Kostenlos

Γραφτή και Δημοτική και το Γλωσσικό Ζήτημα στην Ελλάδα

Text
0
Kritiken
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

Οι δυτικοί φιλόλογοι οι ειδικοί του νεοελληνικού κλάδου δήλωσαν ήδη την κρίση τους, οι περισσότεροι μάλιστα απανωτά, μα στην Ελλάδα σα να φοβάνται πως των φιλολόγων αφτών είναι πάρα πολύ σκλαβωμένος ο ψήφος. Τώρα που η δικογραφία συμπληρώθηκε αρκετώτατα, η επιθυμία, φαίνεται, είναι, ας μιλήσουν κι' οι άλλοι γλωσσολόγοι όσοι ακολούθησαν προσεχτικά το δρόμο του γραφικού πολέμου. Δεν έχω καμιά δυσκολία, εγώ τουλάχιστο, να συμμορφωθώ, φυσικά όμως δε μπορώ εδώ να μπω πολύ κατά βάθος σε γραμματικά καθέκαστα.

Ας δούμε πρώτα πώς έφτασαν οι Έλληνες ως στη σημερνή τους γλωσσικιά κατάσταση.

Ο Ελληνικός μεσαιώνας κατεβαίνει ως στα 1821, ως στο σηκωμό του έθνους εναντίον των Τούρκων. Μόλις θεμελίωσε το έθνος δικό του κράτος, πρώτη φροντίδα είταν πώς να δανειστεί τον Εβρωπαϊκό πολιτισμό. Όμως το μάτι του γένους, ενώ πολεμούσε, δεν κοίταζε μοναχά προς τη συνέχρονη δύση, παρά και προς την αρχαία Ελλάδα και το μεγαλείο της. Μα απ' όλα του πολιτισμού τα δώρα που χαίρουνταν ήδη το έθνος τίποτα δεν του θύμιζε τόσο άμεσα τα μυριόδοξα περασμένα όσο η γραφτή του γλώσσα· εκεί δεν έβλεπε έτσι μοναχά τα ίδια πάντα ψηφιά των αρχαίων, παρά και τις ίδιες λέξες και τους ίδιους τύπους. Από τους παλιούς καιρούς δεν είχε ποτές νεκρωθεί, δηλαδή δεν είχε θαφτεί αδιάβαστη και ξεχαστεί στα ράφια. Στους ατέλιωτους εκείνους καιρούς της υλικιάς και διανοητικιάς φτώχιας και του εθνικού κοματιασμού κατόρθωσε να βασταχτεί ως γλώσσα τουλάχιστο του κλήρου. Λίγο πριν την επανάσταση, όταν είχε πια μπει η γλώσσα κάπως βαθύτερα στην πραχτικιά ζωή του έθνους, κανονίστηκε η γραμματική της στο γενικό πολύ καλοστόχαστα με την ενέργεια του σοφού και γνωστικού Κοραή (1748 – 1833) και με των οπαδών του.

Σε μερικά έγινε κάπιος ζυγωμός προς τη λαϊκιά λαλιά. Κλαδέψανε δηλαδή τότες μερικούς κλασσικούς σχηματισμούς ξένους πια του λαού, καθώς τον απαρέμφατο και το μονολεχτικό μέλλοντα, και παραδέχτηκαν τύπους της εποχής. Αλλαγή όμως ριζικιά δε στάθηκε ο κανονισμός αφτός. Καθώς το έθνος έμπαινε στον εβρωπαϊκό πολιτισμό, έπρεπε η γλώσσα του – έτσι θαρρούσε ο κόσμος – όχι μοναχά να συμπληρωθεί ανάλογα και να πλουτιστεί, παρά και να καθαριστεί. Αφτό έγινε λοιπόν με τη βοήθια της αρχαίας. Πήραν τότες όχι μοναχά κλασσικές λέξες και τύπους για ν' αντικρύσουν όπια τυχόν καινούργια ανάγκη πρόβαλλε, παρά με τον ίδιο τρόπο αντικατάστησαν και λέξες ιταλικής ή τούρκικης πηγής ανακατεμένες από πριν· μάλιστα στον κλασσικό ζήλο θυσιάστηκαν κιόλας γνήσιες λέξες εθνικές που είχε παραλάβει η γραφτή από τις ντοπιολαλιές και που σμίγανε μαζί τους τα παρόντα. Αφού η τεχνητή αφτή γλώσσα μπάστηκε ως επίσημη των υπαλλήλων, του στρατού κτλ., προχωρούσαν ολοένα έτσι τα πράματα ως στα 1880, όταν εδώθες προβάλανε ριζοσπάστες, μα σύγκαιρα κι' εκείθες βγήκε φωνή από το στόμα των αντιπάλων τους των πιο τουλάχιστο στοχαστικών, «Μη πια πιο πίσω προς την αρχαία!»

Τώρα, έφκολο είναι να λες πως, άμα τέλιωσε η Επανάσταση, όταν πες τα πάντα μέσα στο νιο το Κράτος και στην Κοινωνία είτανε να ξαναχτιστούν, πως παρουσιάστηκε αμέσως τότες κατάλληλη στιγμή προς σκόπιμο ξαναταιριασμό λαϊκιάς και γραφτής γλώσσας. Ως τότες ολόκληρους αιώνες, εξόν τον κλήρο, μόλις έβρισκες μια περιορισμένη χουφτίτσα διαβασμένους που αληθινά ήξεραν τη γραφτή και την όριζαν. Αντιπρόσωπος τίποτα λογοτεχνιάς της προκοπής ή λαοπαιδείας θρεμένης από τέτια λογοτεχνιά το γλωσσικό αφτό είδος δεν είταν· και αφού μήτε σήμαινε ως καθημερνή λαλιά των γραμματισμένων, μπορούσε τότες η Κυρά Καθαρέβουσα – έτσι τη λεν τη γραφτή τους οι Έλληνες – με θάρρος να ξερριζωθεί. Το έθνος κάτεχε πολύτιμη δημοτικιά ποίηση, τραγούδια που και στη Δύση τα πρόσεξαν^ να, κι' ο ίδιος ο Γαίτες τους έδειξε ζωηρή συμπάθεια μεταφράζοντας κάμποσά τους γερμανικά. Η γλώσσα τους είταν κι' είναι κάπως μεσιανή, είδος που έφκολα μορφώνεται με το ταξίδι των τραγουδιών από τόπο σε τόπο. Εδώ λοιπόν βρισκότανε πρόχειρο φυσικό θέμελο Νεοελληνικιάς γραφτής, αφού δα μάλιστα προς λεξικό πλουτισμό και μέρος προς συνταχτικό ψιλοδούλεμά της μπορούσανε να χρησιμεφτούν αρκετά στοιχεία της παλιάς γραφτής. Το να μην έγινε τότες τέτιο ξανάχτισμα δεν είναι παρά φυσικό. Ο κόσμος μέσα κι' όξω βούηζε αρχαία Ελλάδα. Καρτερούσε από τους Έλληνες και το καινούργιο τους βασίλειο έναν οργασμό όπως γρικήσανε οι προγόνοι τους αμέσως μόλις τέλιωσαν οι Περσικοί πόλεμοι. Όχι η δημοτική όμως, παρά η πατροπαράδοτη γραφτή τους φάνηκε τότες των Ελλήνων πιο άμεσα πώς έδενε τα τωρινά με τα ξακουστά περασμένα, η γραφτή εκείνη που είτανε δα κιόλας διάλεχτος της Καινής Διαθήκης. Πώς ν' απαιτούσες τότες θυσία τέτιου κληρονομικού θησαβρού; Έπειτα μην ξεχνούμε και τούτο. Ως προς τη γλωσσικιά ιστορία, μάλιστα με τι τρόπο στέκουνε μεταξύ τους λαϊκιά και γραφτή γλώσσα, βασίλεβαν τότες και στους πολιτισμένους ακόμα λαούς ιδέες σύθολες και μπερδεμένες. Ζητάς πάρα πολλά, αν απαιτείς πως έπρεπε από τότες οι Έλληνες να ωφεληθούν τα μαθήματα τα πορίσιμα από των άλλων λαών τη γλωσσικιά και λογοτεχνικιά ιστορία.

Μήτε πρέπει να παρακαταδικάζουνται οι Έλληνες για το τόσο μελετημένο κι' υπερβολικό σπρώξιμο της καθαρέβουσας προς την αρχαία που χαραχτηρίζει αφτής της γλωσσικιάς μορφής τον ξετυλιγμό κατά τον πριν αιώνα. Τέτιες αρχαιοπετριές δεν έλειψαν ούτε από τους πολιτισμένους λαούς της Εβρώπης ούτε καν από μας τους Γερμανούς, αν και, εννοείται, πουθενά δεν παρατεντώθηκαν ως σε τέτιο μάκρος και τόσο συστηματικά.

Α θες όμως σωστά να καταλάβεις τη σημερνή θέση, πρέπει τώρα να λογαριάσεις ακόμα και τούτο. Οι ρωμέικες ντοπιολαλιές φύλαξαν καθόλου το υλικό τους όπως το είχαν αιώνες πριν· ως τόσο με τον ξαπλωμό της παιδείας από τον καιρό των Τούρκων λέξες κάθε λογής χώθηκαν μέσα τους από την επίσημη γραφτή. Μα και πάλι με όσα της ιστορίας της Καθαρέβουσας είπαμε, το χάσμα το μεταξύ της και των ντοπιολαλιών στο γενικό κατάντησε φυσικά ακόμα πλατύτερο. Η γραφτή, όπως βασιλέβει στα γραφεία, στον τύπο, στην επιστήμη κτλ., δεν είναι – όπως δεν είναι κανενός λαού – κάτι ολότελα ομιόμορφο, παρά ως σε μια γραμμή αλλάζει κατά το γραφιά και το αντικείμενο. Τώρα, ως προς την καθημερνή λαλιά των γραμματισμένων μέσα στις χώρες, στην αρχή παραξενέβει που άλλοι βεβαιώνουν πως μιάζει πολύ της γραφτής – αφού και πήγασε από τη γραφτή, όπως προσθέτουν – και που άλλοι αντίθετα τονίζουν πως κανείς ποτές του δε μιλεί όπως γράφει, πως σωρός συστατικά της γραφτής – μερικοί τύποι κι' άπειρες λέξες – δεν υπάρχουν παρά στο χαρτί και στα ρητορικά δίχως να περνούν άλλη φορά και τα πιο σοφά τα χείλια, πως η συνηθισμένη των γραμματισμένων γλώσσα βρίσκεται σημαντικά ακόμα εντός του κύκλου της απλοϊκιάς λαλιάς κτλ. Το σωστότερο κι' αληθινό είναι φυσικά τούτο, πως η κοινή αφτή γλώσσα παντού ανεβοκατεβαίνει ποικιλώτατα, το συμμορφωτικό της όμως πάντα μένοντας τέτιο ώστε οι χώρες παντού στην Ελλάδα και στην Τουρκιά να συναγρικιούνται δίχως καμιά δυσκολία. Το πως ο τύπος αφτός, όπως μας λεν, πήγασε από τη γραφτή παράδοση είναι, το λίγο λίγο, φαντασία. Γιατί στους καιρούς όταν ο τύπος αφτός βλάστησε και ξάπλωσε, κάθε Ρωμιός, όπως και σήμερα, μάθαινε πρώτα να μιλά όχι στο σκολιό, παρά στο γονικό του σπίτι. Τώρα, α φανταστείς μια μεσιανή φτιασμένη με το μέσο κάθε χωραΐτικης λαλιάς, είναι φανερό πως αφτή στο δέκατο έννατο αιώνα ως σήμερα πάντα αλάργεβε από τη δημοτική προς τη γραμμή της επίσημης γραφτής (Δες Χατζηδάκη σελ. 15 «Ότα διο λέξες, διο σύνταξες, διο γραμματικούς τύπους κτλ. στα καλύτερα σπίτια και στην αρχοντικώτερη «κοινωνία τους μεταχειριζόμαστε το ίδιο, τότες προτιμάμε είτε λαλώντας είτε γράφοντας εκείνον που μας συνεδένει με την εκκλησιά μας και τα περασμένα μας». Σελ. 35 «Μπορώ ένα σωρό λέξες να αναφέρω που, αν και πασίγνωστες άλλοτες της λαλιάς, τώρα ξαφανίστηκαν ολότελα, και στον τόπο τους άλλες παρμένες από την καθαρέβουσα κατάντησαν παντού κοινό νόμισμα· και σημείωσε, δεν εννοώ λέξες υπαλληλικές, επιστημονικές κτλ., παρά λέξες ολότελα της καθημερνής ζωής». Και σελ. 47 «Πλήθος λέξες και μερικοί τύποι από τη γραφτή παράδοση μπήκανε στην καθημερνή λαλιά και χωνέφτηκαν· όμως ανάποδα, αν εξαιρέσεις τη σύνταξη την πιο απλή, λιγώτερα στοιχεία από τη στοματικιά παράδοση παράλαβε ως τώρα η γραφτή.» Κι' είναι ξάστερο ακόμα πως έτσι έπρεπε να γίνει. Πρώτα, είναι τούτο φυσικιά κατάντια του καλοκαρδιστικού ξαπλωμού που πήρε στην Ελλάδα η παιδεία. Έπειτα, έχουμε ακόμα την καλή μας ξυπασιά. Του Έλληνα του φαίνεται η επίσημη γλώσσα όχι μονάχα «σεβαστή, και σα να πούμε, έκλαμπρη» (Χατζιδ. σ. 22, αίστημα που μάλιστα το προξενεί η εκκλησιαστικιά παράδοση, παρά συγκριτικά με τις ντοπιολαλιές του φαίνεται και σαν αρχοντικιά και ως μόνη άξια αθρώπου μορφωμένου. Κόπους και κόπους στοιχίζει το ναν τη μάθει κανείς σωστά, και λοιπόν δε θέλει τέτιο θησαβρό μοναχά με το κοντύλι να σου τόνε βγάζει στο φως. Έτσι ο μορφωμένος Έλληνας τη λαϊκιά λαλιά τη λογαριάζει πρόστυχη, χοντρή, χυδαία.

Οι κάθε λογής ζημιές που έπαθε ως τώρα ο Ελληνικός πολιτισμός με το σημερνό γλωσσικό του σύστημα, και που θα πάθει ακόμα α γλήγορα δε βρεθεί γιατριά, είναι κατά βάθος ξηγημένες μέσα στου Κρούμπαχου το βιβλίο. Εδώ κι' εκεί ίσως ο Κρούμπαχος τα πάρα βλέπει σκοτεινά, κι' από ζήλο προς την ιδέα κάπου καταδικάζει πάρα πολύ βαριά τους Έλληνες· μα ως προς την ουσία έχει δίκιο. Χεροπιαστό άξαφνα είναι το πως, επειδής είναι τόσο δύσκολος ο ξεσκολιασμός της γραφτής, μάλιστα με τέτια δύσκολη ορθογραφία (όπιος μαθαίνει διάβασμα και γράψιμο πρέπει ένα σωρό πράματα να φορτώσει το νου του που μοναχά στη γραφή υπάρχουν και που σήμερα της λαλιάς της είναι περιττά, καθώς την ψιλή και δασεία, τους τρεις τόνους, τις χρονικές των φωνηέντων διαφορές, τους διφτόγγους, τα διπλά σύφωνα κτλ. Πουθενά δε συγκινάει τόσο των Ελλήνων η λατρεία προς το έργο των προγόνων τους όσο σ' αφτή την αφτάπαρνη επιμονή σε γραφικές συνήθιες που εδώ και 1500 χρόνια κατάντησαν άσκοπες), χεροπιαστό είναι, λέω, πως έτσι άλλοι σπουδαίοι διδαχτικοί κλάδοι περιορίζουνται σημαντικά, και πως η καθαρέβουσα φταίει – αν και ίσως όχι μόνη – που η Ελληνική λογοτεχνία δεν έχει ως τώρα μήτε ένα να δείξει καλλιτεχνικά ξετελιωμένο έργο.