θα μου την διατάξης, Κύριε, ή καλήτερα θα μου την
διατάξη, καθώς λέγεις, η μητέρα μου· λοιπόν φθάνει, και
εις το προκείμενον. Η μητέρα μου, λέγεις —
Ιδού τι λέγει· ο τρόπος σου την έρριξε εις απορίαν και
ταραχήν.
Ω θαυμαστός (41) υιός ικανός να ζαλίση τόσο μίαν μη-
τέρα! Αλλά τι σέρνει κατόπι της αυτή η απορία της μη-
τρός μου; Λέγε.
Επιθυμεί να σου ομιλήση εις την κάμαράν της πριν πας
να πλαγιάσης.
Θέλ' υπακούσωμε, και αν (42) την είχαμε δέκα φοραίς μη-
τέρα. Έχεις τι άλλο να μου ειπής;
Κύριέ μου, μία φορά μ' αγαπούσες.
Και ακόμη τώρα, να χαρώ αυταίς μου ταις δύο αρπά-
κτραις.
Κύριέ μου, πόθεν προέρχεται η ασθένειά σου; Μα την
αλήθειαν, μανταλόνεις την θύραν εις την ελευθερίαν σου,
αν αρνείσαι να φανερώσης τον πόνον σου εις τους φίλους
σου.
Κύριε, δεν βλέπω προκοπήν.
Πώς τούτο, αφού έχεις τον λόγον του βασιλέως ότι εί-
σαι ο διάδοχος της Δανίας;
Ναι, Κύριε· πλην «ζήσε, μαύρε μου» – η παροιμία
εμούχλιασε κάπως.
Εισέρχονται ΗΘΟΠΟΙΟΙ με αυλούς.
Ω! οι αυλοί! δος μου έναν να ιδώ. – Διά (43) να ελευ-
θερωθώ από σας – τι με φέρνετε γύρα διά να μου πάρετε
την μυρωδιά, ως να ηθέλετε να με πιάσετε 'ς την παγίδα;
Ω! Κύριέ μου, όσο τολμηρόν είναι το σέβας μου, τόσο
αδιάκριτη είναι η αγάπη μου.
Δεν σ' εννοώ καλά. θέλεις να παίξης αυτόν τον αυλόν;
Κύριέ μου, δεν ημπορώ.
Αν μ' αγαπάς.
Πίστευσέ με, δεν ημπορώ.
Θερμώς σε παρακαλώ.
Δεν γνωρίζω πώς πιάνεται καν, Κύριέ μου.
Είν' εύκολο, όσο να ειπής το ψέμα· ιδού, κυβέρνησε τού-
ταις ταις τρύπαις με τον δείκτην και με τον αντίχειρα,
δώσε του πνοήν με το στόμα, και θα σου λαλήση εκφρα-
στικωτάτην μουσικήν. Παρατήρησε, εδώ είναι τα κλειδιά.
Αλλ' αυτά ίσα ίσα δεν δύναμαι εγώ να τ' αναγκάσω να
γεννήσουν αρμονικόν ήχον κανέναν· δεν κατέχω την τέχνην.
Ε! βλέπεις λοιπόν διά πόσο ουτιδανό πράγμα με κάμνεις!
Ήθελες να με παίξης ωσάν όργανο· έδειχνες πως γνωρί-
ζεις τα κλειδιά μου· ήθελες ν' ανασπάσης την καρδίαν
του μυστηρίου μου· ήθελες να με λαλήσης από την νή-
την έως την πρώτην μου χορδήν· και ενώ εις τούτο το ορ-
γανάκι μέσα υπάρχει πολλή μουσική, φωνή αξιόλογη, συ
όμως δεν κατορθόνεις να το κάμης να λαλήση. Ε! διά-
βολε! στοχάζεσαι ότι ημπορούν να με παίζουν ευκολώτερα
παρά έναν αυλόν; Ό,τι όργανο και αν θέλετε ονομάσετέ
με, δύνασθε να με κρούσετε, αλλά δεν θα δυνηθήτε να με
παίξετε.
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Ο Θεός να σ' ευλογήση, Κύριε.
Η Βασίλισσα επιθυμούσε να σου ομιλήση, και τώρα
αμέσως.
Βλέπεις (44) εκείνο το σύννεφο εκεί πέρα, οπού έχει σχε-
δόν σχήμα καμήλας;
Μα τον Θεόν, τωόντι ομοιάζει ωσάν καμήλα.
Μου φαίνεται, είναι ωσάν νυφίτσα.
Τωόντι έχει ταις πλάταις της νυφίτσας.
Ή φάλαινα καλήτερα;
Πολύ ομοιάζει φάλαινα.
Λοιπόν θα πηγαίνω εις την μητέρα μου αμέσως· [μόνος
του] Με τρελλαίνουν, τόσο μου τεντόνουν τα νεύρα. – Θα
πηγαίνω αμέσως.
Αυτό θα της ειπώ. [Εξέρχεται.
Το «αμέσως» λέγετ' εύκολα. – Αφήσετέ με, φίλοι.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ
Τούτ' είν' η ώρα της νυκτός 'πού η στρίγλαις βγαίνουν,
'πού οι τάφοι χάσκουν, οπού η Κόλασις κ' εκείνη
το μίασμά της εις τον κόσμον τούτον στέλνει·
τώρα κ' αίμα ζεστό μπορούσα να ρουφήσω,
κ' έργα τόσο σκληρά να κάμ' ώστε να φρίξη
της ημέρας το φως. Αγάλι! θα πηγαίνω
εις την μητέρα μου· καρδιά μου, μην αλλάξης
από το φυσικό σου· μέσα εις το γενναίο
τούτο στήθος να εμπή ποτέ μη συγχωρέσης
του Νέρωνα η ψυχή· σκληρός θα ήμαι αλλ' όχι
απάνθρωπος· μαχαίρια θα 'χη ο λόγος, όχι
ποτέ το χέρι μου· 'ς αυτό πρέπει να παίξουν
μέρος υποκριτών η γλώσσα και η ψυχή μου.
Όσο και ο λόγος μου πικρά την ονειδίση,
ποτέ η γνώμη σου, ω ψυχή, μη τον σφραγίση. [Εξέρχεται.
Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Δεν μου αρέσει· κινδυνεύ' η ασφάλειά μας,
αν τον αφήσωμε 'ς την τρέλλαν του να τρέχη·
λοιπόν ετοιμασθήτε, και την εντολήν σας
θα 'χετ' ευθύς, και αυτός με σας εις την Αγγλίαν
θ' αναχωρήση· το καλό της πολιτείας
δεν μας το συγχωρεί ν' αφήσωμε να υπάρχη
ο κίνδυνος ο φοβερός, 'πού εις πάσαν ώραν
η φρενοπάθεια του γεννά.
Θα συνταχθούμε.
Άγιος είν', ευσεβής τωόντι αυτός ο φόβος,
ώστε να σώσης τόσα πλήθη, 'πού αποκάτω
'ς την υψηλήν σου σκέπην ζουν και συντηρούνται.
Και ο μερικός θνητός χρεωστεί μ' όλην την ρώμην,
με τ' άρματ' όλα της ψυχής, να προφυλάξη
τον εαυτόν του, αλλά πλειότερον εκείνος,
οπού με την πνοήν του ταις ζωαίς στηρίζει
πολλών ανθρώπων· όταν σβύνεται ηγεμόνας
δεν απεθαίνει μόνος, αλλά κάτω σέρνει,
ως καταβόθρα, εκείνα οπού 'ναι ολόγυρά του·
τρανός τροχός 'ς την κορυφήν βουνού στημένος,
υψηλοτάτου, και μικρότερ' άλλα υπάρχουν
πράγματα μύρια 'ς ταις θεόραταίς του ακτίναις
σφικτά πιασμένα, και, όταν ροβολήση εκείνος,
την βροντερήν καταστροφήν του συνοδεύει
κάθε προσκόλλημά του και μικρόν αν ήναι.
Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος·
ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος.
Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν,
παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος
ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος (45),
'πού ελεύθερος γυρίζει.
Ευθύς θα ετοιμασθούμε.
[Εξέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ
Εισέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Κύριε, πηγαίνει 'ς το δωμάτιον της μητρός του.
Οπίσω απ' την αυλαίαν θα κρυφθώ ν' ακούσω
ό,τι συμβαίνει· και αυστηρά, σου το εγγυούμαι,
εκείνη θα τον ονειδίση, αλλ', όπως είπες (46),
και φρονίμως το είπες, άλλος θέλει απ' έξω
ακροατής, και δεν αρκεί μόν' η μητέρα,
αφού να παίρνουν μέρος ταις βιάζ' η φύσις.
Ω σεβαστέ μου, προσκυνώ σε! Θα 'λθω πάλιν,
πριν πας ν' αναπαυθής, να σου αναφέρω εκείνα
'πού έμαθα.
Ευχαριστώ σε, αγαπητέ μου.
[Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! το έγκλημά μου εσάπη, του Θεού μυρίζει (47)! την παλαιάν, την πρώτην έχει αυτό κατάραν, ο φόνος αδελφού! 'Σ την προσευχήν να πέσω δεν ημπορώ· και όμως 'ς αυτό σφοδρά με σπρώχνουν και θέλησις και προθυμιά· του εγκλήματός μου η δύναμις νικά την δύναμιν της γνώμης· και ως άνθρωπος, 'πού δύο τον βιάζουν χρέη, σταματώ και διστάζω ποιο να προτιμήσω, και αφίνω (48) και τα δύο· και αν το κολασμένο τούτο χέρι άλλο τόσον ήθελε χοντρύνη με αίμ' αδελφικό, τάχ' αρκεταίς δεν έχει ο γλυκός ουρανός δροσιαίς να το λευκάνη ωσάν το χιόνι (49); και εις τι άλλο χρησιμεύει το έλεος ειμή το κρίμα ν' αντικρύση (50); και η προσευχή διπλήν την δύναμιν δεν έχει, πριν πέσωμε να μας κρατή, και, αν πεσημένους μας εύρη χάμω, την συγχώρεσιν να φέρη; Λοιπόν τα μάτια προς τον ουρανόν! εσβύσθη το ανόμημά μου· αλλά και ποιος αρμόζει τύπος προσευχής εις εμέ; «Τον μιαρόν μου φόνον συγχώρεσέ μου»; Αυτό δεν γίνετ' όταν έχω ολοένα εκείνα, οπού 'ς τον φόνον μ' έχουν σπρώξη, τον θρόνον, την βασίλισσάν μου και την δόξαν. Πώς (51) είναι δυνατόν την άφεσιν να λάβη κείνος, 'πού τον καρπόν κρατεί του εγκλήματός του; Εις το ακάθαρτο ρεύμα εδώ του κόσμου τούτου, ναι, το κρίμα ημπορεί με την χρυσήν παλάμην το δίκαιον να στρέψη οπίσω, και συνέβη ν' αγορασθή (52) με της κλοπής το χρήμα ο νόμος· αλλ' εκεί 'πάνω διαφέρει· εκεί καμμία τέχνη δεν έχει τόπον, και 'ς το φυσικό της φαίνεται (53) η πράξις όλη, κ' είμασθε βιασμένοι αντιμέτωπα εμείς του κάθε πταίσματός μας να μαρτυρήσωμε. Λοιπόν τι μένει τώρα; να δοκιμάσης ό,τι δύναται η μετάνοια· α! δύναται το παν! πλην, να μετανοήσης εάν δεν ημπορείς, τι δύναται κ' εκείνη; Ω! συμφορά μου! Ω! στήθος μαύρ' ως είναι ο χάρος! Ιξωμένη ψυχή, 'πού, ενώ πάσχεις να φύγης, χειρότερα κολλάς! Άγγελοι, βοηθάτε! κάμετε δοκιμήν! και σεις, ω γόνατά μου σκληρά, λυγίστε· σιδερόχορδη καρδία, τρυφερή γίνε ωσάν τα νεύρ' απαλού βρέφους! Ακόμη δεν εχάθη, ακόμη κάθ' ελπίδα.
[Αναμερίζει και γονατίζει]
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
Ιδού στιγμή καλή διά να το κάμω, τώρα
ενώ προσεύχεται· και τώρα θα το κάμω·
και τότε αυτός εις την Παράδεισον πηγαίνει·
κ' έτσ' είμ' εκδικημένος. Τούτο σκέψιν θέλει·
ένας κακούργος τον πατέρα μου σκοτόνει
και ο μονουιός του εγώ τον ίδιον κακούργον
εις την Παράδεισον τον στέλνω· τούτος είναι
μισθός, είναι αμοιβή, εκδίκησις δεν είναι.
Τον πατέρα μου αυτός τον έκοψε χορτάτον
από καλό τραπέζι, ενώ τα πταίσματά του
ήσαν ολάνοικτα 'σάν άνθη του Μαΐου·
και πώς (54) 'ς την Κρίσιν στέκει, ποιος γινώσκ' ή μόνος
ο Ύψιστος; Αλλ', όπως κρίνει ο νους του ανθρώπου,
ευρίσκεται κακά· λοιπόν εκδικημένος
θα 'μαι, αν τον κόψω ενώ ξαγνίζει την ψυχήν του,
'ς την διάβασίν του ετοιμασμένος; Όχι· οπίσω
'ς την θήκην σου, ω σπαθί (55)· σκέψου να βγης εις άλλον
φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον,
ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι,
ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην
πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα·
στροβίλισέ τον τότε εις τρόπον να κτυπήση
φτερνιαίς τον ουρανόν, και να ήναι κολασμένη
μαύρ' η ψυχή του ωσάν τον Άδη όπου θα πέση.
Αλλ' η μητέρα μου πολληώρα περιμένει·
τούτο (56) το ιατρικό προσκαίρως σ' ανασταίνει.
[Εξέρχεται.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ [Σηκόνεται] Τα λόγια μου ανεβαίνουν, κάτ' ο νους μου μένει, λόγος χωρίς τον νουν 'ς τα ουράνια δεν πηγαίνει.
[Εξέρχεται.
Το δωμάτιον της ΒΑΣΙΛΙΣΣΗΣ
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ
Έρχετ' ευθύς· ιδέ γερά να τον κτυπήσης·
ειπέ του οπού τα παραξήλωσε με τούταις
ταις τρέλλαις του· και πως η σεβαστή σου χάρις
εμεσολάβησε ως φραγμός να τον φυλάξη
από μέγαν θυμόν· βουβός εδώ θα μένω.
Παρακαλώ σε στρογγυλά να του ομιλήσης·
Ω μάννα, μάννα, μάννα!
Μη φοβήσαι' ό,τ' είπες
εγώ θα κάμω· αποτραβίξου, τον ακούω
που έρχεται.
Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ αποσύρεται οπίσω από την αυλαίαν.
Εισέρχεται ΑΜΛΕΤΟΣ
Λοιπόν, μητέρα, τι με θέλεις;
Τον πατέρα σου, Αμλέτε, πλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.
Τον πατέρα μου, ω μάννα, επλήγωσες 'ς τα σπλάχνα.
Έλ', απαντάς με γλώσσαν 'πού δεν έχει ουσίαν.
Σύρ', ερωτάς με γλώσσαν 'πού φαρμάκι στάζει.
Αμλέτε, τι' ναι τούτα;
Ειπέ μου συ τι τρέχει.
Μ' ελησμόνησες;
Όχι, μα το Τίμιο Ξύλο·
η βασίλισσα είσαι, και η γυναίκ' ακόμη
του ανδραδέλφου σου· αλλ' όμως – οπού να μην ήταν! —
είσαι η μητέρα μου.
Λοιπόν άλλους θα βάλω
να ήναι ικανοί να σου ομιλούν.
Α! στάσου! στάσου!
κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης
πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην,
οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου.
Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης;
Ω! βοηθάτε! βοηθάτε!
Τι 'ναι; Βοηθάτε,
Χριστιανοί, βοηθάτε!
Πώς; ένα ποντίκι;
το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο!
το έκοψα.
[Τραβά μίαν σπαθιά εις την αυλαίαν]
Ωιμέ! μ' εσκότωσαν!
[Πέφτει νεκρός.]
Ωιμένα!
τι έκαμες;
Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι;
Ω τρελλή πράξις φονική!
Ναι, ω μητέρα,
φονικωτάτη πράξις! όσο βασιλέα
να θανατώση τις κ' επάνω εις τον νεκρόν του
να νυμφευθή κατόπι με τον αδελφόν του.
Να θανατώση βασιλέα;
Δέσποινά μου
το 'πα· [Σηκόνει την αυλαίαν και ξεσκεπάζει τον ΠΟΛΩΝ.]
και συ, ω παλαβέ, δυστυχισμένε,
κακοπερίεργε, καληώρα σου· σ' επήρα
διά τον (57) καλήτερόν σου· ό,τι σου 'χε η μοίρα
διωρισμένο, λάβε· τώρα βλέπεις πόσον
όποιος τα ξένα μεριμνά κίνδυνον τρέχει. —
Τα χέρια σου μη ζίφης· σίγ' αυτού και κάθου·
εγώ θα ζίψω την καρδιά σου· θα το κάμω,
αν είναι ζύμη τρυφερή, κ' εάν συνήθεια
κατηραμένη δεν την έχει αποχαλκώση
ώστε ωσάν πύργος κάθ' εντύπωσιν να διώχνη.
Τι έκαμα διά να τολμάς με γλώσσαν τόσο
σκληρήν να με αποπάρης;
Πράξιν, 'πού την χάριν
της σεμνότητος σβύνει και το ρόδισμά της,
λέγει την αρετήν υποκρισίαν, βγάζει
το ρόδο (58) από τ' ωραίο μέτωπον αγάπης
αγνής και αυτού βάζει πληγήν· ψεύει του γάμου
ταις ευλογίαις ωσάν όρκους χαρτοκόπων·
αχ! τέτοιαν (59) πράξιν ώστε την ψυχήν αρπάζει
από το σώμα του αρραβώνος και την χάριν
του θείου λόγου μεταβάλλ' εις φλυαρίαν.
Ανάπτ' (60) η όψις τ' ουρανού, και αυτός ο όγκος (61)
ο στερεός και συμπαγής, κατηφιασμένος
τήκεται από τον λογισμόν, ως να προσβλέπη
της Κρίσεως την ημέραν, – τέτοια πράξις είναι.
Ωιμέ! τι πράξις είναι τούτη οπού βροντάει,
και ρίχνει κεραυνούς το μήνυμά της μόνον;
ΑΜΛΕΤΟΣ Το ζωγράφημα (62) τούτο ιδέ κ' έπειτα εκείνο· δύ' αδελφών έχομ' εδώ πιστήν εικόνα· εις το βλέφαρο αυτό θεώρησε τι χάρις εκάθιζε! του Φοίβου (63) ταις πλεξίδαις έχει, του μεγάλου Διός το μέτωπο, το μάτι του Άρη, φοβερό την ώραν 'πού προστάζει, την στάσιν ως ο Ερμής, όταν το πόδι εγγίζει, εις κορυφήν 'πού τ' ουρανού φιλεί τον θόλον. Είναι συνδυασμός, είναι μορφή τωόντι, οπού θαρρείς πως ταις σφραγίδαις έχουν θέση όλ' οι θεοί, να δείξουν άνθρωπον 'ς τον κόσμον. Ήταν αυτός ο σύζυγός σου. Τώρα βλέπε εδώ κατόπι· τούτος είναι ο σύζυγός σου, σάπιο στάχυ οπού φθείρει το γερό του αδέλφι. Έχεις μάτια; Και συ, 'πού ευτύχησες να ζήσης 'ς την τερπνοτάτην κορυφήν, πώς εκατέβης εδώ 'ς τον βάλτον ωσάν κτήνος να παχαίνης; Αχ! έχεις μάτια; μην ειπής πως ήτο αγάπη· 'ς την ηλικίαν 'πώχεις παύει μες το αίμα η ζωηρότης και εις την γνώσιν υπακούει· και ποία γνώσις τούτο θ' άφινε διά κείνο; Αίσθησιν έχεις, και αν δεν είχες, πώς κινείσαι; αλλ' η αίσθησις τούτη φαίνεται πιασμένη, διότ' εις τέτοιαν πλάνην ούτε η τρέλλα πέφτει, ούτε εις την έκστασιν ποτέ δεν εδουλώθη η αίσθησις εις τρόπον να μη σώζη κάπως δύναμιν ώστε εις τόσην διαφοράν να κρίνη. Δαίμονας ποίος σ' έχει εμπλέξη 'ς τον τυφλίτην; (64) Χωρίς αίσθησιν μάτι, χωρίς τούτο εκείνη, χωρίς μάτι και χέρι αυτιά, και όσφρησις μόνη, ή κ' έν' απομεινάρι και άρρωστο ενός μόνου οργάνου αληθινού ποτέ δεν θα ημπορούσε τόσο να τυφλωθή. Σεμνότης, αχ! πού είναι η εντροπαλή θωριά σου; Επαναστάτη Άδη, αν τόσην ημπορείς να φέρης ανταρσίαν 'ς τα κόκκαλα της γυναικός 'πού 'ναι μητέρα, τότε 'ς την φλόγα της νεότητος ας λυώση η αρετή 'σάν το κερί, – μην εντραπήτε αν 'ς όλην την ορμήν του σας νικά το πάθος, αφού και ο πάγος μ' άλλην τόσην λαύραν καίει, και ο λόγος εις τον πόθον γίνεται μαυλίστρα.
Αμλέτε, ω παύσε! Μες τα βάθη της ψυχής μου
στρέφεις τα μάτια μου, και αυτού μαυράδια βλέπω
'πού δεν ξεβάφουν.
Α! να ζης 'ς τον σαπημένον
ίδρον μιας κλίνης λιγδερής, 'πού την ζεσταίνει
αχνός σιχαμερός, γλυκά λόγια να λέγης,
τον έρωτα να κάμνης μες τ' αχούρι, —
Φθάνει·
μη μου ομιλήσης, παύσε· ωσάν μαχαίρια μπαίνουν
τα λόγια σου 'ς τ' αυτιά μου· παύσε, αγαπημένε
Αμλέτε, παύσε.
Ένας δολοφόνος, ένα
κτήνος, μια λέρα, οπού το εικοστό δεν έχει
από το δέκατο του πρώτου σου κυρίου·
μία μαϊμού των βασιλέων, ένας κλέφτης
του θρόνου και της εξουσίας, 'πώχει πάρη
απ' το σεντούκι την ατίμητην κορώναν,
και μες την τσέπην του έχωσέ την.
Φθάνει! α! φθάνει!
Από κουρέλια βασιλειάς —
Φυλάξετέ με,
και με ταις πτέρυγαίς σας κάμετέ μου σκέπην,
φύλακες τ' ουρανού! – Τι θέλ' η σεβαστή σου
μορφή;
Ωιμένα! είναι τρελλός.
Μην ήλθες ίσως
εδώ διά να ονειδίσης τον οκνόν υιόν σου,
που, 'ς τον καιρόν παραδομένος και 'ς την θλίψιν (65),
την επιτακτικήν εκτέλεσιν αφίνει
της φοβερής σου προσταγής; Ω! λέγε, λέγε.
Μη λησμονής· δεν ήλθα ειμή διά ν' ακονίσω
την γνώμην σου 'πού κάπως εστομώθη, ως βλέπω.
Την μητέρα σου κύττα πώς την πήρε ο τρόμος·
συ πρέπει ανάμεσον αυτής και της ψυχής της,
οπού την πολεμεί, μέρος ευθύς να λάβης.
Εις σώμ' αδύνατο σφοδρήν ενέργειαν έχει
η φαντασία· τώρ', Αμλέτε, ομίλησέ της.
Πώς είσαι, δέσποινά μου;
Αλοίμονον! πώς είσαι
συ, 'πού 'ς το άδειο τα μάτια προσηλόνεις,
και με τον άυλον αέρα λόγους έχεις;
Άγριο το πνεύμα σου 'ς τα μάτια σου προβάλλει,
και ως στρατιώταις 'ς τον ύπνον, αν βοή πολέμου
τους εξαφνίση, ομοίως και τα πλαγιασμένα
μαλλιά σου, ωσάν ζωήν τα εκφύματα (66) να είχαν,
ορθά πετιούνται· Αμλέτ', ευγενικό παιδί μου,
μέσα 'ς της ταραχής την φλόγα, οπού σε καίει,
ράνε ψυχρήν υπομονήν. Α! τι κυττάζεις;
Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει
εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία
ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους
να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν.
Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου
ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου,
και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω
όχι αίμ' αλλά δάκρυα.
Τίνος λέγεις τούτα;
Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;
Τίποτε (67), και όμως
ό,τ' είν' εκεί το βλέπω.
Τίποτε δεν έχεις
ακούση καν;
Τίποτε, ειμή τον εαυτόν μας.
Ε! τήρα εκεί! γειά, τήρα εκεί, πώς φεύγει αγάλι!
Είναι ο πατέρας μου καθώς όταν εζούσε!
Ιδέ τον τώρα εκεί πώς βγαίνει απ' τον πυλώνα!
Γέννημα εστάθη τούτο του μυαλού σου μόνον·
πράγματ' ασώματα ως αυτό να πλάθη ξεύρει
η έκστασις προ πάντων.
«Έκστασις;» Με τάξιν
κτυπά και μέτρον ο σφυγμός μου ως ο ιδικός σου,
με τον αυτόν καλόν ρυθμόν. Τρέλλα δεν είναι
όσα 'χω ξεστομίση· φέρε με 'ς το θέμα
και όλα λέξιν προς λέξιν θα σου επαναλάβω·
τούτο δεν κάμν' η τρέλλ' αλλά πηδά και φεύγει.
Μητέρα, προς Θεού, μη 'ς την ψυχήν σου βάλης
το κολακευτικόν άλειμμ' αυτό, πως τάχα
η τρέλλα μου ομιλεί και όχι το ανόμημά σου·
το πληγιασμένο μέρος πρόσκαιρα θα κλείση,
άφαντο ενώ το κουφοδρόμι μέσα βόσκει
και όλα τα φθείρει. Του Θεού ξομολογήσου,
πέσε εις μετάνοιαν και 'ς το εξής φεύγε το κρίμα·
τα χόρτα (68) μη κοπρίζης και πολύ θυμώσουν.
Την αρετήν μου αυτήν, ωιμέ, συγχώρεσέ μου·
'ς το πάχος (69) των ασθματικών τούτων καιρών μας
πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας
συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη
καλό, την άδειαν θα ζητή σκυμμένη εμπρός της.
Αχ! την καρδιά μου, Αμλέτε, μώσχισες εις δύο.
Ω! ρίξε πέρα το χειρότερο της μέρος,
και ζήσε τόσο καθαρώτερη με τ' άλλο.
Καλή σου νύκτα· αλλά 'ς του θείου μου την κλίνην
μη πας, και, αν αρετήν δεν έχεις, καν ως ξένην
πάρε την· η συνήθεια, το θεριό 'πού τρώγει,
ο δαίμονας των έξεων, την συναίσθησίν μας,
είν' άγγελος εις τούτ', ότι δανείζει ομοίως,
διά να κάμωμεν έργα επαινετά και ωραία,
ευκολοφόρετην στολήν. Κρατήσου απόψε·
την εγκράτειαν αυτό θα σου ευκολύνη ολίγο
την δεύτερην φοράν, καλήτερα 'ς την τρίτην·
ότι το μάθημα ημπορεί και το καλούπι
της φύσεως ν' αλλάξη και να κυριεύση
τον διάβολον, ή ακόμη να τον αποδιώξη
μ' ενέργειαν θαυμαστήν. Πάλιν καλή σου νύκτα·
και όταν να ήσ' ευλογημένη επιθυμήσης,
να μ' ευλογήσης θα ζητήσω. – Και ως προς τούτον
τον κύριον εδώ, μετανοώ· πλην ήταν θέλημα του Θεού να τιμωρήση (70) εμένα μ' αυτό, και αυτό μ' εμέ, διά να του γίν', ως θέλει, των ορισμών του εκτελεστής και μάστιγά του. Θα τον τοποθετήσω, και θα δώσω λόγον δι' αυτόν τον θάνατόν του. – Πάλιν καλή νύκτα. 'Σ το (71) να ήμαι σκληρός γνώμη αγαθή με φέρνει· άρχισε το κακό, χειρότερ' άλλα σέρνει. Μιαν λέξιν, δέσποινα μου, ακόμη.
Τι θα κάμω;
Κάθε άλλο παρ' ό,τι σώχω συμβουλεύση·
άφησε τον (72) πρισμένον βασιλέα πάλιν
να σε σύρη 'ς την κλίνην, να σου γλυκοπιάση
το μάγουλο, και να σου λέγη «το πουλί μου»·
στέρξε για δυο βρωμόχνωτα φιλάκια κ' ένα
χάιδεμα του λαιμού σου από τα κολασμένα
δάκτυλά του, τα πάντα να του φανερώσης,
ότι τρελλός πραγματικώς εγώ δεν είμαι,
αλλ' από τρέλλαν πονηρήν. Καλό θα ήταν
να του το ειπής· τωόντι μία τιμημένη,
ωραία, γνωστική βασίλισσα όπως είσαι,
πώς θα ημπορούσε τέτοια πράγματα σπουδαία
να κρύψη από την ζάμπαν, απ' την νυκτερίδα,
από τον γάτον; Ποια θα το 'καμνε; Καθόλου·
την γνώσιν και το μυστικό, φασκέλωσέ τα·
το κοφίνι στημένο 'ς του σπιτιού την σκέπην
άνοιξε, τα πουλιά να φύγουν, και κατόπιν,
ως η περίφημη μαϊμού (73), διά να γνωρίσης
το τέλος, γλίστρα μέσα 'ς το κοφίνι, πέσε
να βγάλης τον λαιμόν σου.
Όχι· αν τα λόγια
είναι πνοή, κ' είναι η πνοή ζωή, δεν έχω
ζωήν ώστε πνοήν να δώσω εις ό,τι μου 'πες.
Θα υπάγω εις την Αγγλίαν· τούτο το γνωρίζεις;
Ωιμένα! το 'χα λησμονήση· αποφασίσθη.
Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο
συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστην όσην
να έχω δύναμαι 'ς οχιαίς φαρμακωμέναις,
φέρνουν την εντολήν, και αυτοί τον δρόμον πρώτοι
θα μου δείξουν να φθάσω 'ς την κακοτροπίαν.
Ας δουλεύση· τι αξίζει απ' την υπόνομόν του
να τιναχθή μηχανικός εις τον αέρα!
Βαρύν αγώνα θα υποφέρω, αλλ' αποκάτω
απ' τα λαγούμια τους θα σκάψω εγώ 'ς το βάθος
μίαν οργυιά, να τους πετάξ' ως το φεγγάρι.
Ω πράγμα ηδονικό το ν' απαντήσ' εις μίαν
γραμμήν αντίκρ' η μια την άλλην πονηρίαν!
Τούτος εδώ βαστάζον θα με κάμη τώρα·
τον εντερόσακκον αυτόν να σύρω πρέπει
'ς το πλαγινό δωμάτιον· καλή νύκτα, μάννα.
Ιδέ τον σύμβουλον αυτόν της βασιλείας·
ο κατεργάρης, 'ς την ζωήν του μωρολόγος,
σοβαρός είναι, μυστικός, σπουδαιολόγος.
Καιρός με σε να τελειώσω, Κύριέ μου. —
Μητέρα μου, σου αφίνω πάλιν καλήν νύκτα.
[Εξέρχονται από δύο αντίθετα μέρη· ο ΑΜΛΕΤΟΣ σύρει το σώμα
του ΠΟΛΩΝΙΟΥ]