Nur auf LitRes lesen

Das Buch kann nicht als Datei heruntergeladen werden, kann aber in unserer App oder online auf der Website gelesen werden.

Buch lesen: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», Seite 16

Schriftart:

ΣΤ'

Εν Αθήναις, τη 27 Ιουνίου 1879.

Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι. Μόλις είδες την Λίμνην του Κόμου, – και αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, – μόλις ανέπνευσες την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως πολλάκις – entre-nous εννοείται, – μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγεία – άλλων, εννοείται, η σωματική και άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες – ή θύματα αν θέλεις – ήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της à la Pompadour ενδυμασίας της. Άλλης τινός κομψής θεραπαινίδος τοσούτο εξηρέθισε, λέγουσι, την ζηλοτυπίαν ο καύσων του ηλίου, προστεθείς εις του μαγειρείου τον καύσωνα, ώστε ολίγου δειν εξερρίζονε τον μύστακα του σπαθάτου της δορυφόρου, εις ώραν παροξυσμού, αν προλαμβάνων εκείνος δεν εδρόσιζε κάπως τας παρειάς της διά της επαφής των στιβαρών του χειρών. Τρίτη τις άλλη ερρίφθη πρό τινων ημερών εις το φρέαρ της οικίας, ζητούσα όχι τον θάνατον, υποθέτω, ως έγραψαν αι εφημερίδες, αλλ' απλώς μόνον ολίγον ύδωρ δροσερόν.

Βλέπεις λοιπόν πού ευρισκόμεθα, και ευλόγει μάλλον τον Θεόν, ότι δεν είσαι εις τας Αθήνας, αντί να αγνωμονής προς την δρόσον και την χλόην της λίμνης σου.

Εν τούτοις μ' όλον αυτόν τον καύσωνα και τους σπουδαίους του κινδύνους ετόλμησα την παρελθούσαν εβδομάδα να εξέλθω της οικίας μου, διά να παρευρεθώ εις τας εξετάσεις του προτύπου σχολείου, το οποίον συνέστησεν προ ενός έτους το Υπουργείου της Παιδείας ως παράρτημα του Διδασκαλείου, προς πρακτικήν άσκησιν των νεοφύτων διδασκάλων. Πρέπει δε να σου ομολογήσω, εξ ιδίου ενθουσιασμού αυτήν την φοράν και όχι χαριζομένη εις την πατριωτικήν σου αισιοδοξίαν, ότι με κατέπληξαν αληθώς τα ευχάριστα αποτελέσματα του νέου συστήματος της διδασκαλίας, το οποίον εφηρμόσθη εις το νεοσύστατον σχολείον. Το σχολείον αυτό είνε μακράν της πόλεως, όπισθεν του βασιλικού κήπου, και οι μαθηταί του είνε κατ' ανάγκην παίδες αγροτών και χωρικών. Αι εξετάσεις εν τούτοις των χωρικών εκείνων παίδων, οίτινες ούτε εορτάσιμα εφόρουν, ούτε υπερτροφίαν έπασχον, κατέδειξαν εμφανώς και πάλιν – αν υποτεθή ότι υπήρχεν ανάγκη νέας του πράγματος αποδείξεως, – δύο τινά· πρώτον ότι η αγάπη των γραμμάτων δεν είνε συνήθως του πλούτου περίσσευμα, και δεύτερον ότι ανάγκη ριζικής μεταβολής του συστήματος, το οποίον διέπει έως σήμερον την δημοτικήν μας εκπαίδευσιν. Τα παιδία δεν πρέπει να διδάσκωνται ως παπαγάλλοι, αναγκαζόμενοι να αποστηθίζωσι πράγματα τα οποία δεν εννοούσιν, αλλά να εκπαιδεύωνται απ' αυτού του αλφαβήτου τοιουτοτρόπως, ώστε να εξυπνά η νεαρά των διάνοια, αναβαίνουσα βαθμίδα προς βαθμίδα την κλίμακα των γνώσεων, και να μορφούται η εύπλαστος καρδία των, αποκτώσα βαθμηδόν την αγάπην του καλού και του αγαθού. Αλλέως . . . – πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς.

Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου! Ουδέ καν εφαντάζεσο ίσως, ότι έζη έτι εις τας Αθήνας ενενηκοντούτις περίπου, έρημος, μόνη και λησμονημένη εντός πενιχράς – όχι οικίας, αλλά σχεδόν καλύβης, η περικαλλής ποτε εκείνη αμαζών, ην θαλεράν έτι νεανίδα είχε συζεύξει μετά του οπλαρχηγού του Οδυσσέως ο φοβερός της Ηπείρου τύραννος Αλή-Πασάς, ήτις όλον τον μέγαν αγώνα του 1821 παρηκολούθει πότ' εγγύθεν και πότε μακρόθεν τον πολυπλάνητον σύζυγόν της, μέχρις ου τον εθρήνησε τέλος κρεμάμενον από των προμαχώνων της Ακροπόλεως, και της οποίας ο βίος ολόκληρος υπήρξε σειρά δυστυχημάτων και δοκιμασιών. Μη βαρυθυμής όμως διά την άγνοιάν σου, διότι πολλοί, οι πλείστοι σχεδόν των εν Αθήναις ηγνόουν ως και συ μέχρι του προχθές σαββάτου, ότι η Ελένη Ανδρούτσου, η Οδυσσέαινα, ως την εκάλει του αγώνος η γενεά, έζη έτι εν Αθήναις. Ολίγοι, ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι υπάλληλοι του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες της έδιδον κατά μήνα μικρόν τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι' ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον. Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια! Τόσον εύκολον και ευπρόσιτον παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις! Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την ενθυμηθώμεν, και οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη έτι η χήρα του Οδυσσέως, και ετέλει – αυτή μόνη, διότι τις άλλος είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου – την ανακομιδήν των οστών του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς. Έκτοτε όμως την είχαμεν λησμονήσει εντελώς! Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς, η γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ του Χρήστου Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή καλύβη την Ελλάδα. Ότε δε προ ενός και ημίσεος έτους ευοίωνα τινα αλλ' απατηλά δυστυχώς σημεία υπέδειξαν, ότι επρόκειτο να εξαναστή το Ελληνικόν, και οι άνδρες ωπλίζοντο και εβάδιζον προς τα σύνορα, ημείς δε αι γυναίκες, υπακούοντες εις το ευγενές φώνημα της ελληνικής μας βασιλίσσης, ερράπτομεν χιτώνας και εξαίναμεν μοτόν διά τους μέλλοντας τραυματίας του νέου ιερού αγώνος, η χήρα του Οδυσσέως ησθάνθη και πάλιν την γηραιάν της καρδίαν θερμαινομένην· εμνήσθη ημερών αρχαίων, ενθυμήθη την υπό τον ζυγόν πατρίδα της, ωνειρεύθη την σοβαράν μορφήν του απαγχονισθέντος ήρωός της, και έμεινε νύκτας πολλάς αγρυπνούσα υπό το αμυδρόν φως της διψώσης λυχνίας της, ίνα . . . ξαίνη μοτόν διά τα παλληκάρια!

Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.

Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις, και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι, αγαπητή μου! Ημείς, οι ευγενείς και πεφωτισμένοι και τοσούτον ευαίσθητοι κάτοικοι της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου, οίτινες συνοδεύομεν πυκνοί και πρόθυμοι την πρώτην κηδείαν ήτις θα παρέλθη προ των παραθύρων μας – όταν μάλιστα έχη και μουσικήν – ωκνήσαμεν να πληρώσωμεν εις του Οδυσσέως την χήραν ένα έσχατον φόρον συμπαθείας και ελέου, τον οποίον εχρεωστούσαμεν, εννοείς; εχρεωστούσαμεν και εις αυτήν και εις τον άνδρα της. Δεν το εσυλλογίσθημεν, βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . . μήπως είχε μουσικήν; Μήπως είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον του αρχιμουσικού μας;

Ζ'

Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879

Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα ευκραέστερα. Σε κατέλαβε και πάλιν, βλέπω, η κινητική σου εκείνη μανία, διά την οποίαν ο μεν σοφός σου φίλος Ξ. σε ωνόμαζεν άλλοτε perpetuum mobile, ημείς δε οι άλλοι οι μη σοφοί σ' ελέγαμεν αεικίνητον, και σε εσυμβουλεύαμεν, ενθυμείσαι, αστειευόμενοι να ζητήσης brevet d' invention από την κυβέρνησιν, πριν ή σε προλάβη ο ατυχής εκείνος νέος Κ., ούτινος η μεγαλοφυής εφεύρεσις επέπρωτο τέλος να εξατμισθή εντός . . . φρενοκομείου. Αλλά την μονομανίαν σου αυτήν μας την ενδύει τώρα με το ωραίον πρόσχημα της επιθυμίας δροσερωτέρας διαμονής. Έστω και τούτο· δεν φιλονεικώ μαζή σου διά τόσον μικρόν πράγμα. Είμαι όμως περίεργος να ιδώ, αν ο λόγος αυτός της αδιάκοπου σου κινήσεως δεν θα σε ωθήση επί τέλους μέχρι της βορείου θαλάσσης. Πολύ φοβούμαι, μήπως λάβω καμμίαν ημέραν επιστολήν σου, ήτις να μου αναγγέλλη, ότι επεβιβάσθης εις ατμοκίνητον εκπλέον εις τας βορείους ακτάς της Νορβηγίας. Μη μειδιάς· σε βεβαιόνω, ότι η είδησις δεν θα με εκπλήξη διόλου. Οπωσδήποτε εγώ διευθύνω το γράμμα μου εις την παλαιάν σου διαμονήν, και είμαι ήσυχος ότι κάπου θα σ' εύρη.

Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να αναγνώσω το περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, και να σου γράψω περί αυτού. Υπέθεσα τότε και υποθέτω ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε να γνωρίζης, αν ο λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς να εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν ημέραν και το πολυπλάνητον βήμα σου. Το ανέγνωσα λοιπόν απ' αρχής μέχρι τέλους, αλλά δεν σου γράφω περί αυτού, και προτιμώ να σου το στείλω υπό ταινίαν, ως λέγει παρ' ημίν η επίσημος των γραφείων γλώσσα.

Δεν σου γράφω εν εκτάσει περί αυτού, και αρκούμαι μόνον να συστήσω εις την προσοχήν σου το πολύτιμόν του περιεχόμενον, διότι αδύνατον μου είνε δυστυχώς να συνοψίσω εντός επιστολής τας πολυειδείς και ποικίλας ειδήσεις περί της γεωλογικής και υδρογραφικής καταστάσεως των Αθηνών, όσας ο συγγραφεύς εταμίευσεν εντός αυτού, διά πολλών κόπων και μελέτης μακράς. Σου σημειόνω μόνον εν παρόδω, και τούτο διά να λάβης εγκαίρως τα μέτρα σου, πριν ή αποκατασταθής οριστικώς εν Αθήναις, ότι κατά τον κύριον Κορδέλλαν απαιτείται δαπάνη τριών περίπου εκατομμυρίων δραχμών, ίνα διοχετευθώσιν εις τας Αθήνας τα αναγκαία εις τους κατοίκους της ύδατα. Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν περιλαμβάνεται εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι δηλαδή ο αρχοντικός ούτος δήμος, – όστις κατά τούτο ομοιάζει τους άρχοντας, ότι τα χρέη του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων του – έχει ήδη τριών περίπου εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς του τόκον . . έν σχεδόν τοις εκατόν. Υποθέτεις συ, ότι είνε εύκολον εις τοιούτον οφειλέτην να εύρη και νέον δάνειον; Εγώ δυσκολεύομαι να το ελπίσω, και διά τούτο εφρόντισα ήδη εγκαίρως να ανοίξω φρέαρ εντός της οικίας μου, ίνα προλάβω την κόρυζαν, από την οποίαν πολύ φοβούμαι ότι είνε προωρισμένοι ν' αποθάνωσι μίαν ημέραν επιδημικώς οι κάτοικοι των Αθηνών.

Αι ειδήσεις αύται δεν θα σου ήνε βεβαίως πολύ ευχάριστοι, και φοβούμαι μη πειράξουν την επισφαλή σου υγείαν. Διά τούτο δε και ως ευάρεστον αντίδοτον σου στέλλω συγχρόνως σήμερον, υπό την αυτήν ταινίαν, περίεργόν τι και διασκεδαστικώτατον βιβλίον, επιγραφόμενον: «Η σύγχρονος Ελλάς, ήτοι απάντησις τω γάλλω Edmonton About, μετάφρασις εκ του χειρογράφου της αγγλίδος F. Ε. Μ.» Το μικρόν αυτό τομίδιον, το οποίον, ως βλέπεις, περιέχει μετάφρασιν ανεκδότου χειρογράφου, θα σε διασκεδάση τρομερά· διότι ηξεύρω εγώ πώς διατίθεται ο φύσει εύθυμος χαρακτήρ σου προς τα παράδοξα, ή τα παράξενα, ως κοινότερον λέγομεν. Σε παρακαλώ μόνον να μη σταματήσης εις την επιγραφήν· να μην ερωτήσης, διατί άραγε και πόθεν και πώς και προς τι η απάντησις αύτη εις τον ευφυή γάλλον μετά εικοσιπέντε όλα έτη από της δημοσιεύσεως της δηκτικής εκείνης σατύρας κατά της Ελλάδος, ήτις κατέστησεν εν τούτοις αυτήν πολύ γνωστοτέραν εις τον ευρωπαϊκόν κόσμον ή όλοι των φίλων της οι ύμνοι· να μην απορήσης διατί, πριν ή δημοσιευθή το πρωτότυπον, δημοσιεύεται η ελληνική μετάφρασις· να μη κινήσουν τέλος την περιέργειάν σου. τα τρία αρχικά στοιχεία, υπό τα οποία έκρυψεν αιδημόνως ο μεταφραστής την συγγραφέα. Εις όλας σου αυτάς τας απορίας ηδυνάμην εγώ να σου δώσω λεπτομερή απάντησιν· δεν το κάμνω όμως, πρώτον μεν διότι νομίζω, ότι πρέπει τις να σέβεται τα ξένα μυστικά, όσον διασκεδαστική και αν είνε η αποκάλυψίς των, και δεύτερον διότι η λύσις των αποριών εκείνων ουδόλως είνε αναγκαία όπως διατεθής ευθύμως. Άνοιξε μόνον, σε παρακαλώ, κατά τύχην το βιβλίον και σταμάτησε το βλέμμα σου όπου θέλης. Πρόσεξε δε ιδίως εις την εξής περίοδον, την οποίαν σου αντιγράφω κατά λέξιν από την ενενηκοστήν ογδόην σελίδα – σου λέγω κατά λέξιν, διά να μη καταλογίσης τυχόν εις βάρος μου την γλαφυρότητα της μεταφράσεως – «Αμέσως, λέγει η φιλέλλην αγγλίς περιγράφουσα την εις Πειραιά απόβασίν της, περιεστοιχήθην υπό πλήθους παραγγελιοδόχων και διερμηνέων, οίτινες, φαίνεται, μαντεύσαντες ότι ήμην ξένη μοι προσέφεραν τας λέμβους των και παν ό,τι αναγκαίον προς υπηρεσίαν μου, ου μην αλλά δριμέως κρίνουσα περί αυτών εκ της σκληράς φήμης, και έχουσα πείραν των Ιταλών κλεπτών, προσεποιήθην ότι δεν ενόησα την νεωτέραν ελληνικήν, σφάλμα δι' ό ουδέποτε θέλω συγχωρήσει εμαυτήν . . . Τα των λεμβούχων και τα τελωνειακά μπαξίς εισίν όλως άγνωστα ενταύθα . . . Ίσως οι σφοδροί κατήγοροι των Ελλήνων επί του αντικειμένου τούτου εκφράσωσιν αμφιβολίας. Αλλ' ιδού πώς έχουν τα πράγματα· οι λεμβούχοι διακηρύττουσιν, ότε η απλή ευχαριστία του ν' αποβιβάσωσεν εις την ξηράν ξένον τινά ήτο αρκούσα αμοιβή διά τους κόπους του, αφού μάλιστα πληρόνονται τακτικώς έκ τινος ωρισμένου τιμολογίου. Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον ανάγκην των υπηρεσιών του. Μετά τούτο δε δύο αχθοφόροι έλαβον την αποσκευήν μου, . . . (και) ηρνήθησαν να λάβωσι το ανήκον αυτοίς, λέγοντες ότι ουδείς ποτέ Αθηναίος ζητεί να πληρωθή όπως πράξη το καθήκον του, αυτοί δε ουδέν άλλο έπραξαν ή τούτο, ιδόντες ότι ήμην ξένη. Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των υπαλλήλων του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους ξένους τους επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ' ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα. Πώς σου φαίνεται, εις σε την ελληνίδα, την ζήσασαν . . . (μη φοβήσαι, δεν λέγω πόσα) έτη εις την Ελλάδα, η θαυμαστή αυτή ανακάλυψις λεμβούχων και αχθοφόρων μη δεχομένων πληρωμήν, και σιδηροδρομικών υπαλλήλων παρεχόντων δωρεάν εισιτήρια;

Τι πρέπει άρα γε να υποθέση ο αναγινώσκων την διασκεδαστικήν αυτήν μυθολογίαν; ότι είνε σκόπιμον μαγείρευμα προς αποστόμωσιν των κατηγόρων της Ελλάδος, ή μάλλον ότι είνε αποτέλεσμα αστείας τινός παιδιάς φιλόφρονος μεν αλλ' ιδιοτρόπου συνοδοιπόρου, όστις επλήρωσεν αυτός τα μικρά έξοδα της Αγγλίδος, και της επώλησεν έπειτα, ότι οι αχθοφόροι, οι λεμβούχοι και ο σιδηρόδρομος δεν λαμβάνουσιν εν Ελλάδι πληρωμήν παρά των ξένων; Το κατ' εμέ υποθέτω αδιστάκτως το δεύτερον, διότι άλλως θα ευρισκόμην εις την δυσάρεστον ανάγκην να παραδεχθώ, ότι η φιλέλλην συγγραφεύς, μυθολογούσα τοιαύτα πράγματα προς τους αναγνώστας της, νομίζει φοβερόν πράγμα και πάσης μομφής άξιον το να πληρόνωνται οι λεμβούχοι και οι αχθοφόροι και οι σιδηρόδρομοι, και εν τω ακράτω της φιλελληνισμώ βλέπει 'ς τον ουρανό φεγγάρι εν πλήρει μεσημβρία κατά το κοινόν λόγιον. Αλλ' ό,τι δήποτε και αν υποθέση τις, δεν έχει άδικον η ιταλική εκείνη παροιμία: Dagli amici mi guardi. Iddio che dai nemici mi guardo io, ούτε η άλλη εκείνη ισπανική: Quien te cubre te descubre.

Ευτυχώς το βιβλίον αυτό, το οποίον, δεν αμφιβάλλω, θα συντελέση εις την ευθυμίαν σου πλειότερον όλων σου των ταξειδίων, δεν εδημοσιεύθη ακόμη αγγλιστί, και οι ευρωπαίοι, ευτυχέστεροι ημών και κατά τούτο, αγνοούσιν έτι τους υπέρ της Ελλάδος πανηγυρισμούς της συγγραφέως. Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και από βάθους καρδίας εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το ποτήριον τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της Ελλάδος, ουδέ παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και εις βάρος της.

Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν! Μας ξεσκεπάζουν αντί να μας σκεπάζουν, ως λέγουσιν οι Ισπανοί· και συμφωνώ με τους Ιταλούς, οίτινες επικαλούνται κατ' αυτών την προστασίαν του θεού. Πόσα ημείς ιδίως οι ταλαίπωροι Έλληνες επάθαμεν έως τώρα από τον άκρατον και φιλελληνικόν έρωτα πολλών φίλων μας! Τι να γείνη! On n' est trahi que par les siens! και ομοιάσαμεν πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά των πολλών της φιλημάτων εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν τοιούτοι φίλοι. Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την κυρίαν F. Ε. Μ.

Η'

Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879

Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα διά πολλούς και διαφόρους σπουδαίους λόγους, των οποίων ο σπουδαιότερος είνε, ότι δεν είχα τι να σου γράψω. Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω, της απαριθμήσεως των άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως ο αφελής εκείνος δήμαρχος, όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε πυροβολισμούς επί τη ελεύσει του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση ταπεινότητι, ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος. Ο μεγάθυμος βασιλεύς τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα λόγων· ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή τουλάχιστον ίση, αν όχι και ανωτέρα της βασιλικής.

Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν σου επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον, πολύ περισσότερον και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς. Συ μεγάθυμος; κάθε άλλο! Αν είχες συ την χριστιανικήν αυτήν αρετήν, δεν θα μου έγραφες βεβαίως την επιστολήν, την οποίαν μου έγραψες. Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά σου καρδία προς την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των Αθηνών εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν ευχαρίστησιν τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την Μείζονα Λίμνην εις την Λίμνην της Λυκέρνης. Θα περιωρίζεσο μόνον να καταρασθής τα πυκνά του κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ' ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας και του Αϋρόλου, θα ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου Ξενοδοχείου της Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα εγώ εν μέσω των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην βέβαια με μειδίαμα ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των ιδικών σου διασκεδάσεων και τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου, επί των οποίων έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω! Αλλά είσαι άσπλαγχνος και εγωιστική φύσις. Ούτε την περιγραφήν του αμιμήτου δρόμου παρέλειψες, όστις υπεραναβαίνων το γιγάντειον όρος διαγράφει 46 καμπάς μόνον εντός της κοιλάδος της Τρέμολας, ούτε την εκατέρωθεν της οδού εστιβασμένην εξ αμνημονεύτων χρόνων και άλυτον πλέον χιόνα, ούτε την πρασίνην χλόην ήτις θάλλει επί του φυτικού χώματος, το οποίον απέθηκεν βαθμηδόν ο άνεμος επί της επιφανείας των χιόνων, ούτε τους καταρράκτας, οίτινες χωνευόμενοι υπό τους προαιωνίους πάγους, αναδύουσι μακρότερον και κατακρημνίζονται επί τας μελανάς των ελατών κορυφάς· ούτε τους κολοσσιαίους και προσηνείς σκύλους του ξενώνος του Αγίου Γοθάρδου, οίτινες σε έσυρον ηρέμα από της εσθήτος, ίνα λάβωσι μικράν μερίδα του προγεύματός σου· ούτε τας γραφικάς των ελβετίδων ενδυμασίας, ούτε την καταπληκτικήν Γέφυραν του Διαβόλου, ούτε του Φλύλεν την αμίμητον τοποθεσίαν, ούτε της λίμνης σου τα πράσινα κύματα, ούτε . . . . ούτε τίποτε τέλος πάντων, το οποίον ηδύνατο να κινήση την ζηλείαν μου και τον φθόνον μου, και να μου καταστήση αφορητοτέραν την εν Αθήναις θερινήν διαμονήν. Είνε φιλικόν αυτό; είνε εύσπλαγχνον; είνε χριστιανικόν; Ας όψεσαι εν ημέρα κρίσεως, ότε ο Πλάστης θα σ' ερωτήση, – και θα σ' ερωτήση βεβαίως, διατί εταξείδευες εις την Ελβετίαν, ότε η φίλη σου έμενεν εις τας Αθήνας; και διατί συ εκρύονες επί των Άλπεων, ότε η ταλαίπωρος εκείνη ανελύετο εις ιδρώτα εν μέση πλατεία του Συντάγματος;

Μη νομίσης όμως, ότι δεν είχαμεν και ημείς οι Αθηναίοι τας μικράς μας διασκεδάσεις αυτάς τας ημέρας. Λέγω μικράς, βλέπεις, με όλην την πρέπουσαν μετριοφροσύνην, καθότι περί μεγάλων παρ' ημίν δεν πρόκειται, όσον και αν προσποιούμεθα τους μεγάλους. Εν πρώτοις είχαμεν πολιτικήν ανεμοταραχήν, ήτοι σάλον κοινοβουλευτικόν, ως λέγουσιν οι πολιτικοί. Η κυβέρνησις δηλαδή συνεκάλεσε την βουλήν, η βουλή απεδοκίμασε την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έδωκε την παραίτησίν της, έπειτα πάλιν έμεινε, διότι η αντιπολίτευσις δεν εσχημάτισεν άλλο υπουργείον, και επειδή η αντιπολίτευσις εφάνη ότι είχε και πάλιν διάθεσιν να αποδοκιμάση την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έστειλε την βουλήν όθεν ήλθεν. Εννοείς συ τίποτε από όλα αυτά; όχι βέβαια· ούτ' εγώ. Σε μέλει; ολίγον, αναντιρρήτως· κ' εμέ το ίδιον. Λέγουν τριγύρω μου, ότι τα πράγματα είνε σπουδαία· αλλ' όσοι το λέγουν φαίνονται ως ν' αστειεύωνται, και δεν τους πιστεύω. Το μόνον σπουδαίον είνε κατ' εμέ αι διακόσιαι πεντήκοντα περίπου χιλιάδες δραχμαί, αι οποίαι υπήρξαν το τίμημα της οκταημέρου εκτάκτου συνόδου της βουλής μας. Ο ταλαίπωρος ελληνικός λαός πληρόνει επί τέλους πάντοτε les pots cassés. Έπειτα πλην των πολιτικών είχαμεν και έν έκτακτον συμβάν, ικανώς κωμικοδραματικόν, το οποίον αρκετά μας συνεκίνησε και μας διεσκέδασεν αυτήν την εβδομάδα. Πολύ φοβούμαι, ότι εις σε δεν θα κάμη μεγάλην εντύπωσιν· ημείς όμως οι μικροπολίται, οίτινες δεν έχομεν καθ' ημέραν τοιαύτα τυχηρά, αρκούμεθα και εις τα ολίγα, αναλογιζόμενοι την παλαιάν παροιμίαν «όταν μη κρέας παρή και ταρίχω στερκτέον», την οποίαν ο υπηρέτης μου μεταφράζει «εν ελλείψει χαρτοσήμου καλό 'ν' και το στουπόχαρτο». Επειδή δε νομίζω και εγώ ότι η τυχηρά αυτή διασκέδασις ημών των μικροπολιτών δύναται να διασκεδάση και σε την κοσμοπολίτιδα, σου διηγούμαι το γεγονός. Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, – αν θέλης, εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Θύμα δε πρόχειρον των φονικών του βλεμμάτων ευρέθη κόρη τις απλή και άκακος, δεκαπενταέτις μόλις, ήτις και καταλιπούσα τον πατρικόν οίκον, όπου είχεν ίσως βαρυνθή να ακούη από πρωίας μέχρις εσπέρας το τύπτω τύπτεις του διδασκάλου πατρός της, – ίσως δε και να το αισθάνεται ενίοτε, παρηκολούθησε τον εκπορθητήν της καρδίας της εις μικρόν τινά εν Νεαπόλει (των Αθηνών) οικίσκον, όπου, αλλάξασα γραμματικήν, έκλινε το j' aime, tu aimes αντί του βαρέος εκείνου ελληνικού ρήματος.

Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε τον παραπλανηθέντα ήρωά της. Ανεζητήθη λοιπόν το ερημητήριον των δύο περιστερών, ευρέθη μετά κόπους πολλούς, και τα πεζά της εξουσίας όργανα – όχι, ελησμόνησα· ήσαν και ιππείς – προσεκάλεσαν τον νεαρόν Άρην να παραδώση εις τον πατέρα της την νεαρωτέραν Αφροδίτην. Αλλά το ζεύγος το ερωτικόν, ενθυμούμενον και αντίγραφον ίσως το επινόημα του Σελεστίνου και του Ξαβιέρου του Méry, εκλείσθη και εμανδαλώθη εντός της φωλεάς του, και εδήλωσεν εις τους πολιορκούντας αυτό κλητήρας και στρατιώτας, ότι κατ' ουδένα τρόπον εννόει να χωρισθή. Εις μάτην αι παρακλήσεις των κλητήρων, εις μάτην αι επιταγαί της στρατιωτικής αρχής. Ο ήρως της κωμωδίας, προσαγορεύων από του εξώστου του ερωτικού του φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και δυναμίτιδα και πυρ και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον λαιμόν της ερωτικής του περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . . πριν ή ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν αυτοκτονήσει διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής. Το πράγμα, εννοείς, εφάνη κάπως σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον τον ήρωα. Το περιεστώς πλήθος έφριξε, τα όργανα της εξουσίας συνεκινήθησαν και κάπως το εσυλλογίσθησαν, επλατύνθη δε ικανώς ο κύκλος των περιέργων, οίτινες την εσπέραν εκείνην είχον προτιμήσει το εν Νεαπόλει θέαμα από την παράστασιν του Άμλετ εν τω Απόλλωνι και του Ορφέως εν Φαλήρω. Συμβουλίου γενομένου, εκρίθη καλόν να αλωθώσιν οι ποιητικοί ερασταί διά του πεζοτάτου μέσου της πείνης. Φρουρά τακτική εστήθη προ του ερημητηρίου των δύο περιστερών, και περιπολίαι τακτικαί μετηλλάσσοντο εις ώρας τακτάς, προς ανέκφραστον διασκέδασιν των αργών Αθηναίων και των περιέργων γειτόνων, οίτινες ούτε Άντρον των Νυμφών εσυλλογίζοντο πλέον, ούτε Βουλήν, ούτε πλατείαν του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως το πράγμα εκοινολογήθη, η πόλις ήρχισε να συγκινήται, ο σπουδαίος τύπος επελήφθη του ζητήματος, και η κοινή γνώμη απήτει την αυστηράν του νόμου εκτέλεσιν. Αι αρχαί κατενόησαν ότι δεν ηδύναντο πλέον να μένωσιν απαθείς – ή και συγκεκινημένοι, αδιάφορον – θεαταί των γινομένων, και απεφάσισαν να προβώσιν εις την εξ εφόδου άλωσιν της ερωτικής ακροπόλεως. Προχθές λοιπόν την πρωίαν έγεινεν εν πρώτοις, κατά τα νόμιμα του πολέμου, η εις παράδοσιν πρόσκλησις των πολιορκουμένων. Αλλ' ο ήρως εξελθών εις τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον οίκον. Την δήλωσιν μάλιστα ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις παντομίμα, καθ' ην εκείνος μεν προσήγαγε την σπάθην του εις τον τράχηλον εκείνης, εκείνη δε έκλεισεν εν ερωτική εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα εις την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε πρόσφορον να φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου. Αλλ' οι στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι. Πριν ή όμως τον συλλάβωσι, προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την οδόν . . . τίνα υποθέτεις; την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς εις παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε διεσκέδασεν η ιστορία μου; το ελπίζω. Αν τώρα σου έλθη η περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον κάμουν τον παράδοξον αυτόν ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν έζων αλλού, θα το ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή.