Kostenlos

Τα Γεωργικά

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 
Της γης το δούλεμα ως εδώ, και τουρανού ταστέρια·
Και τώρα, Βάκχε, ψάλλω εσέ, και τα βεργά του λόγγου
Αντάμα σου, και της εληάς, που αξαίνει οκνά, το σόι.
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ – εδώ πούνε τα πάντα
Γιομάτα από χαρίσματα δικά σου, που για σένα
Ο κάμπος, το χινόπωρο σταφύλια φορτωμένος,
Ανθεί, κι' αφρίζει στους ληνούς τους ξέχειλους ο τρύγος —
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ, στο νέον το μούστο βούτα
Μαζή μου τα γυμνά μηριά σα βγάλεις τους κοθόρνους.
 
 
Το πρώτο απ' όλα: στον πλασμό των δέντρων είνε η Φύση
Πολύτροπη· τι μερικά, χωρίς να τα αναγκάζει
Κανένας, από λόγου τους γεννιώνται, και τους κάμπους
Σκεπάζουν και τα φειδωτά ποτάμια· σα να ειπούμε:
Οι τρυφερές οι παλιουριές, τα λιγερά τα σπάρτα,
Οι λεύκες, κ' οι ασπρογάλανες ιτιές, που οι φυλλωσιές τους
Λαλούν. Και πάλι μερικά σαν πέσει σπόρος χάμου
Φυτρόνουν· όπως οι ψηλές οι καστανιές κι' ο πρίνος,
Που για το Δία των ρουμανιών φυλλομανά μεγάλος,
Ή και τα δέντρα που οι Γραικοί στοχάζονται μαντεία·
Κι' άλλα, καθώς οι κερασιές ή κι' ο φτεληάς, λογγάρι
Πετούν από τη ρίζα τους πυκνότατο· στον ίσκιο
Τον απλωτό της μάννας της τραναίνει η δαφνοπούλα.
Έδωκε η φύση στην αρχή τους τρόπους τούτους μόνο
Και πρασινίζει μ' αυτουνούς κάθε λογής ρουμάνι,
Κάθε λογής χαμόδεντρο και ταγιασμένα δάσα.
Είνε άλλοι που στο δρόμο της τους βρήκε η ίδια η πράξη:
Ο ένας φυτά από ταπαλό το σώμα των μαννάδων
Ξεσκλίζει και ποθόνει τα σ' αυλάκια· μες στο χώμα
Ο άλλος μπήγει τους κορμούς, ή και τεταρτιασμένα
Παλούκια, κι' από μυτερό σκληρόξυλο πασσάλους.
Καμπόσα δέντρα καρτερούν στον τόπο τους να κάμουν
Ζωντανεμένες φυταλιές, και των καταβολάδων
Οι ζαβωσιές με χώματα να πλακωθούν· καμπόσα
Τες ρίζες δε χρειάζονται, και ξέγνοιαστα ο κλαδούχος
Πάλι στη γης τα ξέκλωνα μπιστεύεται· και ρίζα —
Ω το παράξενο άκουσμα – ληίτσινη ξεπετάζει,
Όταν σκιστεί ο κουρούπαλος, τ' απόξερο το ξύλο.
Και θένα ιδούμε το συχνό τους κλάδους ενού δέντρου
Αζήμιωτα να γένονται κλαριά αλλουνού, να βγαίνουν
Στες αλλαγμένες αχλαδιές τα κεντρωμένα μήλα,
Και στες κρανιές τες γουλιερές δαμάσκηνα να ωρμάζουν.
 
 
Εμπρός λοιπόν, ω δουλευτές, τα οργώματα, που πρέπουν,
Μαθαίνετε κατά σειρά και τους καρπούς τους άγριους
Μερώστε τους με τη δουλειά· τόποι ας μη μένουν χέρσοι.
Καλό είνε να φυτεύεται στον Ίσμαρον ο Βάκχος,
Και να ντυθεί με τες εληές ο Τάβυρνος ο μέγας.
Κ' έλα κ' εσύ, ω στολίδι μου, συ που δικαίως είσαι
Το πλιο μεγάλο μερτικό της δόξας μου, Μαικήνα,
Κυβέρνησέ με στ' ανοιχτό το πέλαγο πετώντας,
Κ' εσύ μαζή μου σύντρεχε τους αρχισμένους κόπους.
Στους στίχους μου δεν πιθυμώ τα πάντα ν' αγκαλιάσω,
Ούτε κι' αν είχα στόματα εκατό κ' εκατό γλώσσες
Και σιδερένια τη φωνή. Έρχου· σιμά στες πρώτες
Ακρογιαλιές αρμένιζε· κοντά μας είνε η ξέρη·
Εδώ δε θένα σε κρατώ με πλανερό τραγούδι
Και με μακρολογήματα κι' ατελείωτα προοίμια.
 
 
Τα δέντρα που σηκόνονται στο φωτεινό βασίλειο
Μονάχα, αλήθεια ειν' άκαρπα, μα δυνατά κι' ωραία.
Μπόρεσες βέβαια κρούβονται στη γης· αλλά και τούτα,
Σα κεντρωθούν ή σα στηθούν σ' ανασκαμμένο λάκκο,
Έτσι αλλαγμένα, παραιτούν το φυσικό τους τ' άγριο,
Κι' αμέσως υποτάζονται στες τέχνες, που εσύ θέλεις,
Με τα συχνά δουλέματα. Και πράζει κι' όλας έτσι
Το δέντρο αυτό που στέρφικο βλασταίνει από τες ρίζες
Τες πλιο βαθειές, σα φυτευτεί στους ανοιχτούς τους κάμπους·
Τώρα της μάννας της ψηλής η φυλλωσιά κ' οι κλάδοι
Το ισκιάζουν και το ροδαμό του παίρνουν σα θ' αξήσει,
Και σα θα κάμει τον καρπό, το στίφουν. Μα τα δέντρα,
Που εγίνηκαν από σπορές ριγμένες, σιγοαξαίνουν
Κ' ίσκιο στα αγγόνια ταργητά θα κάμουν. Μπασταρδεύουν
Τα μήλα που τα πρώτα τους ζουμιά ξεχνούν· και βγάζουν
Τσαμπί τα κλήματα άσκημο, που τα πουλιά το βόσκουν.
 
 
Για κάθε δέντρο φυσικά πολλοί θα πάνε κόποι:
Όλα σ' αυλάκια θα στηθούν αραδιαστά και πρέπει
Να μερωθούν με περισσές του δουλευτή φροντίδες.
Όμως οι εληές από κορμούς καλήτερα προκόβουν,
Ταμπέλια από ριγίσματα και από το πλέριο ξύλο
Της Αφροδίτης οι μυρτιές. Γεννιώνται από φυτάρια
Κ' οι δυνατές λεφτοκαρυές, κ' οι τρισμεγάλοι φράξοι,
Ως και το δέντρο το ισκερό, που του Ηρακλή στεφάνι
Έδωκε, κ' η βαλανιδιά του Χαονικού πατέρα,
Και τέλος όμοια γένονται κ' οι φοινικιές οι ολόρθες,
Και οι έλατοι που θένα ιδούν στη θάλασσα ατυχίες.
Μα στη ροβή την κουμαριά φελλιάζεται ρουκάνι
Κάρυνο, και φορτόνονται μήλα γερά οι πλατάνοι,
Και το τζιρούνι κάστανα, κι' ο όρνος ασπρουλιάζει
Με το λουλούδι το λευκό της απιδιάς, κ' οι χοίροι
Συχνά αποκάτου απ' το φτεληά συντρίβουν τα βαλάνια.
Μα κέντρωμα και μπόλιασμα δε γένονται το ίδιο:
Τι εκεί που ξεπετάζονται τα μάτια από τη μέση
Της φλούδας και τα μαλακά ποκάμισα ξεσκίζουν,
Γένεται ένα βαθούλωμα στενό στον ίδιον κόμπο,
Κι αυτού ένα φύτρο κλει κανείς παρμένο απ' άλλο δέντρο,
Και το μαθαίνει με το ογρό σωφλούδι να μυξώσει.
Και πάλι αρόζιαστοι κορμοί θε να κοπούν και δρόμος
Βαθειά στο πλέριο θ' ανοιχτεί με σφήνες, κ' εκεί μέσα
Τα καρπερά φελλιάσματα θένα μπηχτούν συνέχου.
Και δεν περνά πολύς καιρός και ξεπετιέται δέντρο
Μεγάλο προς τους ουρανούς με χρήσιμα κλωνάρια,
Και τες καινούριες φυλλωσιές δεν παύει να θιαμάζει
Μόνο του και τα οπωρικά που δεν είνε δικά του.
 
 
Δεν είνε κι' όλας μιας λογής οι δυνατοί φτεληάδες,
Της Ίδας ο κυπάρισσος, οι ετιές κ' οι φυσαλλίδες,
Κι' όλες οι εληές οι λιπαρές την ίδια ειδή δεν έχουν,
Οι λιανοληές, οι χοντροληές ή κ' οι πρικές μυρτάδες,
Μήτε το κάθε οπωρικό κ' οι λόγγοι του Αλκινόου·
Δεν έχουν απαράλλαχτο βλαστάρι του Κρουστούμνου
Τ' απίδια και τα Συριακά και τα βαρειά δροσάτα·
Στα δέντρα μας δεν κρέμονται τα ίδια τα σταφύλια,
Που η Λέσβος από τες κλαδιές των Μήθυμνων τρυγάει.
Εινε άσπρα Μαρεωτικά και Θασιακά σταφύλια,
(Αρμόζουν κείνα στα παχειά τα χώματα και τούτα
Στα πλιο φτωχά) και Ψιθικά για το σταφιδοκράσι
Χρήσιμα, και λιανάρατα λαγωνικά, που πόδια
Θένα κλονίσουν κάποτε και γλώσσες θα μπερδέψουν,
Και άλικα και πρωτόλουγα. Και σε με τι τραγούδι
Θένα σε ψάλλω Ραιτικό; μα μη φιλονικήσεις
Γι' αυτό με κρασομάγαζα Φαλερνικά. Και κάνει
Κρασιά γερά κι' αχάλαστα τ' Αμενειακό το κλήμα,
Που ο Τμωλικός τα προσκυνά και των Φανών ο ρήγας.
Και υπάρχει και το μικροστό τ' Αργίτικο σταφύλι,
Που αντάμα του δε μάχεται κανένα για να δώσει
Τόσους χυμούς και δε βαστά τους χρόνους σαν εκείνο.
Και σε, Ροδίτη, που οι θεοί και τα στερνά τραπέζια
Σε δέχονται, χαρούμενα, δε θα σε λησμονήσω,
Και μήτε εσένα, Αγούμαστε, με τα παχειά τσαμπιά σου.
Μα δε βολεί να μετρηθούν πόσες λογές υπάρχουν,
Και πόσα είνε τα ονόματα· κι' ούτε να λογαριάσεις
Τον αριθμό δεν ωφελεί· κι' αυτός, που θα θελήσει
Να τον γνωρίσει, αποθυμά να ξέρει πόσους άμμους
Της θάλασσας της Λιβυκής ο Ζέφυρος ταράζει,
Ή, σύντα τα πλεούμενα χτυπάει δεινός ο Εύρος.
Πόσα πετιώνται κύματα στα Ιονικά ακρογιάλια.
 
 
Και δε μπορούν σε κάθε γης τα πάντα να βλασταίνουν:
Στους ποταμούς γεννιώνται οι ιτιές και στους χοντρούς τους βάλ-
                                                         [τους
Οι σκλήθροι, κι' ο όρνος ο άκαρπος στα πετρερά τα όρη.
Κ' είνε οι μυρτιώνες στους γιαλούς πασίχαροι· και τέλος
Ο Βάκχος τες ανίσκιωτες ραχούλες αγαπάει
Και προτιμούν οι σμιλακιές βορηάδες και κρυάδες.
Ιδές τη γης που δουλευτές κοσμοακρινοί ημερόνουν,
Ιδές προς την Ανατολή τους τόπους των Αράβων,
Ιδές και τους χρωματιστούς τους Γελωνούς: τα δέντρα
Έχουν πατρίδες ξέχωρες. Γεννά μονάχη η Ινδία
Τον αμπανό το μελανό, και μοναχά οι Σαβαίοι
Έχουν τες λιβανόβεργες. Γιατί να σου αναφέρω
Τες ρώγες του αγκαθόδεντρου, που πάντα πρασινίζει,
Κι' ακόμα και τα βάλσαμα, που από το μυρωμένο
Το ξύλο ιδρόνουν; και γιατί της Αιθιοπίας τα δάση,
Που γραβανά τα καταντά το μαλακό μαλλί τους;
Και πώς οι Σήρες τα ψιλά σπιλίγγια ξεχτενίζουν
Από τα φύλλα, ή τι δρυμά φυτρόνουν στην Ινδία,
Πούνε σιμά στον Ωκεανό, κατάνακρο του κόσμου
Στρογγύλωμα, που εκεί η ριξιά της σαγιττιάς να φτάσει
Δε δύναται τα πλιο ψηλά του ανεμισμένου δέντρου,
Αν και ο λαός της δεν αργεί ταρκάσι να φορέσει;
Βγάζει η Μηδία ξυνόζουμα και την πολλήωρη γέψη
Του βλογημένου μήλου της, που γλιγωρότερά του,
Σύντα λικάζουν φοβερές οι μητρυιές τες κούπες
[Και σμίγουν με τα βότανα τα βλαβερά τα ξόρκια,]
Τίποτα τόσο δε βοηθά και τίποτα δε διώχνει
Από τα μέλη τ' άρρωστα τα σκοτεινά φαρμάκια.
Είνε τρανό το δέντρο αυτό και στην ειδή τη δάφνη
Μοιάζει πολύ, και θάτανε κ' εκείνο δάφνη, ανίσως
Τρογύρου του δεν έρριχτε μιαν άλλη μοσκοβόλια.
Ποτέ κανένας άνεμος δεν του ριπίζει φύλλα,
Και τ' άνθια του είνε κρατερά περσότερο παρά άλλα·
Το χνώτο και το στόμα τους. που ζαίνει, τα βαϊλεύουν
Μ' εκείνα οι Μήδοι κ' έλεξες γιατρεύουν των γερόντων.
 
 
Μα ας μην παλεύει μήτε η γης η πάμπλουτη σε δάσα
Των Μήδων, μήτε κι' ο όμορφος ο Γάγγης, μήτε ο Έρμος,
Που τρέχει από το μάλαμα θολός, για τους επαίνους
Της Ιταλίας, ούτε κ' οι Ινδοί, κι' ούτε τα Βάκτρα, κι' όλη
Η Παγχαΐα με τους παχειούς λιβανοφόρους άμμους.
Τούτην τη γης δεν όργωσαν δαμάλια που εφυσούσαν
Φλόγες από ταρθούνια τους για να σπαρθούν τα δόντια
Ταφύσικου του χείλυδρα· κοντάρια και μουριόνια
Πυκνά ποτέ δεν πρόβαλαν σ' ανθρώπινα φυτάρια,
Μα τη γιομίζουν τα ζουμιά τα Μασσικά του Βάκχου
Και τα βαρειά τα οπωρικά, κι' οι εληές και τα κοπάδια
Τα πρόσχαρα σκεπάζουν την. Εδώθε του πολέμου
Το άτι στους κάμπους χύθηκε με το λαιμό ταψήλου·
Εδώθε το τρανώτερο σφαγάρι το δαμάλι,
Κλιτούμνε, κ' οι κατάλευκες κοπές, που στα νερά σου
Ταγιαστικά πολλές φορές λουστήκαν, οδηγούσαν
Στων αθανάτων τους ναούς Ρωμαϊκούς θριάμβους.
Εδώ είνε αδιάκοπη άνοιξη, κι' ακόμα καλοκαίρι
Σ' ανάντιους μήνες, δυο φορές γεννούν οι προβατίνες,
Και δυο φορές με τους καρπούς μας ωφελεί το δέντρο.
Μα λείπει και το τρομερό των λιονταριών το σόι
Κ' οι λυσσασμένοι τίγριδες· ποτέ τους μαζωχτάδες
Τους άτυχους δεν απατούν φαρμακερά βοτάνια,
Και δε διαβαίνει κατά γης, γοργά, τεράστιες γύρες
Μήτε με τόσο σύρσιμο δε γένεται κουλούρα
Το φείδι το λεπιδωτό. Και σμίξε κι' όλας τόσες
Χώρες ευγενικώτατες, και τη δουλειά των χτιρίων,
Και τόσα κάστρα, που έστησε το χέρι στα χαράκια
Τ' απόγκρεμα, και ποταμούς που βρέχουν στα θεμέλια
Ταρχαία τειχιά. Το πέλαγο να μελετήσω εκείνο,
Που από ταπάνου βρέχει την, ή τάλλο ταποκάτου;
Ή και τες τόσες λίμνες της; Εσέ, ω μεγάλε Λάριε,
Κ' εσένα που με κύματα φουσκόνεις, ω Βηνάκε,
Και με ροές θαλασσινές; Ή και να μελετήσω
Τες έπαρσες που εβάλθηκαν στο Λάκκο το Λουκρίνο,
Και τα λιμάνια, και τ' αφριά, που δυνατά βροντώντας,
Αγαναχτούν σ' εκείνο εκεί το μέρος, όπου αχάει
Την άρμη ξαναχύνοντας το Ιουλιανό το κύμα
Κι' ο σάλος μπαίνει ο Τυρρηνός στο στένωμα του Αόρνου;
Εκείνη κι' όλας ασημιού κατεβασιές μας δείχνει
Στες φλέβες της και μέταλλα χαλκού και το χρυσάφι
Πλήθιο στους τράφους της κυλά· κι' αυτή τ' αψύ το σόι
Τους Μάρσους, τη Σαβινιακή τη νεολαία, τους Ουόλσκους
Που με σουβλί αρματόνονται, το Λιγυρίτη κι' όλας
Που θρέφεται με τους καρπούς, εγέννησεν, εκείνη
Τους Λέκιους, και τους Μάριους, και τους τρανούς Καμίλλους,
Και τους σκληρούς στον πόλεμο Σκηπίωνες, και σένα,
Ω τρισμεγάλε Καίσαρα, που νικητής πλια τώρα,
Ξεδιώχνεις τον απόλεμον Ινδό μες της Ασίας
Τες τελευταίες ακρογιαλιές απ' τα καστριά της Ρώμης.
Γεια σου, μεγάλη των καρπών μητέρα, ω γης του
Μεγάλη μάννα των αντρών, για σένα τώρα αρχίζω
Πράμα παλαιόθε επαινετό και τέχνης έργο, πρώτος
Τολμώντας άχραντες πηγές ν' ανοίξω, και τραγούδι
Εγώ θα ψάλλω Ασκραϊκό στες χώρες των Ρωμαίων.
 
 
Και τώρα για τα διώματα των χωραφιών θα λέω:
Οι δύναμες του καθενού ποιες είνε, ποιο το χρώμα,
Στο φυσικό του καθενού τι πράματα ταιριάζουν.
Και πρώτο οι ράχες οι κακές και τ' άτσαλα λιβάδια,
Όπου λευκάργες άκαρπες υπάρχουν και στρυνάρι
Σταγκαθερά τα γήπεδα, παλλαδικά ελαιοστάσια
Χαίρονται μακροζώητα· κι' απόδειξη είνε ο ληάστρος,
Που ξεφυτρόνει αρίφνητος σ' αυτούς τους ίδιους τόπους,
Κ' οι λαγγαδιές που με σπειριά λογγίσια είνε στρωμένες.
Μα τα παχειά τα χώματα, που από γλυκές ικμάδες
Γελούν: ο κάμπος που γεννά πολύ πυκνό χορτάρι,
Και πούνε πλούσιος τη σοδειά – καθώς συχνά στους λάκκους
Τους βαθουλούς κάθε βουνού τον βλέπουμε· όπου τρέχουν
Από τους βράχους τους ψηλούς οι ποταμοί που φέρνουν
Τες χούμουλες τες καρπερές – αυτός ο κάμπος, πούνε
Στο νότιον άνεμο ανοιχτός και που το βράχλο βγάζει,
Το μισητό από τάλατρο: – μια μέρα αυτός αμπέλι
Θα σου χαρίσει δυνατό, που θένα χύνει πλήθιον
Το Βάκχο, εκείνος καρπερός θενάνε σε σταφύλια.
Αυτός θα δίνει τα πιοτά που από χρυσά ποτήρια,
Χύνουμε, σαν ο Τυρρηνός ο σαρκερός σημαίνει
Το φίλντισί του, στους βωμούς σιμά, και σε πινάκια
Αδειάζουμε ολοστρόγγυλα τα σπλάχνα που καπνίζουν.
Αλλά α μοσκάρια και κοπές συ προτιμάς να βόσκεις,
Ή και τες γέννες των αρνιών, ή γίδια που αφανίζουν
Τες μερωσιές, τα λογγερά βουνά και του Ταράντου
Τα ξέμακρα τα καρπερά θένα ζητάς, ή βρίνες,
Όμοιες με κείνες που έχασεν η δύστυχη Μαντύη,
Που στο χλωρό τον ποταμό χιονάτους κύκνους θρέφει·
Εκεί ούτε βρύσες διάφανες ουδέ γρασίδια λείπουν
Για τα κοπάδια, κι' όσο τρων τα βώδια τες μεγάλες
Μέρες, σε μόνη μια νυχτιά μικρή το ξανακάνει
Η κρύα δροσιά. Συχνότατα το χώμα πούνε μαύρο
Και πούνε κι' όλας ξυγγερνό σαν τ' άλατρο το σκίζει,
Κ' είνε στο βάθος του σαπρό, (εμείς καλλιεργώντας
Αυτό βέβαια αντισκόνουμε), ταιριάζει κάλλιο απ' όλα
Για στάρια. Απ' άλλο δε θα ιδείς λιβάδι να γυρίσουν
Πλειότερα αμάξια με οκνηρά δαμάλια σπίτι πάρεξ
Εδώθε, ή κι' όθε ο αλατρευτής ο αράθυμος λογγάρι
Κουβάλησε και τα δεντρά τανέφελα για χρόνια
Έρριξε και με τους κορμούς τους χαμηλούς ταρχαία
Τα σπίτια των πετούμενων εγκρέμισε. Ταψήλου
Εκείνα τότες τες φωληές αφίνοντας πετάξαν,
Μα ο αδρύς ο κάμπος έλαμψε με το γυννί σκισμένος.
Τι μόλις δεντρολίβανο των μελισσών χαρίζει
Και ψωροδάφνες χαμαειδές στα πλάγια η στρυναρόγης
Η νηστικιά· κι' ο γριτσερός ο τούφος, κ' η λευκάργα
Που οι χείλυδρες οι μελανοί την κατατρών, καυκιώνται
Πως άλλος κάμπος όμοια τους γλυκειά θροφή δε δίνει
Κι' απόζαβους δεν προβοδά κρουψιώνες για τα φείδια.
Κ' η γης που αχνούς πετούμενους και σύγνεφο αναδίνει
Ψιλό, και πίνει το νερό και σα θελήσει πάλι
Το ξαναβγάζει μόνη της, που πάντα με δικό της
Ντύνεται καταπράσινο γρασίδι και δε βλάφτει
Με ρόβιασμα το σίδερο και με σκουριά χαλάστρα,
Αυτή μια μέρα το φτεληά θενά σου περιπλέξει
Με κλήματα χαρούμενα, λαδιάρικη είνε εκείνη,
Και πως αύτη είνε βολικιά για πρόβατα θα νοιώσεις
Οργόνοντας, κ' υπόμονη στ' αγγυστρωτό τ' αλέτρι.
Τέτοια υννιατίζει χώματα κ' η πάμπλουτη Καπύη,
Κ' οι τόποι που τα διάσελλα του Βεσουβίου γγίζουν,
Κι' ο ποταμός πούν' άδικος στες έρημες Αχέρρες.
Τώρα θα ειπώ πως κάθε γης μπορείς ν' αναγνωρίζεις:
Αν είνε ανάλαφρη ζητάς ή αν είνε πάρα πλέρια; —
Γιατί προκόβουν τα σπαρτά στη μια στην άλλη ο Βάκχος,
Στην πλέρια κάλλιο η Δήμητρα, στην αλαφριά ο Λυαίος· —
Το πρώτο με τα μάτια σου το μέρος θα διαλέξεις,
Και θα προστάξεις να σκαφτεί στην κορασίδα λάκκος,
Και πάλι όλα τα χώματα θα ξαναρρίξεις μέσα
Και με τα πόδια στην κορφή θενά τα ισιοβολήσεις·
Ανίσως λείψουν, αλαφρύ το ημέρωμα θενάνε,
Για πρόβατα πλιο ταιριαστό και θρεφτικά σταφύλια,
Μα ανίσως και στον τόπο τους να ξαναπάν δε θέλουν,
Και σαν οι μούρσες γιομιστούν περσέψει η γης, χωράφι
Βαρύ θα γένει· λιπαρές απανωσιές και σβώλους
Κακόβγαλτους περίμεινε, και σκίσε με δαμάλια,
Άξια τη γης. Μα ταρμυρό το χώμα, που το κράζουν
Πρικό, πουν' ατυχώτατο για τους καρπούς (εκείνο
Μ' όργωμα δε μερόνεται, μηδέ το σόι του Βάκχου
Φυλάει, μηδέ του οπωρικού τόνομα) τέτοιο δείγμα
Θα δώκει: – Από το στέγασμα το καπνιστό καλάθια
Πυκνόπλεχτα και σταφυλιών κατέβασε στραγγίστρες,
Κι' αυτού το χώμα το κακό πιλάχτησε ως το χείλο
Και ρουσικά γλυκόνερα μαζή. Θε να ξεφύγει
Το νέρωμα όλο θετικά και θα διαβούν μεγάλες
Σταλαγματιές ανάμεσα στες βέργες τες πλεγμένες,
Μα η γέψη θάνε φανερό γνώρισμα και το στόμα
Τάχαρο των δοκιμαστών πρικάδα θα ζαβώσει.
Κι' ομοίως ποια γης είνε παχειά γνωρίζουμε σε τούτον
Τον τρόποι δε σκορπά ποτέ, στα χέρια όταν την πλάθεις,
Μα σου κολλά στα δάχτυλα, κρατώντας την, σαν πίσσα.
Θρέφει χορτάρια πλιο τρανά η ογρή, και μάλιστα είνε
Περσότερο από το σωστό καλόρεχτη· αχ εκείνη
Για με ας μην είνε καρπερή πάρα πολύ και πάρα
Δυναμωμένη ας μη δειχτεί στα πρώτα της αστάκια!
Ποια είνε βαρειά και ποια αλαφρυά το ίδιο της το βάρος
Αμίλητα το μολογά· κι' αμέσως με το μάτι
Η μαύρη ξεχωρίζεται και κάθε μιας το χρώμα,
Αλλά είνε δύσκολο να βρεις τη δολερή κρυάδα:
Ως τόσο μόνο οι σμιλακιές, οι βλαβερές, κ' οι πεύκοι,
Κ' οι κίσσερες οι μελανοί τα χνάρια της σου δείχνουν.
Αφού σε τούτα επρόσεξες, θυμήσου ν' αναβράσεις
Πολύ πρωτήτερα τη γης και να σουδοκοπήσεις
Τα τρισμεγάλα τα βουνά, και στο βορηά τους σβώλους
Πρωτήτερα τανάσκελα ν' απλώσεις, πριν ριγίσεις
Πρόσχαρο γένος αμπελιού. Πολύ καλοί είνε οι κάμποι
Με τα σαπρά τα χώματα: κι' αυτό το κατορθόνουν
Οι αέριδες κ' οι παγερές πάχνες κι' ο νευρωμένος
Σκαφτηάς ανασκαλεύοντας τονιές ξεσφαλλισμένες.
Ανίσως κι' όλας μερικοί δεν αμελούν καμίαν
Έγνοια, πρωτήτερα ζητούν παρόμοιος νάνε ο τόπος,
Όπου το πρώτο το φυτό των δέντρων ετοιμάζουν,
Μ' εκείνον που θα τα δεχτεί σε λίγο χωρισμένα,
Μήπως τη μάννα που άλλαξε δε στρέξουν να γνωρίσουν.
Ως και το μέρος τουρανού στη φλούδα σημαδεύουν,
Για να στηθεί κάθε δέντρο στον τρόπο που εστεκότουν,
Με το ίδιο μέρος να βαστά τα κάματα του Νότου
Με το ίδιο μέρος να γυρνά τες πλάτες του στον πόλο·
Τόσο μπορεί το μάθημα στην τρυφερή ηλικία.
Και πρώτα απ' όλα ρώτησε που πρέπεται ταμπέλι
Να φυτευτεί· καλήτερα στες ράχες ή στο σιάδι·
Κι' α λιβαδιού θρεφτάρικου διαλέξεις τα χωράφια,
Φύτευε τότες τες κλαδιές πυκνές· πλιο οκνός ο Βάκχος
Δε γένεται με την πυκνή καρποφόρα· κι' αν πάλι
Διαλέξεις ένα γήπεδο ροβολητό με ράχες
Ή και βουνάκια πλαγιαστά, στα ορδίνια δώκε χάρη.
Μα πάντα οι δρόμοι, που λοξά τους κόβουν άλλες στράτες,
Θε νάνε τέλεια ταιριαστοί στα φυτεμένα δέντρα.
Κι' όπως, όταν τες σπείρες της ξεδίπλωσε του μάκρου
Η λεγεώνα για τρανόν αγώνα και τασκέρι
Εστάθηκε στον ανοιχτόν τον κάμπο κ' οι γραμμές του
Είν' ίσιες, κι' από το χαλκό που αστράφτει κυματίζει
Μακρόθε η γης ολάκερη, κ' οι τρομερές οι μάχες
Ακόμα δεν εμάνισαν, μα ανάμεσα στα όπλα
Περιπλανιέται δίβουλος ο Άρης, έτσι οι δρόμοι,
Που ολούθε θάνε ομοίως πλατειοί, θα διαχωρίζουν όλα.
Κι' όχι για νάβρει μοναχά στην αδειανή τη θέα
Κάποια ξεφάντωση η ψυχή, αλλά γιατί δε δίνει
Αλλοιώς τες ίδιες δύναμες η γης σε κάθε κλήμα,
Και δε θα μπόρειαν οι κλαδιές ν' απλώσουν μέσα στάδεια.
 
 
Ίσως ρωτάς τι βάθωμα ταυλάκια πρέπει νάχουν;
θα τόλμουνα να μπιστευτώ το κλήμα σε σαϊττάρι
Στενό· το δέντρο μπήγεται βαθύτερα στα σπλάχνα
Της γης, κι' ο πρίνος μάλιστα, που όσο με την κορφή του
Στου αιθέρα απλόνει τες πνοές, και με τη ρίζα τόσο
Έρχεται προς τα Τάρταρα· γι' αυτό μήτε ο χειμώνας,
Μήτε βροχάδες κι' άνεμοι δε θα τον ανασπάσουν,
Αλλά θα μείνει ασάλευτος και θένα καταβάλει
Στο δούρημα πολλότατους απόγονους κ' αιώνες.
Αφίνοντας πολλές γενιές ανθρώπων να διαβαίνουν,
Και τότες πέρα απλόνοντας τα μπράτσα και τους κλώνους
Τους δυνατούς, ολόγυρα τον απεικό τον ίσκιο
Αυτός στη μέση στέκοντας βαστά με τον κορμό του.
 
 
Ταμπέλι ας μη σου προσκυνά τον ήλιο που καθίζει,
Κι' ανάμεσα στα κλήματα λεφτοκαρυές μη βάλεις.
Και μη διαλές τες πλιο ψιλές βεργούλες και μη σπάσεις
Ρίγια από τα ψηλότερα του δέντρου (τόσος είνε
Της γης ο πόθος). Τα φυτά μη βλάφτεις με λεπίδι
Πατσό και κλώνους αγριλιού στη μέση μη φυτεύεις,
Τι οι ξέφρονες οι πιστικοί συχνά να πέσει αφίνουν
Φωτιά, που πρώτα κλέφτικα στη λαδερή τη φλούδα
Κρουμμένη, ανάφτει τους κορμούς και παίρνοντας τα φύλλα
Βροντά απεικά στον ουρανό κι' απεκείθε ακλουθώντας
Στους κλάδους και στες υψηλές κορφάδες βασιλεύει
Νικήτρα, κι' όλο το δέντρο τυλίγει με τες φλόγες,
Κι' από την πίσσινη καπνιά πυκνό, μελανιασμένο
Γνέφι πελλεί στους ουρανούς, και μάλιστα αν φουρτούνα
Πέσει στα δάσα από ψηλά, και συμμαζέψει ο αέρας
Τες πυρκαϊές και φέρει τες· και σύντα γένει τούτο
Από τη ρίζα δε φελούν και να συνέρθουν πάλι
Τα κούρβουλα που εκόπηκαν δε δύνανται, και μήτε
Όμοια και πάλι από τη γης να πρασινίσουν· μένει
Ταγρίλι μόνο τάχαρο με τα πρικά τα φύλλα.
 
 
Κανένας συμβουλάτορας ας μη σε καταπείσει,
Όσο κι' αν είνε γνωστικός, τους κάμπους τους πημένους
Χ' ανασκαλέψεις, σα φυσά Βορηάς, γιατί ο χειμώνας
Τότες με πάγο κατακλεί τη γης και δεν αφίνει
Τη ρίζα που μορφόνεται, σύντα θαφτεί το ρίγι,
Μέσα στο χώμα να μπηχτεί. Την κοκκινοβαμμένη
Την άνοιξη, σαν έρχεται το κάτασπρο λελέκι,
Που το μισούν τα μακρουλά τα φείδια, τότες είνε
Η πλιο καλήτερη εποχή για να φυτέψεις κλήμα,
Ή και με του χινόπωρου τες πρώιμες κρυάδες,
Όταν ο ήλιος ο γοργός δε γγίζει ακόμα τάστρα
Της χειμωνιας με τάλογα, κ' έχουν περάσει οι κάψες.
Η άνοιξη ξεχωριστά στες φυλλωσιές των δέντρων,
Η άνοιξη είνε χρήσιμη στο λόγγο. Η γης φουσκόνει
Την άνοιξη κι' αποζητά τους όρους που βλητρόνουν.
Τότες ο παντοδύναμος Αιθέρας, ο πατέρας,
Στον κόρφο της χαιράμενης συμβίας του κατεβαίνει
Με τες βροχές τες καρπερές, και θρέφει κάθε βλάστα,
Ο μέγας που ανταμόνεται με το κορμί το μέγα.
Και τότες από τα πουλιά τα λάλα αχολογάνε
Τα ξακρισμένα τα βεργά και τα κοπάδια τότες
Την Αφροδίτη αποζητούν στες διορισμένες μέρες.
Γεννοβολά το θρεφτικό χωράφι, και στες αύρες
Τες χλιαρές του Ζέφυρου τον κόρφο η γης ανοίγει.
Χυμός καινούριος περισσός είνε σε κάθε δέντρο.
Στες νέες λιακάδες άφοβα μπιστεύονται τα φύτρα.
Δεν τρέμει ταμπελόκλαρο μην ο νοτιάς φυσήσει,
Ή τες βροχάδες που οδηγούν στον ουρανό βορηάδες
Τρανοί, αλλά μάτια ξεπετά κι' ανοίγει όλα τα φύλλα.
Λέγω πως δεν ανάφαναν στην πρώτη αρχή του κόσμου
Που εγένοτουν, αλλοιώτικες ημέρες και δεν είχαν
Άλλη σειρά. Ήταν άνοιξη· την άνοιξη η μεγάλη
Σφαίρα εχαιρότουν, τες πνοές τες κρύες αντικρατούσαν
Οι Εύροι, σαν ερούφηξαν το φως τα ζα τα πρώτα,
Και των ανθρώπων πρόβαλε το χωματένιο γένος
Από τη γης τη χέριση την κεφαλή, και τάστρα
Στους ουρανούς ερρίχτηκαν και τα θεριά στους λόγγους.
Δε θα μπορούσαν ταπαλά φυτάρια να βαστάξουν
Τους κόπους τους τους τωρεινούς, α δεν έρχότουν τόσος
Αναπαμός ανάμεσα στο κρύο και στην κάψα,
Κ' η καλωσύνη τουρανού τη γης δεν περικλειούσε·
Μένει και τούτοι ολόγυρα στα ρίγια που ζουλίζεις
Στους κάμπους, σκόρπα κοπριές παχειές, όποια κι' αν είνε,
Κ' έχε στο νου σου με πολλούς χωμούς να τα σκεπάσεις,
Ή θάψε πέτρες πιοταριές, ή γριτσερά κοχύλια,
Τι ανάμεσό τους τα νερά ξεφεύγουν, κ' ένα αέρι
Μπαίνει ψιλό, και τα φυτά θυμόνουν, και βρεθήκαν
Καμπόσοι που από πάνουθε τα πλάκωσαν με γούλους,
Κι' άλλοι με βάρος κουρουπιού πολύ τρανού· κι' αυτό είνε
Αρματωσιά για τες δαρτές βροχές· αυτό, σα σκάζει
Τη γης, που η δίψα τη νικά, ο καυτερός ο Σκύλος.
 
 
Κι' αφού οι κλαδιές ριγίστηκαν ακόμα σου απομένει,
Τη γης ν' ανοίγεις το συχνό τρογύρου στα κεφάλια.
Και ν' αναρρίχνεις τη σκληρή δικέλλα ή να δουλεύεις
Βαθειά το χώμα μ' άλατρο, κι' ανάμεσα στα ίδια
Τ' αμπέλια, τα καματερά, που αγαναχτούν, να στρίφεις·
Να τες ταιριάσεις έπειτα στ' ανάλαφρα καλάμια
Σε βέργινα γδαρτά ραβδιά, σε φράξινα παλούκια,
Σ' αδρυά δικράνια, που σ' αυτών τες δύναμες θα μάθουν
Τα κλήματα να στηριχτούν και ν' αψηφούν ανέμους
Και ν' ανεβούν πατώματα στους τρίψηλους φτεληάδες.
Κι' όταν το πρώτο το κλαρί με φυλλωσιά καινούρια
Αξαίνει, πρέπει να φυλάς τες τρυφερές τες άκρες,
Κι' όταν ο πρώτος ο βλαστός στες αύρες ανεβαίνει
Και ρίχνεται στον ουρανό με τα λουριά ντωμένα,
Δεν πρέπει με του κοπιδιού την κόψη να τες γγίξεις,
Αλλά κρατώντας γυριστά τα χέρια σαν αγκύστρια.
Καμπόσα φύλλα θένα σπας για να τα ξαναρηόνεις·
Και σαν το κλήμα ηλικιωθεί και το φτεληά αγκαλιάσει
Με το χοντρό το κούτσουρο, τα ξώκλαρά του τότες
Κόβε και τότες σμίκραινε τες πλαγεινές τσαμπούνες,
(Το έσκιαζε πριν το σίδερο) κυριάρχησέ το τώρα
Σκληρά, και μάσε τες κλαδιές που γένονται μυζήτες.
 
 
Και φράχτες πλέξε ολόγυρα, και βάστα κάθε ζώο
Μακρυά, σα μάλιστα ο φλαστός είνε χολός ακόμα,
Κ' είνε στα πάθια αμάθητος τι δεν τον περιπαίζουν
Μόνο οι χειμώνες οι άδικοι κι' ο δυνατός ο ήλιος,
Μα και λογγίσια αγριόβωιδα και γίδες κυνηγήτρες,
Βόσκει τον και το πρόβατο κ' η αχόρταγη αγελάδα.
Και τόσο δεν τον έβλαψαν ποτέ τους οι κρυάδες
Με πάχνες ασπρουλιάρικες που πήγουν, μήτε οι κάψες
Που αβάσταχτες στ' απόξερα χαράκια πέφτουν, όσο
Κείνα τα ζα και του σκληρού δοντιού τους το φαρμάκι
Και το σημάδι της πληγής στη δαγκαμένη δράνα.
 
 
Τον τράγο σ' όλους τους βωμούς δε σφάζουν γι' άλλο κρίμα
Στο Βάκχο, και τα παλαιά δραματικά παιγνίδια
Δεν ανεβάζουν στη σκηνή. Το γένος του Θησέα.
Σε σταυροδρόμια και χωριά, τον έδινε βραβείο,
Κι' αδειάζοντας χαιράμενο κρασόκουπες πηδούσε
Μες στα λιβάδια ταπαλά σ' ασκιά αλειμμένα λάδι.
Αλλά κ' οι Αυσόνιοι γεωργοί, που από την Τροία βγήκαν,
Παίζουν με στίχους άτεχνους και γέλοια δίχως μέτρο,
Και προσωπίδια σκιαχτερά σε φλούδες σκαλισμένα
Φορούν, και κράζουν, Βάκχε, εσέ με πρόσχαρα τραγούδια,
Κ' είδωλα σειούμενα κρεμούν στον υψηλόν τον πεύκο.
Γι' αυτό με πλήθιο κάρπισμα μεστόνει κάθε αμπέλι,
Γιομίζουν οι γυρτές λακκιές και τα βαθειά φαράγγια,
Κι' όθε ο θεός περίστρεψε το τίμιο το κεφάλι.
Λοιπόν, θα λέμε, ως πρέπεται, με πατρικά τραγούδια
Στο Διόνυσο τες δόξες του· και πήτες και πινάκια
Θα φέρνουμε, και στο βωμόν ο τράγος ο αγιασμένος
Θα στέκει, από το κέρατο φερμένος, και σε σούβλες
Λεφτοκαρένιες τα παχειά θα ψένουμε τα σπλάχνα.
 
 
Για το συγύριο του αμπελιού δουλειές υπάρχουν κι' άλλες,
Που ολότελα δε σώνονται ποτέ: γιατί στο χρόνο
Και τρεις και τέσσερις φορές θε ν' ανοιχτεί το χώμα,
Και με τους σκούλους δικελιού θε να τριφτούν οι σβώλοι
Πάντα, και θα αλαφραίνεται το κάθε περιβόλι
Από το βάρος του κλαριού. Γυρίζοντας σε κύκλο
Οι κόποι για τους δουλευτές ξανάρχονται, κι' ο χρόνος
Πάνου στα χνάρια του κυλά γύρου στον εαυτό του.
Και για καιρό αφού ερείπισε ταμπέλι το στερνό του
Φύλλο κι' ο κρύος ο Βορηάς το στόλισμα του λόγγου
Εμάδησε, τες φαντασιές ο ράθυμος χωριάτης
Στο χρόνο τον ερχάμενον απλόνει και απηχάει
Τα κλήματα τα ολόγυμνα με το γυρτό το δόντι
Του Κρόνου και κλαδεύοντας και κόβοντας τα σιάζει.
Πρώτος τη γης ανάσκαφτε, πρώτος τα ξακρισμένα
Κοψίδια κάψε, φύλαγε τους πάλους σπίτι πρώτος.
Ύστερος τρύγα. Δυο φορές στους αμπελώνες ίσκιοι
Ντρυμόνονται, και δύο φορές με τα πυκνά ταγκάθια
Το χόρτο ντύνει τες φυτειές· βαρειές δουλειές κι' οι δύο·
Το μέγα χτήμα επαίνεσε, το λίγο καλλιέργα.
Στους λόγγους κι' όλας τα τραχειά βεργιά του αγριομύρτη
Και το καλάμι κόβεται στων ποταμών τους όχτους,
Και για τες άγριες ιτιές δεν ησυχάζουν οι έγνοιες.
Εδέθηκε το κλήμα πλια, για τα δεντράκια τώρα
Το κλαδευτήρι είν' άχρηστο, και τραγουδά ο κλαδούχος,
Αφού τους ύστερους δομούς συγύρισε, στην άκρη,
Μα η γης δε θέλει αναπαμό, και σκόνες θα σηκόνεις
Και τες βροχές θα σκιάζεσαι για το σταφύλι τ' ώρμο.
 
 
Οι εληές αντίς καλλιεργημό κανέναν δε χαλεύουν,
Αφού κολλήσουν μια φορά στο χώμα και στ' αέρι
Μάθουν, δρεπάνι γυριστό και δυνατές αξίνες
Δεν περιμένουν, μόνη η γης χυμό αρκετό τους δίνει,
Σαν ανοιχτεί με τη ζαβή τη δίκοπη και πλήθιους
Καρπούς, ανίσως με γυννί. Θα κουναρείς για τούτο
Το λαδερό το εληόδεντρο, που αρέσει της Ειρήνης.
 
 
Έτσι και τα καρπούσιμα τα δέντρα, σα γρικήσουν
Δυναμωμένους τους κορμούς, και μπόρεσες δικές τους
Λάβουν, γοργά με δύναμη δική τους προς ταστέρια
Πετιώνται και το βόηθειο μας καθόλου δε γυρεύουν.
Παρόμοια κι' όλας με καρπούς κάθε δρυμό βαραίνει.
Και κοκκινίζουν χέρισες των όρνιων οι κουρνιάστρες
Με τα αιματένια τα σπειριά· κουρεύονται τριφύλλια,
Και τα ρουμάνια τα ψηλά μας προβοδούν τες δάδες,
Που θρέφουν της νυχτός τες στιες και χύνουν φως τρογύρου.
Και να διστάζουν οι άνθρωποι να σπέρνουν κ' έγνοιες νάχουν!
Τι τα τρανώτερα να ειπώ; Τα ταπεινά τα σπάρτα,
Κ' οι ετιές, σταρνιά το φύλλο τους, ισκιά στον κοπαδιάρη
Χαρίζουν, φράχτες στα φυτά και βόσκισμα για μέλι·
Κ' είνε χαρά τον Κύτωρο, που κυματοκοπάει
Απ' τα πυξάρια, να θωρείς, και τα δρυμά που βγάζουν
Την πίσσα τη Ναρυκιακή· χαρά να βλέπεις κάμπους,
Που δε χρειάζονται τσαπιά και κανενού φροντίδες.
Οι λόγγοι κι' όλας οι άκαρποι στο χτένι του Καυκάσου,
Που οι Εύροι πάντα μανιακοί τους θραύουν και τους παίρνουν.
Ή τονα ή τάλλο γέννημα μας δίνουν: δίνουν ξύλο
Χρήσιμο· για πλεούμενα τους πεύκους· κυπαρίσσια
Και κέδρους για τα σπίτια μας. Τορνεύουν για τες ρόδες
Εκείθε αχτίδες οι γεωργοί, και γι' άμαξες τροχάλια,
Και για καράβια απόζαβες καρήνες ετοιμάζουν.
Γεννούν πλεχτόβεργες οι ετιές, και φυλλωσιά οι φτεληάδες.
Από μερτσίνες γένονται λογής κοντάρια, κ' είνε
Καλές για πόλεμο οι κρανιές, λεβδίζουν για δοξάρια
Της Ιτουραίας οι σμιλακιές, και ταλαφρό φλαμούρι
Και το πυξάρι, που λαμπρό το κάνει ο τόρνος, παίρνουν
Μορφές, αφόντις σκαλιστούν μ' ακονισμένο ατσάλι.
Οι σκλήθροι πλεν στ' ορμητικό το κύμα, αφού ερριχτήκαν
Στον Πάδο, τα κουβέλια τους οι μέλισσει τα κρούβουν
Σε σάπιους πρινοκούφαλους και κουφωμένες φλούδες.
Τι έφεραν όμοια αξιόλογο τα Βακχικά τα δώρα;
 
 
Ο Βάκχος κι' όλας έδωκε την αφορμή στο κρίμα,
Με θάνατο τους κένταυρους, το Ροίτο και το Φόλο
Και τον Υλαίο κατάβαλε, που τούτος τους Λαπίθες
Φοβέρισε σηκόνοντας τη στάμνα τη μεγάλη.
 
 
Ω τρισμακάριστοι οι γεωργοί σαν ξέρουν ταγαθά τους!
Η ίδια η γης δικαιότατη τους χύνει από το χώμα
Εύκολη ζήση, μακρυά από τα διχόγνωμα όπλα.
Ψηλό παλάτι, με μπασιές περήφανες, την κάθε
Αυγή, α για κείνους δεν ξερνά χαιρετιστάδων πλήθος
Απ' όλες του τες κάμαρες, κι' ορθούς πλουμιδισμένους
Με ωραίο μπαγά α δε λαχταρούν, και ντυμασιές κλεισμένες
Στο μάλαμα, και χάλκωμα της Κόρινθος, κι' αν τάσπρο
Μαλλί δε βάφουν πορφυρό στ' Ασσυριακό φαρμάκι,
Κι' α με κανέλλα δε χαλούν του αγνού λαδιού τη χρήση,
Μα δεν τους λείπει η ξέγνοιαστη γαλήνη, δεν τους λείπει
Ζωή με πλούτη μπόλικα, που πλάνες δεν κατέχει·
Μα δεν τους λείπει η ανάπαψη στους διάπλατους τους κάμπους,
Σπηλιές, και λίμνες ζωντανές, τα παγερά τα Τέμπη.
Και των βωδιών το μούγγρισμα, και στες ισκιές των δέντρων
Ύπνοι γλυκοί. Εκεί βρίσκονται θεριών μονιές και λόγγοι
Και νεολαία εργατική στο λίγο μαθημένη·
Εκεί γιορτάζουν τους θεούς και σέβονται τους γέρους.
Και φεύγοντας από τη γης τα τελευταία τα ζάλα
Ανάμεσό τους έκαμεν η θεία Δικαιοσύνη.
 
 
Εγώ το πρώτο επιθυμώ να με δεχτούν οι Μούσες,
Που πριν απ' όλα είνε γλυκές και ιερουργός τους είμαι
Από μεγάλον έρωτα για κείνες χτυπημένος,
Και να μου μάθουν τουρανού τους δρόμους και ταστέρια,
Του ήλιου τα σκοτίσματα, του φεγγαριού τα πάθη,
Πώς γένονται οι σεισμοί στη γης, πώς τα βαθειά πελάγη
Φουσκόνουν, τα προχώματα χαλώντας, και καθίζουν
Πάλι στον τόπο τους, γιατί της χειμωνιάς οι ήλιοι
Βιάζονται τόσο να σβυστούν στον Ωκεανό και τέλος
Ποια χασομέρια αντικρατεί τες άργητές τες νύχτες.
Αλλά α, για να μη δύναμαι να μπω σ' αυτά μέρη
Της φύσης, το αίμα αντισταθεί στα φυλλοκάρόια κρύο,
Βρύσες ποτίστρες λαγγαδιών θα χαίρομαι και κάμπους
Και ποταμούς αδόξαστος θένα αγαπάω και λόγγους.
Ω εσείς λιβάδια πού είσαστε, και Σπερχειέ, και πού είσαι
Ταΰγετε όπου οι Λάκαινες παρθένες οργιάζουν!
Ω ποιος στου Αίμου τες λακκιές τες κρύες θα με ποθώσει,
Και με ίσκιους κλώνων απεικούς ποιος θένα με σκεπάσει;
Χαρά στον όπου μπόρεσε να μάθει τες αιτίες
Απ' όλα, και που επέταξε στα πόδια του τον κάθε
Φόβο την ασυγκίνητη τη μοίρα και τον κρότο
Του Αχέροντα. Καλότυχος κ' εκείνος που γνωρίζει
Τους ξεχωρίτες τους θεούς, τες αδερφάδες Νύμφες,
Τον Πάνα και το γέροντα Σιλβάνο· δε λυγίζουν
Εκείνον οι βασιλικές πορφύρες, μήτε οι βέργες
Της εξουσίας του λαού, μήτε η διχογνωμία
Που ανακατόνει τ' άπιστα ταδέρφια, μήτε ο Δάκας
Σαν οχ τον Ίστρο κατεβεί το συνωμότη, μήτε
Της Ρώμης τα πολιτικά και τα πεσμένα κράτη.
Για πένητα δεν πόνεσε σπλαχνιούμενος εκείνος.
Μήτε τον πλούσιο εφτόνεσε, μα τους καρπούς που οι κλώνοι
Κ' οι κάμποι δίνουν μόνοι τους, καλόβουλοι, τρυγάει,
Και δε γνωρίζει του λαού τες χαρτοθήκες, μήτε
Την αγορά την άτσαλη και τα σκληρά κριτήρια.
Άλλοι το κύμα το τυφλό με τα κουπιά ταράζουν,
Ρίχνονται στ' άρματα, σ' αυλές ντρυμόνουν και κατώφλια
Βασιλικά· μ' αφανισμό τη χώρα φοβερίζει
Και τους σπιτίσιους τους θεούς τους δύστυχους εκείνος,
Για νάχει στρώμα Τυριακή πορφύρα και να πίνει
Από πετράδι· και στη γης τα πλούτη του άλλος κρούβει.
Και σαν κλωσσώντας κάθεται το χρήμα το θαμμένο,
Τούτος θαμπόνεται μπροστά στο βήμα ξυπασμένος.
Κι' άλλος χειροκροτήματα στο θέατρο γρικώντας —
Και πατρικίων και λαού – συνεπαρμένος χάσκει·
Κι' άλλοι ζητούν χαρούμενοι, κάτουθε απ' άλλον ήλιο,
Πατρίδα με αίμα αδερφικό βαμμένοι και ξαλλάζουν
Μ' εξορισμό την κατοικιά και το γλυκό το σπίτι.
Τη γης δουλεύει ο γεωργός με το γυρτό ταλέτρι,
Απόκει το συνέμπασμα του χρόνου, κυβερνάει
Απόκει την πατρίδα του και τους μικρούς θεούς του,
Και τες κοπές του και, καθώς τους πρέπει, τα δαμάλια.
Και δεν υπάρχει αναπαμός ή με καρπούς ο χρόνος
Γιομίζει, ή με των κοπαδιών τη γέννα ή με φουφούλες
Αστάκια Δημητριακά, και με το δόσιμό τους
Φορτώνει τ' αυλακώματα και ξεχειλά τ' αμπάρια·
Αλέθονται στα λητρουβειά, σαν έρχεται ο χειμώνας
Της Σικυώνας τα σπειριά, κι' από το βαλανίδι
Χαρούμενα τα μοχτερά ξανάρχονται στο σπίτι,
Και δίνουν τότε οι κουμαριές τα κούμαρα στους λόγγους.
Προσφέρνει το χινόπωρο λογιών καρπούς και βράζει
Ήμερος τρύγος στα ψηλά, σε βράχους ηλιασμένους:
Κι' ως τόσο τέκνα ολόγυρα στο στόμα του πατέρα
Γλυκά κρεμιώνται, την τιμή φυλάει το αγνό το σπίτι,
Των αγελάδων τα βυζιά γαλατερά προβάλλουν.
Και τα θρεμμένα τα τραγιά στο πρόσχαρο γρασίδι
Μ' αντικρυσμένα κέρατα παλεύουν σύνατά τους.
Αυτός γιορτάζει τες γιορτές και πλαγιαστός στο χόρτο.
Όπου τη στάμνα οι σύντροφοι στολίζουν με στεφάνια
Γύρου στη στια καθούμενοι, σε κράζει και σου χύνει
Κρασί, Ληναίε, και στους βοσκούς αγώνισμα προβάλλει
Να σημαδέψουν το φτεληά με το γοργό κοντάρι.
Και για το ξεχωρίτικο το πάλεμα γυμνόνουν
Τούτοι τ' απόσκληρα κορμιά. Τέτοια ζωή οι Σαβίνοι
Αγάπησαν οι παλαιοί στους περασμένους χρόνους·
Τέτοιαν ο Ρήμος κι' ο αδερφός, κ' η δυνατή Ετρουρία
Σ' αυτόν τον τρόπο ετράνωσε· κι' αλήθεια απ' ό,τι υπάρχει
Εγίνηκε το πλιο ώμορφο σ' αυτόν τον τρόπο η Ρώμη.
Και με τειχιά περίκλεισε τα εφτά τα κάστρα αντάμα.
Και πρίχου πάρει ο βασιληας ο Κρητικός το σκήπτρο,
Και τα σφαχτά καματερά γευτεί το ανόσιο γένος,
Στη γης ο Κρόνος ο χρυσός τέτοια ζωή περνούσε,
Κι' ακόμα σάλπιγγες κανείς δεν άκουε να σημαίνουν,
Και σπάθες να τριζοκοπούν στα σιδερένια αμόνια.
Μα άπειρο σιάδι αφήκαμε στο δρόμο μας οπίσω·
Καιρός του ατιού να λύσουμε τον τράχηλο που αχνίζει.