Kostenlos

Τα Γεωργικά

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

 
Μεγάλη Πάλης ως κ' εσέ, και σε βοσκέ του Αμφρύσου,
Περίφημε, και σας δρυμά του Λύκαιου και ποτάμια,
Σας ψάλλω. Τάλλα που το νου τον εύκαιρο σκλαβόνουν
Με το τραγούδι, είνε κοινά. Ποιος το σκληρό Ευρυσθέα,
Ή τους βωμούς του ανέπαινου του Βούσιρι δεν ξέρει;
Τον Ύλα ποιος δε μελετά, και τη Λητώα Δήλο,
Ή και την Ιπποδάμεια και το δεινό αλογάρη
Τον Πέλοπα, τον προφαντόν από το φιλντισένιο
Το νώμο; Πρέπει να ριχτώ σε δρόμο, όπου κι' ο ίδιος
Θένα μπορέσω από τη γης να σηκωθώ παράνου
Και νικητής να πέτομαι στο στόμα των ανθρώπων.
Εγώ πρώτος στον τόπο μου μαζή μου θα οδηγήσω,
Όταν από το ψήλωμα της Αονίας ξανάρθω,
Ανίσως ζήσω μοναχά, τες Μούσες, κ' εγώ πρώτος
Θε να σου φέρω τες βαγιές της Ιδουμαίας, Μαντύη,
Κ' ένα ναό στον πράσινο τον κάμπο μαρμαρένιον
Θα στήσω δίπλα στο νερό, κει που πλανιέται ο Μίγκιος,
Μέγας, με γύρες σιγαλές, με το χολό καλάμι
Τους όχτους του πλουμίζοντας. Στη μέση θα μου στέκει
Ο Καίσαρας και το ναό θα πιάνει· και για κείνον,
Σα νικητής, περίλαμπρος στην Τυριακή πορφύρα,
Άμαξες τεσσεράλογες εγώ εκατό θα βάλω
Να τρέξουν στ' ακροπόταμα· κι' ολάκερη η Ελλάδα
Αφίνοντας τον Αλφειό για εμέ και του Μολόρχου
Τα περιβόλια, με άργαστο πετσί και στην τρεχάλα
Θα αγωνιστεί. Κ' εγώ με εληάς ζαΐδα μουτεμένην
Στεφανωμένος, χάρισμα θυσιαστικό θα φέρω·
Τώρα πομπές επίσημες, ω τι χαρά! στρατεύω
Προς τα αγιαστήρια και θωρώ σφαμένα τα δαμάλια.
Βλέπω να αλλάζεται η σκηνή γυρνώντας, κ' οι υφαμένοι
Οι Βρεταννοί την πορφυρήν αυλαία να σηκόνουν.
Με μάλαμα και φίλντισι σκληρό των Γαγγαρίδων
Τον πόλεμο και τάρματα του νικητή Κυρίνου
Θένα εικονίσω στες μπασιές. Εκεί το Νείλο κι' όλας,
Που κύματα από τες μαλιές και που μεγάλος ρέει,
Και τες κολώννες πώβγαλε το χάλκωμα των πλοίων.
Τες χώρες, που υποτάχτηκαν, θα σμίξω της Ασίας
Και το Νιφάτη που έπεσε, τον Πάρθο που στο φύγι
Μπιστεύεται κι' ανάστροφα τες σαγιττιές του ρίχνει,
Τα δυο τα τρόπαια που από οχτρούς ξεχωριστούς παρθήκαν
Και σε θριάμβους δυο βολές των δυο γιαλών τον κόσμο.
Κι' ορθά θα στέκουν στο ναό τα Παριακά ληθάρια,
Αγάλματα που την πνοή θε νάχουν: του Ασσαράκου
Το γεννοβόλι κ' η σειρά που βγήκε από το Δία,
Κι' ο πρώτος Τρώας κι' ο Κυνθιακός θεμελιωτής της Τροίας.
Άχαρος θένα σκιάζεται τες Εριννύες ο φτόνος
Και το νερό του Κοκυτού ταψύ, και τα στριμμένα
Σερνάμενα του Ιξίονα και την τεράστια ρόδα
Και τον ακατανίκητο το βράχο. Ως τόσο τώρα
Ας ακλουθήσω τ' άχραντα ρουμάνια των Δρυάδων
Και τα φαράγγια, τες βαρειές, Μαικήνα, προσταγές σου.
Δίχως εσέ δεν αρχινά τρανό κανένα ο νους μου·
Έλα λοιπόν την άνεργη τη χασομέρια πάψε·
Μ' ένα μεγάλο χουγιατό με κράζει ο Κιθαιρώνας,
Κ' οι σκύλοι του Ταΰγετου κ' η Επίδαυρο, που στρώννει
Τ' άτια· κι' απ' τον αντίλαλο των λόγγων διπλωμένο
Αντιβογγάει το φωνατό. Μα γλίγωρα θε νάμαι
Αρματωμένος για να ειπώ τες φλογερές αμάχες
Του Καίσαρα· κι' όσες χρονιές τον Καίσαρα χωρίζουν
Από την πρώτη την αρχή του Τιθωνού άλλες τόσες
Στην οικουμένη η δόξα του θ' απλώνει τόνομά του.
 
 
Όποιος βαγιάς Ολυμπιακής θιαμάζει τα βραβεία
Και ταληγάρια κουναρεί, κι' όποιος για το ζευγάρι
τα δυνατά καματερά, το πρώτο των μαννάδων
Θένα διαλέξει τα κορμιά. Της πλιο καλής δαμάλας
Είνε το βλέμμα ανάποδο, και κακοειδή η κεφάλα
Και πλήθιο είνε το σνίχι της και κρέμεται η μαντύλα
Απ' το πηγούνι στα μεριά· κι' απέκει δίχως μέτρο
Είν' απλωμένη η πλαγαριά· κ' είνε όλα της μεγάλα
Ως κ' η ποδάρα· και ταυτιά κάτου από τα στριμμένα
Τα κέρατα είνε τριχωτά. Δε με κακοφανίζει
Αν είνε με μπαλώματα και μ' άσπρο σημειωμένη,
Ή αν το ζυγό δε δέχεται, κι' αν κάποτε ξαμόνει
Με τάρματο, κι' α δαμαλιού προσμοίαζει στο μεισήδι,
Ή εκείνη πούνε ολάκερη ψηλή, που περπατώντας
Τες πατουμιές της φρουκαλεί με της οράς την άκρη.
Κ' έπειτα από τους τέσσερους και πριν τους δέκα χρόνους
Εινε για την Ειλήθυια και για τους Υμεναίους
Σωστή ηλικία· τα επίλοιπα τα χρόνια δεν αχρίζουν
Για γέννες κι ούτε δύναμη για τ' άλατρο δεν έχουν.
Ως τόσο σύντα τες κοπές η νειότη πλημμυράει
Πασίχαρη, ξαπόλυσε τ' αρσενικά κι' απ' όλους
Πρώτος εσύ παράδωκε τα ζα της Αφροδίτης,
Κι' από το γεννοβόλι τους ξανάνειονε το σόι.
Φεύγουν μπροστά για τ' άτυχα τα θανατογραμμένα
Όλες οι πλιο καλήτερες ημέρες της ζωής τους·
Έρχονται αρρώστειες κι' άχαρα γεράματα, κ' οι κόποι
Και η απονιά του αλύγιστου θανάτου τα ξεκάνουν.
Κάποια, που τα κουφάρια τους θε νάθελες ν' αλλάξεις,
Υπάρχουν πάντα· πάντοτε για τούτο πόλλαινέ τα,
Και για να μην αποζητάς τα ψόφια, θα προλάβεις
Και θα διαλές για τες κοπές μοσκάρια κάθε χρόνο.
 
 
Κ' έχει παρόμοιο διάλεγμα κ' η φάρα των αλόγων.
Εκείνα που αποφάσισες εσύ ν' αναλικώσεις
Ελπίζοντας να γενειαστείς το σόι, θα τα φροντίζεις
Από τα χρόνια τα μικρά περίσσια. Το πουλάρι
Του ευγενικού του ζωντανού περήφανα στους κάμπους
Βαδίζει εύτύς και τ' απαλά μεριά του τανεμίζει.
Να τρέχει πρώτο αποκοτά στο δρόμο και να μπαίνει
Σ' αγροικωμένους ποταμούς και σ' άγνωρο γιοφύρι
Μπιστεύεται και περιττούς δε σκιάζεται σαλάγους.
Κ' έχει τον τράχηλον ορθό, και νόστιμο κεφάλι,
Μικρή κοιλιά και παχουλά καπούλια, και το στήθι
Το ψυχερό από μούσκουλα τριοντίζει. (Προτιμιώνται
Τα καστανά και τα ψαριά, το μούρτζινο και τάσπρα
Εινε τα πλιο χειρότερα στο χρώμα.) Κι' α σημάνουν
Κάπως μακρόθε τάρματα να στέκεται δεν ξέρει
Στον τόπο του· και τράζονται τα μέλη του και σειούνται
Ταυτιά του, και φρουμάζοντας τη συναγμένη φλόγα
Κυλά από τα ρουθούνια του· κ' έχει πυκνή τη χήτη
Που πέφτει απάνου στο δεξιό τον ώμο του ριγμένη,
Κι' από τα απάκια του περνά διχαλωτή η καρήνα,
Και σκάφτει με το πόδι του τη γης και του νυχιού του
Βαρειά το στέριο κέρατο σημαίνει. Τέτοιος ήταν
Ο Κύλλαρος που τα λουριά τον στρώσαν του Αμυκλαίου
Του Πολυδεύκη και τα δυο τα ταληγάρια του Άρη,
Που οι ποιητές οι Έλληνες συχνά τα μνημονεύουν,
Και τα αμαξάδικα φαριά του ξακουστού Αχιλλέα.
Τέτοιος κι' ο Κρόνος ο γοργός περίχυσε τη χήτη
Στον τράχηλο, και φεύγοντας, σα φάνηκε η συμβία,
Εγιόμισε χρημητισμούς ψιλούς το μέγα Πήλιο.
 
 
Αλλά ως κ' εκείνο αφού βαρύ το καταντήσει η αρρώστεια,
Ή και τα χρόνια πλιο νωθρό, κρούβε το για το σπίτι,
Κι' ανασκοπή για τ' άσκημα γεράματα μην έχεις.
Εινε στο ταίριασμα ψυχρό το γερασμένο τ' άτι,
Και κόπους ανεπρόκοπους αδίκως υποφέρνει,
Κι' ανίσως κάποτε βρεθεί σε πόλεμο, του κάκου
Μανίζει σα στα φλίκουρα καμιά φορά η μεγάλη
Στια, που δεν έχει δύναμες. Για τούτο θα σημειόνεις
Με προσοχή του ζωντανού το θάρρος και τα χρόνια,
Κ' απέκει τάλλα διώματα και των γονιών το γένος,
Και ποιος εστάθη ο πόνος του τα βγήκε νικημένο.
Και πόσες δόξες έλαβε σε νίκες. Μη δε βλέπεις
Πως, σαν ταμάξια ρίχνονται για αγώνα γλιγωράδας
Στον κάμπο και μ' ορμή χυμούν από το κλείσμα, οι νέοι
Σαστίζουν από απαντοχές, κ' η σκιάξη την καρδιά τους.
Που αναπηδά σπαράζοντας, λιγόνει; Το φραγγέλι
Ανεμισμένο αυτοί κρατούν, και τα φαριά τους βιάζουν,
Και σκύφτοντας απολυτά τα χαληνάρια αφίνουν
Κι' από τη δυνάμη πετά το πυρωμένο αξόνι.
Πότε τους βλέπεις χαμηλά, και πότε ανεβασμένοι
Στον άδειο αέρα πιλαλούν ψηλά και προς τες αύρες
Σηκόνονται, κι' ανάπαψη μηδέ ησυχία δεν έχουν·
Μα από τον άμμο τον ξανθό σύγνεφο αναπελλιέται,
Και τ' άλογα που ακολουθούν μ' αφριά κι' αχνούς τους βρέχουν.
Τόσο αγαπούν τον έπαινο, τόσο ποθούν τη νίκη.
Ετόλμησε ο Εριχθόνιος στην άμαξα να ζέψει
Πρώτος τα τέσσερα άλογα, κι' ορθός να σταματήσει
Πάνου σε ρόδες νικητής γοργός. Στο Πελεθρώνιο
Τους γύρους και τους χαλινούς ευρήκαν οι Λαπίθες,
Που αυτοί καβάλλα ανέβηκαν, κ' έδειξαν του αλογάρη
Ν' αναπηδά με τ' άρματα στον κάμπο πιλαλώντας
Και μ' ανοιχτά πατήματα περήφανα να τρέχει.
Όμοιοι είνε κόποι και τα δυο· κι' ο μερωτής χαλεύει
Πάντα του τ' άλογο το νιό, πώχει φωτιά στα σπλάχνα
Και πούνε αψύ στο τρέξιμο· κι' ας έχει κυνηγήσει
Συχνά σ' αμάχες τους οχτρούς, που εφεύγαν, κι' ας καυκιέται
Πως έχει για πατρίδα του τες δυνατές Μυκήνες,
Ή ακόμα και την Ήπειρο, και την καταγωγή του
Στου Ποσειδώνα την αρχή την ίδια ας ανεβάζει.
 
 
Αφού σε τούτα επρόσεξες, ευτύς σαν έρθει η ώρα
Πάσα φροντίδα ξόδιασε για να γιομίσει ξύγγι
Πηχτό το ζω που βατευτή το λες και πρωτοστάτη
Το διάλεξες· και κόβε του το χόρτο τ' ανθισμένο,
Και χόρταινε το αιγίλοπα και φέρνε το στο ρέμα
Για να βαστάξει στη γλυκειά δουλειά και να μη δείξουν
Τ αδύναμα γεννήματα τες νήστειες του πατέρα.
Μα τες κοπές επίτηδες ας τες λιγνέψει η φτώση,
Κι' άμα ζευγάρωμα η γνωστή γλυκάδα αποζητήσει.
Κράτει τους τότες το κλαρί κι' αρνήσου τους τες βρύσες.
Και μερικοί πολλές φορές στον ήλιο τες μουδιαίνουν
Και τες κουράζουν με τρεξιές, σύντα βαρειά στενάζει
Ταλώνι από το δάρτισμα και τ' άχαλα τα κούφια
Με του Ζεφύρου τες πνοές πετιώνται στον αέρα.
Κι' αυτό το κάνουν για να μη μικρύνει το χωράφι
Της γέννας τα δοσίματα με το πολύ το πάχυ,
Και χουμουλώσουν τ' άνεργα ταυλάκια, μα ρουφώντας
Σα διψασμένο τες σπορές, εντός του να τες κρούβει.
 
 
Και τότες πάλι οι αφαντασιές για τους πατέρες παύουν.
Και για τες μάννες ακλουθούν. Αφού σωθούν οι μήνες.
Και βαρεμένες περπατούν, κανείς δεν τες αφίνει
Τες φορτωμένες άμαξες με τους ζυγούς να σέρνουν.
Και μήτε με πηδήματα τους δρόμους να διαβαίνουν,
Μήτε στους κάμπους με γοργά τρεξίματα να φεύγουν,
Και να περνούν τα ορμητικά ποτάμια κολυμπώντας.
Αλλά θα βόσκουν σ' ανοιχτά φαράγγια και στο πλάγι
Ξεχειλισμένου ποταμού που οι οχτιές του πρασινίζουν
Από γρασίδι κι' όμηρο, κ' εκεί θένα τες σκέπουν
Τα σπήλαια και θ' απλόνονται τα ισκιώματα του βράχου.
Υπάρχουν γύρου στ' Άλβουρνο, που οι πρίνοι το χλωραίνουν,
Κι' ολόγυρα στου Σίλαρου τα περιβόλια πλήθος
Πετούμενα που τάκραξαν ασίλους οι Ρωμαίοι,
Και οι Έλληνες στη γλώσσα τους οιστριούς τα μεταφράσαν.
Κακά, με λάλημα άτσαλο, και που οι κοπές τα φεύγουν
Όλες και μέσα στο λογγό σκορπιώνται τρομαγμένες.
Βροντοκοπά από μουγγρισμούς ο αιθέρας ταραγμένος,
Κ' οι λόγγοι κ' οι ακροποταμιές τ' απόξερου Τανάγρου.
Με αυτό το τέρας κάποτες η Ήρα την οργή της
Τη φοβερή ξεθύμανε τη χάση μελετώντας
Της αγελάδας του Ίναχου· και συ από αυτό το ίδιο,
Γιατί αγροικότερο πετά στην άναψη της κάψας.
Τα βαρεμένα ζωντανά πρέπει να προφυλάξεις,
Και θένα βόσκεις τες κοπές συνέχου με το βγάλμα
Του ήλιου, ή με τάστρα που οδηγούν στον ουρανό τη νύχτα.
 
 
Αφού γεννήσουν, στρέφεται κάθε έγνοια στα μοσκάρια:
Και θα βουλώσεις παρευτύς με σίδερο αναμμένο,
Τυπόνοντας γνωρίσματα και τόνομα της φάρας.
Εκείνα που επροτίμησες ν' αναλικώσεις για έχας,
Όσα φυλάς για τους βωμούς αφιερωμένα, κι' όσα
Τη γης θα σκίσουν κάποτε και θένα διβολήσουν
Τους κάμπους που θα σπαρταρούν απ' τους τραμένους σβώ-
                                                [λους,
Κι' ας βόσκουν τ' αποδέλοιπα στο πράσινο χορτάρι.
Μα όσα γυμνάζεις για δουλειά και για καμπίσιες τέχνες.
Ενώ είνε ακόμα μικροστά δαμάλια, θάρρευέ τα,
Κι'αρχίνησε του ημερωμού το δρόμο, όσο οι ψυχές τους
Οι νέες μαλάζονται εύκολα στην τρυφερή ηλικία.
Και πρώτα δένε ολόγυρα στο σνίχι τους κουλούρες
Ντωτές από λιανήν αγνιά, κι' αφού ο λαιμός τους μάθει
Ελεύτερα στο σκλάβωμα, ζευγάρι τα μοσκάρια
Σ' αληθινά ζυγόξυλα ζεμένα αντάμωσέ τα,
Και ταιριασμένα ανάγκασ' τα να προβατούν με ρήμα.
Κι' ας συχνοφέρνουν έπειτα στους κάμπους άδεια αμάξια,
Κι' ας σημαδεύουν με συρσιές τη σκόνη απάνου απάνου ·
Κι' απέκειθε λεβδίζοντας το τζιρουνένιο αξόνι
Ας στρίξει από το δυνατό το βάρος κι' ας τραβήξει
Τες ρόδες τες ζευγαρωτές ο παφυλένιος σύρτης.
Κι' ως τόσο για τ' αγύμναγα κοπέλλια θένα κόφτεις
Όχι γρασίδι μοναχά και λήμερη του βάλτου
Και της ιτιάς το παγανό κλαρί, μα και σιτάρι
Σπαρμένο, με το χέρι σου· και δε θένα γιομίζουν
Για σένα, κατά το παληό το σύστημα, δαμάλες
Βυζανταριές τα κάτασπρα βεδούρια, αλλά θα στίφουν
Τελειωτικά ταγαπητά παιδιά τους τα μαστάρια.
 
 
Αλλά α ζηλεύεις πόλεμους κι' αντρειωμένες σκάθρες
Καβαλλαρέων ή σιμά στης Πίσας το ποτάμι
Τον Αλφειό, με τους τροχούς να τρέχεις και τ' αμάξι
Το πεταχτό να κυβερνάς στου Δία το ρουμάνι,
Η πρώτη απ' όλες τες δουλειές για τάλογο θε νάνε
Των πολεμάρχων το θυμό και τάρματα να βλέπει,
Και να βαστά στες σάλπιγγες, και ν' αψηφά τη ρόδα
Που στρίζει από το τράβηγμα και ν' αγρικά στο σταύλο
Τα σαλιβάρια που λαλούν, ν' αναγαλλιάζει απέκει
Στου αφέντη όλο περσότερο τους αρεστούς επαίνους
Και στο λαιμό του ν' αγαπά του κανακιού τους χτύπους.
Και τούτα αμέσως ας χαρεί σαν από το βυζί της
Η μάννα το πρωτόδιωξε κι' ανάμεσα στα χάδια
Ας χώνει το μουσούδι του στο μαλακό καπίστρι,
Όταν ακόμα αδύναμο τρεκλίζει κ' είνε ακόμα
Ανήξερο της νειότης του. Μα σα σωθεί το τρίτο
καλοκαίρι και πατεί στο τέταρτο, ας αρχίσει
Γύρους να κάνει παρευτύς και να ποδοβολάει
μετρημένα βήματα και ξαλλαχτά τα πόδια
Ας καμαρόνει στους αρμούς κι' ας μοιάζει μουδιασμένου,
Και σε τρεχάλες ας καλεί τες αύρες και πετώντας,
Σα να μην είχε χαλινό, στους ανοιχτούς τους κάμπους
Στην όψη του άμμου μεταβιάς τα ζάλα του ας τυπόνει,
Σαν το Βορηά, όταν άπαυτος απ' τα υπερβόρεια μέρη
Πέφτει και σύγνεφα άβροχα και Σκυθικές κρυάδες
Σκορπά· και τότες τα ψηλά γεννήματα κ' οι κάμποι,
Που κυματάν, με τες γλυκές πνοές αναγριτσιάζουν,
Και στων βουνών τες κορυφές αχολογούν οι λόγγοι,
Και κύματα κατάμακρα πλακόνουν στ' ακρογιάλια·
Μα αυτός πετά και στο φευγιό σαρόνει κάμπους κι' άρμη.
Και ή στα νυσσάνια απέκειθε και στ' ανοιχτά τα σιάδια
Του Ολυμπιακού του λιβαδιού θα ιδρώσει εκείνο τάτι
Και θάχει αφρούς αιματερούς στο στόμα, ή κι' ο λαιμός του
Κάλλιο θα σέρνει ο λυγερός το Βελγικό τ' αμάξι.
Κ' έπειτα μόνον άφησε των μερωμένων ζώων
Με θρεφτικόν παλύσπορο ν' αξήσει το μεγάλο
Κορμί, τι πρίχου μερωθούν ανάβει ο αψύς θυμός τους
Και σαν πιαστούν δε δέχονται το λυγερό φραγγέλι
Και στο σκληρό δεν πείθονται δοντάτο σαλιβάρι.
 
 
Μα έγνοια καμμία τη δύναμη των ζώων δε στερεόνει
Τόσο, όσο το να τα φυλάς από την Αφροδίτη
Κι' από τα κέντρα της τυφλής αγάπης, είτε θέλεις
Τα βώδια να πιχειριστείς ή τάλογα, α σου αρέσει.
Για τούτο κι' όλας μακρυά ξορίζουν τα βαρβάτα
Σε βόσκηστρα μοναχικά και πίσω από το αντίκρυ
Βουνό και πέρα απ' τα πλατειά ποτάμια ή και κλεισμένα
Στο σπίτι τα κρατούν σιμά στο ξέχειλο παχνί τους·
Τι αληθινά σιγά σιγά ταρσενικό φλογίζει
Η θηλυκιά με τες ματιές, και δύναμες του παίρνει,
Και δεν το αφίνει να σκεφτεί το λόγγο και το χόρτο,
Με τα γλυκά της μάλιστα μαυλίσματα, και βιάζει
Συχνά τους υπερήφανους ρωτάριδες αντάμα
Με τάρματα να τσακωθούν. Η ωραία δαμάλα βόσκει
Στη Σίλα την απέραντη. Ξαλλάζοντας, στον τράκο
Πιάνονται αυτοί με δύναμη πολλή κ' είνε οι πληγές τους
Πυκνές· το αίμα μελανό μοσκεύει το κορμί τους,
Και γυρισμένα ανάποδα τα κέρατα στιβάζουν,
Με μουγγρισμούς τρανώτατους, τους αντιστηλωμένους,
Και τα ρουμάνια αντιβογγούν, κι' ο διάπλατος αιθέρας.
Κ' οι αντίπαλοι δε συνειθούν να μπαίνουν σ' ένα σταύλο,
Μα εκείνος που νικήθηκε μισεύει και σε μέρη
Άγνωρα ξεμπουρίζεται, μακρυά, κι' όλο στενάζει
Για τη ντροπή και τες πληγές, που από το νικητή του
Τον υπερήφανο έλαβε, για τες αγάπες κι' όλας
Πώχασεν ανεγδίκητος· κι' από το πατρικό του
Βασίλειο φεύγει τα μαντριά θωρώντας. Μα για τούτο
Μ' όλη την επιμέλεια του τες δύναμες γυμνάζει
Και μες τες πέτρες τες σκληρές και σ' άστρωτο κρεββάτι
Καρτερικός ξαπλόνεται και γεύεται μονάχα
Αγκαθερά χλωρόκλαρα και μυτερές βουρλίδες,
Κι' ατός του δοκιμάζεται και στον κορμό ενού δέντρου
Ακκουμπημένος συνειθά στα κέρατα να ρίχνει
Την όργητα, κι' αντροκαλεί κουτρώντας τους ανέμους,
Και προοιμιάζει πάλεμα τα χώματα σκορπώντας.
Κι' απέκει, αφού εδυνάμωσε κι' ανάλαβε το θάρρος,
Σηκόνει τες σημαίες του κι' ορμητικός πετιέται
Πάνου στον ξέγνοιαστον οχτρό, σαν κύμα που στη μέση
Της θάλασσας ασπρολογά κι' από βαθειά μακρόθε
Φουσκόνει και, κυλιουμένο προς την ξηρά, σβουρίζει
Μέσα στους βράχους τρομερά και σα βουνό μεγάλο
Χύνεται και τα τρίσβαθα νερά από τες κορφές του
Ξεβράζει κι' άμμους μελανούς αναπελλεί ταψήλου.
Έτσι και κάθε σόι στη γης, τ' ανθρώπινο και τ' άγριο.
Το γένος το θαλασσινό, τα ωρηόπλουμα πουλάκια
Και τα ήμερα σε μάνητες και σε καΰλες πέφτουν.
Είνε ένας για όλους ο Έρωτας. Σ' άλλον καιρό ποτέ της,
Ξεχνώντας τα κουλούκια της στους κάμπους, δεν πλανιέται
Σκληρότερη η λιοντάρισσα, κ' οι κακοειδές αρκούδες
Δημόσια τόσα φονικά ποτέ τους δεν εκάμαν.
Ποτέ και τόσους σκοτωμούς στους λόγγους. Κ' είνε τότες
ο κάπρος ο άγριος τρομερός και κάκιστος ο τίγρης.
Τότες αλοίμονο σ' αυτόν που κακοπαραδέρνει
Στη Λιβυκή την έρημο. Δε βλέπεις πώς αδράζει
Όλο ταλόγου το κορμί τρεμούλα, σαν του φέρει
Τους γνωρισμένους τους αχνούς η μυρωδιά μονάχα;
Και τότες δεν το αντικρατούν ανθρώπων χαλινάρια
Μήτε φραγγέλια φοβερά και σπηλιωτά χαράκια
Και βράχοι, μήτε ποταμοί που κόβουν του το δρόμο,
Ως κι' αν κυλά το κύμα τους βουνά ξερριζωμένα.
Μανίζει κι' ο Σαβινικός ο κάπρος κι' ακονίζει
Τα δόντια και το πόδι του τη γης ανασκαλεύει,
Και τρίβει τα παγίδια του στο δέντρο και τραχαίνει,
Για τες πληγές, κι' απόδωθε κι' απόκειθε τες πλάτες.
Γιατί μανίζει ο νιός οπού τρανή φωτιά του χύνει
Στα κόκκαλα ο Έρωτας σκληρός; ναι, κολυμπάει τη νύχτα
Αργά, σ' άφεγγα κύματα που ορμητικές φουρτούνες
Δέρνουν τα· κι' αποπάνου του βροντά η τεράστια πόρτα
Των ουρανών, κι' αντιβογγούν οι θάλασσες στες ξέρες
Βαρώντας. Και δε δύνονται να τον καλέσουν πίσω
Μήτε οι γονηοί του οι δύστυχοι, μήτε κ' η κορασίδα.
Που χάρος πάνου στ' άψυχο κορμί του την προσμένει.
Γιατί κ' οι ρήσοι οι παρδαλοί του Βάκχου γαυριάζουν,
Γιατί το γένος τ' άτσαλο των σκύλων και των λύκων,
Γιατί, και τι τσακώματα τ' άμαχα ελάφια κάνουν;
Μα επίσημη είνε μάλιστα των ζωντηριών η ζήτια:
Η ίδια Αφροδίτη το θυμόν εχάρισέ τους, όταν
Τα Ποτνιακά τετράζυγα ξεσκίσαν το κουφάρι
Του Γλαύκου με τες σιαγωνιές. Ο πόθος τα οδηγάει
Παρέκει από το βροντερόν Ασκάνιο και παρέκει
Από τα Γάργαρα· βουνά και ποταμούς διαβαίνουν.
Αμέσως σαν ανάψει η στια σταχόρταγο μηδούλλι,
(Και μάλιστα την άνοιξη τι τότες ξαναμπαίνει
Το ζέσταμα στα κόκκαλα) στέκουν οι αλόγες όλες
Ανεβασμένες σε ψηλά χαράκια με το στόμα
Γυρμένο προς το Ζέφυρο και δέχονται τες αύρες
Τες αλαφρές. Και το συχνό με δίχως ταίριασμα άλλο -
Ω το παράξενο άκουσμα – με τον αέρα μόνο
Γκαστρόνονται, και πιλαλούν σε πέτρες και σε βράχους
Και σε λαγγάδια βαθουλά, κατά το βγάλμα σου όχι,
Εύρε, και μήτε προς του Ηλιού, μα κατά τον Αργέστη
Και το Βορηά, και προς αυτό το μέρος όθε ο Νότος
Γεννιέται και καταλυπά με βροχερνές κρυάδες
Ολόμαυρος τον ουρανό. Και κει στο τέλος στάζει
Φαρμάκι από τη φύση τους πηχτό, που το ονομάζουν
Αλογομάνισμα οι βοσκοί με δίκηο, κ' είνε εκείνο
Που οι μητρυιές κακόβουλες συχνά το συμαζεύουν
Και βλαβερά ξορκίσματα τού σμίγουν και βοτάνια.
Άλλα ξεφεύγει αγύριστος, φεύγει ο καιρός ως τόσο,
Ενώ του πόθου σκλάβοι εμείς περιγυρνάμε ένα ένα.
Είπα αρκετά για τες κοπές και τώρα τάλλο μέρος
Της έγνοιας μου απολείπεται: κοπάδια μαλλοφάρα
Να ξεκινήσω στες βοσκές κι' αναμαλλιάρες γίδες.
Εδώ η δουλειά είνε· δυνατοί ξωμάχοι απόδω ελπίστε
Τον έπαινο, και θετικός εγώ είμαι στην ψυχή μου
Πως θα νικήσει ο στίχος μου, κι' ας είνε το έργο μέγα.
Και τούτα, και σε πράματα μικρά τιμή θα σμίξω.
Αλλά μία αγάπη τρυφερή στου Παρνασσού με παίρνει
Τους έρημους ανήφορους· χαιράμενος διαβαίνω
Βουνοκορφές, που στο γλυκό το πλάγι τους κανένας
Δρόμος παληός δε ροβολά κατά την Κασταλία.
Ας τραγουδήσω βροντερά, σεβάσμια Πάλης, τώρα.
 
 
Αρχίζοντας, τα πρόβατα, διορίζω, το σανό τους
Μέσα σε σταύλους ήσυχους να τρων, ως να ξανάρθει
Σε λίγο το πολύκλαρο το καλοκαίρι πάλι,
Και χάμου στη σκληρή τη γης δεματιασμένα βράχλα
Να στρώννονται κι' αχύρατα πολλά για να μη βλάψει
Ο πάγος ο κρυαδερός τα τρυφερά τα ζώα,
Και φέρει τους τες άσκημες ποδάγρες και την ψώρα.
Και προχωρώντας από δω, στερνότερα προστάζω
Με κουμαριάς χλωρόκλαρα να οικονομιώνται οι γίδες,
Και νάρχονται σε ρεματιές ολόδροσες να πίνουν,
Και οι μάντρες τους απέναντι στο χειμωνιάτικο ήλιο
Κι' απάνεμες να στέκονται γυρμένες προς το Νότο,
Ως που να δύσουν τα ψυχρά ταστέρια του Υδροχόου,
Δροσίζοντας τα χώματα, σύντα τελειόνει ο χρόνος.
Με όμοιες φροντίδες ως κι' αυτές να τες φυλάμε πρέπει,
Και τόφελος λιγώτερο δε θάνε, κι' ας στοιχίζουν
Περσότερο τα δέρματα της Μίλητος σα βράσουν
Σε κοκκινάδες Τυριακές. Μικρά γεννούν οι γίδες
Συχνώτερα και μπόλικα τα γάλατά τους είνε.
Όσο τους στύφεις το βυζί και πλιότερο οι γαβάθες
Αφρίζουν, τόσο ποταμοί πλιο πλούσιοι θ' αναβλύσουν
Μέσα από τα μαστάρια τους, σαν τες αρμέξεις πάλι.
Κι' ως τόσο και το μαλακό, του Κινυφιώτη τράγου.
Ταστάκι, τασπρουλιάρικο πηγούνι και τα γένεια
Κουρεύονται για του στρατού τες χρείες, κι' από τούτα
Γένονται τα σκεπάσματα του θλιβερού του ναύτη.
Λόγγους αυτές και τες κορφές του Λύκαιου βόσκουν· βάτους
Αγκαθερούς και κλαρικά που τα γκρεμά αγαπάνε·
Κ' οι ίδιες θυμούνται σπίτι τους να γέρνουν οδηγώντας
Τα τέκνα τους, και μεταβιάς δε γγίζουν το κατώφλι
Τα φορτωμένα τους βυζια· και συ λοιπόν για τούτο,
Όσο χρειάζονται γι' αυτές λιγώτερες φροντίδες,
Τόσο προσεχτικώτερα φύλαχ' τες από πάγους,
Κι' από χιονιάδες και ταγή κουβάλιε τους κλαρένια
Χαιράμενος και μην τους κλεις με τες κρυάδες πάντα
Τους αχυρώνες. Αλλά αφού γλυκό το καλοκαίρι
Τα δυο κοπάδια στες βοσκές και στα ρουμάνια στείλει,
Τόμου τα κράξει ο Ζέφυρος, ας πάρουμε τους κάμπους
Τους κρύους με το πρωτόβγαλμα τ' Αυγερινού, σαν είνε
Ασπρέλλικες οι πρωϊμιές, κ' η Αυγούλα ακόμα νέα,
Κ' είνε πολυαρεσούμενη στα ζωντανά η δροσούλα
Πάνου στο χόρτο το χολό. Κι' απέκει, σαν ξυπνήσει
Η τέταρτη ώρα τουρανού τη δίψα, κ' οι τζιτζίροι
Σκίζουν με το τραγούδι τους κλαψιάριδες τα δέντρα,
Οδήγα τα κοπάδια σου προς τες βαθειές τες λούμπες
Και στα πηγάδια για να πιουν τ' ανάβρυσμα που ρέει
Από σωλήνες πρίνινους· μα στην καρδιά της ζέστας
Ζήτα λαγγάδες ισκιερές, ανίσως κάπου ανοίγει
Τους κλώνους του τους απεικούς ιδρύ του Δία μεγάλο
Με αρχαίον κορμό κι' α μελανό ρουμάνι από πρινάρια
Αρίφνητα τον ίσκιο του τον αγιασμένο απλόνει.
Κ' έπειτα πάλι γάργαρα νερά ξανάδωσέ τους
Και στρώννυσέ τα στη βοσκή, σα βασηλέψει η μέρα,
Σαν τον αέρα τον ψυχρό το βράδυ αποκρυόνει,
Και τα δρυμά το δροσερνό φεγγάρι ζωντανεύει,
Κι' αλκυώνα στο γιαλό λαλεί και στα τσαλιά γαρδέλλι.
 
 
Τους πιστικούς της Αφρικής, τα χειμαδιά, τους τσάρκους
Που κατοικούν και πούνε αρηά στους κάμπους σκορπισμένες
Οι στέγες τους, στους στίχους μου γιατί να σου ιστορήσω;
Εκεί συχνά τα ζωντανά νύχτα και μέρα βόσκουν,
Ή κ' ένα μήνα αδιάκοπα, και, δίχως νάχουν σταύλους,
Σ' ερμιές μεγάλες προβατούν, τόσο πολλοί είνε οι κάμποι.
Μαζή του φέρνει ο Αφρικανός ο κοπαδιάρης όλα:
Τη σκέπη, το σπιτίσιο του θεό και τάρματά του.
Κ' ένα ζαγάρι Αμυκλιακό και Κρητικό ταρκάσι.
Όμοιος με τον αράθυμο Ρωμαίο, που φορώντας
Την πατρική του αρματωσιά στο δρόμο του βαδίζει
Με φόρτωμα απεικό, και πριν απ' ότι, τον προσμένει
Ο οχτρός του, και ελημέριασε, και στην αράδα στέκει.
Μα έτσι δεν είνε εκεί που ζουν οι Σκυθικές οι φάρες,
Κ' εκεί που τα Μαιωτικά τα κύματα χτυπιώνται.
Κ' εκεί που αμμούδες κίτρινες θολός ο Ίστρος σέρνει,
Κι' όπου η Ροδόπη απλόνεται φτάνοντας ως τον πόλο.
Αυτού κρατούν τα ζα κλειστά σε σταύλους, και στους κάμπους
Χόρτο δε φανερόνεται μηδέ κλαρί στα δέντρα.
Μα από τον πάγο το βαθύ κι' από τα σωριασμένα
Τα χιόνια η γης αμόρφωτη κοίτεται πέρα πέρα,
Και πήχες η όψη της εφτά ψηλότερα ανεβαίνει.
Πάντα χειμώνας, πάντοτε ψυχροί φυσούν οι Αργέστες,
Και δε σκορπά τότες ποτέ τους αχνούς ίσκιους ο ήλιος,
Ούτε όταν βγαίνει και ψηλά με τάλογα πετιέται
Προς τον αιθέρα, ούτε όταν δυεί και στου Ωκεανού την όψη
Την πορφυρή τ' αμάξι του, που ροβολά, θα λούσει.
Άξαφνα στα τρεχούμενα ποτάμια κρούστες πήγουν,
Και με τη ράχη του τροχούς σιδεροτορκωμένους
Βαστά το κύμα, κ' ενώ πριν τα πλοία φιλοξενούσε
Δέχεται τώρα τα βαρειά τα κάρρα· και μονάχα
Σκάζουν τ' αγγειά τα χάλκινα και τα σκουτιά τσιρόνουν
Πάνου στο σώμα, τα κρασιά τα νερουλά πελέκια
Τα κόβουν, πάγος στερεός ο βάλτος έχει γίνει
Κι' άτσαλα γένεια τες ψυχρές παγοσταλιές σκληραίνουν.
Κι' ως τόσο με όμοια δύναμη χιονίζει ο αέρας όλος·
Τ' αρνιά πεθαίνουν, τα κορμιά των ταύρων τα μεγάλα
Τα βρέχει η πάχνη ολόγυρα, και μαζωμένα ασκέρι
Τα ελάφια νέα κουλουμωσιά χιονιού ταποκορόνει,
Και των κεράτων μεταβιάς οι κορυφές προβάλλουν.
Τα δειλιασμένα ζωντανά δεν τα ταράζουν τώρα
Οι σκύλοι που τα κυνηγούν, μηδέ κανένα δίχτυ,
Μηδέ τα κοκκινόφτερα τα σκιάχτρα, μα ενώ σπρώχνουν
Τ' αντιστεκάμενο βουνό του κάκου με το στήθι,
Τα πετσοκόβουν κυνηγοί με τες σκληρές λεπίδες
Από σιμά, κ' ενώ βαρειά στενάζουν τα σκοτόνουν,
Και σπίτι τους με φωνατά χαιράμενοι τα φέρνουν.
Αυτοί σκολάζουν ξέγνοιαστοι σε σπήλια ανασκαμμένα
Βαθειά από κάτου από τη γης κυλώντας στες ογνήστρες
Τα στιβασμένα ιδρόξυλα, κι' ολάκερους φτεληάδες
Στες φλόγες παραδίνοντας· κι' αυτού περνούν το βράδυ
Παίζοντας, και με τες μαγιές και τα ξυνά τα σούρρα
Το σταφυλένιο το πιοτό χαιράμενοι αντιφκιάνουν.
Έτσι το γένος τ' άνομο, που κάτου απ' την Αρκούδα
Την υπερβόρεια κατοικεί χτυπιέται από τον Εύρο,
Και ντύνει με γουναρικά κοκκινωπά το σώμα.
 
 
Α γνοιάζεσαι για το μαλλί, θα λείπουν πρώτα απ' όλα
Η κολλητσίδα, ο κάρδωνας, ταγκαθερά ρουμάνια·
Φεύγε τες πρόσχαρες βοσκές, και πάντα σου κοπάδια
Διάλεγε με άσπρα μαλακά σκουλούδια· κι' ως κ' εκείνο
Το κριάρι, πώχει μοναχά, κι' ας είνε σαν το χιόνι,
Τη γλώσσα κάτου απ' τον ογρό τον ουρανίσκο μαύρη,
Απόβγαλέ το για να μη μαυρίσουν τ' αρνοπόκια
Με λάγικα μπαλώματα, και κοίταξε τρογύρου
Στον κάμπο τον ολόγιομο κριάρι νάβρεις άλλο.
Με τέτοια ασπράδα των μαλλιών, αν πιστευτό είνε, ο Πάνας,
Σελήνη, που εθαμπώθηκες σ' απάτησε, σε δάση
Βαθειά καλώντας σε, και συ τον κράχτη δεν αρνήθης.
 
 
Μα όπου τα γάλατα αγαπά, με το ίδιο του το χέρι
Συχνά θα φέρνει στα παχνιά τριφύλλι και νυχάκι
Κι' αλατισμένα βότανα· κ' έτσι στα ζα θ' αρέσουν
Οι ρεματιές περσότερο, και θένα πρίσκονται έτσι
Οι αράτες τους περσότερο, και θάνε μες στο γάλα
Κρουμμένη η γέψη του αλατιού. Καμπόσοι τα κατσίκια,
Αμέσως άμα χωριστούν τες μάννες, τ' αποκόβουν,
Και τους φορούν σιδερωτά καπίστρια στο μουσούδι·
Κι' όσο αρμεχτεί ταποταχυά κι' όσο όλην την ημέρα.
Τη νύχτα πηττακόνουν το· κι' όσο με τις σκοτάδι,
Ή και το σούρουπο, ο βοσκός με τα γαλατερά του,
Κινώντας τα χαράματα, το κουβαλεί στη χώρα,
Ή κι' όλας λίγο τ' αλατά και τόχει το χειμώνα.
 
 
Και οι έγνοιες σου για τα σκυλιά δε θάνε οι τελευταίες.
Μα θρέφε με παχύν ορρό και τα γοργά κουλούκια
Της Σπάρτης, και το φοβερό το Μολοσσό, κι' αν έχεις
Τέτοιους φυλάχτορες, ποτέ μη φοβηθείς στους σταύλους
Το νυχτοκλέφτη, ούτε ποτέ των λύκων το γιουρούσι,
Ούτε Ίβηρες ανήμερους ποτέ πισώπλατά σου.
Και θα ξατρέξεις το συχνό και τους δειλούς ονάγρους,
Και με τους σκύλους το λαγό, με σκύλους τα πλατώνια
Θα κυνηγήσεις και συχνά με τους αληχτισμούς τους
Θένα ανταριάζεις τα καπριά μες τους λογγίσιους βάλτους
Ζητώντας τα, και με φωνές και το απεικό το ελάφι,
Διαβαίνοντας ψηλά βουνά, στα δίχτυα θα το αμπώνεις.
 
 
Και μάθε κι' όλας στα μαντριά ν' ανάφτεις μυρωδάτα
Κεδρόξυλα και τους κακούς τους χείλυδρες να διώχνεις
Με τους αχνούς του χαλβανιού. Πολλές φορές μουλόνει
Ο όχεντρας ο βλαβερός στο γγίξιμο αποκάτου
Από τασάλευτο παχνί, τον ουρανό σκιασμένος
Φεύγοντας· κ' η δεντρογαλιά που συνειθά να μπαίνει
Σε ίσκιους και σπίτια, των βωδιών θανατερή σκορδούλα,
Με το φαρμάκι της ταρνιά ραντίζοντας, μονιάζει
Στη γης. Βοσκέ, στο χέρι σου πάρε ληθάρια, πάρε
Παλούκια, ρίχτα απάνου της, ενώ σε φοβερίζει
Κ' ενώ φουσκόνει το λαιμό σφυρίζοντας· στα βάθη
Έχωσε κι' όλας το δειλό κεφάλι της στο φύγι,
Ενώ νεκρόνουν της οράς οι τελευταίες οι γύρες
Κ' οι κλείδωσες οι μεσινές και κάνει να κυλιώνται
Το στρίψιμό της το στερνό σιγά σιγά οι κουλούρες.
Και στα ρουμάνια μάλιστα της Καλαβρίας υπάρχει
Αυτό το φείδι το κακό, που ορθόνοντας το στήθι,
Τη ράχη τη λεπιδωτή τυλίγει και μεγάλα
Μπαλώματα τη μακρουλή κοιλιά του πλημουδίζουν.
Κι' όσον καιρό από τες πηγές ακόμα πέφτουν τράφοι
Κι' όσο κρατούν τη γης λειψή της άνοιξης οι ογράδες
Κι' ο Νότος ο βροχάρικος, αυτό στες λίμνες στέκει
Και κατοικώντας στες οχτιές με ψάρια και βαθράκους
Λάλους γιομίζει λαίμαργα το μαύρον καταπιώνα·
Μα σα στεγνώσουν τα βαρκά κ' η γης από τη λαύρα
Σκάσει, στην ξέρη αναπηδά, στριφογυρνά το βλέμμα
Το φλογερό, και στους αγρούς, τρομάζοντας την κάψα
Κι' από τη δίψα του τραχύ, λυσσομανά· και τότες
Να παίρνω δε θα μ' άρεσε στον ανοιχτόν αέρα
Ύπνους γλυκούς και στου βουνού τη δασωμένη ράχη
Στα χόρτα να ξαπλόνομαι, σαν το ποκάμισό του
Βγάζει κι' ολόρθο στρίφεται λαμπρό, και πάλι νέο
Κατά τον ήλιο, στη σμουλιά ταυγά ή και τα παιδιά του
Αφίνοντας, και σπαρταρούν τριπλές στο στόμα οι γλώσσες.
 
 
Και τι σημάδια κι' αφορμές έχουν οι αρρώστιες κι' όλα
Θα σου διδάξω: – Βρωμερή ψώρα ταρνιά πειράζει,
Σα σταματά ψυχρή βροχή και του σταχτιού του πάγου
Ανατριχιάστρα μαργωσιά στ' απαρθενό το κρέας.
Ή κι' όταν ίδρος άλουστος κολλά στα κουρεμένα
Τα ζα, και σκίζουν τα τραχειά τ' αγκάθια το κορμί τους.
Για τούτο σε γλυκά νερά τα πρόβατά τους όλα
Οι τσέλιγκες τα κολυμπούν, για τούτο σε ρουφήχτρες
Με την προβειά του την ογρή βουτιέται το κριάρι,
Που σα ριχτεί στον ποταμό κατά το ρέμα πλέει,
Ή και του βάφουν το κορμί, σαν είνε κουρεμένο,
Μ' άχαρη μούργα και μ' αυτήν ανακατεύουν θειάφι
Καθάριο, κι' ασημόχωμα, και πίσσα από την Ίδα,
Και ξυγγερνό κηράλειμμα, και σκάρφη αψιά, κι' ασκέλλα,
Ως και κατράμι μελανό. Μα με κανέναν τρόπο
Δεν πολεμά πλιο σύντομα κανείς αυτό το πάθος,
Πάρεξ οπώχει την καρδιά με σίδερο ν' ανοίξει
Του διάσονα το κορφινό κουκούδι· κουναριέται
Και ζωντανεύει το κακό σα μένει σκεπασμένο.
Ενώ να βάλει στες πληγές δε στρέγει ο κοπαδιάρης
Για γιατρειά το χέρι του, και κάθεται ζητώντας
Κάθε καλό από τους θεούς. Σα μάλιστα θυμόνει
Ο πόνος μπαίνοντας βαθειά στα κόκκαλα του ζώου
Και λυώνει η θέρμη καυτερή τα μέλη του, καλό είνε
Να διώξεις τ' άναμμα τ' αψύ ανοίγοντας τη φλέβα
Που στο ποδάρι χαμηλά λαγγεύει από το αίμα.
Και τέτοιο είνε το σύστημα που ακολουθά ο Βισάλτης
Κι' ο τρομερός ο Γελωνός, σα φεύγει στη Ροδόπη
Και στων Γετών τες ερημιές κ' αίμα αλογίσιο πίνει
Μαζή με το πηχτόγαλα. Κι' ανίσως από αλάργα
Ιδείς αρνί στο δροσερό τον ίσκιο να πηγαίνει
Συχνώτερα κι' ανόρεχτα του χόρτου την κορφάδα
Να κόφτει και ν' ακολουθά το ζώο το τελευταίο,
Ή και στον κάμπο καταγής να πέφτει εκεί που βόσκει
Κι' αργά τη νύχτα μοναχό να γέρνει σπίτι, αμέσως
Με το μαχαίρι το κακό σταμάτα πρίχου απλώσει
Κρουφά δεινό το μόλεμα στο ξέγνοιαστο το πλήθος.
Τόσο συχνά στης θάλασσας την όψη δε μανίζουν
Οι ανεμοζάλες φέρνοντας φουρτούνες, όσες είνε
Οι αρρώστειες που τα ζωντανά θερίζουν· και δεν παίρνουν
Οι ψόφοι μόνο μερικά κεφάλια, μα με μίας
Τη στάνη ολάκερη· μαζή κ' ελπίδα και κοπάδι,
Κι' από την πρώτη την αρχή τελειωτικά τη φάρα.
Αυτό το ξέρει θετικά κανείς άμα κοιτάξει,
Και τώρα ακόμα αφού καιρός έχει περάσει τόσος,
Τες Άλπες τες ανάερες, τα Χωρικά καστέλλια
Στες ράχες, τους Ιαπυδικούς τους κάμπους του Τιμάβου,
Τες περιοχές των πιατικών τες απορημαγμένες,
Και τα ρουμάνια τα αδειανά του μάκρου και του πλάτου.
 
 
Εβγήκε εκεί από τουρανού ταστένισμα μιαν ώρα
Βαρύς καιρός, ελεεινός, που τον ανάβαν όλες
Οι λαύρες του χινόπωρου και πούδωκε του χάρου
Όλα τα γένη τα ήμερα και τάγρια, και τες λίμνες
Εβρώμεψε κ' εμόλεψε τα χόρτα με σαπούρες.
Κι' απλό δεν ηταν το στρατί του πεθαμού: μα η δίψα
Εχύνοτουν φλεγάμενη τ' όλες τες φλέβες πρώτα
Τα μέλη κουβαριάζοντας, κι' απέκει ξεχειλούσε
Πάλι το έμπυο νερουλό κ' εβγαίναν με την ύλη
Κομμάτια όλα τα κόκκαλα που τα χαλούσε η αρρώστεια.
Συχνά το θύμα, που έστεκε σιμά στο θυσιαστήρι,
Μες στων θεών το δόξασμα, κ' ενώ επεριδενότουν
Στο μάλλινο το γιάδεμα τασπρόχιονο γαϊτάνι.
Ανάμεσα στους ιερουργούς που αργοπορούσαν έτσι,
Έπεφτε ετοιμοθάνατο· κι' αν έσφαζε κανένα
Ο θυσιαστής πρωτήτερα με σίδερο, απ' τα νεύρα
Που απιθονόνταν στους βωμούς δεν επετιώνταν φλόγες,
Να δίνει δεν εδύνοτουν ο ρωτημένος μάντης
Απόκρισες και μεταβιάς ταναποδογυρμένα
Μαχαίρια έβαφαν τα αίματα και μόνο απάνου απάνου
Εμαύριζαν συναίματα πολύ φτωχά το χώμα.
Κι' απέκειθε παντού ψοφούν στο γελαστό χορτάρι
Τα μοσκαράκια και σιμά στ' ολόγιομο παχνί τους
Βγαίνει η γλυκιά τους η ψυχή· και πιάνει απέκει η λύσσα
Τους σκύλους τους γαλίφικους και πνιχτερός ο βήχας
Ταρρωστημένα μοχτερά τραντάζει και στρεβλόνει
Την καταπόθρα την παχειά. Και τ' άτι που ενικούσε
Σ' αγώνες τώρα κοντυλά κ' οι μάθησες το θλίβουν,
Και το χορτάρι λησμονά κι' οχτρεύεται τες βρύσες,
Και με το πόδι του συχνά χτυπά τη γης· τ' αυτιά του
Κρεμιώνται κ' ίδρωτας ψιλός τα ογραίνει, μα και κείνος
Ψυχρός απάνου στα κορμιά τα θανατογραμμένα,
Κ' είνε φρυμένο το πετσί, που όταν κανείς το γγίξει
Στο δάχτυλο αντιστέκεται σκληρό. Τες πρώτες μέρες
Τέτοια σημάδια φαίνονται πριχού το τέλος έρθει.
Μα σαν η αρρώστεια προχωρεί κι' αρχίζει ν' αγριεύει,
Τότες τα μάτια φλέγονται και παίρνει την πνοή του
Από βαθειά και κάποτε βαρυστενάζει κι' όλας,
Μακρύ λυγκιό τα ταπεινά λαγγόνια του τεντόνει,
Και βγάζουν αίμα μελανό ταρθούνια του και σφίγγει
Το φουντωμένο λάρυγγα η απόξερή του η γλώσσα.
Αλάφρωση ήταν το ζουμί του Βάκχου, αν του εχυνότουν,
Στο στόμα μ' ένα κέρατο· κι' αυτό πιστεύει ο κόσμος
Είνε των ετοιμόψοφων ο λυτρωμός ο μόνος.
Μα γλίγωρα έφερνε ως κι' αυτό το χαλασμό· η μανία
Άναβε όσα εδυνάμοναν και στ' αγκομάχημά τους —
(Θεοί, στους ευλαβητικούς καλήτερα χαρίστε,
Και τούτο το ξεφρένιασμα στους διάδικούς σας δώστε)
Κομμάτιαζαν το κρέας τους με τα γυμνά τους δόντια.
Και να! αποκάτου απ' το σκληρό γυννί το βώδι κι' όλας
Ξαχνίζοντας σωριάζεται, κ' αίμα ανακατωμένο
Μ' αφρούς το στόμα του ξερνά και βγάζει το στερνό του
Το στέναγμα. Βαρύθυμος πηγαίνει ο ζευγουλάτης
Και το δαμάλι που πονεί για ταδερφού το τέλος
Λυεί και στη μέση της δουλειάς μπηχτό τ' αλέτρι αφίνει.
Μα ούτε των δέντρων των ψηλών η σκιάδα μες τα δάση,
Ούτε λιβάδια μαλακά, κι' ουδέ το ποταμάκι,
Που κι' από ασημομάλαμα πλιο ξάστερο κυλάει
Μέσα στους βράχους κ' έπειτα στο σιάδι κατεβαίνει,
Δεν έχουν πλια τη δύναμη να φχαριστήσουν τάλλο.
Μα οι πλαγαριές του κρέμονται λυωμένες και θαμπούρα
Τα μάτια του τα ασάλευτα κυριεύει, και σκευρόνει
Το σνίχι του που το τραβά το βάρος προς τα κάτου.
Τι τους φελούν τα κόπια τους και τα καλά τους έργα;
Τι τους φελά που τα βαρειά τα χώματα υννιατίζαν;
Κι' όμως αυτά δεν τάβλαψαν τα Μασσικά τα δώρα
Του Βάκχου, μήτε τα φαητά που πλήθια συχνοερχόνταν,
Κλαρί μονάχα και τ' απλό χορτάρι είν' η θροφή τους,
Κ' είνε πιοτό τους το νερό στες γάργαρες τες βρύσες,
Και σε ποτάμια που άκοπα το ρέμα τα μουδιαίνει,
Και δεν τους κόβουν το γερό τον ύπνον οι φροντίδες.
Στα μέρη τούτα, λέγεται, για τες γιορτές της Ήρας
Του κάκου εκείνον τον καιρό δαμάλες εζητιώνταν,
Και στα αγιαστήρια τα ψηλά τες άμαξες εφέραν
Παράταιρα αγριόβωιδα. Κοπιαστικά για τούτο
Κ' οι χερομάχοι ανάσκαφταν τη γης με την αξίνα,
Κ' έχωναν με τα νύχια τους το σπόρο μες στο χώμα,
Και πάνου στα ψηλά βουνά τα κάρρα τους που ετρίζαν.
Τεντόνοντας τον τράχηλο, μονάχοι τους τραβούσαν.
Ο λύκος δε σκαρφίζεται γύρου στη στάνη δόλους,
Κι' ούτε δεν περιφέρνεται σιμά σταρνιά τη νύχτα,
Τον καταβάλλουν πλιο βαρειές αφαντασιές. Και τώρα
Τα λάφια τα φευγάδικα και τα δειλά ζουλάπια
Μέσα στους σκύλους περπατούν κι' ολόγυρα στα σπίτια·
Κι' όλα τα ζα που στ' άπειρο το πέλαγο γεννιώνται,
Κάθε λογής πλεούμενα, μες του γιαλού το φρύδι
Ρίχτει, σα νάταν λείψανα καραβοτσακισμένα,
Το κύμα· και παράξενα στους τράφους φώκες φεύγουν.
Ψοφά η οχιά, που σε μονιές απόζαβες του κάκου
Φυλάεται, ως και του νερού τα φείδια που σαστίζουν,
Σηκόνοντας τα λέπια τους, κι' ανάντιος είνε ο αέρας
Και στα πουλιά, που στα ψηλά κάτουθε από ένα γνέφι,
Αφίνοντας τη ζήση τους, γκρεμίζονται στο χώμα.
Και τώρα πλια δεν ωφελείς τα ζωντανά καθόλου
Ούτε αν ξαλλάζεις τες βοσκές κ' οι σπάνιες τέχνες βλάφτουν,
Κι' αποτραβιώνται των βοσκών οι προεστοί: ο Μελάμπους,
Οπού ήταν του Αμυθάωνα παιδί, κι' ο Φιλλυρίδης
Ο Χείρωνας, και κάταχνη μανίζει η Τισιφόνη
Στο φως σταλμένη απ' τ' άφεγγα της Στύγας και μπροστά της
Εκείνη τα Θανατικά κεντά και την Τρομάρα·
Και κάθε μέρα πλιο ψηλά προβάλλει και σηκόνει
Τ' αχόρταγο κεφάλι της· κι' απ' των αρνιών το βλιάσμα
Και τους πολλούς τους μουγγρισμούς αντιλαλούν οι τράφοι
Και τα ξερά τα φρύδια τους κ' οι πλαγιαστές ραχούλες.
Και τώρα πλια κοπαδιαστά το θάνατο σκορπάει,
Και ψόφια ζα, που βρωμερό το σάπισμα τα λυώνει,
Σωριάζει ως και στους σταύλους τους· ως που μαθαίνει ο κόσμος
Να τα κουπόνει με τη γης και να τα κλει σε λάκκους.
Γιατί σε τίποτα καλές δεν ήταν οι προβειές τους,
Κι' ούτε κανείς με το νερό δε μπόρειε να καθάρει
Το κρέας και δεν το απάλαιναν οι φλόγες με τη βράση.
Και το μαλλί που οι απαστριές κ' οι αρρώστιες τόχαν φάει
Δεν ήταν τώρα βολετό κανείς να το κουρέψει,
Κι' ανίσως το κατάφερνε, τα σάπια τα στημόνια
Να γγίξει δεν εδύνοτουν· αλλά κι' αν υφαίνονταν
Και τα σκουτιά τ' αζήλευτα δοκίμαζε κανένας.
Τα μέλη του, που εβρώμεζαν, φλογιστικούς φουσκάλους
Εγιόμιζαν κι' ακάθαρτους ιδρώτες, και σε λίγο
Κατάτρωε τάγιο πύρωμα το μολεμένο σώμα.