Kostenlos

Τίμαιος, Τόμος Β

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Τίμαιος, Τόμος Β
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XIX

Προ της του κόσμου δημιουργίας ήσαν το ον, ο χώρος και η γένεσις. Αλλ' εν τω χώρω υπάρχουσι πρώτον τα τέσσαρα στοιχεία λογικώς ειμή χρονικώς, συγκεχυμένα, Άνευ είδους και αριθμού, ύστερον όμως διατάσσονται.

Ούτος λοιπόν είναι ο λόγος, τον οποίον εσκέφθην και δύναμαι να δώσω περιληπτικώς περί της γνώμης μου, δηλ. ότι υπήρχε το ον και ο χώρος και η γένεσις, τρία πράγματα τριχώς, και πριν ή γεννηθή ο κόσμος1 και ότι η τροφός της γεννήσεως, υγραινομένη και πυρουμένη, και δεχομένη τας μορφάς της γης και του αέρος και πάσχουσα όλα τα άλλα πάθη, όσα ακολουθούσιν εις ταύτα, εφαίνετο ποικίλη κατά την όψιν· αλλ' επειδή ήτο πλήρης δυνάμεων μήτε ομοίων μήτε ισορρόπων, εις κανέν μέρος της δεν ήτο εις ισορροπίαν, αλλ' όλως ανωμάλως ταλαντευομένη εσείετο αύτη υπ' εκείνων και κινουμένη αυτή πάλιν έσειεν εκείνα. Ταύτα δε τα πράγματα κινούμενα άλλα εις άλλο μέρος, χωριζόμενα πάντοτε μετεφέροντο, όπως εις τον καθαρισμόν του σίτου σειόμενα και ανεμιζόμενα υπό του κοσκίνου και των άλλων οργάνων τα μεν πυκνά και βαρέα μέρη σωρεύονται εις έν μέρος, τα δε αραιά και ελαφρά φέρονται εις άλλην θέσιν2. Ούτω τότε συνέβη εις τα τέσσαρα γένη εκείνα, σειόμενα υπό της δεξαμενής, ενώ αύτη εκινείτο ως όργανον, το οποίον προξενεί σεισμόν, τα μεν ανομοιότατα μέρη εχωρίζοντο πολύ μεταξύ των, τα δε ομοιότατα πάλιν συνωθούμενα συνηνούντο. Και διά τούτο κατελάμβανον τα μεν χώρον διάφορον παρά τα άλλα, πριν ή γεννηθή εξ αυτών τούτο το παν συντεταγμένον.

Και όντως προ τούτου πάντα ευρίσκοντο άνευ λόγου και μέΒ. | τρου· αλλ' ότε ο Θεός επεχείρησε να διακοσμήση το παν, πρώτον το πυρ και το ύδωρ και την γην και τον αέρα, τα οποία είχον μεν ίχνη τινά αυτών, αλλ' ήσαν εις τοιαύτην κατάστασιν εις την οποίαν είναι φυσικόν να ευρίσκηται παν πράγμα, από το οποίον λείπει ο Θεός, ταύτα εις τοιαύτην κατάστασιν φυσικώς όντα τότε, ο Θεός τα εκόσμησε με μορφάς και αριθμούς· Το ότι δε ο Θεός συνέστησε τα πράγματα ταύτα κατά τρόπον όσον το δυνατόν κάλλιστον και άριστον, ενώ ήσαν εις πολύ διάφορον κατάστασιν, τούτο πρέπει να θεωρήται πάντοτε ως υπονοούμενον εις τους λόγους ημών περί παντός πράγματος. Τώρα δε πρέπει να επιχειρήσω να δηλώσω με λόγον ασυνήθη την διάC. | ταξιν εκάστου και την γένεσιν αυτών. Αλλ' επειδή γνωριζετε και τας επιστημονικάς μεθόδους, διά των οποίων είναι αναγκαίον να αποδεικνύωνται τα λεγόμενα, θέλετε με ακολουθήσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XX

Τα τέσσαρα στοιχειώδη σώματα, πυρ, αήρ, ύδωρ, γη, είναι και αυτά σύνθετα, τα στοιχεία δ' αυτών είναι τριγωνικά σχήματα απείρως μικρά. Τα τρίγωνα είναι σκαληνά ή ισοσκελή. Τα σκαληνά συνδυαζόμενα γεννώσι τρία στερεά, την πυραμίδα, το οκτάεδρον και το εικοσάεδρον, τα ισοσκελή γεννώσι μόνον τον κύβον.

Πρώτον μεν, ότι το πυρ, η γη, το ύδωρ και ο αήρ είναι σώματα, είναι βέβαια γνωστόν εις πάντας. Παν δε είδος σώματος πρέπει να έχη και βάθος και στερεότητα3 και το στερεόν πάλιν αναγκαίως περιορίζεται υπό επιπέδων επιφανειών4. Αλλ' η επίπεδος και ευθύγραμμος επιφάνεια αποτελείται εκ τριγώνων, τα Δ. | δε τρίγωνα πάντα αρχήν έχουσι δύο άλλα έχοντα και το έν και το άλλο μίαν γωνίαν ορθήν και δύο οξείας. Εκ τούτων δέ τινα (τα ισοσκελή) έχουσιν εκ των δύο μερών ίσον μέρος γωνίας ορθής περιεχομένης υπό πλευρών ίσων, άλλα δε (τα σκαληνά) έχουσι μέρη άνισα διηρημένα διά πλευρών ανίσων. Ας υποθέσωμεν λοιπόν ότι αύτη είναι η αρχή του πυρός και των άλλων σωμάτων, προχωρούντες αναγκαίως κατά τον πιθανόν λόγον5, διότι τας ανωτέρας αρχάς τούτων γινώσκει μόνος ο Θεός και Ε. | εκείνος εκ των ανδρών, όστις είναι φίλος αυτού. Πρέπει λοιπόν να είπωμεν ποία είναι τα κάλλιστα εκείνα σώματα, τα οποία δύνανται να γίνωσι, τα τέσσαρα δηλαδή, ανόμοια μεν μεταξύ των, αλλά τινά εξ αυτών ικανά όντα να γεννώνται τα μεν εκ των δε, καθόσον ταύτα διαλύονται. Διότι εάν επιτύχωμεν τούτο, θα έχωμεν την αλήθειαν περί γενέσεως της γης και του πυρός και των δύο άλλων, τα οποία είναι μέσοι ανάλογοι αυτών. Διότι κατά τούτο δεν θα υποχωρήσωμεν εις κανένα, ότι δηλ. δύνανται να υπάρχωσί πού σώματα ορατά ωραιότερα από ταύτα, έκαστον εις το γένος του. Πρέπει λοιπόν να έχωμεν προθυμίαν, ίνα συναρμόσωμεν τα τέσσαρα είδη σωμάτων, διαφέροντα κατά την καλλονήν, και είτα είπωμεν, ότι ικανώς κατελάβομεν την φύσιν αυτών.

54. | Εκ των δύο ειδών τριγώνων το ισοσκελές μίαν μόνην έχει φύσιν, το δε σκαληνόν απείρους, πρέπει δε εκ των απείρων να προτιμώμεν το κάλλιστον, εάν θέλωμεν να αρχίσωμεν καθώς πρέπει. Αν λοιπόν τις δύναται να εκλέξη και να είπη άλλο ωραιότερον διά την σύστασιν των σωμάτων τούτων, ούτος ουχί ως εχθρός αλλ' ως φίλος νικά. Ημείς δε εκ των πολλών τριγώνων θέτομεν έν ως το κάλλιστον, παραλείποντες τα άλλα, εκείνο δηλ.

εκ του οποίου επαναλαμβανομένου σχηματίζεται τρίτον, ισόπλευΒ. | ρον6 διατί δε τούτο, ο λόγος είναι μακρός, αλλ' εις εκείνον όστις δύναται να αναιρέση τούτο και να εύρη ότι δεν έχει ούτως, ως βραβείον πρόκειται η φιλία ημών. Ας εκλέξωμεν λοιπόν δύο τρίγωνα, εκ των οποίων κατεσκευάσθησαν το σώμα του πυρός και το των άλλων (στοιχείων), το μεν (να είναι) ισοσκελές, το δε άλλο να έχη την μεγαλυτέραν των καθέτων κατά την δύναμιν τριπλασίαν της μικροτέρας7.

 

Εκείνο δε, το οποίον πρότερον έχω ειπεί όχι σαφώς, τώρα πρέπει καλύτερα να προσδιορίσω. Τα τέσσαρα δηλαδή είδη (στοιχεία) μας εφαίνοντο τότε ότι όλα αμοιβαίως εγεννώντο τα μεν εκ των δε, αλλά δεν εφανταζόμεθα ορθώς. Διότι γεννώνται C. | μεν εκ των τριγώνων, τα οποία εξελέξαμεν, τέσσαρα είδη, τα τρία μεν εκ του ενός, το οποίον έχει τας πλευράς ανίσους, αλλ' έν μόνον, το τέταρτον, αποτελείται εκ του ισοσκελούς τριγώνου. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν όλα, διαλυόμενα εις άλληλα να γίνωνται εκ πολλών μικρών ολίγα μεγάλα, και αντιστρόφως, αλλά μόνα τα τρία πρώτα. Διότι ταύτα, επειδή εγεννήθησαν όλα εξ ενός τριγώνου, όταν λυθώσι τα μεγαλύτερα συστήματα (αθροίΔ. | σματα), πολλά μικρότερα θα συσταθώσι, λαμβάνοντα τας καταλλήλους εις αυτά μορφάς, και ούτως, όταν πάλιν τα πολύ μικρά χωρισθώσιν εις τρίγωνα, εάν εξ ενός όγκου γίνη μία ενότης, δύναται να αποτελεσθή έν άλλο είδος μέγα8. Aρκούσι λοιπόν όσα είπομεν περί της αμοιβαίας γενέσεως του ενός εκ του άλλου των ειδών τούτων. Εκείνο δε όπερ ων ακόλουθον εις ταύτα πρέπει να είπωμεν, είναι: τι είναι έκαστον είδος, όπερ γίνεται εξ αυτών, και εκ της συμπτώσεως ποίων αριθμών γίνεται.

Και θα αρχίσωμεν με το είδος το πρώτον και έχον την σμικροτάτην σύστασιν. Στοιχείον τούτου είναι το τρίγωνον το έχον την υποτείνουσαν διπλασίαν της μικροτέρας καθέτου κατά το μήκος, συνδυάζοντες δε ανά δύο εκ των τριγώνων τούτων διά της διαΕ. | γωνίου, και τούτο ποιούντες τρεις φοράς, ούτως ώστε αι διαγώνιοι και αι μικρότεραι κάθετοι να συνενώνται εις έν κοινόν σημείον ως εις κέντρον, γίνεται έν ισόπλευρον τρίγωνον εκ των έξ τα οποία υπήρχον9. Όταν έπειτα συνενωθώσι τέσσαρα τρίγωνα 55. | ισόπλευρα, ανά τρεις ομού επίπεδοι γωνίαι αποτελούσι μίαν στερεάν γωνίαν, κειμένην εφεξής της αμβλυτέρας των επιπέδων γωνιών· και επειδή απετελέσθησαν τέσσαρες τοιούτοι συνδυασμοί σχηματίζεται ούτω το πρώτον στερεόν είδος10, όπερ έχει την ιδιότητα να διαιρή εις μέρη ίσα και όμοια την όλην επιφάνειαν σφαίρας (εις την οποίαν είναι εγγεγραμμένη). Δεύτερον είδος γίνεται εκ των αυτών τριγώνων, αλλ' ενουμένων εις οκτώ ισόπλευρα τρίγωνα, ώστε να αποτελώσι μίαν στερεάν γωνίαν έχουσαν τέσσαρας επιπέδους γωνίας, και όταν γίνωσιν έξ τοιαύτα, τότε το Β. | δεύτερον πάλιν σώμα αποτελείται11. Το τρίτον είδος στερεού σύγκειται εξ εκατόν είκοσι στοιχείων (τριγώνων) ομού ηνωμένων και εκ δώδεκα στερεών γωνιών, των οποίων εκάστη περιέχεται υπό πέντε επιπέδων ισοπλεύρων τριγώνων, και έχει ως βάσεις (όψεις) είκοσι ισόπλευρα τρίγωνα12. Και ούτω το έν εκ των στοιχείων, αφού εγέννησε πάντα ταύτα, εξηντλήθη. Το δε ισοσκελές τρίγωνον εγέννησε το τέταρτον είδος σώματος, καθ' όσον ανά τέσσαρα ισοσκελή ηνούντο ούτως, ώστε αι ορθαί γωνίαι να συνενώνται εις το κέντρον και να γεννάται έν τετράγωνον ισόπλευC. | ρον13. Έξ δε τοιαύτα συνενωθέντα αποτελούσιν οκτώ στερεάς γωνίας, των οποίων εκάστη συνίσταται από τρεις επιπέδους ορθάς· το δε σχήμα του ούτω συναποτελεσθέντος σώματος γίνεται κυβικόν έχον έξ επιπέδους τετραγώνους ισοπλεύρους βάσεις (έδρας)14. Προσέτι δε, επειδή υπήρχεν είς πέμπτος συνδυασμός, ο Θεός μετεχειρίσθη αυτόν, ίνα κοσμήση το σχήμα του παντός15.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXI

Τα ειρημένα 4 στερεά συνδυαζόμενα γεννώσι τα 4 στοιχειώδη σώματα. Η μεν γη σύγκειται εκ κύβων, το ύδωρ εξ εικοσαέδρων, ο αήρ εξ οκταέδρων και το πυρ εκ τριγωνικών πυραμίδων. Όθεν τα σωμάτια του πυρός είναι τα οξύτατα, τμητικώτατα, ευκινητότατα και κουφότατα σχετικώς προς τα των άλλων, τα της γης δε είναι τα μέγιστα, αμβλύτατα, βαρύτατα και δυσκινητότατα.

Εάν δε τις ταύτα πάντα ακριβώς αναλογιζόμενος απορή αν πρέπη να λέγη ότι οι κόσμοι είναι άπειροι, ή ότι έχουσι πέρας, το δόγμα ότι είναι άπειροι δύναται να το θεωρή αληθώς ότι είΔ. | ναι γνώμη ανθρώπου απείρου (αμαθούς) εις πράγματα εις τα οποία οφείλει να είναι έμπειρος. Αλλά, αν πρέπη να λέγη ότι όντως ούτοι εγεννήθησαν είς ή πέντε, επιμείνας εις τούτο, μάλλον ευλόγως δύναται να απορή. Η γνώμη όμως ημών είναι ότι κατά πάντα ορθόν λόγον είς μόνος κόσμος εγεννήθη, άλλος όμως αποβλέπων εις άλλα, θα έχη ίσως διάφορον γνώμην.

Αλλ' ας αφήσωμεν τούτον, και ας διανείμωμεν τα είδη, τα οποία εύρομεν διά του λόγου, εις πυρ, γην, ύδωρ και αέρα. Και εις την γην ας δώσωμεν το κυβικόν σχήμα, διότι αύτη είναι εκ Ε. | των τεσσάρων ειδών η μάλλον ευκίνητος και εξ όλων των σωμάτων η μάλλον εύπλαστος, και τοιούτο προ πάντων πρέπει να είναι εκείνο, όπερ έχει τας βάσεις ασφαλεστάτας. Διότι εκ των κατ' αρχάς υποτεθέντων τριγώνων φύσει ασφαλεστέρα είναι η βάσις των εχόντων δύο πλευράς ίσας παρά την βάσιν των εχόντων αυτάς ανίσους, και εκ των επιφανειών, αίτινες αποτελούνται εκ του ενός και εκ του άλλου, το ισόπλευρον τετράγωνον είναι κατ' ανάγκην σταθερώτερον του ισοπλεύρου τριγώνου και κατά τα μέρη και κατά το όλον. Διό αποδίδοντες τούτο εις την γην 56. | διατηρούμεν την πιθανότητα του λόγου· εις το ύδωρ δε έπειτα (ας δώσωμεν) το σχήμα, όπερ εκ των υπολοίπων είναι το μάλλον δυσκίνητον, εις δε το πυρ το ευκινητότατον πάντων, και εις τον αέρα το μέσον σχήμα· και το σμικρότατον σώμα ας δώσωμεν εις το πυρ, το μέγιστον εις το ύδωρ και το μέσον εις τον αέρα, και ακόμη το μεν οξύτατον εις το πυρ, το δεύτερον (μετά το πυρ) εις τον αέρα και το τρίτον εις το ύδωρ. Εξ όλων λοιπόν Β. | τούτων το έχον τας ολιγωτέρας βάσεις αναγκαίως είναι το μάλλον ευκίνητον, διότι εξ όλων είναι πανταχόθεν το μάλλον κοπτικόν και οξύ, και προσέτι το ελαφρότατον, διότι αποτελείται εξ ολιγίστου αριθμού των αυτών μερών· το δε ερχόμενον δεύτερον πρέπει να έχη τας αυτάς ιδιότητας εις δεύτερον βαθμόν, και το τρίτον εις τρίτον βαθμόν. Λοιπόν συμφώνως με τον ορθόν λόγον και τον πιθανόν, το στερεόν το λαβόν το σχήμα της πυραμίδος είναι το στοιχείον και το σπέρμα του πυρός, και το δεύτερον κατά την γέννησιν (το κανονικόν οκτάεδρον) ας το είπωμεν του αέρος, και το τρίτον (το κανονικόν εικοσάεδρον) του ύδατος. Πάντα λοιπόν ταύτα πρέπει να τα συλλαμβάνωμεν με C. | την διάνοιαν τόσον σμικρά, ώστε έν έκαστον εξ εκάστου είδους μόνον μας είναι όλως αόρατον και όταν πολλά αυτών συναθροισθώσιν εις έν τότε φαίνεται η μάζα αυτών. Και ως προς τας αναλογίας εις τας ποσότητας και τας κινήσεις και τας άλλας δυνάμεις πάσας πρέπει να νοώμεν ότι ο Θεός, καθ' ίσον του φυσικού νόμου η ανάγκη εκουσίως και πειθομένη υπεχώρει εις αυτόν, κατά τόσον, αφού πανταχού ακριβώς τας απετέλεσε, τας συνήρμοσε λογικώς.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXII

Μεταμορφώσεις των τεσσάρων στοιχειωδών σωμάτων εις άλληλα. Σωμάτιον ύδατος (20εδρον) δύναται να δώση δύο αέρος (8εδρα) και έν πυρός (4εδρον). Έν αέρος αποτελεί δύο πυρός κ.λ. Ανάπαλιν εκ πυρός γίνεται αήρ και εξ αέρος ύδωρ. Αι μεταμορφώσεις αύται φέρουσι μεταβολήν θέσεως. Εκ της μίξεως των στοιχείων γεννώνται τα διάφορα ορατά σώματα.

Εκ πάντων όσα προείπομεν περί των τεσσάρων ειδών τούτων, ιδού πώς κατά μεγίστην πιθανότητα δύνανται να έχωσι Δ. | ταύτα. Η γη ερχομένη εις συνάντησιν με το πυρ και διαλυθείσα υπό της οξύτητος αυτού διασκορπίζεται, είτε διαλυομένη τυχόν εις αυτό το πυρ είτε εις την μάζαν του αέρος είτε εις την του ύδατος· έως ου τα μέρη αυτής τα τυχόν ευρεθέντα ομού εις μέρος τι συναρμοσθώσι μεταξύ των και ούτω γίνη πάλιν γη.

Διότι βεβαίως δεν δύναταί ποτε η γη να μεταβή εις άλλο είδος.

Το ύδωρ όμως διαιρεθέν υπό του πυρός ή και υπό του αέρος, δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι γίνεται ανασυνιστώμενον16 έν σώμα πυρός και δύο αέρος. Ως προς τα τμήματα δε του αέρος, εξ ενός Ε. | μέρους αυτών, όταν διαλυθή, δύνανται να γίνωσι δύο σώματα πυρός. Και ανάπαλιν, όταν ολίγον πυρ περιλαμβανόμενον υπό πολλού αέρος ή ύδατος ή γης τινος, παρασυρόμενον υπό της κινήσεως αυτών και νικηθέν εις την μάχην, θραυσθή, δύο σώματα πυρός δύνανται να συντεθώσιν εις έν μόνον είδος αέρος· και όταν ο αήρ νικηθή και κατακερματισθή, εκ δύο όλων και ενός ημίσεος αυτού, αποτελεσθή έν όλον συμπαγές ύδατος. Τω 57. | όντι, ας εξετάσωμεν αυτά πάλιν κατά τον ακόλουθον τρόπον: Όταν έν είδος εκ των άλλων περιεχόμενων εντός του πυρός κόπτηται υπ' αυτού διά της οξύτητος των γωνιών και των πλευρών του, μεταβαίνον ως προς την σύστασίν του εις την φύσιν του πυρός παύει πλέον από του να κόπτηται. Διότι έκαστον είδος, όμοιον ον και ταυτόν προς εαυτό, δεν είναι δυνατόν ούτε να επιφέρη μεταβολήν ούτε να πάθη τι υπό είδους ίσου και ομοίου προς αυτό17. Εν όσω όμως έν είδος μεταβαίνει εις άλλο, και ασθενέστερον ον μάχεται κατά ισχυροτέρου, δεν παύει από του να διαλύηται. Αλλ' όταν τα μικρότερα είδη, ολίγα όντα, περικλεισμένα εντός των μεγαλυτέρων, πολλών όντων σβύνωνται θραυόμενα, εάν μεν θέλωσι να έλθωσιν εις το είδος του νικήσαντος αυτά, παύουσιν από του να σβύνωνται και εκ του πυρός γίΒ. | νεται αήρ, εκ δε του αέρος γίνεται ύδωρ. Αν όμως κινώνται κατ' αυτού (του ισχυροτέρου)18 και αν έν από τα άλλα είδη συνδραμόν συμπολεμή, δεν παύουσιν από του να διαλύωνται πριν ή ολοσχερώς απωθούμενα και διαλελυμένα καταφύγωσιν εις το είδος της φύσεώς των, ή αφού νικηθώσι και γίνωσιν εκ πολλών έν μόνον πράγμα όμοιον προς το νικήσαν, μείνωσιν ίνα κατοικώσι μετ' αυτού. Και βεβαίως διά τα παθήματα ταύτα έκαC. | στον των ειδών τούτων μεταβάλλει τόπον19. Διότι ο (αρχικός) όγκος εκάστου είδους είναι αποχωρισμένος των άλλων εις ιδιαίτερον τόπον ένεκα της κινήσεως του περιέχοντος αυτά χώρου, και εκείνα, άπερ εκάστοτε γίνονται ανόμοια προς εαυτά, όμοια δε προς άλλα, μεταφέρονται υπό του σεισμού εις τον τόπον εκείνων, με τα οποία ήθελον ομοιωθή.

Όσα λοιπόν είναι άκρατα (απλά) και πρώτα σώματα όλα έγιναν διά τοιούτων αιτίων. Ότι δε εις τα γένη αυτών άλλα είδη εγεννήθησαν, τούτου την αιτίαν πρέπει ν' αποδώσωμεν εις την σύστασιν εκάστου των δύο στοιχείων20· διότι, δι' εκάστην Δ. | σύστασιν δεν παρήχθη κατ' αρχάς το τρίγωνον με έν μόνον μέγεθος, αλλά έγιναν και μεγαλύτερα και μικρότερα, τοσαύτα δε τον αριθμόν, όσα δύνανται να είναι τα είδη εις τα γένη21. Τοιουτοτρόπως αναμιγνυόμενα ταύτα προς εαυτά και μεταξύ των είναι άπειρα κατά την ποικιλίαν, της οποίας πρέπει να γίνωσι θεωροί οι μέλλοντες να είπωσιν ορθά περί της φύσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIII

Η κίνησις και η στάσις. Αίτια κινήσεως η ανομοιότης και η ανισότης (διαφορά). Το σύμπαν κυκλοτερές ον σφίγγει τα σώματα και ουδαμού αφίνει κενόν. Συνοχή σωμάτων. Η κίνησις είναι αδιάλειπτος.

Περί κινήσεως όμως και ηρεμίας, με ποίον τρόπον και διά ποίας αιτίας γίνονται, εάν δεν συμφωνήσωμεν πρώτον, πολλά θα υπάρξωσιν εμπόδια εις τους επομένους συλλογισμούς. Τινά Ε. | μεν περί αυτών έχομεν ήδη είπει· αλλ' εκτός εκείνων θα είπωμεν και ταύτα: ότι όπου υπάρχει ομαλότης (το ομοιόμορφον) δεν δύναται να υπάρχη κίνησις. Διότι πράγμα μέλλον να κινηθή χωρίς το μέλλον να κινήση ή πράγμα μέλλον να κινήση χωρίς το μέλλον να κινηθή είναι δύσκολον ή μάλλον αδύνατον. Λοιπόν άνευ των δύο τούτων κίνησις δεν υπάρχει· ταύτα δε να είναι όμοια είναι αδύνατον22. Ούτω πάντοτε την ηρεμίαν ας ανάγωμεν εις την ομαλότητα, την δε κίνησιν εις την ανωμα58 | λίαν (διαφοράν). Η ανισότης δε πάλιν είναι αιτία της ανωμαλίας. Και της μεν ανισότητος εξητάσαμεν23 την γένεσιν.

Αλλά πώς άρα γε δεν συμβαίνει ώστε χωρισθέντα ταύτα κατά τα είδη αυτών έκαστα να παύσωσιν από του να κινώνται και να μεταφέρωνται τα μεν διά των δε, ταύτα δεν έχομεν είπει.

Λοιπόν πάλιν θα είπωμεν ούτως: Η περιφορά του σύμπαντος αφού περιέλαβεν εις εαυτήν τα ειρημένα γένη, επειδή είναι κυκλική κατά την μορφήν και έχει την φυσικήν τάσιν να επανέρχηται εις εαυτήν, συσφίγγει πάντα τα πράγματα και δεν αφίνει να μένη τόπος κενός ουδείς. Διά τούτο προ πάντων το πυρ εισδύει Β. | εις όλα τα πράγματα και κατά δεύτερον λόγον ο αήρ, καθό φύσει δεύτερος κατά την λεπτότητα, και τα άλλα είδη κατά τον αυτόν τρόπον. Διότι όσα έγιναν εκ μερών μεγίστων αφίνουσι μέγιστον κενόν εις την σύστασιν αυτών, τα δε σμικρότατα ελάχιστον. Όθεν η κίνησις της συμπυκνώσεως ωθεί τα μικρά εις τα κενά των μεγάλων24. Όταν λοιπόν τα μικρά τίθενται πλησίων των μεγάλων, και τα μεν σμικρά χωρίζωσι τα μεγάλα, τα δε μεγάλα συμπιέζωσι τα μικρά, όλα άνω-κάτω μεταφέρονται εις τους ιδιαιτέρους αυτών τόπους. Διότι έκαστον μεταβάλC | λον το μέγεθος μεταβάλλει και τον τόπον, εν ω ίσταται.

Ούτω και διά τους λόγους τούτους η γέννησις της ανωμαλίας, διατηρουμένη πάντοτε, παράγει την συνεχή κίνησιν των στοιχείων τούτων, ήτις είναι και θα είναι αδιακόπως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIV

Τα διάφορα γένη ή ποιότητες του πυρός – του αέρος – και του ύδατος (Χημεία).

Μετά ταύτα πρέπει να έχωμεν κατά νουν ότι πολλά είδη πυρός υπάρχουσιν, ως η φλοξ και εκείνο όπερ απορρέει εκ της φλογός και όπερ δεν καίει μεν, αλλά δίδει φως εις τους οφθαλμούς, και εκείνο όπερ εκ του πυρός μένει εις τα διάπυρα σώΔ. | ματα, όταν η φλοξ σβεσθή25. Κατά τον αυτόν τρόπον εις τον αέρα υπάρχει το καθαρώτατον μέρος ονομαζόμενον αιθήρ, και το θολερώτατον καλούμενον νέφος και σκότος, και άλλα είδη χωρίς όνομα, τα οποία εγεννήθησαν διά την ανισότητα των τριγώνων. Τα δε είδη του ύδατος είναι κατά πρώτον δύο, το υγρόν και το χυτόν26. Το μεν υγρόν, επειδή σύγκειται εκ μερών ύδατος σμικρών και ανίσων, είναι κινητόν υφ' εαυτού και υπ' άλλου, ένεκα της ανωμαλίας του και των ιδιοτήτων του Ε. | σχήματός του. Το άλλο όμως, επειδή αποτελείται εκ μερών μεγάλων και ίσων, ον στασιμώτερον του πρώτου και βαρύ, είναι συμπαγές ένεκα της ομαλότητός του, αλλ' υπό την ενέργειαν του πυρός, το οποίον διαπερά και διαλύει αυτό, αποβάλλον το ομοιόμορφον αυτού αποκτά περισσοτέραν κίνησιν, και επειδή γίνεται ευκίνητον, ωθείται υπό του πλησίον αέρος και εκτείνεται επί της γης, και τήξις μεν η διάλυσις της μάζης του, ροή δε η επί της γης διάχυσις αυτού ωνομάσθησαν, έκα59. | στον των παθών τούτων. Και πάλιν, όταν εξέρχηται εξ αυτού το πυρ, επειδή τούτο δεν μεταβαίνει εις το κενόν, ο πλησίον αήρ, ωθούμενος υπ' αυτού και ωθών τον υγρόν όγκον, ακόμη ευκίνητον όντα, εις τους τόπους τους οποίους αφήκε κενούς το πυρ, τον συμπιέζει εις εαυτόν· ούτος δε (ο υγρός όγκος) διά της πιέσεως επανακτών την ομαλότητα αυτού, διότι απήλθε το πυρ, το αίτιον της ανωμαλίας, γίνεται ως πρότερον ο αυτός προς εαυτόν. Και η μεν αποχώρησις του πυρός ωνομάσθη ψύξις, η δε μετά την αποχώρησιν τούτου συμπύκνωσις ωνομάσθη πήξις.

Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων μερών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλπνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο χρυσός, όστις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας.

Και ο όζος του χρυσού, όστις διά την πυκνότητα αυτού είναι σκληρότατος και μελανός το χρώμα, ωνομάσθη αδάμας27. Εκείνο δε ου τα μέρη είναι μικρά ως τα του χρυσού, αλλ' έχει είδη πλείω του ενός, είναι δε και πυκνότερον του χρυσού, και C. | έχει ολίγον και λεπτόν μέρος γης, ώστε να είναι σκληρότερον, αλλά επειδή έχει εντός εαυτού μεγάλα διαλείμματα, είναι ελαφρότερον, τούτο είναι έν είδος εκ των λαμπρών και συμπιεστών υδάτων και στερεοποιηθέν αποτελεί τον χαλκόν.

Το δε μέρος της γης το μιχθέν μετ' αυτού, όταν και τα δύο παλαιούμενα αποχωρίζωνται πάλιν απ' αλλήλων, γινόμενον φανερόν ως υπάρχον καθ' εαυτό λέγεται ιός (σκωρία). Περί δε των άλλων, εκ των τοιούτων ουδόλως είναι δύσκολον να εξηγηθή τις ακόμη, ακολουθών την πιθαναλογίαν διά της οποίας, (όταν Δ. | χάριν αναπαύσεως αφίνη τους λόγους περί των αιωνίων όντων και προσέχων εις τους πιθανούς λόγους περί εκείνου, όπερ γίνεται, αποκτά ηδονήν αμεταμέλητον), δύναται να εύρη παιδιάν μεμετρημένην και φρόνιμον εν τη ζωή του. Ούτω δε και ημείς τώρα ομοίως οδηγούμενοι, ως πρότερον, θα εκθέσωμεν περί των πραγμάτων τούτων τας εξής πιθανότητας τοιουτοτρόπως.

Το ύδωρ, αναμιχθέν με το πυρ, όσον είναι λεπτόν και υγρόν (και διά την κίνησιν και τον δρόμον, τον οποίον λαμβάνει κυλιόμενον επί της γης, λέγεται υγρόν), και μαλακόν συνάμα, διότι αι βάσεις αυτού, ούσαι ολιγώτερον στερεαί παρά τας βάσεις της γης, ευκόλως υποχωρούσι, τούτο (το ύδωρ), όταν αποχωρισθέν Ε. | από του πυρός και από του αέρος μείνη μόνον, γίνεται ομαλώτερον και διά την αποχώρησιν εκείνην συνωθείται εις εαυτό· και τοιουτοτρόπως πυκνωθέν, εκείνο όπερ πάσχει τούτο εις μέγαν βαθμόν υπεράνω της γης λέγεται χάλαζα, το δε επί της γης παθόν τούτο ονομάζεται κρύσταλλος (πάγος), το δε παθόν εις ολιγώτερον βαθμόν και κατά το ήμισυ μόνον πηχθέν, τούτο, αν είναι υπεράνω της γης, καλείται χιών, και εάν πυκνωθή επί της γης και γεννάται εκ της δρόσου, λέγεται πάχνη.

Αι δε πολυάριθμοι ποιότητες ύδατος, αι οποίαι είναι ανάμικτοι 60. | μεταξύ των και διυλίζονται διά των φυτών της γης όλαι ομού λέγονται χυμοί. Ούτοι δε, ένεκα των αναμίξεων, επειδή είναι έκαστος διάφορος του άλλου, οι μεν περισσότεροι απετέλεσαν ανώνυμα είδη, τέσσαρα όμως, τα οποία περιέχουσι πυρ, επειδή ήσαν μάλλον προφανή, έλαβον ίδια ονόματα· και το μεν δυνάμενον να θερμαίνη την ψυχήν άμα και το σώμα είναι ο οίνος· το δε άλλο, το οποίον είναι λείον και ικανόν να διαστέλλη την όρασιν και διά τούτο, είναι λαμπρόν κατά την όψιν και φαίνεται στιλπνόν και παχύ είναι το ελαιώδες είδος, ήτοι η πίσσα, Β. | ο χυμός της ρητίνης, αυτό το έλαιον και όσοι άλλοι χυμοί είναι της αυτής φύσεως. Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι διαχυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος, και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν γένει το όνομα μέλι· και εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικότητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη οπός.

1Πώς δύναται να υπάρχη γένεσις προ της διακοσμήσεως του παντός; Γένεσιν εννοεί τα στοιχειώδη σώματα, τα οποία ήσαν ατελώς πεπλασμένα εν τω χώρω, όστις πρέπει πάντοτε να έχη δεχθή μορφάς τινας, διότι η φύσις του είναι να δέχηται τοιαύτας και να χωρή.
2Τα πράγματα κινούνται ατάκτως ως υπό του Θεού εγκαταλελειμμένα. Αλλ' η κίνησις δεν είναι άνευ τέλους, διότι τα όμοια μέρη έτεινον να ενωθώσι με τα όμοια, επομένως τα άτομα είδη να χωρισθώσι. Και ταύτα εναντίον της δόξης του Δημοκρίτου και των ατομολόγων. Η κίνησις αύτη και το αποτέλεσμα αυτής είναι μέρος της ανάγκης, εις ην ο Θεός έθεσε τάξιν. Όρα κατωτέρω σελ. 57. Τα 4 είδη διατηρούσιν ακόμη την τάσιν να συνενωθώσιν έκαστον καθ' εαυτό χωριστά των άλλων, εάν ποτε ο νέος νόμος αφήση αυτά ελεύθερα.
3Τ. έ. πρέπει να έχη και τρίτην διάστασιν, βάθος.
4Ο Πλάτων ανατρέχει εις το στοιχειωδέστατον σχήμα, όπερ είναι το ευθύγραμμον. Πάσα επίπεδος επιφάνεια δύναται να διαιρεθή εις τρίγωνα, παν δε τρίγωνον εις δύο άλλα ορθογώνια τρίγωνα. Ώστε το ορθογώνιον τρίγωνον είναι το πρώτον στοιχείον του σχήματος. Αλλά τα ορθογώνια ταύτα τρίγωνα δύνανται να είναι ισοσκελή ή σκαληνά. Εάν μεν είναι ισοσκελή, έχουσι τας δύο οξείας γωνίας ίσας μεταξύ των, ήτοι η ετέρα ορθή γωνία του ορθογωνίου είναι διηρημένη εκατέρωθεν εις δύο ημίση, όπως ίσαι είναι και αι κάθετοι πλευραί αι ανήκουσαι εις τας δύο ταύτας γωνίας. Εάν τα τρίγωνα είναι σκαληνά, έχουσιν ανίσους τας οξείας γωνίας. Έστω το ισοσκελές τρίγωνον ΑΒΓ ορθογώνιον εις Α. Αι γωνίαι Β και Γ είναι ίσαι, ήτοι αι κάθετοι ΑΒ και ΑΓ τέμνουσιν εις δύο ίσα μέρη τας λοιπάς 90 μοίρας τας αναγκαίας, ίνα αποτελεσθώσιν αι 180 μοίραι, ας περιέχει το τρίγωνον. Αι κάθετοι αύται καθ' υπόθεσιν είναι ίσαι. Έστω ήδη το σκαληνόν α β γ ορθογώνιον εις α. Αι γωνίαι β και γ είναι άνισοι, όπως άνισοι είναι και αι κάθετοι α β και α γ.
5Ήτοι κατ' εκείνον τον λόγον δι' ον είναι αναγκαίον να αρκώμεθα εις την πιθανότητα ή όστις κατ' ανάγκην δεν δύναται να είναι παρά πιθανός.
6Δύο τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά και ίσα, κοινήν έχοντα την μείζονα κάθετον, αποτελούσιν ισόπλευρον τρίγωνον, όταν η ελάσσων κάθετος είναι το ήμισυ της υποτεινούσης. Έστωσαν τα ορθογώνια σκαληνά και ίσα τρίγωνα ΑΒΔ και ΑΓΔ, κοινήν έχοντα την κάθετον ΑΔ, την δε κάθετον ΒΔ ίσην προς το ήμισυ της υποτεινούσης ΑΒ. Διά τούτο ΔΓ είναι ήμισυ της ΑΓ, άρα ΒΔ+ΔΓ=ΑΒ=ΑΓ.
7Είναι το αυτό σκαληνόν ορθογώνιον τρίγωνον έχον την ελάσσονα κάθετον ίσην με το ήμισυ της υποτεινούσης. Εις το τρίγωνον τούτο το τετράγωνον της μείζονος καθέτου είναι το τριπλάσιον του τετραγώνου της ελάσσονος (τριπλασία δύναμις). Έστω το ανωτέρω τρίγωνον ΑΔΒ. Εάν ΑΒ είναι διπλασία της ΒΔ, τότε (ΑΒ)2 θα είναι τετραπλάσιον του (ΒΔ)2. Αλλά κατά το Πυθαγορικόν θεώρημα (ΑΔ)2=(ΑΒ)2– (ΒΔ)2. Άρα το (ΑΔ)2 είναι τριπλάσιον του (ΒΔ)2.
8Το ύδωρ, ο αήρ και το πυρ, αποτελούμενα στοιχειωδώς εκ των αυτών σκαληνών τριγώνων, δύνανται να μεταβάλλωνται εναλλάξ, ούτως ώστε το αποτελούμενον εκ μεγαλυτέρων στοιχείων, π.χ. το ύδωρ, δύναται να διαλύηται εις εκείνα των μικροτέρων στοιχείων, λοιπόν το ύδωρ εις αέρα, έως ου διαλυθή εις τα στοιχειώδη τρίγωνα, τα οποία έπειτα δύνανται να συνδεθώσι πάλιν εις νέαν ενότητα, και, όταν αύτη αποτελέση έν σύνολον, τότε υπάρχει το νέον είδος· δηλαδή τα τρίγωνα, τα οποία πρότερον απετέλουν το ύδωρ, θα δύνανται τώρα ν' αποτελέσωσι το πυρ, τα δε του πυρός το ύδωρ κ.τ.λ.
9Αύτη είναι άλλη ιδιότης του ειρημένου ορθογωνίου σκαληνού τριγώνου. Έστωσαν δύο ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα ίσα ΑΒΓ και ΑΖΓ κοινήν έχοντα την υποτείνουσαν ΑΓ διπλασίαν της μικροτέρας καθέτου ΒΓ. Αύτη γίνεται η διαγώνιος του τετραπλεύρου ΑΒΓΖ. Διά τούτο λέγει ο Τίμαιος ότι διά της διαγωνίου (διαμέτρου) συνδέονται τα τρίγωνα μάλλον παρά διά της υποτεινούσης. Διά προεκβολών επαναλαμβάνοντες δις τα δύο ταύτα τρίγωνα έχομεν τα τετράπλευρα ΗΒΓΔ και ΕΔΓΖ, πάντα δε γεννώσι τα ισόπλευρον τρίγωνον ΑΗΕ. Τούτο λοιπόν προκύπτει από έξ τρίγωνα ορθογώνια σκαληνά, των οποίων έκαστον έχει την υποτείνουσαν διπλασίαν της ελάσσονος καθέτου και είναι ίσα προς άλληλα.
10Πάντα τα κανονικά πολύεδρα διαιρούσιν εις μέρη ίσα και όμοια την σφαίραν, εν η είναι εγγεγραμμένα. Το ελάχιστον κανονικόν πολύεδρον είναι η πυραμίς, ης η βάσις και αι έδραι είναι τρίγωνα ισόπλευρα. Η αμβλυτάτη επίπεδος γωνία είναι εκείνη, ήτις μάλλον προσεγγίζει εις τας δύο ορθάς. Αλλ' η ενταύθα περιγραφομένη στερεά γωνία αποτελεί ακριβώς δύο ορθάς γωνίας. Διότι τα τρίγωνα, εξ ων αποτελείται το τετράεδρον τούτο, έχουσι τας γωνίας ίσας, δι' ό τρεις εκ των γωνιών τούτων οπουδήποτε ληφθείσαι ισούνται προς δύο ορθάς, ου μόνον αι τρεις αι αποτελούσαι έν τρίγωνον, αλλά και αι τρεις αι αποτελούσαι μίαν στερεάν γωνίαν. Σημειωτέον ότι ο Πλάτων προσδιορίζων τα αρχικά σχήματα νοεί όχι την ύλην, αλλά τον χώρον. Εισάγει εις το άπειρον τα πέρας, όπερ είναι ο αριθμός και το μέτρον· τα γεωμετρικά δε σχήματα είναι αριθμός και μέτρον. Αι επιφάνειαι λοιπόν αυτού δεν είναι υλικαί, αλλά όρια μαθηματικά και μέτρα· τα δε γεωμετρικά στερεά, τα οποία αι επιφάνειαι περιγράφουσι, δεν είναι υλικά στερεά, αλλ' αντιστοιχούσι προς τους αριθμούς εκείνους, οίτινες μεσάζουσι μεταξύ ιδεών και πραγμάτων. Ο Πλάτων ζητών τα πρώτα στοιχεία ουχί της ύλης, τα άτομα, αλλά τα των σχημάτων, ευρίσκει πρώτον το ορθογώνιον τρίγωνον, όπερ είναι η απλουστάτη εφαρμογή του πέρατος.
11Είναι το οκτάεδρον, όπερ έχει οκτώ έδρας τριγωνικάς και έξ γωνίας. Είναι δε το σχήμα του αέρος.
12Είναι το 20εδρον· το σχήμα του ύδατος· έχει 20 έδρας, ων εκάστη σύγκειται από έξ στοιχειώδη ορθογώνια σκαληνά τρίγωνα. Αποτελείται λοιπόν από 120 στοιχεία. Ούτω το οκτάεδρον σύγκειται από 48 και το τετράεδρον από 24 στοιχεία.
13Έστωσαν τέσσαρα ισοσκελή ορθογώνια τρίγωνα αεβ, βεγ, γεδ, δεα, ηνωμένα ούτως ώστε η ορθή γωνία εκάστου να είναι εν τω κέντρω. Έχομεν ούτω το τετράγωνον αβγδ.
14Ο κύβος είναι το στοιχειώδες σχήμα της γης.
15Υπονοεί το δωδεκάεδρον, το πέμπτον κανονικόν στερεόν το υπάρχον εν τη φύσει. Ο Έγελος παρατηρεί: Εν τω κόσμω τούτω των μεταβολών η μορφή είναι το τοπικόν σχήμα. Διότι όπως εν τω κόσμω, όστις είναι άμεσος εικών του αιωνίου, ο χρόνος είναι η απόλυτος αρχή, ούτως ενταύθα η απόλυτος ιδανική αρχή είναι η καθαρά ύλη ως τοιαύτη, η ύπαρξις (das bestehen = subsister) του χώρου. 1) Ύλη, 2) χώρος 3) γένεσις. Ο χώρος είναι η ιδανική ουσία του φαινομενικού τούτου κόσμου, ο μέσος ο συνενών το θετικόν και το αρνητικόν, οι διορισμοί δ' αυτού είναι τα σχήματα. Και τω όντι εκ των διαστάσεων του χώρου η επιφάνεια πρέπει να εκλαμβάνηται ως αληθής πραγματικότης, διότι είναι 1) ο απόλυτος μέσος μεταξύ 2) γραμμής και του 3) σημείου. Ούτω δε και το τρίγωνον είναι το πρώτον των σχημάτων, ενώ ο κύκλος ουδέν όριον έχει εν εαυτώ. Και ενταύθα ο Πλάτων προβαίνει εις την εξαγωγήν των σχημάτων, ένθα το τρίγωνον αποτελεί την θεμελιώδη αρχήν.
16Εις το ύδωρ αποδίδεται το εικοσάεδρον, όπερ περιέχει δύο οκτάεδρα (άπερ παριστώσι τον αέρα) και έν τετράεδρον (όπερ παριστά το πυρ). Διά τούτο εκ παντός μέρους αέρος δύνανται να γεννηθώσι δύο πυρός, διότι παν οκτάεδρον περιέχει δύο τετράεδρα, ήτοι με τας οκτώ έδρας του οκταέδρου δύνανται να σχηματισθώσι δύο τετράεδρα κ.λ, διότι πρόκειται πάντοτε περί επιφανειών περιοριζουσών τον χώρον.
17Επειδή το πυρ, ο αήρ και το ύδωρ δύνανται να μεταβαίνωσιν εις άλληλα συντιθέμενα και αποσυντιθέμενα, όταν ο χωρισμός τελεσθή, παύει πάσα πάλη μεταξύ αυτών. Ο αήρ άμα διαλυθή εις πυρ, δεν παλαίει πλέον προς το πυρ διότι ουδέν παλαίει προς εαυτό, αλλ' αφομοιούται με το νικήσαν στοιχείον.
18Ο Πλάτων α') εξηγεί πως τα μεγαλύτερα σχήματα διαλύονται υπό των μικροτέρων, και τα μικρότερα υπό των μεγαλυτέρων· β') δηλοί ότι μικρός όγκος των μεγαλυτέρων σχημάτων κεκλεισμένος εις μέγαν όγκον των μικροτέρων, και μικρός όγκος των μικροτέρων σχημάτων κεκλεισμένος εις μέγαν όγκον των μεγαλυτέρων, δύναται ν' ανακτήση προσδιωρισμένον σχήμα, γινόμενος όμοιος προς το νικήσαν στοιχείον.
19Ενταύθα ομιλεί πάλιν περί της κινήσεως του χώρου, της δεξαμενής (52–53) και επαναλαμβάνει ότι έκαστον είδος τείνει να συνενωθή εν εαυτώ (63Β) χωριζόμενον από των άλλων. Παριστάνεται λοιπόν εδώ η κίνησις της ανάγκης πριν ή ο Θεός εισαγάγη κόσμον, τάξιν εις το σύμπαν.
20Του σκαληνού και του ισοσκελούς.
21Ο Πλάτων λέγει «τα γένη εν τοις είδεσι» εννοών γένη τα κατώτερα είδη. Μετεφράσαμεν ακολουθούντες την συνήθη χρήσιν των όρων.
22Εν σελ 57Α είπεν ότι μεταξύ ομοίων δεν δύναται να υπάρχη ούτε ενέργεια ούτε πάθος.
23Ότε δηλ. επραγματεύθη περί της συστάσεως της ύλης και εξήτασε τα διάφορα σχήματα των στοιχειωδών τριγώνων.
24Ο Πλάτων αρνείται ουχί τον σχηματισμόν, την γέννησιν του κενού, αλλά την διάρκειαν αυτού. Τω όντι, επειδή τα 4 είδη αποτελούνται από γεωμετρικά στερεά, όταν εισέρχωνται εις άλληλα, αναγκαίως καταλείπουσι κενά διαλείμματα, ως μη εφαρμοζόμενα ακριβώς, λ.χ. αι πυραμίδες και τα εικοσείεδρα. Αποτελούνται ούτω κενά πρόσκαιρα, και εκ της ανάγκης της πληρώσεως αυτών συμβαίνει η κίνησις. Ο Martin λέγει: «Παν σωμάτιον κινούμενον ωθεί προ αυτού άλλο και τούτο άλλο κ.λ., πάντα δε ταύτα ωθούμενα αποτελούσι κυκλικήν άλυσιν, ης ο πρώτος και ο τελευταίος κρίκος εφάπτονται, ώστε εκάστη θέσις, πληρούται άμα κενωθή και ούτω το κενόν ουδέποτε υπάρχει. Αύτη είναι η Πλατωνική Θεωρία της περιώσεως (κυκλικής ωθήσεως), της αντιπεριστάσεως παρ' Αριστοτέλει, της περιστάσεως παρά Στωικοίς… Η αρχή αύτη της κυκλικής ώσεως, ή της έλξεως των ομοίων, άλλη (αρχή) αποδίδουσα 4 διακεκριμένας χώρας εις τον αρχικόν όγκον εκάστου των 4 ειδών στοιχειωδών σωμάτων, τέλος ο νόμος των μεταμορφώσεων των σωματίων, τοιαύται είναι αι μεγάλαι αρχαί της φυσικής του Πλάτωνος».
25Το πυρ λοιπόν του Πλάτωνα περιέχει 1)την φλόγα, 2) το φως, 3) την θερμότητα.
26Και εκ τούτου δείκνυται, ότι τα 4 στοιχεία θεωρεί ο Πλάτων 4 καταστάσεις της ύλης, και ότι η ύλη αποδίδεται εις την μίαν ή την άλλην των καταστάσεων τούτων καθ' όσον δύναται ν' ανάγηται εις αυτήν. Ούτω και τα μέταλλα ανάγονται εις το δεύτερον είδος του ύδατος, διότι εις υψηλήν θερμοκρασίαν δύνανται να διαλύωνται, ενώ εις το πρώτον ανήκουσι τα σώματα, τα οποία είναι υγρά εις την κανονικήν θερμοκρασίαν. Αι καταστάσεις αύται είναι, ως είπομεν, μόνον ποιότητες.
27Όζος δηλοί δεσμός, βλαστός, ενταύθα δε το σκληρότερον μέρος του μετάλλου. Αδάμας δεν δηλοί το γνωστόν πολύτιμον ορυκτόν, αλλ' είδος σκληροτάτου σιδήρου, πιθανώς αιματίτην.