Buch lesen: «Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ»
Η Τελευταία Θέση στο Χίντενμπουργκ
Charley Brindley
charleybrindley@yahoo.com
www.charleybrindley.com
Εξώφυλλο του βιβλίου
© 2019 Charley Brindley τα δικαιώματα προστατεύονται
© 2019 Charley Brindley τα δικαιώματα προστατεύονται
Πρώτη εκτύπωση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
Πρώτη Έκδοση Μάρτιος 2019
Το παρόν βιβλίο είναι αφιερωμένο
Rhett House
Τα βιβλία του Charley Brindley
έχουν μεταφραστεί σε 22 γλώσσες:
Ιταλικά
Ισπανικά
Πορτογαλικά
Γαλλικά
Ολλανδικά
Τουρκικά
Κινεζικά
Ουκρανικά
Ουγγρικά
Βουλγαρικά
Αραβικά
Σερβικά
Ιαπωνικά
Ινδονησιακά
Γερμανικά
Μπενγκάλι
Ρουμανικά
Ελληνικά
Πολωνικά
Αφρικάανς
Κορεάτικα
και
Ρωσικά
Τα παρακάτω βιβλία είναι διαθέσιμα και σε ακουστική μορφή:
Raji, Book One (Αγγλικά)
Raji, Book Two (Αγγλικά)
Casper’s Game (Αγγλικά)
Dragonfly vs Monarch, Book One (Αγγλικά)
Dragonfly vs Monarch, Book Two(Αγγλικά)
Do Not Resuscitate (Αγγλικά)
The Last Mission of the Seventh Cavalry (Αγγλικά)
Hannibal’s Elephant Girl, Book One (Ρωσικά)
Henry IX (Ιταλικά)
Ariion 23 (Κινεζικά)
Qubit’s Incubator (Αγγλικά)
Hannibal’s Elephant Girl, Book Two (Αγγλικά)
Sea of Sorrows (Αγγλικά)
Άλλα βιβλία του Charley Brindley
1. Oxana’s Pit
2. The Last Mission of the Seventh Cavalry, Book 1
3. The Last Mission of the Seventh Cavalry, Book 2
4. Raji Book One: Octavia Pompeii
5. Raji Book Two: The Academy
6. Raji Book Three: Dire Kawa
7. Raji Book Four: The House of the West Wind
8. Hannibal’s Elephant Girl, Book One
9. Hannibal’s Elephant Girl, Book Two
10. Cian
11. Arrion XXIII
12. Dragonfly vs Monarch, Book One
13. Dragonfly vs Monarch, Book One
14. The Sea of Tranquility 2.0 Book One: Exploration
15. The Sea of Tranquility 2.0 Book Two: Invasion
16. The Sea of Tranquility 2.0 Book Three:
17. The Sea of Tranquility 2.0 Book Four:
18. The Rod of God, Book One
19. Sea of Sorrows, Book Two of the Rod of God
20. Do Not Resuscitate
21. Henry IX
22. Qubit’s Incubator
23. Casper’s Game
Πεζός Λόγος
24. Seventeed Steps to becoming a Successful Sphynx Breeder
25. Ten Things I hate About Your Book
Σύντομα κοντά σας:
26. Dragonfly vs Monarch Book Three
27. The Journey to Valdacia
28. Still Waters Run Deep
29. Ms Machiavelli
30. Ariion XXIX
31. Hannibal’s Elephant Girl: Book Three
Δείτε το τέλος του βιβλίου για περισσότερες πληροφορίες για τα παραπάνω
Περιεχόμενα
Κεφάλαιο Ένα
Κεφάλαιο Δύο
Κεφάλαιο Τρία
Κεφάλαιο Τέσσερα
Κεφάλαιο Πέντε
Κεφάλαιο Έξι
Κεφάλαιο Επτά
Κεφάλαιο Οχτώ
Κεφάλαιο Εννιά
Κεφάλαιο Δέκα
Κεφάλαιο Έντεκα
Κεφάλαιο Δώδεκα
Κεφάλαιο Δεκατρία
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα
Κεφάλαιο Δεκαπέντε
Κεφάλαιο Δεκαέξι
Κεφάλαιο Δεκαεπτά
Κεφάλαιο Δεκαοχτώ
Κεφάλαιο Δεκαεννιά
Κεφάλαιο Είκοσι
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα
Κεφάλαιο Είκοσι Δύο
Κεφάλαιο Είκοσι Τρία
Κεφάλαιο Είκοσι Τέσσερα
Κεφάλαιο Είκοσι Πέντε
Κεφάλαιο Είκοσι Έξι
Κεφάλαιο Είκοσι Επτά
Κεφάλαιο Είκοσι Οχτώ
Κεφάλαιο Είκοσι Εννιά
Κεφάλαιο Τριάντα
Κεφάλαιο Τριάντα Ένα
Κεφάλαιο Τριάντα Δύο
Κεφάλαιο Τριάντα Τρία
Κεφάλαιο Τριάντα Τέσσερα
Κεφάλαιο Τριάντα Πέντε
Κεφάλαιο Τριάντα Έξι
Κεφάλαιο Τριάντα Επτά
Κεφάλαιο Τριάντα Οχτώ
Κεφάλαιο Τριάντα Εννιά
Κεφάλαιο Σαράντα
Κεφάλαιο Σαράντα Ένα
Κεφάλαιο Σαράντα Δύο
Κεφάλαιο Ένα
Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, σε μια μικρή χώρα της Κεντρικής Ασίας.
Σηκώθηκε απ' το κρεβάτι της και κοίταξε το πάτωμα, τα γυμνά της πόδια ήταν παγωμένα από το κρύο τσιμέντο.
«Πέντε...τέσσερα...τρία....δύο...ένα»,είπε ψιθυρίζοντας.
Η πόρτα άνοιξε, και βγήκε έξω. «Καλημέρα, Λερτς».
Ο φρουρός βρυχήθηκε.
Μόνο έτσι της απαντούσε. Δε γνώριζε το πραγματικό του όνομα, απλώς πίστευε πως μοιάζει με τον «Λερτς» από τη γνωστή Οικογένεια Άνταμς· ψηλός, γεροδεμένος, με τετράγωνο κεφάλι και σκούρες κόγχες.
Όταν η βαριά πόρτα έκλεισε, ο Λερτς κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Τον ακολούθησε μερικά βήματα πιο πίσω.
Ήταν ντυμένος με μια παλιά κόκκινη και μπλε στολή γρεναδιέρου. Οι ξεφτισμένες μανσέτες και το φθαρμένο κολάρο υποδείκνυαν την ανάγκη του ρούχου για ένα καλό πλύσιμο, και σίγουρα μερικών επιδιορθώσεων.
Κατέβηκαν απ’ το κλιμακοστάσιο τρεις ορόφους ώσπου βγήκαν στο προαύλιο. Όπως πάντα, ήταν άδειο την ώρα της καθημερινής της άθλησης, κατά τις 10 π.μ. . Γιατί εκκένωναν το χώρο από τους άλλους κρατούμενους, δε γνώριζε. Μήπως για την ασφάλειά της...ή τη δική τους;
Άκουσε το μεταλλικό ήχο της κλειδαριάς να την κλείνει μέσα, και τότε έκλεισε τα μάτια, σήκωσε το κεφάλι και εισέπνευσε βαθιά, τάχα σαν ν’ ανέπνεε το θερμό ηλιόφως. Μετά από είκοσι τρεις ώρες απομόνωσης στο άθλιο κελί της, ένιωθε σαν την πρώτη μέρα της άνοιξης.
Έπειτα από μια ήσυχη στιγμή, άνοιξε τα μάτια της. Ένα λευκό ίχνος αεροπλάνου διαγράφτηκε πάνω απ' το κεφάλι της, σαν μια τέλεια ζωγραφισμένη γραμμή κιμωλίας στον γαλανό ουρανό.
Ένα επιβατικό, τόσο ψηλά. Δεν ακούω καν τους κινητήρες. Ένα επιβατικό γεμάτο με χαρούμενους μεθυσμένους, που πάνε σε μια εξωτική παραλία. Εκατοντάδες άνθρωποι, δίχως έγνοιες. Τόσο ψηλά, που ούτε αυτό το απαίσιο σιδερένιο και πέτρινο κελί μπορούν να δουν, ούτε το στίγμα μιας γυναίκας παγιδευμένης μέσα του.
Αναστέναξε, γύρισε δεξιά, και περπάτησε γοργά το μήκος του τοίχου. Όταν έφτασε στο τέλος του, γύρισε αριστερά και περπάτησε μερικά μέτρα. Εκεί, σήκωσε μια πέτρα που είχε αφήσει στη βάση του τοίχου. Ήταν πέτρα ποταμού, περίπου στο μέγεθος ενός πακέτου Κάμελ. Σαν βότσαλο, στρογγυλή και λεία, με ακονισμένη τη μια της πλευρά. Τυλίγοντάς τη στο χέρι της, συνέχισε να περπατά το μήκος του εξωτερικού τοίχου, που υψωνόταν τέσσερα μέτρα πάνω απ' το κεφάλι της. Σταμάτησε και κοίταξε στο τέλος αυτών των τεσσάρων μέτρων το συρματόπλεγμα. Ήταν τοποθετημένο πάνω από μια διπλή στρώση σπασμένων γυαλιών – κάτι πράσινα και καφετιά απομεινάρια μπουκαλιών κρασιού από παλιούς υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν φύγει εδώ και πολλά χρόνια. Τα αιχμηρά θραύσματα, χωμένα μέσα στον σοβά, έπιαναν το φως του ήλιου και το έκοβαν σε χιλιάδες κρυστάλλινα διαμάντια.
Ακόμη κι αν είχε τρόπο να σκαρφαλώσει τον τοίχο, θα ήταν αδύνατο να περάσει μέσα από το συρματόπλεγμα και πάνω από τα σπασμένα γυαλιά. Ίσως με έναν καλό συρματοκόφτη θα μπορούσε να κόψει το συρματόπλεγμα και να καθαρίσει τα σπασμένα μπουκάλια. Αλλά, ακόμη, θραύσματα των μπουκαλιών θα εξείχαν από τον σοβά. Ίσως με μια παχιά κουβέρτα θα μπορούσε να τα καλύψει... αλλά ούτε κουβέρτα είχε. Ακόμη κι αν σκαρφάλωνε τον τοίχο, μετά τί θα γινόταν; Θα υπήρχε άλλα τέσσερα μέτρα γκρεμός από την άλλη, μπορεί και παραπάνω. Πολύ παραπάνω. Ήξερε ότι η φυλακή ήταν χτισμένη πάνω σε βουνοπλαγιά, γιατί διέκρινε χιονισμένες βουνοκορφές πίσω από το γκρι γρανιτένιο κτίριο. Το χείλος του γκρεμού θα μπορούσε να βρίσκεται κάτω από τον τοίχο.
Περπάτησε μπροστά, έπειτα στράφηκε προς τον τοίχο. Παρατήρησε τις σειρές των χαραγμένων Χ για μια στιγμή. Χρησιμοποιώντας την ακονισμένη της πέτρα, χάραξε την πλευρά ενός νέου Χ στο τέλος της σειράς. Ήξερε πως θα το συμπλήρωνε αυτός όταν θα τον έβγαζαν στο προαύλιο το απόγευμα.
Πριν πολύ καιρό είχε αποφασίσει πως εάν έμεναν ασυμπλήρωτα δύο Χ στη σειρά, και η θαμπή λάμψη απ' το παράθυρό του χανόταν, θα έδινε τέλος στη ζωή της.
Θα ήταν εύκολο. Δε θα έτρωγε. Θα τα έριχνε όλα στην τουαλέτα. Μέχρι να το καταλάβουν οι δεσμοφύλακες θα είναι πολύ αργά για να τη σώσουν από την ασιτία.
Ή, θα μπορούσε να επιτεθεί στον Λερτς στο προαύλιο, αναγκάζοντάς τον να ανοίξει πυρά. Ίσως είναι προτιμότερος ένας γρήγορος θάνατος από 10 μέρες λιμοκτονίας.
Εάν προσπαθούσε να πεθάνει από την πείνα, θα έπαιρναν το λιπόθυμο κορμί της στο θεραπευτήριο και θα την συνέφεραν με ενδοφλέβια τροφή. Όχι. Καλύτερο είναι να την σκοτώσει ο Λερτς με το Kalashnikov.
Μέτρησε τα Χ. Δεκαεννιά. Η σειρά από πάνω είχε είκοσι, το ίδιο και η παραπάνω. Έκανε ένα βήμα πίσω, και κοίταξε όλες τις συμπληρωμένες σειρές των Χ. Αυτές στην αριστερή μεριά του τοίχου είχαν αρχίσει να ξεφτίζουν.
Τρεις χιλιάδες εφτακόσια δεκαεννέα Χ. Ένα για κάθε μέρα που ήταν αιχμάλωτοι.
Στράφηκε προς το κτίριο. Κοιτώντας ψηλά, είδε τον όροφό της, τον τρίτο. Πιο πάνω στον έκτο, ο δικός του. Μέτρησε τα καγκελωτά παράθυρα προς τα δεξιά...επτά...οχτώ...εννιά. Εκεί. Αυτό ήταν το παράθυρό του. Κοίταξε επίμονα. Και εκείνη τη στιγμή, το είδε· μια μικρή λάμψη. Πώς το έκανε, δεν το ήξερε, αλλά ακόμη και στις πιο συννεφιασμένες μέρες, το αμυδρό του σήμα φαινόταν. Δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο, μια μικρή λάμψη μόνο, αλλά όλη της η ύπαρξη εξαρτιόταν απ’ αυτή, αυτό το κλάσμα δευτερολέπτου ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα της ημέρας το οποίο επιβεβαίωνε πως ήταν ζωντανός, την αγαπούσε και με κάποιον τρόπο θα υπέμεναν αυτό το βασανιστήριο μαζί.
Έφερε την πέτρα στα χείλη της, κρατώντας το βλέμμα της στο παράθυρό του. Ήξερε ότι την κοιτούσε, όπως έκανε κι αυτή όταν ερχόταν αυτός στο προαύλιο τα απογεύματα και ολοκλήρωνε την τελετουργία τους.
Άγγιξε απλά την πέτρα στο στόμα της, για να μην υποψιαστεί κανείς ότι επικοινωνούν.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι κρατούμενοι. Δε γνώριζε ακριβώς πόσοι, αλλά ένιωθε εκατοντάδες βλέμματα πάνω της. Όλοι ήταν άνδρες, εκτός από μία. Ή τουλάχιστον της άρεσε να σκέφτεται ότι κάπου μέσα σε αυτήν την τεράστια, φριχτή φυλακή γνωστή ως Kauen Bogdanovka υπήρχε άλλη μια γυναίκα. Είναι ανησυχητική η σκέψη μιας γυναίκας ανάμεσα σε εκατοντάδες άνδρες, ακόμη και σε απομόνωση.
Μόνο εκείνη και ο σύζυγός της έβγαιναν σε αυτό το προαύλιο. Δύο μεγαλύτερες αυλές ήταν τοποθετημένες δεξιά και αριστερά, όπου έβγαζαν σε ομάδες τους άλλους κρατούμενους. Δεν μπορούσε να τους δει, μόνο που άκουγε τις φωνές τους όταν αθλούνταν ή τσακώνονταν.
Όταν βρίσκονταν στα κελιά τους, δεν άκουγε τίποτα. Ίσως ήταν πολύτιμοι και δεν ήθελαν να τους εκθέσουν στη βιαιότητα των άλλων φυλακισμένων. Σίγουρα όμως δεν ένιωθε πολύτιμη.
Δεν μπορούσε να δει μέσα στα κελιά την ημέρα διότι ήταν χτισμένα σε μεγάλες εσοχές, μακριά από το φως των παραθύρων.
Θα σκότωνα για μια πεντάλεπτη συζήτηση με μια γυναίκα -- ή και με τον Λερτς, για να είμαι ειλικρινής -- ακόμη κι αν δεν μιλάει Αγγλικά, που μάλλον δεν μιλάει. Ίσως να ξέρει Τουρκικά ή Ρωσικά.
Περπάτησε παράλληλα με τον εξωτερικό τοίχο έως το τέλος του. Γυρνώντας αριστερά, πήγε στο κτίριο, όπου ξανάκανε μια αριστερή στροφή και περπάτησε προς την πόρτα. Μετά πάλι αριστερά για μερικά βήματα. Εκεί, άφησε την πέτρα στην προκαθορισμένη θέση της.
Φορούσε μια φθαρμένη μπλούζα με τον Τσε Γκεβάρα, αμάνικη· όμως εκείνη έκανε χειρονομία τάχα ότι σήκωσε το ένα μανίκι της. Επανέλαβε την ίδια ιδιοτροπία και με το άλλο χέρι, σαν να προετοιμαζόταν να πάει για δουλειά.
Έκανε ένα πλάγιο βήμα αριστερά, και ακολουθώντας την προηγούμενη διαδρομή της πήγε προς τα εμπρός, μισό βήμα μεσ’ την προηγούμενη πορεία της. Έκανε τον κύκλο του προαυλίου με πλάγια βήματα συνεχώς, περνώντας την πέτρα, κάθε φορά μισό βήμα πιο μέσα ώσπου έφτασε στο κέντρο του. Εκεί στάθηκε απέναντι από την γκρι σιδερένια πόρτα, έξι μέτρα μακριά. Αφού έριξε μια κλεφτή ματιά στον έκτο όροφο, ξεκίνησε για την πόρτα. Και τότε, την κατάλληλη στιγμή, αυτή άνοιξε.
* * * * *
Όταν μπήκε στο κελί της, στάθηκε μπροστά απ’ το κρεβάτι της με την πλάτη στον τοίχο. Κοίταξε επίμονα τον απέναντι τοίχο.
Της είχε πάρει μήνες να μάθει το σάλτο. Πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν δεκαεπτά χρονών, έβλεπε τους χορευτές δρόμου της Νέας Υόρκης να κάνουν το ίδιο κόλπο, οπότε ήξερε ότι δεν ήταν αδύνατο. Απαιτούσε συγκέντρωση, ταχύτητα και δύναμη στα πόδια. Τις πρώτες φορές που το δοκίμασε έπεφτε με δύναμη πάνω στο τσιμέντο, και είχε μώλωπες στους αγκώνες και τους ώμους της.
Επικεντρώθηκε σε δύο γρατσουνιές πάνω στον τοίχο, λύγισε τα πόδια της κι έτρεξε προς το μέρος τους. Ανασηκώθηκε, βάζοντας το αριστερό της πόδι στην πρώτη γρατσουνιά, περίπου ένα μέτρο ύψος από το πάτωμα. Με την ορμή της να υποβοηθάει, έφερε το δεξί της πόδι στη δεύτερη γρατσουνιά και έκανε το άλμα. Αναποδογύρισε το κορμί της στον αέρα με τα χέρια της εκτεταμένα, και προσγειώθηκε στα πόδια της, απέναντι από τον τοίχο με τις γρατσουνιές, ο οποίος τώρα ήταν στολισμένος με τα σκονισμένα αποτυπώματά της. Έκανε υπόκλιση και πιρουέτα για το αόρατο κοινό της.
Έκανε πίσω, και στάθηκε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι της. Μετά από μια βαθιά ανάσα, λύγισε τα πόδια και έτρεξε προς τον αντίθετο απ’ αυτήν τοίχο.
Ήταν ένα γελοίο ακροβατικό, το ήξερε, αλλά ήταν ένα ακόμη πράγμα από τις πολλές άχρηστες συνήθειες που επαναλάμβανε κάθε μέρα. Έπρεπε να γεμίζει το χρόνο της με δραστηριότητες, όποιες κι αν ήταν αυτές, αλλιώς η απομόνωση και η σιωπή θα την τρέλαιναν.
Έπειτα από τρία ακόμη σάλτα, έπεσε στο πάτωμα για κάμψεις.
Και αυτή η άσκηση της είχε πάρει μήνες να την τελειοποιήσει. Στις αρχές της φυλάκισής τους, εκείνη και ο σύζυγός της είχαν καλή φυσική κατάσταση· έπρεπε λόγω επαγγέλματος.
Πριν φυλακιστεί, μπορούσε να κάνει σαράντα κάμψεις. Σε τέσσερις μήνες, έγιναν εβδομήντα. Τότε, αποφάσισε να τις κάνει με το ένα χέρι. Όταν ξεκίνησε δεν μπορούσε ούτε μία να κάνει, αλλά σιγά σιγά στήριξε το βάρος της στο δεξί της χέρι. Τώρα, με το ένα χέρι στην πλάτη, μπορούσε να κάνει εικοσιένα κάμψεις σε λιγότερο από σαράντα πέντε δευτερόλεπτα.
Όταν τελείωσε, πήγε στο νεροχύτη να πλύνει το πρόσωπό της. Εκεί, βρισκόταν μια μικρή τουαλέτα κι ένας γυαλισμένος μεταλλικός καθρέφτης. Δεν είχε καλή αντανάκλαση το μέταλλο, αλλά την άφηνε να περιποιηθεί τα μαλλιά της.
Έφερε τα καστανοκόκκινα μαλλιά της πάνω από τον ώμο. Ήθελε να κουρέψει τις άκρες της κανονικά, αλλά δεν επιτρέπονταν κανενός είδους αιχμηρά αντικείμενα. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε μάθει να τα κόβει τρίβοντάς τα στα σκουριασμένα κάγκελα του παραθύρου της.
Κρατούσε τα κομμένα μαλλιά κι έπλεκε τις μπούκλες σε μια τριχιά. Ίσως μια μέρα να την τύλιγε γύρω απ’ το λαιμό του Λερτς και να τον στραγγάλιζε.
Σκούπισε το πρόσωπό της χαμογελώντας με τη μοναδική πετσέτα που είχε, και την κρέμασε πάλι στο καρφί πάνω στον τοίχο.
Πήγε στο παράθυρο και σταύρωσε τα χέρια της, κοίταξε έξω τον φθινοπωρινό ουρανό που είχε έντονο μπλε περσικό χρώμα, και είδε μια σειρά από κυματιστά σωρειτά σύννεφα που τα έφερνε ο δυτικός άνεμος.
Δεν είχε τζάμι το παράθυρο· μόνο επτά σκουριασμένες ατσάλινες μπάρες. Το καλοκαίρι έμπαινε δροσερός αέρας, αλλά τον χειμώνα ακουγόταν το σφύριγμα του παγωμένου βορεινού αέρα στα κάγκελα.
Τους χειμερινούς μήνες, οι δεσμοφύλακες τής έδιναν δύο τραχιές μάλλινες κουβέρτες. Τη μια την κρεμούσε μπροστά απ’ το παράθυρό της για να κόβει τον αέρα και το χιόνι. Την άλλη την άπλωνε πάνω από το λεπτό κουβερλί από μουσελίνα που είχε το κρεβάτι της.
Γύρισε και πήγε στο κέντρο του κελιού της. Επιβράδυνε το ρυθμό της αναπνοής της, το πρόσωπό της στραμμένο προς τη βιδωτή πόρτα, και άρχισε να κάνει με αργές κινήσεις μια άσκηση τάι τσι που λέγεται «Πατώντας την Ουρά της Τίγρης».
Έπειτα από μισή ώρα έπεσε στο κρεβάτι της και κοίταξε το ταβάνι, όπου οι λεκέδες του νερού είχαν δημιουργήσει αλλεπάλληλες ρωγμές που σαν φίδια ελίσσονταν ανάμεσα στις θολές σκιές του τοίχου. Φαντάστηκε δέντρα και βουνά μέσα στους τυχαίους στροβίλους. Θαμπά σχήματα και φασματικές εικόνες μεταμορφώθηκαν στη φιγούρα ενός παιδιού με προβληματισμένο πρόσωπο.
Την πλημμύρισαν αναμνήσεις, συνθλίβοντάς τη με κύματα θλίψης και πόνου.
Γύρισε πλευρό, και κοιτώντας τον τοίχο έφερε τα γόνατά της στο στήθος της, και έκλαψε.
Κεφάλαιο Δύο
Χρονοδιάγραμμα: Σήμερον ημέρα, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ
Ο Ντόνοβαν χτύπησε την πόρτα και περίμενε κάποιον να έρθει να του ανοίξει. Έβαλε τον χαρτοφύλακα στο άλλο του χέρι, κι έριξε μια ματιά στο διπλανό σπίτι. Η μητέρα του θα το χαρακτήριζε ως μπανγκαλόου. Η βεράντα ήταν σχεδόν ολόιδια με αυτή που στεκόταν αυτός τώρα. Στην άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παρόμοιο σπίτι, λίγο πιο διαφορετικό, όπου μια ηλικιωμένη κυρία πότιζε τα μπιγκόνια της. Ήταν αδύνατη με καλή στάση σώματος, και σκέπαζε τα μάτια της για να μπορεί να παρατηρεί τον Ντόνοβαν.
Αυτή η γειτονιά της Φιλαδέλφεια χτίστηκε το 1930, και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια στοιχισμένα και απ’ τις δύο μεριές του ελικοειδή δρόμου, με σφεντάμια ζάχαρης να προσφέρουν τη σκιά τους στα πεζοδρόμια. Όλα τα σπίτια, εκτός απ’ αυτό, ήταν καθαρά και τακτοποιημένα, με περιποιημένες αυλές.
Κοίταξε ψηλά τη σαραβαλιασμένη υδρορροή, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.
Πώς μπορεί κανείς να τα αφήσει όλα να διαλυθούν έτσι;
Η πόρτα έτριξε ανοίγοντας, και μπροστά του εμφανίστηκε μια νεαρή γυναίκα.
Ο Ντόνοβαν ένιωσε να τον φυσά ένα απαλό τροπικό αεράκι από την καταγάλανη Καραϊβική.
Δεν έκαναν καμία διαφορά το μακιγιάζ και τα κουρέματα σε γυναίκες σαν εκείνη. Παρόλο που δεν ήταν βαμμένη και τα καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κοτσίδα με ένα κόκκινο λαστιχάκι, στην κλίμακα που ξεκινάει από την ελκυστική στην χαριτωμένη, στην όμορφη, στην πανέμορφη και εκθαμβωτική, ήταν τουλάχιστον μια πεντάμορφη και μισή.
Τον κοίταξε από το πρόσωπό του στην ταυτότητα που κρεμόταν γύρω απ’ το λαιμό του.
Δεν τη χρειαζόταν την ταυτότητα, απλώς τη φορούσε για να φαίνεται πιο επίσημος. Η διάφανη πλαστική θήκη της περιείχε μια φωτογραφία του, με τη λέξη ΤΥΠΟΣ γραμμένη σε έντονη γραμματοσειρά. Κάτω απ’ τη φωτογραφία του υπήρχαν με μικρά γράμματα κάποιες περιγραφικές φράσεις. Μέχρι και γραμμοκώδικα είχε κατά μήκος της αριστερής πλευράς της κάρτας. Αυτοαποκαλούνταν μεταξύ άλλων, ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Μια ολοκαίνουργια φωτογραφική μηχανή Canon ήταν κρυμμένη στο χαρτοφύλακά του, στην περίπτωση που τη χρειαζόταν.
Έμεινε καρφωμένος στα μάτια της για μια στιγμή. «Λ-Λέγομαι...» Η φωνή του, υπό άλλες συνθήκες σίγουρη και σταθερή, κόμπιαζε και κοβόταν. Ξεκίνησε πάλι απ’ την αρχή. «Λέγομαι Ντ-Ντόνοβαν».
Η γυναίκα κοίταξε το χέρι του, το οποίο εκείνος είχε τεντώσει για χειραψία, και κινήθηκε πλάγια, για να τον προσκαλέσει μέσα.
Περιφρονητικό, σκέφτηκε. Η συμπεριφορά αυτή μόλις της κόστισε διπλή χρέωση.
Είχε ξαναδεί ανθρώπους σαν αυτή, αλαζόνες και ψωνισμένους, απλά επειδή είναι όμορφοι.
Κρίμα.
Στο εσωτερικό του μπροστινού δωματίου, παρατήρησε την απλή διακόσμηση.
Η γυναίκα –περίπου είκοσι ετών– στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα.
«Να ξεκινήσουμε, λοιπόν;», τη ρώτησε.
Ένευσε καταφατικά, και κατευθύνθηκε προς έναν διάδρομο στα αριστερά της.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, και την ακολούθησε.
Βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα. Στο δωμάτιο καθόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας σε μια άθλια πολυθρόνα, που φαινόταν σα να είχε έρθει μαζί με αυτόν και το σπίτι από το 1930. Είχε κρύψει πίσω απ’ τα αυτιά του λίγα λεπτά γκρίζα μαλλιά, και τα μάτια του είχαν το χρώμα ξεφτισμένου μπλουτζίν. Είχε πιασμένες στη μέση του χακί παντελονιού του ανοιχτές πράσινες τιράντες, πάνω από μια μακρυμάνικη άσπρη μπλούζα.
Ο γέρος κοίταζε τον Ντόνοβαν ενώ εκείνος περπατούσε και τελικά ήρθε δίπλα στην πολυθρόνα.
«Λέγομαι Ντόνοβαν». Του έδωσε το χέρι.
Ο γέρος κοίταξε επίμονα το χέρι του Ντόνοβαν, και μετά γύρισε προς τη νεαρή γυναίκα με απορημένο βλέμμα.
Μη μου πεις ότι κι αυτός είναι ψωνισμένος. Τι πάει λάθος με αυτούς τους ανθρώπους;
Άφησε τον χαρτοφύλακά του στο πάτωμα.
Τα μάτια του γέρου ακολουθούσαν τις κινήσεις του.
«Δεν είναι τυφλός», είπε ο Ντόνοβαν στη γυναίκα.
Εκείνη κοίταξε πρώτα τον γέρο και μετά εκείνον. «Δεν είναι τυφλός».
«Ούτε κι εσύ είσαι», της είπε.
Φάνηκε προβληματισμένη. «Ούτε κι εσύ είσαι».
«Ωραία. Κανένας δεν είναι τυφλός», είπε ο Ντόνοβαν.
«Κανένας δεν είναι τυφλός».
Νιώθω ότι μιλάω σε παπαγάλο. Θα προσπαθήσω άλλη μια φορά, και μετά την κάνω απ’ αυτό το τρελάδικο.
«Με καλέσατε να έρθω», είπε στη νεαρή.
Εκείνη ένευσε καταφατικά.
«Για τον λόγο ότι...»
Εκείνη κατευθύνθηκε προς ένα παμπάλαιο γραφείο με πτυσσόμενο κάλυμμα, πήρε έναν πάκο χαρτιά και τα έφερε. Τα έδωσε στον Ντόνοβαν.
Εκείνος τα πήρε και κοίταξε την πρώτη σελίδα. Ήταν μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία στρατιωτικής απαλλαγής τύπου DD-214, του σώματος Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναγραφόταν το όνομα ‘Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν’ και ο αριθμός της στρατιωτικής του μονάδας. Ο Ντόνοβαν γύρισε σελίδα και της έριξε μια ματιά. Μια πληροφορία του γυάλισε, η Ημερομηνία Γεννήσεως: 13 Αυγούστου, 1925.
«Ουάου»! Ψιθύρισε ο Ντόνοβαν. «Κύριε..,» διάβασε το όνομα στην αρχή της σελίδας, «Μάρτιν, πόσο χρονών είστε»;
Ο κ. Μάρτιν ίσιωσε τους ώμους και το πιγούνι του, με τα χέρια διπλωμένα στο θώρακα. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».
«Εδώ λέει ότι είστε γεννηθείς ημέρα δεκατρείς Αύγουστου, του χίλια εννιακόσια είκοσι πέντε. Είναι αλήθεια αυτό»;
Ο γέρος κοίταξε για μια στιγμή τον Ντόνοβαν. «Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».
«Ναι», του απάντησε, «όνομα, βαθμός και σειριακός αριθμός. Αυτό το κατάλαβα. Εάν αυτή η ημερομηνία είναι έγκυρη, είστε εννενηντατριών ετών».
Ο κ. Μάρτιν απλά τον αγριοκοίταξε.
«Αυτή η απαλλαγή χρονολογείται την πρώτη Δεκεμβρίου, χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε. Άρα, υπηρετήσατε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»;
«Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν, Στρατιώτης, ένα οχτώ πέντε έξι εννιά τέσσερα οχτώ οχτώ».
Ο Ντόνοβαν μίλησε στη γυναίκα. «Γιατί συνεχίζει να μου δίνει την ίδια απάντηση»;
«Το ίδιο κάνει και σε εμένα. Ακόμη κι αν τον ρωτήσω αν πεινά, μου λέει το όνομα και τέτοια εδώ και δύο εβδομάδες, μπορεί παραπάνω. Δε λέει κάτι άλλο».
Ο Ντόνοβαν ξαφνιάστηκε τόσο με τον τρόπο που μιλούσε η γυναίκα όσο κι από τις ίδιες απαντήσεις του γέρου. Μιλούσε σπαστά Αγγλικά, αλλά όχι με τρόπο που έδειχνε ότι δεν ήταν η μητρική της γλώσσα, γιατί δεν είχε ξένη προφορά. Φαινόταν απλά ότι δεν ήξερε πως να συντάσσει τις λέξεις.
Τελικά δεν είναι όσο τέλεια νόμιζα.
Η γυναίκα έπιασε τον πάκο με τα χαρτιά, και ξεφυλλίζοντας μερικές σελίδες έφτασε σε ένα γράμμα, το έβγαλε, και το τοποθέτησε πάνω στον πάκο.
Ο Ντόνοβαν το διάβασε δυνατά:
Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους
5000 Λεωφόρος Γούντλαντ
Φιλαδέλφεια, Πενσιλβανία 19144
24 Μαρτίου, 2014
Κύριος Γουίλιαμ Σ. Μάρτιν
1267 Οδός Μπράντλεϊ
Άβοντεϊλ, Πενσιλβανία 19311
Αγαπητέ κ. Μάρτιν,
Ενημερωθήκαμε για την αποθανούσα κατάστασή σας με χρονολογία 4 Ιουνίου, 1988. Δια του παρόντος καταργούμε την αποζημίωση αναπηρίας από τη σημερινή ημέρα και περαιτέρω απαιτούμε την επιστροφή παλαιών αποζημιώσεων από τις 5 Ιουνίου, 1988 έως τη σημερινή ημερομηνία, με το ποσό των 745. 108,54 δολαρίων χρωστούμενο στο Τμήμα Υποθέσεων για Βετεράνους.
Εάν το ποσό δε ξεπληρωθεί άμεσα, θα παρακρατείτε ποσό των 20.789,80 δολαρίων από τη μηνιαία αποζημίωση αναπηρίας σας έως ότου αποπληρωθεί το συνολικό ποσό.
Με εκτίμηση,
κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς,
Διοικητικός Σύμβουλος της Διευθύντριας, κα. Κάρεν Γκράμπτρι.
Το τμήμα μας βοηθά όσους υπηρέτησαν την πατρίδα μας.
Ο Ντόνοβαν γύρισε το γράμμα προς το φως ενός κοντινού παραθύρου. Κοίταξε προσεκτικά την υπογραφή. Ναι, ήταν αλήθεια γραμμένη με μελάνι, δεν είχε φωτοτυπηθεί εκ των προτέρων.
Και λοιπόν, κ. Άντριου Τζ. Τάνκερς, πώς ακριβώς θα παρακρατήσεις 20.780,80 δολάρια από την ‘καταργημένη μηνιαία αποζημίωση’ του κ. Μάρτιν; Ειδικότερα όταν νομίζεις ότι πέθανε το 1988;
Ο Ντόνοβαν κοίταξε τη νεαρή γυναίκα. «Δε διαβάζουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι τις επιστολές που υπογράφουν»;
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Τί θέλετε να κάνω εγώ»; Τη ρώτησε.
«Δε μπορούμε να πάρουμε τα λεφτά αυτά για μόνο δύο μήνες τώρα».
«Ναι, βλέπω ότι έχουν διακόψει την... είναι ο παππούς σας»;
«Ναι».
«Τέλεια. Έχουν διακόψει τις πληρωμές στον προπάππου σας γιατί νομίζουν ότι έχει αποβιώσει».
«Δεν απεβίωσε».
«Το βλέπω αυτό, αλλά από τη στιγμή που ο υπολογιστής της κυβέρνησης θεωρεί ότι είσαι νεκρός, δύσκολα τον πείθεις για το αντίθετο».
«Αλλά πως αυτό το κάνω»;
«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»
«Που είναι αυτό το καρότσι»;
Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;
«Καμία μητέρα».
«Ο πατέρας σας»;
«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».
«Πού είναι η Σάντια»;
Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».
«Εσύ είσαι η Σάντια»;
Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».
Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;
«Γιατί με καλέσατε»;
«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».
«Για να δω».
Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άνοιξε το βιβλίο σε μια σελίδα με τσαλακωμένη την άκρη της. «Εδώ τον αριθμό σου».
Κοίταξε τη διαφήμιση. ‘Δικηγόρος Υποθέσεων Αποζημιώσεων Αναπηρίας. Μίλτον Σ. Μαγκουάιρ. Βρίσκουμε τη θεραπεία στους δύσκολους διαπληκτισμούς της αναπηρίας σας. 555-2116.’
«Χμμ...» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Εδώ είναι η δική μου διαφήμιση· ‘Μετάφραση κώδικα Μπράιγ για τους τυφλούς. Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. 555-2161’». Της το έδειξε. «Μετατοπίσατε τα τελευταία νούμερα και αντί να πάρετε τον δικηγόρο σας, πήρατε εμένα».
Η Σάντια κοίταξε τη διαφήμιση, αλλά εκείνος έβλεπε πως δυσκολευόταν να καταλάβει τί είχε συμβεί.
«Μεταφράζω εκτυπωμένα κείμενα σε κώδικα Μπράιγ, αλλά κάνω κι άλλα πράγματα».
Η Σάντια τον κοίταξε στα μάτια για αρκετή ώρα. «Άρα δε θα με βοηθήσεις»;
Το χρώμα των ματιών της ήταν κάτι ανάμεσα στο μπλε της λίμνης Άλπαϊν και του βαθυγάλανου ουρανού τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά.
«Συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι».
Στάθηκε ένα λεπτό, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. «Εντάξει τότε». Τον συνόδευσε στην πόρτα.
Όταν βγήκαν στη βεράντα, κοίταξε τα προβληματισμένα της μάτια για μια στιγμή. «Αντίο, Σάντια».
«Αντίο, Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».
Έκανε ένα βήμα πίσω, κι άφησε την πόρτα να κλείσει αργά, φαινομενικά σαν από δική της βούληση, τελειώνοντας με μια απαλή έκλειψη της εικόνας της.
Εκείνος παρατήρησε την ξεφτισμένη μπογιά και τη νιφαδωτή σκουριά στο σημείο όπου την είδε τελευταία φορά. Μια αμυδρή αίσθηση απώλειας τον τραβούσε από κάποιο απομακρυσμένο σημείο του μυαλού του.
Μετά από μερικά λεπτά, άρχισε να περπατά.
Μια κυρία έφτιαχνε το παρτέρι της στο δίπλα σπίτι.
«Χαίρεται», της είπε όπως περνούσε τον παραμελημένο κήπο και κατευθυνόταν προς εκείνη.
Τον κοίταξε με κριτική ματιά καθώς και το σπίτι απ’ το οποίο μόλις είχε βγει. «Γεια σου».
«Γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό το σπίτι»;
«Εννοείς την καθυστερημένη και τον παλιόγερο»;
«Δε νομίζω πως είναι καθυστερημένη».
«Μπα; Της έχεις μιλήσει»;
«Ναι».
«Και δε νομίζεις ότι έχει χάσει δυο-τρεις βίδες απ’ το κεφάλι»;
«Νομίζω πως έχει κάποιου είδους πρόβλημα ομιλίας».
«Έτσι το λένε τώρα; Ο γέρος ζει ακόμη»;
«Ναι, καλά είναι».
«Δεν τον έχει δει κανείς για μήνες. Νομίζαμε ότι πέθανε και η καθυστερημένη τον έχωσε στην κατάψυξη», Γέλασε σαν ύαινα.
Και κάποιος άλλος γέλασε· ένας γέρος που ξετρύπωσε πίσω από μια σειρά αζαλέες, σαν γκριζομάλλης φασουλής. Μάλλον ήταν ο σύζυγος της γυναίκας.
«Στην κατάψυξη»! Γκάριζε σαν ηλίθιος.
Σας χρειάζεται ένα χώσιμο σε ζωολογικό κήπο, και στους δυο σας.
Άλλαξε κατεύθυνση και πήγε στο αυτοκίνητό του. Έβαλε μπρος τη μηχανή της γυαλιστερής ασπροκόκκινης Μπιούικ του, κι έφερε τη ζώνη του οδηγού μπροστά, ασφαλίζοντάς τη στην υποδοχή της. Έλεγξε τον εσωτερικό καθρέφτη και είδε δυο μικρά κοριτσάκια να χοροπηδούν στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν ζωγραφίσει με κιμωλία τετραγωνάκια πάνω στο τσιμέντο και χοροπηδούσαν από πάνω τους, χαχανίζοντας από τον ενθουσιασμό τους. Μπροστά του βρισκόταν ένας πελώριος, καταϊδρωμένος άνδρας χωρίς μπλούζα και υπερβολικά στενό σορτσάκι, να κουρεύει το γρασίδι στον κήπο του.
Ο Ντόνοβαν έριξε άλλη μια ματιά στο σπίτι της Σάντια, όπου τα αγριόχορτα μεγάλωναν δίχως έλεος και οι τριανταφυλλιές έγερναν προς το χώμα.
«Να πάρει», ψιθύρισε, και έσβησε τη μηχανή.