Αίθουσα εις το ΚΑΣΤΕΛΙ
Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
Ως προς τούτο αρκετά· τώρ' ας ιδούμε τ' άλλο·
την περίστασιν όλην, Κύριε, την θυμάσαι;
Αν την θυμούμαι, Κύριέ μου!
'Σ την καρδιά μου
πόλεμον είχα, οπού μου σήκονε τον ύπνον·
ανήσυχος κειτόμουν, ως αντάρταις ναύταις
'ς τα σίδερα δεμένοι· απόκοτα – και ας έχη
έπαινον κείν' η αποκοτιά· να μάθωμ' ότι
με την αστοχασιά μας να σωθούν συμβαίνει
τα βαθυά σχέδιά μας, όταν αποτύχουν,
και ας διδαχθούμεν ότι 'ς τους σκοπούς μας, όπως
και αν εμείς χοντρά τους πελεκούμε, δίδει
κάποια θεότης την μορφήν —
Μεγάλη αλήθεια.
απ' την καμπίναν μου ξεκίνησα, κλεισμένος
'ς την κάπαν μου, και μες το σκότος να τους εύρω
πασπάτευσα κ' επίτυχα ό,τι επιθυμούσα·
τον φάκελλόν τους εξεσκάλισα και οπίσω
γυρίζω 'ς τα δωμάτιόν μου και αυθαδιάζω —
ενίκησεν ο φόβος τα καλά μου ήθη —
να ξεβουλλώσω την μεγάλην εντολήν τους·
αυτού, φίλε μου, ευρήκα – ιδέ, κακοτροπία
βασιλική! – μιαν προσταγήν καθαρωτάτην,
με πολλούς λόγους αρτυμένην, 'πού αποβλέπαν
των Δανών και των Άγγλων το κοινό συμφέρον,
ως να εγεννούσε σκιάκτρα, τρόμους, η ζωή μου,
μόλις το γράμμ' αναγνωσθή, χωρίς να χάσουν
καιρόν, ουδ' όσον να τροχίσουν λαιμητόμον,
η κεφαλή μου να κοπή.
Να το πιστεύσω;
Πιάσε την εντολήν και με την ησυχίαν
ανάγνωσέ την. Πώς ενέργησα θ' ακούσης;
Να μου το ειπής παρακαλώ.
Παγιδευμένος
από κακούργους καθώς ήμουν – προτού (16) κάμω
τον πρόλογον μες τον εγκέφαλόν μου, τούτος
είχε αρχίση το δράμα – κάθομαι και νέαν
σχεδιάζω εντολήν και την καθαρογράφω·
θεωρούσα κ' εγώ με τους πολιτικούς μας,
άλλοτε, ως έργο ποταπό να γράφ' ωραία,
κ' εμόχθησα πολύ την τέχνην να ξεμάθω,
αλλά 'ς την χρείαν μου καλήν υπηρεσίαν
μώκαμε τώρα· επιθυμείς τώρα να μάθης
ό,τ' είχ' αυτού γραμμένο;
Κύριέ μου, λέγε.
Εξορκισμούς δεινούς από τον βασιλέα,
αν θέλ' η Αγγλία, καθώς είναι υποτελής του,
την πίστιν να του δείξη, την υποταγήν της,
αν θέλ' η αγάπη τους ν' ανθίζη ως το φοινίκι,
αν θέλη της ειρήνης το σταχυοφόρο
στεφάνι αμάραντο να μένη και ωσάν κόμμα (17)
ταις δύο τους καρδιαίς γλυκοδεμέναις να 'χη,
και μ' άλλ' «αν θέλη», βαρετόν επανωγόμι,
ευθύς 'πού ιδή το γράμμα και ό,τι περιέχει
γνωρίση, δίχως να σκεφθή, δίχως να κρίνη
ολίγον ή πολύ, 'ς τον θάνατον να στείλη
τους κομιστάς, χωρίς καιρόν να τους αφήση
να εξομολογηθούν.
Ποιαν έβαλες σφραγίδα;
Και εις τούτο, βλέπεις, πρόβλεψε ο Θεός· συνέβη
να 'χω μαζί μου την σφραγίδα του πατρός μου,
ομοίωμα της βούλλας της Δανιμαρκίας.
Το γράμμα εδίπλωσα 'ς τα σχήμα 'πού 'χε πρώτα,
το επανωγράφω, το βουλλόνω και το βάζω
'ς την θέσιν του ασφαλώς, και τ' αλλαγμένο βρέφος
δεν εγνωρίσθη· την ακόλουθην ημέραν
έγινε η ναυμαχία· τα κατόπιν ξεύρεις.
Λοιπόν ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης πήγαν.
Ε! φίλε μου, δεν βλέπεις; κείνοι αφ' εαυτού των
τούτην την εντολήν εζήλευσαν να λάβουν·
βάρος δι' αυτούς δεν έχω 'ς την συνείδησίν μου·
από τον δουλικόν τους ζήλον εχαθήκαν.
Παθαίνουν οι αγενείς, όταν τον εαυτόν τους
'ς την μέσην βάζουν από ξίφη μανιωμένα
δυνατών αντιπάλων.
Θε! τι βασιλέας
είναι τούτος!
Δεν έχω, ειπέ μου, τώρα χρέος —
του βασιλέως μου τον άτιμον φονέα,
τον μοιχόν της μητρός μου, αυτόν 'πού εχώθη σφήνα
της εκλογής και των ελπίδων μου 'ς την μέσην,
αυτόν, οπού τ' ορμίδι του έχει ρίξη ακόμη
με τόσον δόλον να ψαρεύση την ζωήν μου, —
μήπως δεν το απαιτεί συνείδησις δικαία
εγώ μ' αυτό το χέρι να τον τιμωρήσω;
και δεν κολάζομαι αν αφήσω τον καρκίνον
τούτον της φύσεώς μας να γεννήση και άλλην
καταστροφήν;
Δεν θέλει αργήση απ' την Αγγλίαν,
ό,τι συνέβη εκεί, να μάθη.
Δεν θ' αργήση
το πράγμα· ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου·
και όσον έ ν α να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.
Αλλά κατάκαρδα λυπούμαι, Οράτιε φίλε,
'πού τόσο μέσ' από τα όριά μου εβγήκα
με τον Λαέρτην· επειδή, μέσ' από την όψιν
του αγώνος μου, βλέπω του ιδικού του εικόνα.
Θέλει ζητήσω να τον έχω φίλον· μόνον
η έπαρσις της θλίψεώς του μ' έχει φέρη
'ς την κορυφήν του πάθους.
Σιωπή! Ποιος είναι;
Εισέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ
Υψηλότατε, καλώς επανήλθες εις την Δανίαν.
Ταπεινώς ευχαριστώ σε, Κύριε. – [Προς τον ΟΡΑΤΙΟΝ
ιδιαιτέρως] Γνωρίζεις τούτην την νεροψυχαρούδα;
[Προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ ιδιαιτέρως] Όχι, καλέ μου Κύριε.
Είσαι πλησιέστερος εις την Θείαν Χάριν· διότι όποιος
τον γνωρίζει κολάζεται· έχει πολλά χωράφια και καρπο-
φόρα· αρκεί ένα ζώο να εξουσιάζη ζώα, και το παχνί του
έχει θέσιν εις τα βασιλικό τραπέζι. Είναι μία καρακάξα·
αλλά, καθώς είπα, μέγας ιδιοκτήτης κοπριάς.
Χαριτωμένε μου Κύριε, αν η Υψηλότης σου ευκαι-
ρούσε, ήθελε της ανακοινώσω κάτι από μέρος της Μεγα-
λειότητός του.
Έτοιμος είμαι να το δεχθώ με όλην την προθυμίαν του
πνεύματός μου. – Κάμε την ορθήν χρήσιν του καλύμμα-
τός σου· χρησιμεύει διά την κεφαλήν.
Ευχαριστώ σε, Υψηλότατε, κάμνει πολλήν ζέστην.
Όχι, πίστευσέ με, κάμνει πολύ ψύχος· πνέει βορράς.
Κάμνει (18) αρκετό ψύχος τωόντι, Κύριέ μου.
Και όμως ο καιρός, αισθάνομαι, είναι πολύ πληκτικός
και ζεστός, ή το 'χει η κράσις μου —
Υπερβολικά, Κύριέ μου· πολύ πληκτικός, – οπωςδή-
ποτε, – δεν ηξεύρω πώς! Αλλά, Κύριέ μου, η Μεγαλειό-
της του μ' επρόσταξε να σου αναγγείλω ότι εβαλεν ένα
στοίχημα διά λογαριασμόν σου. Κύριε, ιδού το πράγμα —
[Του κάμνει νεύμα να σκεπασθή] Παρακαλώ, παρακαλώ, ενθυ-
μήσου —
Όχι, 'ς την τιμήν μου· το κάμνω διότι μ' ευχαριστεί,
'ς την τιμήν μου. Κύριε, νεόφερτος από την Γαλλίαν ήλ-
θεν ο Λαέρτης· ένας (19) τέλειος ευγενής, πίστευσέ με· γε-
μάτος αξιόλογα διακριτικά, γλυκοκοινώνητος και παρρη-
σιαστικός· τωόντι, αν δι' αυτόν θα ομιλήσωμεν αισθαντι-
κώς, είναι ο χάρτης ή το ημερολόγι της ευγενείας, διότι
εις αυτόν θα εύρης το περιεχόμενο των προτερημάτων, όσα
δύναται να επιθυμήση κάθε ευγενής.
Εις την περιγραφήν σου, Κύριε, ο νέος σώζεται όλος·
αν και καλώς γνωρίζω ότι, αν θελήσωμε να τον καταμε-
ρίσωμεν απογραφικώς, θα ζαλίσωμε την αριθμητικήν του
μνημονικού, και ότι τούτο θα μείνη οπίσω, τόσο ογλήγορα
αρμενίζει εκείνος. Αλλά, διά να τον υμνολογήσωμεν αλη-
θώς, λέγω ότι είναι ψυχή με άπειρην προίκα, και ο χυλός
του είναι τόσο ακριβός και δυσκολοεύρετος, ώστε, αν θα τον
χαρακτηρίσωμεν όπως πρέπει, δεν έχει ομοίωμα άλλο ειμή
τον καθρέφτην του, και οποίος θα τον ακολουθήση θα μείνη
σκιά του, τίποτε άλλο.
Η Εξοχότης σου εξαίσια τον χαρακτηρίζει.
Αλλά εις τα προκείμενο, Κύριε· προς τι να περιζώνω-
μεν αυτόν τον ευγενή με την εξαγριωμένην πνοήν μας;
Κύριε;
Δεν γίνεται τέλος πάντων να εννοηθήτε εις άλλην γλώσ-
σαν; Θα το κάμης, Κύριε· είναι ώρα.
Προς τι ανέφερες αυτόν τον Κύριον;
Τον Λαέρτην;
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το πουγγί του άδειασε· τα
χρυσά του λόγια ετελείωσαν.
Μάλιστα, Κύριε, αυτόν.
Γνωρίζω ότι έχετε γνώσιν —
Άμποτε (20) να το εγνώριζες, Κύριε· μ' όλον ότι αν συ
το ανεγνώριζες, τούτο δεν θα μ' εσύσταινε παρά πολύ. Λοι-
πόν, Κύριε;
ότι έχετε γνώσιν της μεγάλης αξίας του Λαέρτη —
Δεν τολμώ να ομολογήσω τούτο, εκτός αν ήθελα να συγ-
κριθώ με αυτόν εις την αξίαν· διότι το να γνωρίζη τις τους
άλλους σημαίνει να γνωρίζη τον εαυτόν του.
Εννοώ, Κύριε, εις το όπλο του· όλος ο κόσμος ομο-
λογεί ότι εις αυτό είναι ασύγκριτος.
Ποίο είναι το όπλο του;
Το ξίφος και η μάχαιρα.
Έως τώρα έχομε δύο όπλα του· αλλά ας ήναι.
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε μαζί του έξι άλογα
της Βαρβαρίας, και απέναντι αυτών εκείνος έβαλε κάτω,
νομίζω, έξι γαλλικά ξίφη και εγχειρίδια με τα ευτρεπί-
σματά τους, δηλαδή ζωνάρια, κρεμαστάρια και λοιπά·
τρία από αυτά τα εφοδιάσματα, μα την αλήθειαν, είναι
πολύ χαριτωμένα, πολύ ταιριασμένα με τα χερούλια,
εξαίσια εφοδιάσματα, γενναίο εφεύρημα της τέχνης.
Τι εννοείς με εφοδιάσματα;
[Ιδιαιτέρως προς τον ΑΜΛΕΤΟΝ] Το ήξευρα ότι ήθελες να
νοστιμευθής και το περιθώρι, πριν τελειώση.
Τα εφοδιάσματα, Κύριε, είναι τα κρεμαστάρια.
Η λέξις θα εταίριαζε καλήτερα με το πράγμα, αν
έπρεπε να εφοδιάσωμε κανόνια· πριν γίνη τούτο, θα επρο-
τιμούσα να τα λέγωμεν απλώς κρεμαστάρια. Αλλά, εμ-
πρός· έξι βαρβαρικά άλογα από το ένα μέρος, και από το
άλλο έξι γαλλικά ξίφη με τα ευτρεπίσματά τους και τρία
γενναιοτάτης εφευρέσεως εφοδιάσματα, τούτο είναι το γαλ-
λικό στοίχημα απέναντι του δανικού. Διατί λοιπόν τα έβα-
λαν, Κύριε;
Ο Βασιλέας, Κύριε, εστοιχημάτισε, Κύριε, ότι εις
δώδεκα ξιφομαχήματα μεταξύ σας ο Λαέρτης δεν θα σε
υπερβή τρία κτυπήματα· εστοιχημάτισε (21) εννέα προς δώ-
δεκα· και δύναται να γίνη αμέσως ο αγώνας, αν η Υψη-
λότης σου ευδοκήση να τον απαντήση.
Και αν απαντήσω όχι;
Εννοώ, Κύριέ μου, να ειπώ την έκθεσιν του προσώπου
σου εις τον αγώνα.
Κύριε, εγώ θα περιπατώ εδώ εις την αίθουσαν· με την
άδειαν της Μεγαλειότητός του, τούτη είναι η ώρα οπού
έρχομαι να αναπνέω καθαρόν αέρα· ας φέρουν τα ξίφη, και
αν αυτός ο κύριος θέλη, και ο Βασιλέας μένη εις την γνώ-
μην του, εγώ θα κερδίσω δι' αυτόν το στοίχημα, αν δυ-
νηθώ· ειδεμή δεν θα κερδίσω παρά την εντροπήν μου και
τα περισσότερα κτυπήματα.
Τούτο θα αναφέρω ακριβώς, Κύριέ μου.
Αυτό είναι το νόημα, Κύριε· καλλώπισέ το έπειτα συ
όπως θέλεις.
Συσταίνομαι πιστός υπηρέτης της Υψηλότητός σου.
Εγώ 'ς εσάς, εγώ. [Εξέρχεται ΟΣΡΙΚΟΣ] Κάμνει καλά
να συσταίνεται μόνος του· ποιος άλλος θα τον συστήση;
Τούτο το σχοινοπούλι φεύγει και φορεί ακόμη το αυγό-
φλουδο 'ς το κεφάλι.
Τούτος επροσκύνησε την ρώγαν της μητρός του πριν
την πιάση να την βυζάξη. Κατ' αυτόν τον τρόπον τούτος
και τόσοι άλλοι από την ίδιαν φωλιά και οπού τους καμα-
ρόνει ο αιώνας ο αχρείος, επήραν τον ρυθμόν του καιρού,
το γυάλισμα της συμπεριφοράς, ωσάν έναν συμμαζωμένον
αφρόν, οπού τους βγάζει πέρα ανάμεσα και από ταις ανόη-
ταις και από ταις λιχνισμέναις γνώμαις των ανθρώπων·
αλλά, φύσα επάνω τους να τους δοκιμάσης, και σπαν η
φουσκαλίδαις.
Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ
Κύριε, η Μεγαλειότης του σας έχη εκφράση την επι-
θυμίαν του με τον νέον Οσρίκον, και τούτος του ανέφερε
ότι τον περιμένετε εδώ· τώρα με στέλνει διά να μάθη αν
ακόμη ευχαριστείσθε να ξιφομαχήσετε με τον Λαέρτην, ή
μήπως επιθυμείτε να αναβάλετε.
Εγώ δεν αλλάζω γνώμην· αυτή συμμορφόνεται με την
επιθυμίαν του Βασιλέως· αν ευκαιρεί αυτός ευκαιρώ και
εγώ, τώρα ή εις οποιανδήποτε ώραν, αρκεί να δύναμαι,
όπως εις τούτην την στιγμήν.
Ο Βασιλέας και η Βασίλισσα και η συνοδία τους έρ-
χονται όλοι.
Με την καλήν ώραν.
Η Βασίλισσα επιθυμεί να κάμετε κάποιαν περιποίησιν
του Λαέρτη πριν ξιφομαχήσετε.
Καλά με συμβουλεύει.
[Εξέρχεται ΕΥΓΕΝΗΣ
Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου.
Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν,
εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα
θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην
στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν
πειράζει.
Αλλά, Κύριέ μου —
Είναι ανοησία, και όμως είναι τέτοιας λογής προαί-
σθημα οπού ημπορούσε να ταράξη γυναίκα.
Αν η ψυχή σου αποστρέφεται τι, υπάκουσέ την· εγώ
θα προλάβω τον ερχομόν τους εδώ και θα ειπώ ότι δεν
έχεις διάθεσιν.
Καθόλου· αψηφούμε τα προγνωστικά· και εις το (22) πέ-
σιμο ενός στρουθίου υπάρχει ιδιαίτερη πρόνοια. Αν είναι
τώρα, δεν είναι ερχόμενον· αν δεν είναι ερχόμενον, θα ήναι
τώρα· αν δεν είναι τώρα, όμως θα έλθη· το (23) παν είναι να
ήσαι έτοιμος. Αφού (24) κάνεις δεν γνωρίζει τίποτε απ' όσα
αφίνει, τι σημαίνει αν τ' αφίνει γλήγορα; Ας γίνη.
Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΛΑΕΡΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ
ΟΣΡΙΚΟΣ και άλλοι ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ οπού φέρνουν ξίφη
και χειρόχτια. Ένα τραπέζι με φλασκιά κρασί επάνω.
Έλ', Αμλέτε, από εμέ το χέρι τούτο λάβε.
[Βάζει το χέρι του ΛΑΕΡΤΗ εις το χέρι του ΑΜΛΕΤΟΥ]
Δώσε μου, Κύριέ μου, την συγχώρεσίν σου·
σ' έχω αδικήση, αλλά συγχώρεσέ με, ως είσαι
άνθρωπος ευγενής· γνωρίζουν οι παρόντες,
και συ θα 'χης ακούση, πως με βασανίζει
ταραχή του νοός. Ό,τι και αν έχω κάμη
'πού την ευαίσθητην καρδιά και την τιμήν σου
να επλήγωσε σκληρά, δηλόν' ότ' ήταν τρέλλα.
Αδίκησ' ο Αμλέτος τον Λαέρτην; Όχι,
ο Αμλέτος ποτέ· και αν ο Αμλέτος χάση
τον εαυτόν του και 'ς τον εαυτόν του ξένος
αδικεί· τον Λαέρτην, πταίστης διά την πράξιν
δεν είν' ο Αμλέτος· ο Αμλέτος την αρνείται.
Ποιος το 'καμε λοιπόν; Η τρέλλα του· και, αν είναι
τούτο, καθώς το λέγω, αληθινόν, ο Αμλέτος
ευρίσκεται και αυτός 'ς το αδικημένο μέρος·
η τρέλλα του είν' ο εχθρός του καϋμένου Αμλέτου.
Κ' εάν κηρύττω εμπρός 'ς αυτούς, 'πού μας ακούουν,
ότι προαίρεσιν δεν είχα να σε βλάψω,
εις την γενναίαν σου ψυχήν τούτο ας αρκέση
να με απολύσης, και να ειπής πως ένα βέλος
έρριξα επάνω από την σκέπην του σπιτιού μου
κ' ελάβωσε τον αδελφόν μου.
Τούτο φθάνει
διά την καρδιά μου, – μ' όλον ότι αυτή δικαίως
έπρεπε να με σπρώξη 'ς την εκδίκησίν μου.
Πλην, όσον αποβλέπει της τιμής τους νόμους,
εξ ανάγκης θ' απέχω τώρα, και δεν θέλω
φιλίωσιν πριν ή με συμβουλεύσουν άνδρες,
ηλικιωμένοι και γνωστοί διά την τιμήν τους,
ότ' ημπορώ ν' αγαπηθώ χωρίς να μείνη
εις τ' όνομά μου στίγμα· ωστόσο την αγάπην,
'πού μου προσφέρεις, δέχομ' ως απλήν αγάπην
και θα την σεβασθώ.
Με την καρδιά το στέργω,
και ως αγών' αδελφών το στοίχημα θα παίξω. —
Δώστε τα ξίφη. – Εμπρός.
Εμπρός, δώστε μου ένα.
Λαέρτη, ωσάν πετάλι (25) θα σου χρησιμεύσω·
προς την αμάθειάν μου τρομερά θ' αστράπτη
η τέχνη σου, 'σάν άστρο 'ς το βαθύ σκοτάδι.
Κύριε, με περιπαίζεις.
Όχι, 'ς την τιμήν μου.
Οσρίκε φίλε, δώσε τους τα ξίφη. – Αμλέτε
ανεψιέ μου, ηξεύρεις πως έχομε βάλη
το στοίχημα;
Καλώς το ηξεύρω, Κύριέ μου·
ετέθ' η διαφορά 'ς το μέρος του αδυνάτου
από την χάριν σου.
Ποσώς δεν το φοβούμαι·
σας είδα και τους δύο· πλην ο αντίπαλός σου
επρόκοψε από τότε και δι' αυτό να γίνη
έπρεπε η διαφορά.
Πολύ βαρύ 'ναι τούτο·
δώστε μ' άλλο να ιδώ.
Τούτο μ' αρέσει. – Μάκρος
όμοιον έχουν τα σπαθιά;
[Ετοιμάζονται να παίξουν]
Ναι, Κύριέ μου.
Εις το τραπέζι αυτού ποτήρια βάλετέ μου
κρασί γεμάτα· και αν τον επιτύχη πρώτην
ή δεύτερην φοράν ο Αμλέτος ή 'ς την τρίτην
το κτύπημα του ανταποδώσ' οι προμαχώνες
όλοι ας κροτήσουν όλα τα πυροβόλα των,
και 'ς το ξανάσαμα του Αμλέτου θα προπίη
ο Βασιλέας, και θα ρίξη 'ς το ποτήρι
μαργαριτάρι τιμιώτερο από κείνο,
'πού τέσσεροι κατά σειράν έχουν φορέση,
ως τώρα, βασιλείς 'ς το στέμμα της Δανίας.
Δώστε μου τα ποτήρια· μήνυμα θα δώση
το τύμπανο 'ς την σάλπιγγα, και τούτη πάλιν
των πυροβολιστών, και όλα τα πυροβόλα
'ς τους ουρανούς, κ' οι ουρανοί 'ς την γην θα λέγουν·
«Του Αμλέτου εις την υγείαν πίνει ο Βασιλέας».
Ελάτε, αρχίστε. – Σεις, κριταί, τον νουν σας τώρα.
Ορίστε, Κύριε.
Πρίγκιπά μου, ορίστε. [Παίζουν]
Μία.
Ποσώς.
Ας κρίνουν.
Είναι φανερό 'πού σ' έχει
'πιτύχη.
Ας είναι· πάλιν,
Στάσου – φέρετέ μου
κρασί. – Δικός σου (26) ο μαργαρίτης τούτος είναι,
Αμλέτε· 'ς την υγειά σου εδώ.
[Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα]
Σεις, δώσετέ του
το ποτήρι.
Θα παίξω τούτο πρώτα· κάτω
βάλε το. – Εμπρός – [Παίζουν] Και άλλη· συ τι λέγεις;
Μία
κτυπιά, τ' ομολογώ.
Ο υιός μας θα κερδίση.
Είναι παχύς και δύσκολ' ανασαίνει. – Αμλέτε,
με το μαντίλι μου το πρόσωπο σφογγίσου·
η βασίλισσα ιδού 'ς την τύχην σου προπίνει,
Αμλέτε μου.
Καλή μου δέσποινα.
Γελτρούδη,
μη πιης.
Θα πιώ, με συγχωρείς.
Αυτή 'ναι η κούπα
με το φαρμάκι! αργά είναι πλέον!
Δέσποινά μου,
ακόμη δεν τολμώ να πιώ – 'ς ολίγο πίνω.
Έλα, το πρόσωπο να σου σφογγίσω.
Κύριε,
τώρα θα τον 'πιτύχω.
Δεν πιστεύω.
Και όμως
τ' αποστρέφεται κάπως η συνείδησίς μου.
Εμπρός, Λαέρτη, διά την τρίτην· χωρατεύεις·
παρακαλώ σε, κτύπα με την δύναμίν σου·
φοβούμαι μη με παίρνης διά παιδάκι.
Αλήθεια;
Εμπρός! [Παίζουν]
Ούτε 'ς το ένα μέρος ούτε 'ς τ' άλλο
τίποτε.
Πάρε αυτήν.
Ο ΛΑΕΡΤΗΣ λαβόνει τον ΑΜΛΕΤΟΝ, κατόπιν εις τον διαξιφισμόν
αλλάζουν τα ξίφη και ο ΑΜΛΕΤΟΣ λαβόνει τον ΛΑΕΡΤΗΝ
Χωρίσετέ τους· είναι
θυμωμένοι.
Όχι, εμπρός και πάλιν.
Βοηθάτε
την Βασίλισσαν, ω!
Αιμάτωσαν και οι δύο – Κύριέ μου, πώς είσαι;
Πώς είσαι, Λαέρτη;
Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι
'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου
δικαίως.
Η Βασίλισσα πώς είναι;
Άμα
τους είδε να αιματώσουν δείλιασε.
Όχι, όχι·
το πιοτό, το πιοτό – Αμλέτε μου, ψυχή μου —
το πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη.
Κακούργημα! την θύραν κλείστε! Προδοσία!
ζητήσετέ την! [Ο ΛΑΕΡΤΗΣ πέφτει]
Ω Αμλέτ', εδώ την έχεις·
Αμλέτε, σκοτωμένος είσαι, ουδέ κανένα
ιατρικό 'ς τον κόσμον να σε ιάνη αξίζει·
ώρα μισή ζωής 'ς εσέ δεν απομένει·
αυτό 'πού σφίγγεις είναι τ' όργανο του φόνου,
ακούμπωτο, φαρμακωμένο· ιδού το μαύρο
μηχάνημα οπού σπα 'ς την κεφαλήν μου· ιδού με
κείτομαι χάμω εδώ να μη σηκωθώ πλέον·
από φαρμάκι και η μητέρα σου πεθαίνει·
άλλην δεν έχω εγώ πνοήν· ο Βασιλέας —
ο Βασιλέας είναι ο πταίστης.
Ως κ' η άκρη
φαρμακωμένη! Εμπρός! τα έργο σου, φαρμάκι,
κάμε λοιπόν! [Πληγόνει τον ΒΑΣΙΛΕΑ]
Ω! Προδοσία, προδοσία!
Προφθάστε, ω φίλοι· μόνον λαβωμένος είμαι.
Αιμομίκτη, φονιά, Δανέ κατηραμένε,
πιάσε, άδειασέ το! ο μαργαρίτης σου είναι μέσα
Άμε κατόπιν της μητρός μου. [Ο ΒΑΣΙΛΕΑΣ αποθνήσει]
Ό,τι του ανήκει
έλαβε· τα φαρμάκι αυτός το 'χει ετοιμάση.
Μεγαλόψυχε Αμλέτε, τώρα μεταξύ μας
ν' αντισυγχωρηθούμε· επάνω σου ας μη πέση
ο θάνατός μου, μήτ' εκείνος του πατρός μου,
και μήτε ο θάνατός σου επάνω μου.
Ας σου δώση
άφεσιν ο Θεός! σ' ακολουθώ· πεθαίνω,
Οράτιε. – Δυστυχής βασίλισσα, καληώρα!
Εσείς, 'πού εμπρός 'ς το συμβάν τούτο αχνίζετ' όλοι,
τρέμετε και άφων' είσθε πρόσωπα ή και μόνον
ακροαταί 'ς το δράμα τούτο, αν καιρόν είχα
(αλλ' όταν έρχεται ο σκληρός τούτος κλητήρας (27)
ο θάνατος, εδώ, στιγμήν δεν μας χαρίζει)
ω! είχα να σας είπω – πλην ας ήναι. – Οράτιε,
πεθαίνω, ζης εσύ· 'ς εκείνους 'πού αμφιβάλλουν
ιστόρησε κ' εμέ και όλα τα δίκαιά μου.
Ποτέ μη το πιστεύσης· είμ' εγώ αρχαίος
Ρωμαίος πλέον ή Δανός· σώζεται ακόμη
εδώ πιοτό.
Αν άνδρας είσαι, το ποτήρι
δος μου· άφησέ το· εγώ το θέλω· Οράτιε φίλε,
α! λαβωμένο 'πού θα ζήση τ' όνομά μου,
τα πράγματ' αν θα μείνουν άγνωστα όπως είναι!
Αν μέσα 'ς την καρδιά σου μ' είχες όσο εζούσα,
ακόμη ολίγο μείνε από την μακαρίαν
ζωήν μακράν και στέρξε την πνοήν με κόπον
να σέρνης 'ς τον τραχύν αέρ' αυτού του κόσμου,
την ιστορίαν μου να ειπής. – [Ακούεται μακρόθεν πορεία στρα-
τού και μέσα πυροβολισμοί]
Τι κρότος είναι
τούτος πολεμικός;
Ο Φορτιμπράς ο νέος,
'πού νικητής των Πολωνών τώρα επιστρέφει,
εις τους απεσταλμένους της Αγγλίας δίδει
τον στρατιωτικόν χαιρετισμόν.
Ωιμένα!
πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει
το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω
τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω
ότι 'ς τον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση·
έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου·
ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα
συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη – ό,τι απομένει
είναι σιωπή.
Εδώ συντρίβεται καρδία
ευγενεστάτη. – Καλή νύκτ', αγαπημένε
Πρίγκιπα· να σε φέρουν 'ς την ανάπαυσίν σου
Αγγέλων πτέρυγες και ύμνοι. – Τι προβαίνουν
εδώ τα τύμπανα;
Εισέρχονται ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ και οι ΑΓΓΛΟΙ ΠΡΕΣΒΕΙΣ
με τύμπανα και σημαίαις και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ.
Το θέαμα πού είναι;
Και τι θέλεις να ιδής; αν συμφοράν, αν θαύμα,
μη ζητήσης αλλού.
Τα λείψανα, οπού βλέπω,
φόνους καταβοούν! – 'Σ τ' αθάνατό σου δώμα,
ω Θάνατε δοξομανή, τι κάλεσμά 'χεις
και τόσους βασιλείς εκτύπησες με μίαν
βολήν φονικωτάτην;
Φρίκης θεωρία!
Και τα μηνύματά μας από την Αγγλίαν
έρχονται αργά· και πλέον αίσθησιν δεν έχουν
τ' αυτιά, 'πού έμελλαν από μας ν' ακούσουν ότι
κατά την προσταγήν του (28) σκοτωμένοι έπεσαν
ο Ροζενκράς και ο Γυιλδενστέρνης· τώρα ποίος
θα μας ευχαριστήση;
Ουδέ το στόμα εκείνου,
και αν ήταν ζωντανός, θα σας ευχαριστούσε·
δεν είχε αυτός τον θάνατόν τους παραγγείλη.
και αφού τυχαίνει ξάφνου να ευρεθήτ' επάνω
'ς το φονικό τούτο μυστήριον, απ' ταις μάχαις
της Πολωνίας σεις, και σεις απ' την Αγγλίαν
δώσετε προσταγήν τα λείψανα να βάλουν
εις υψηλό πατάρι, να τα βλέπουν όλοι,
κ' εγώ του κόσμου, 'πού αγνοεί, θα φανερώσω
πώς εσυνέβηκαν αυτά· θ' ακούσετ' έργα
σαρκικά (29), φονικά και παρά φύσιν· κρίσες (30)
της τύχης, φόνους (31) κατά σύμπτωσιν, θανάτους (32)
της πανουργίας έργον και δεινής ανάγκης,
και, 'ς την έκβασιν τούτην, σχέδια (33) πώχουν σφάλη
και αφάνισαν τους γεννητάς των· όλα τούτα
δύναμ' εγώ να εκθέσω καθαρά.
Και αμέσως
να τ' ακούσωμε ας πάμε· και όλ' οι μεγιστάνες
ας καλεσθούν εις τούτην την συνάθροισίν μας.
Και ως προς εμέ, αν και με λύπην, αγκαλιάζω
την τύχην μου· μου ανήκουν εις το κράτος τούτο
δικαιώματ' αρχαία και να τ' απαιτήσω
η ώρα τούτη με καλεί.
Διά τούτο ακόμη
θα έχω λόγον να ομιλήσω, και απ' τα χείλη
ανδρός, οπού η φωνή του θέλει σύρη και άλλους.
Αλλ' ό,τ' ειπώθη ας γίνη ευθύς, ενόσω ακόμη
τα πνεύματ' είν' ερεθισμένα, μήπως άλλη
μας τύχη συμφορά, 'πού δύναται να φέρη
δόλος ή πλάνη.
Καθώς πρέπ' εις στρατιώτην
τέσσεροι τον Αμλέτον 'ς το υψηλό πατάρι
οπλαρχηγοί θα φέρουν· έδιδεν ελπίδαις,
αν είχεν ανεβή 'ς τον θρόνον, βασιλέας
αληθινός να δείξη· και θα τον υμνήση
εις τον ενταφιασμόν του η μουσική μας μ' όλαις
των όπλων ταις τιμαίς. Τα λείψανα σηκώστε·
θέαμα τέτοιο 'ς του πολέμου τα πεδία
ταιριάζει, εδ' όμως είναι ανάρμοστη ασχημία.
Προστάξτε τους στρατιώταις να πυροβολήσουν.
[Νεκρώσιμη πορεία. Εξέρχονται με τα λείψανα· κατόπιν πυροβολισμός.]