Kostenlos

Ο Αγαθούλης

Text
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙV
Πώς δεχτήκανε τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό οι Ιησουΐτες της Παραγουάης

Ο Αγαθούλης είχε φέρει μαζί του από τα Γάδειρα έναν υπηρέτη, που όμοιοι του βρίσκονται πολλοί στις αχτές της Ισπανίας και στις αποικίες. Ήτανε κατά το ένα τέταρτο ισπανός, γιος ενός μιγάδα από το Τουκουμάν. Είχε κάνει ψάλτης, νεωκόρος, ναύτης, καλόγερος διανομέας, στρατιώτης, λακές. Ονομαζότανε Κακαμπός κι' αγαπούσε πολύ τον κύριό του, γιατί ο κύριος του ήταν υπερβολικά καλός άνθρωπος. Σέλλωσε όσο μπορούσε γρηγορώτερα τα δυο ανδαλούσια άλογα.

– Εμπρός, κύριέ μου, ας ακολουθήσαμε τη συμβουλή της γριάς, ας φύγομε κι' ας τρέχομε δίχως να κυττάμε πίσω μας.

Ο Αγαθούλης έκλαψε:

– Ω αγαπημένη μου Κυνεγόνδη! Πρέπει να σ' εγκαταλείψω την ώρα, που ο κύριος Κυβερνήτης επρόκειτο να μας στεφανώση! Κυνεγόνδη, φερμένη από τόσο μακρυά, τι θ' απογίνης;

– Θα γίνη ότι μπορεί, είπεν ο Κακαμπός. Οι γυναίκες δεν χάνονται ποτές. Ο Θεός τις φροντίζει. Δρόμο.

– Πού με πάς; Πού πάμε; Τι θα κάνουμε χωρίς την Κυνεγόνδη; έλεγεν ο Αγαθούλης;

– Στ' όνομα του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλλας, είπεν ο Κακαμπός, έως τώρα πηγαίνατε να πολεμήσετε τους Ιησουίτες· ας πάμε τώρα να πολεμήσουμε γι' αυτούς. Ξέρω καλά τους δρόμους, θα σας φέρω στο βασίλειό τους, θα καταγοητευθούν αποχτώντας ένα λοχαγό, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια. Θα κάμετε τεράστια περιουσία. Όταν κανείς δεν έχει τύχη σ' ένα κόσμο, την βρίσκει σ' άλλονε. Είναι μεγάλη ηδονή να βλέπει κανείς και να κάμνη νέα πράγματα.

– Έχεις λοιπόν πάει στην Παραγουάη; είπεν ο Αγαθούλης.

– Ε! βέβαια, είπεν ο Κακαμπός. Έκαμα επιστάτης στο κολλέγιο της Ανάληψης και ξέρω τη διοίκηση των λος πάδρες, όπως ξέρω τα σοκάκια των Γαδείρων. Είναι κάτι θαυμάσιο αυτή η διοίκηση. Το βασίλειο έχει κόρα πιότερο από τριακόσες λεύγες διάμετρο· είναι διαιρεμένο σε τριάντα επαρχίες. Οι λος πάδρες τάχουν όλα κι' ο λαός τίποτε: είναι το αριστούργημα της λογικής και της δικαιοσύνης. Όσο για μένα δε βρίσκω τίποτες θειότερο από τους λος πάδρες, που εδώ μεν πολεμούνε το βασιλέα της Ισπανίας και το βασιλέα της Πορτογαλλίας, αλλά στην Ευρώπη είναι μαζί τους: που σκοτώνουν εδώ τους Ισπανούς, αλλά στη Μαδρίτη τους αποστέλλουν στους ουρανούς. Αυτό μ' ενθουσιάζει. Προχωρούμε: θα γίνετε ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους. Τι ευχαρίστηση θα λάβουν οι λος πάδρες, όταν μάθουνε, πως τους έρχεται ένας λοχαγός, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια!

Όταν φτάσανε στα πρώτα φυλάκια, ο Κακαμπός είπε στο φρουρό, ότι ένας λοχαγός ζητούσε να μιλήση στον κύριο διοικητή. Πήγανε να ειδοποιήσουνε τη μεγάλη φρουρά. Ένας αξιωματικός Παραγουαϊάνος έτρεξε στον διοικητή να του μεταδώσει την είδηση. Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα. Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους. Ένας λοχίας τους λέγει, πως πρέπει να περιμένουνε, πως ο διοικητής δε μπορεί να τους μιλήση, πως ο αιδεσιμώτατος πατήρ της επαρχίας δεν επιτρέπει σε κανέναν Ισπανό ν' ανοίξη το στόμα του, παρά μόνο επί παρουσία του και να μείνη περισσότερο από τρεις ώρες στον τόπο.

– Και πού είναι ο αιδεσιμώτατος πατήρ της επαρχίας; είπεν ο Κακαμπός.

– Είναι στην παράταξη, αφού λειτούργησε, απάντησε ο λοχίας και δε μπορείτε να φιλήσετε τα σπιρούνια του παρά σε τρεις ώρες.

– Αλλά, είπεν ο Κακαμπός, ο κύριος λοχαγός, που πεθαίνει της πείνας, όπως κ' εγώ, δεν είναι ισπανός, είναι Γερμανός. Δεν μπορούμε να γευματίσουμε περιμένοντας την αιδεσιμότητά του;

Ο λοχίας έτρεξε αμέσως να μεταδώση αυτή την πληροφορία στο διοικητή.

– Ευλογητός ο Θεός! φώναξε· αφού είναι γερμανός, μπορώ να του μιλήσω. Ας τον φέρουνε στη φυλλωσιά μου. Αμέσως φέρνουνε τον Αγαθούλη σ' ένα κιόσκι με κολόννες από πράσινο και χρυσό μάρμαρο και με καφάσια, πούχανε μέσα παπαγάλους, κολύβρια, φραγκόκοττες κι' όλα τα σπανιώτερα πουλιά. Ένα θαυμάσιο γεύμα ήτανε ετοιμασμένο μέσα σε χρυσά πιάτα· κ' ενώ οι Παραγουιανοί τρώγανε καλαμπόκι μέσα σε ξύλινα πινάκια στον ανοιχτό κάμπο, μέσα στη κάψα του ήλιου, ο αιδεσιμώτατος πατήρ διοικητής μπήκε στη φυλλωσιά.

Ήταν ένα πολύ ωραίο παλληκάρι, με γεμάτο πρόσωπο, πολύ λευκό, πλούσιο σε χρώματα, με τα φρύδια καμαρωτά, το μάτι ζωηρό, το αυτί ρόδινο, τα χείλη κόκκινα, το ύφος περήφανο, αλλά μια περηφάνεια ούτε ισπανική ούτε ιησουιτική. Ξαναδώσανε τα όπλα στον Αγαθούλη και στον Κακαμπό πού τους τάχανε πάρει, καθώς και τα δυό ανδαλούσια άλογα. Ο Κακαμπός τους έβαλε να φάνε βρώμη κοντά στη φυλλωσιά, έχοντας πάντα τα μάτια του σ' αυτά από φόβο κανενός ξαφνικού.

Ο Αγαθούλης φίλησε τον ποδόγυρο του ράσου του διοικητή και κατόπι καθήσανε στα τραπέζι.

– Είστε λοιπόν Γερμανός; του είπε Γερμανικά ο Ιησουίτης.

– Μάλιστα, αιδεσιμώτατε πάτερ, είπεν ο Αγαθούλης.

Κι' ο ένας κι' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν.

– Κι' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης.

– Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ.

– Ουρανέ! είναι δυνατόν, φώναξε ο διοικητής.

– Τι θαύμα! φώναξε ο Αγαθούλης.

– Είστε σεις; είπεν ο διοικητής.

– Αυτό δεν είναι δυνατό! είπε ο Αγαθούλης.

Πέφτουνε κ' οι δυο ανάσκελα· μετά αγκαλιάζονται, χύνουνε ποταμούς δάκρυα.

– Πώς! είστε σεις λοιπόν, αιδεσιμώτατε πάτερ, ο αδερφός της ωραίας Κυνεγόνδης! Σεις, που σας σκοτώσανε οι Βούλγαροι! Σεις ο γυιός του κυρίου βαρώνου! Σεις Ιησουίτης στην Παραγουάη! Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτός ο κόσμος είναι παράξενο πράγμα! Ω! Παγγλώση! Παγγλώση! πώς θα χαιρόσουν, αν δεν είχες κρεμαστή!

Ο διοικητής διάταξε να τραβηχτούν οι νέγροι σκλάβοι και οι Παραγουιανοί, που σερβίριζαν κρασί μέσα σε ποτήρια από ορυχτό κρύσταλλο. Ευχαρίστησε χίλιες φορές το Θεό και τον Άγιο Ιγνάτιο· έσφιγγε τον Αγαθούλη μέσα στην αγκαλιά του· τα πρόσωπά τους ήτανε λουσμένα στα δάκρυα.

– Θα ξαφνιζόσαστε πολύ περισσότερο, θα συγκινόσαστε περισσότερο και θα γινόσαστε πιο τρελλός από χαρά, είπε ο Αγαθούλης, αν σας έλεγα, πως η δεσποινίς Κυνεγόνδη, η αδερφή σας, που τη θεωρείτε ξεκοιλιασμένη, είναι όλη υγεία!

– Πού;

– Εδώ κοντά, στου κυρίου Κυβερνήτη του Μπουένος Άυρες κ' ερχόμουν να σας πολεμήσω.

Κάθε λέξη που λέγανε σ' αυτή τη συνδιάλεξη, πρόσθετε θαύμα στο θαύμα. Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧV
Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης

Θάχω πάντα, σ' όλη μου τη ζωή, ζωντανή στη μνήμη μου τη φριχτήν ημέρα, που είδα να σκοτώνουν τον πατέρα μου και τη μητέρα μου και να βιάζουνε την αδερφή μου. Όταν φύγανε οι Βούλγαροι, δε βρήκαμε πουθενά αυτή τη λατρευτή αδερφή· βάλανε σ' ένα αμάξι τη μητέρα μου, τον πατέρα μου και μένα, δυο υπηρέτριες και τρία παιδιά σφαγμένα, για να μας πάνε να μας θάψουνε σε μια εκκλησιά Ιησουιτών, δύο λεύγες μακρυά από τον πύργο των προγόνων μου. Ένας Ιησουίτης μας έρριξε αγιασμό, τρομερά αλατισμένο· μερικές στάλες μπήκανε στα μάτια μου· ο πάτερ παρετήρησε, πως το βλέφαρό μου σάλεψε λιγάκι· έβαλε το χέρι του πάνω στην καρδιά μου και την ένοιωσε να χτυπά. Με περιποιηθήκανε και σε τρεις εβδομάδες δε μούμεινε σημάδι. Ξέρετε, αγαπητέ μου Αγαθούλη, πως ήμουν υπερβολικά ωραίος· έγινα ακόμη περισσότερο· έτσι ο αιδεσιμώτατος πατήρ Κρουστ, ο ηγούμενος, αισθάνθηκε για μένα την τρυφερότερη φιλία· μούδωσε το ένδυμα του δοκίμου· μετά λίγον καιρό με στείλανε στη Ρώμη. Ο πατήρ στρατηγός είχε ανάγκη να στρατολογήση νέους Γερμανούς Ιησουίτες· γιατί οι αφέντες της Παραγουάης δέχονται όσα μπορούνε λιγώτερο τους Ισπανούς Ιησουίτες· προτιμούνε τους ξένους, γιατί μπορούνε να τους διευθύνουνε καλύτερα· θεωρήθηκα κατάλληλος από τον αιδεσιμώτατο πατέρα στρατηγό να πάω να δουλέψω σ' αυτή την άμπελο. Αναχωρήσαμε ένας Πολωνός, ένας Τυρολέζος κ' εγώ. Με τιμήσανε, όταν έφθασα, με το αξίωμα του υποδιακόνου και του υπολοχαγού: είμαι σήμερα ταγματάρχης και παπάς. Θα δεχθούμε γενναία τα στρατεύματα του βασιλέα της Ισπανίας· σας λέω, πως θα τ' αφορίσουμε και θα τα νικήσουμε. Η Θεία Πρόνοια σας στέλνει εδώ να μας συντρέξετε. Μα είναι πραγματικά αληθινό, πως η αδελφή μου Κυνεγόνδη είναι δω κοντά, στου κυβερνήτη του Μπουένος-Άυρες;

Ο Αγαθούλης του βεβαίωσε με όρκο, πως τίποτε δεν ήταν αληθινώτερο απ' αυτό. Τα δάκρυά τους ξαναρχίσανε να τρέχουν.

Ο βαρώνος δεν μπορούσε να κουρασθή φιλώντας τον Αγαθούλη· τον ονόμαζε αδερφό του, σωτήρα του.

– Α! ίσως, του είπε, θα μπορέσουμε μαζί, αγαπητέ μου Αγαθούλη, να μπούμε νικητές στην πόλη και να πάρουμε την αδερφή μου Κυνεγόνδη.

– Αυτό εύχομαι κ' εγώ, είπεν ο Αγαθούλης· γιατί λογάριαζα να την παντρευτώ και το ελπίζω ακόμα.

– Σεις, αυθάδη! του απάντησε ο βαρώνος, θάχετε την αναίδεια να παντρευθήτε την αδερφή μου, πόχει εβδομήντα-δυο γενιές! Σας βρίσκω πολύ ξετσίπωτο να τολμάτε να μιλάτε για ένα σχέδιο τόσο θρασύ!

Ο Αγαθούλης απολιθωμένος από τούτα τα λόγια, του απάντησε:

– Αίδεσιμώτατέ μου πάτερ, όλες οι γενιές του κόσμου δεν έχουνε καμιά σημασία. Απέσπασα την αδελφή σας από τα χέρια ενός Εβραίου κ' ενός Ιεροξεταστή· έχει μεγάλες υποχρεώσεις σε μένα και θέλει να με παντρευθή. Ο διδάσκαλος Παγγλώσσης μούπε πολλές φορές, πως οι άνθρωποι είναι ίσοι και ασφαλώς θα την παντρευτώ.

– Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη.

 

– Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου! Είμαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου και να που έχω σκοτώσει ως τώρα τρεις ανθρώπους· και μέσα σ' αυτούς τους τρεις οι δύο είναι παπάδες.

Ο Κακαμπός, που φύλαγε σκοπός στην είσοδο της φυλλωσιάς έτρεξε μέσα.

– Δε μας μένει άλλο από το να πουλήσουμε ακριβά τη ζωή μας, τούπε ο αφέντης του. Θα μπούνε, χωρίς αμφιβολία, στη φυλλωσιά· πρέπει να πεθάνουμε με τα όπλα στο χέρι.

Ο Κακαμπός πούχε δη πολλά τέτια, δεν τάχασε καθόλου. Πήρε το ράσο του Ιησουίτη, μα όπως του τόβγαζε, άρχισε να κλαίη. Αλλοίμονο! ό,τι φορούσε ο βαρώνος, το φόρεσε του Αγαθούλη, τούδοσε τον τετράγωνο σκούφο του σκοτωμένου και τον ανέβασε στο άλογο. Όλ' αυτά γίνανε σ' ένα λεφτό.

– Τώρα δρόμο! αφέντη μου· όλοι θα σας πάρουνε για Ιησουίτη, που πάει να δώση διαταγές· και θα περάσουμε τα σύνορα πριν μπορέσουνε να τρέξουνε κατόπι μας.

Πετούσε, λέγοντας αυτά, και φώναζε ισπανικά!

– Τόπο, τόπο στον αιδεσιμώτατο πάτερ ταγματάρχη!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI
Τι συνέβη στους δυο ταξιδιώτες με δυο κορίτσια, δυο μαϊμούδες και με τους άγριους, που λέγονται Αυτιάδες

Ο Αγαθούλης κι' ο σύντροφος του ήσαν μακρυά από τα χαρακώματα και κανένας δεν ήξερε ακόμα στο στρατόπεδο το θάνατο του Γερμανού Ιησουίτη. Ο άγρυπνος Κακαμπός είχε φροντίσει να γεμίση τη βαλίτσα του ψωμί, ζαμπόνι, σοκολάτα, φρούτα και μερικές μποτίλιες κρασί. Μπήκανε βαθυά με τ' ανδαλούσια τους άλογα σ' έναν άγνωστο τόπο, όπου δε βρήκανε κανένα δρόμο. Τέλος ένα ωραίο λειβάδι όλο ρυάκια παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο Κακαμπός προτείνει στον κύριό του να φάνε και του δίνει πρώτος το παράδειγμα.

– Πώς θέλεις, του έλεγε ο Αγαθούλης να φάγω ζαμπόνι, όταν έχω σκοτώσει το γυιό του κυρίου βαρώνου και βρίσκομαι καταδικασμένος να μην ξαναϊδώ ποτέ στη ζωή μου την ωραία Κυνεγόνδη; Τι θα μου χρησιμέψη να παρατείνω τις άθλιές μου μέρες, αφού είμαι αναγκασμένος να τις σέρνω μακρυά της όλο τύψεις κι' απελπισία; Και τι θα πη η εφημερίδα του Τρεβού;

Μιλώντας έτσι, δεν έπαψε να τρώγει. Ο ήλιος βασίλευε. Οι δυο χαμένοι ταξιδιώτες ακούσανε κάποιες μικρές φωνές που μοιάζανε γυναικείες. Δεν ξέρανε, αν αυτές οι φωνές ήτανε χαράς ή πόνου· όμως πεταχτήκανε ορμητικά επάνω με την ανησυχία και τον τρόμο, που εμπνέουν όλα σ' έναν τόπο άγνωστο. Αυτά τα ξεφωνητά προερχόντανε από δυο κορίτσια ολόγυμνα, που τρέχανε ανάλαφρα στην άκρη του λειβαδιού, ενώ δυο μαϊμούδες τις κυνηγούσανε και τις δαγκάνανε τους πισινούς. Ο Αγαθούλης τις συμπόνεσε κι' όπως είχε μάθει να σημαδεύη καλά από τους Βουλγάρους, θα μπορούσε να χτυπήση φουντούκι μέσα στο θάμνο του, χωρίς να γγίξη τα φύλλα. Σηκώνει λοιπόν το δίκαννο του ισπανικό τουφέκι, τραβά και σκοτώνει τις δυο μαϊμούδες.

– Ευλογητός ο Θεός! αγαπημένε μου Κακαμπό! Έσωσα από μεγάλο κίνδυνο αυτά τα δυο δυστυχισμένα πλάσματα, Αν έκανα αμαρτία σκοτώνοντας έναν ιεροξεταστή κι' έναν Ιησουίτη, την επανώρθωσα σώζοντας τη ζωή των δυο κοριτσιών. Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο.

Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.

– Δεν περίμενα τόση ψυχική αγαθότητα, είπε τέλος στον Κακαμπό, ο οποίος του απάντησε.

– Κάνατε τώρα δα μια περίφημα δουλειά! Σκοτώσατε τους ερωμένους των κοριτσών.

– Τους ερωμένους! είναι δυνατό; Με κοροϊδεύεις, Κακαμπό. Πώς να σε πιστέψω;

– Αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο Κακαμπός. Ξαφνιάζεστε πάντα με όλα. Γιατί βρίσκετε τόσο παράξενο να υπάρχουνε μερικοί τόποι, όπου οι μαϊμούδες δέχονται τις περιποιήσεις των γυναικών; Οι μαϊμούδες είναι τέταρτα ανθρώπων, όπως εγώ τέταρτο Ισπανού.

– Αλλοίμονο, επανάλαβε ο Αγαθούλης, θυμούμαι, πως έχω ακούσει να λέη ο διδάσκαλος Παγγλώσης, ότι τον παλιό καιρό παρόμοια γεγονότα έχουνε γίνει και οι τέτοιες μίξεις γεννήσανε τους αιγιπάνες, τους φαύνους, τους σατύρους, που πολλοί μεγάλοι άντρες της αρχαιότητας τους είχανε δει. Μα τα νόμιζα όλ' αυτά παραμύθια.

– Οφείλετε τώρα να πεισθήτε, είπε ο Κακαμπός, πως είνε αλήθεια, και βλέπετε, πώς τη θεωρούν όσοι δε λάβανε κάποια μόρφωση. Μα ό,τι φοβούμαι είναι, μήπως αυτές οι κυρίες μας σκαρώσουνε καμιάν άσκημη δουλειά.

Αυτές οι βάσιμες σκέψεις αναγκάσανε τον Αγαθούλη ν' αφήση το λειβάδι και να χωθή μέσα σ' ένα δάσος. Εδείπνησαν εκεί με τον Κακαμπό· κ' οι δύο τους, αφού καταράστηκαν τον Ιεροξεταστή της Πορτογαλλίας, τον Κυβερνήτη του Μπουένος Άυρες και το βαρώνο, κοιμήθηκαν πάνω στα βρύα. Όταν ξύπνησαν, νοιώσαν πως δεν μπορούσαν να σαλέψουν· η αιτία ήτανε, πως τη νύκτα οι Αυτιάδες, οι κάτοικοι του τόπου, στους οποίους οι δύο κυρίες τους είχανε καταγγείλει, τους δέσανε με σκοινιά από δεντρόφλουδο. Ήτανε περικυκλωμένοι από καμιά πενηνταριά Αυτιάδες ολόγυμνους, ωπλισμένους με βέλη, ρόπαλα και μπαλτάδες από πέτρα. Μερικοί βάζανε να βράσει ένα μεγάλο καζάνι' άλλοι ετοιμάζανε σούβλες κι' όλοι τους φωνάζανε:

– Είναι Ιησουίτης! ένας Ιησουίτης! Θα εκδικηθούμε, θα κάνουμε ωραίο τσιμπούσι! Φάμε τον Ιησουίτη! Φάμε τον Ιησουίτη!

– Σας είχα πει σωστά, αγαπητέ μου κύριε, φώναξε θλιβερά ο Κακαμπός, πως αυτά τα δυο κορίτσια θα μας σκαρώνανε άσκημη ιστορία!

Ο Αγαθούλης βλέποντας το καζάνι και τις σούβλες, φώναξε:

– Ασφαλώς θα μας ψήσουν ή θα μας βράσουν! Α! τι θάλεγε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, αν έβλεπε, πως είναι κανωμένη η καθαρή ανθρώπινη φύση. Όλα είναι καλά! έστω: μα ομολογώ, πως είναι πολύ σκληρό νάχω χάσει τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη και να σουβλιστώ από τους Αυτιάδες.

Ο Κακαμπός δεν τάχανε ποτές.

– Μην απελπίζεστε από τίποτε, είπε στον απαρηγόρητο Αγαθούλη. Καταλαβαίνω λίγο τη γλώσσα αυτών των λαών· θα τους μιλήσω.

– Μην παραλείψης, του είπε ο Αγαθούλης, να τους παραστήσης, τι φριχτή απανθρωπιά είναι να ψήνουνε τους ανθρώπους και πόσο είναι αντιχριστιανικό!

– Κύριοι, είπε ο Κακαμπός, φαντάζεστε, πως θα φάτε σήμερα ένα Ιησουίτη; Πολύ καλά! Τίποτε δεν είναι δικαιότερο από το να μεταχειρίζεται κανείς έτσι τους εχθρούς του. Πραγματικά το φυσικό δίκαιο μας διδάσκει να φονεύουμε τον πλησίον μας κ' έτσι γίνεται σ' όλη τη γη. Εάν εμείς δεν κάμνουμε χρήση του φαγώματος των εχθρών μας, τούτο οφείλεται στο ότι βρίσκομε άλλη άφθονη τροφή. Αλλά σε σας δε συμβαίνει το ίδιο. Βέβαια αξίζει περισσότερο να τρώγη κανείς τους εχθρούς του παρά ν' αφήνη στα κοράκια τον καρπό της νίκης του. Αλλά κύριοι, δε θα θέλατε να φάτε τους φίλους σας. Νομίζετε, πως πρόκειται να περάσετε στη σούβλα ένα ιησουίτη κι' όμως είναι ο υπερασπιστής σας, ο εχθρός των εχθρών σας, που πρόκειται να ψήσετε. Εγώ έχω γεννηθή στον τόπο σας· ο κύριος, που βλέπετε, είναι ο αφέντης μου κι' όχι μονάχα δεν είναι ιησουίτης, μα έχει σκοτώσει προ ολίγου ένα ιησουίτη και του πήρε τα ρούχα. Να το λάθος σας. Για να βεβαιωθήτε για ό,τι σας λέγω, πάρτε το ράσο του και φέρτε το στα πρώτα χαρακώματα του βασιλείου των λος πάδρες. Δε θα σας χρειαστή πολύς καιρός. Μπορείτε πάντα να μας φάτε, αν βρήτε, πως σας είπα ψέματα. Αλλ' αν σας είπα την αλήθεια, γνωρίζετε πολύ καλά τις αρχές του δημοσίου δικαίου, τα έθιμα, τους νόμους για να μη μας κάνετε χάρη.

Οι Αυτιάδες βρήκανε αυτή την κουβέντα πολύ λογική. Διαλέξανε δυο από τους καλύτερους να πάνε γρήγορα να πληροφορηθούνε την αλήθεια. Οι δυο απεσταλμένοι εκτελέσανε την αποστολή τους σαν φρόνιμοι άνθρωποι και γυρίσανε σε λίγο φέρνοντας καλά νέα. Οι Αυτιάδες λύσανε τους δύο αιχμαλώτους και τους κάνανε πλήθος περιποιήσεις, τους προσφέρανε κορίτσια, τους δώσανε αναψυχτικά και τους συνωδέψανε ως τα σύνορα του κράτους των φωνάζοντας εύθυμα:

– Δεν είναι καθόλου Ιησουίτης! Δεν είναι καθόλου Ιησουίτης!

– Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να θαυμάζη τον απελευθερωτή του.

– Τι λαός! έλεγε. Τι άνθρωποι! Τι ήθη! Αν δεν είχα την τιμή να δώσω μια μεγάλη σπαθιά περνώντας πέρα-πέρα το κορμί του αδερφού της δεσποινίδας Κυνεγόνδης, θα είχα φαγωθή χωρίς άλλο. Όμως παρ' όλα αυτά η καθαρή φύση είναι αγαθή, αφού αυτοί εδώ οι άνθρωποι, αντί να με φάνε, μου κάνανε χίλιες τιμές, όταν μάθανε, πως δεν ήμουνα ιησουίτης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII
Ο Αγαθούλης κι ο σύντροφός τον φτάνουνε στο Ελδοράδο και τι βλέπουν εκεί

Όταν φτάσανε στα σύνορα των Αυτιάδων:

– Βλέπετε, είπε ο Κακαμπός στον Αγαθούλη, πως αυτό εδώ το ημισφαίριο δεν είναι καλύτερο από τάλλο. Πιστέψετέ με, ας γυρίσουμε στην Ευρώπη με το συντομώτερο δρόμο.

– Πώς να γυρίσουμε; είπε ο Αγαθούλης. Και που να πάμε; Αν πάω στην πατρίδα μου, εκεί οι Βούλγαροι και οι Άβαροι σφάζουνε τα πάντα. Αν γυρίσω στην Πορτογαλλία, θα με ψήσουνε. Αν μείνουμε σ' αυτόν εδώ τον τόπο, κινδυνεύουμε κάθε στιγμή να μας περάσουνε στη σούβλα. Αλλά πώς ν' αποφασίσω ν' αφήσω το μέρος του κόσμου, που η δεσποινίς Κυνεγόνδη κατοικεί;

– Ας στρίψουμε προς τη Γαϋέννα, είπεν ο Κακαμπός· θα βρούμε κει Γάλλους, που γυρίζουνε όλο τον κόσμο: θα μπορέσουνε να μας βοηθήσουνε. Ο Θεός ίσως μας λυπηθή.

Δεν ήταν εύκολο να πάνε στη Γαϋέννα· ξέρανε καλά προς ποιο μέρος έπρεπε να βαδίσουν· αλλά παντού βουνά, ποτάμια, γκρεμοί, ληστές, άγριοι· υπήρχαν παντού τρομερά εμπόδια. Τ' άλογά τους ψοφήσανε από την κούραση· οι προμήθειές τους τελειώσανε, τραφήκαν ένα ολόκληρο μήνα με άγριους καρπούς και βρεθήκανε τέλος κοντά σ' ένα μικρό ποταμάκι, που σ' όλο του το ρέμα είχε κοκοφοίνικες· μ' αυτούς διατηρήσανε τη ζωή τους και τις ελπίδες τους.

Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη:

– Δε μπορούμε πια, περπατήσαμε αρκετά, βλέπω μια μικρή βάρκα στην όχθη, ας τη γεμίσουμε κοκοκάρυδα, ας ριχτούμε εμείς μέσα κι' ας αφεθούμε στο ρέμα να μας πάη· ένα ποτάμι φέρνει πάντα σε κάποιο κατοικημένο μέρος. Αν δε βρούμε πράγματα ευχάριστα, θα βρούμε τουλάχιστο πράγματα νέα.

– Εμπρός! είπε ο Αγαθούλης· ας αφεθούμε στη θεία πρόνοια.

Πλέξανε μερικές λεύγες ανάμεσα σε όχθες, άλλοτε ανθισμένες, άλλοτε χέρσες, άλλοτε ομαλές, άλλοτε απόκρημνες. Το ποτάμι φάρδαινε πάντα· τέλος χανότανε κάτου σε μια καμάρα από βράχους τρομαχτικούς, που υψωνόντανε ως τον ουρανό. Οι δυο ταξιδιώτες είχανε το θάρρος, να εγκαταλειφτούνε στα κύματα κάτου απ' αυτή την καμάρα. Το ποτάμι, στενεύοντας σ' αυτό το μέρος, τους έσερνε με μια φριχτή ταχύτητα. Μετά εικοσιτέσσερις ώρες ξανάειδαν την ημέρα· αλλ' η βάρκα τους τσακίστηκε ανάμεσα στις πέτρες· χρειάστηκε να συρθούνε από βράχο σε βράχο σ' ένα διάστημα μιας ολόκληρης λεύγας· τέλος ανακαλύψανε έναν απέραντο ορίζοντα περικλεισμένο από βουνά ασίμωτα. Ο τόπος ήτανε καλλιεργημένος κι' από ευχαρίστηση απλή κι' από ανάγκη· παντού το χρήσιμο ήτανε ενωμένο με το ευχάριστο: οι δρόμοι ήτανε γεμάτοι ή καλύτερα στολισμένοι με αμάξια από υλικό λαμπερό, κουβαλώντας άντρες και γυναίκες μοναδικής ομορφιάς, και που τα σέρνανε μεγάλα κόκκινα πρόβατα, που ξεπερνούσανε, στη γρηγοράδα τα καλύτερα άλογα της Ανδαλουσίας, του Ζετουάν και του Μεκινέζ.

– Να, ωστόσο, είπε ο Αγαθούλης, ένας τόπος, που αξίζει καλύτερα από τη Βεστφαλία. Πήδησε στη γη με τον Κακαμπό κοντά στο πρώτο χωριό που απαντήσανε. Μερικά παιδιά του χωριού, φορώντας χρωματιστά μεταξόρουχα καταξεσκισμένα, παίζανε τις αμάδες στο έμπα του χωριού. Οι δυο μας άνθρωποι του άλλου κόσμου διασκεδάζανε κοιτάζοντάς τα: οι αμάδες τους ήτανε πολύ πλατιές και στρογγυλές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες, και λαμποκοπούσαν εξαιρετικά. Τους ήρθε επιθυμία να μάσουνε μερικές· ήτανε μάλαμμα, σμαράγδια, ρουμπίνια, που το μικρότερό τους θα μπορούσε νάναι το μεγαλύτερο στόλισμα του θρόνου της Μογγολίας.

– Χωρίς αμφιβολία, είπεν ο Κακαμπός, αυτά τα παιδιά, θάναι τα βασιλόπουλα του τόπου, που παίζουνε τις αμάδες.

Ο δάσκαλος του χωριού παρουσιάστηκε αυτή τη στιγμή για να τα μπάση στο σκολειό.

– Να, είπε ο Αγαθούλης, ο παιδαγωγός της βασιλικής οικογένειας.

Οι μικροί διαβολάκηδες πάψανε αμέσως το παιχνίδι τους αφήνοντας καταγίς τις αμάδες τους κι' ό,τι τους χρησίμεψε στη διασκέδασί τους. Ο Αγαθούλης τα μαζεύει, τρέχει στον παιδαγωγό και του τα παρουσιάζει ταπεινά, δίνοντάς του να καταλάβη με σημεία, ότι οι βασιλικές τους υψηλότητες είχανε λησμονήσει το χρυσάφι τους και τα πολύτιμα πετράδια τους. Ο δάσκαλος του χωριού χαμογελώντας τα πέταξε χάμω, παρατήρησε μια στιγμή το πρόσωπο του Αγαθούλη με πολλήν απορία κ' εξακολούθησε το δρόμο του.

Οι ταξιδιώτες δεν παραλείψανε να μαζέψουνε χρυσάφι, ρουμπίνια και σμαράγδια.

– Πού είμαστε; φώναζε ο Αγαθούλης. Πρέπει τα βασιλόπουλα αυτού του τόπου νάναι πολύ καλά αναθρεμμένα, αφού τα μαθαίνουν να περιφρονούνε το χρυσάφι και τα πολύτιμα πετράδια.

Ο Κακαμπός θάμαζε σαν τον Αγαθούλη. Πλησιάσανε τέλος στο πρώτο σπίτι του χωριού· ήτανε χτισμένο σαν ευρωπαϊκό παλάτι. Πλήθος κόσμος σφιγγότανε στην πόρτα κι' ακόμα περισσότερο μέσα· μια πολύ ευχάριστη μουσική ακουότανε και μια ηδονική μυρωδιά κουζίνας τους έφτανε. Ο Κακαμπός πλησίασε στην πόρτα κι' άκουσε να μιλούνε περουβιανά· ήτανε η μητρική του γλώσσα· γιατί όλος ο κόσμος ξέρει, πως ο Κακαμπός είχε γεννηθή στο Τουκουάν, σ' ένα χωριό που δεν ξέρανε άλλη γλώσσα απ' αυτήν.

 

– Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα.

Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι. Τους σερβίρανε τέσσερες σούπες γαρνιρισμένες καθεμία με δυο παπαγάλους, ένα μπούτι βραστό που ζύγιζε διακόσιες λίτρες, δυο μαϊμούδες ψητές εξαίσιας γεύσης, τριακόσια κολύβρια σ' ένα πιάτο και εξακόσια μυγοπούλια σ' ένα άλλο· επίσης ραγγού εκλεχτώτατα, γλυκίσματα νοστιμώτατα όλα μέσα σε πιάτα από ορυχτό κρύσταλλο. Τα γκαρσόνια κ' οι κοπέλλες του ξενοδοχείου τους κερνούσανε διάφορα λικέρ φκιασμένα από ζαχαροκάλαμο.

Οι συμπότες ήσαν οι περισσότεροι έμποροι κι' αμαξάδες, όλοι τους ασύγκριτα ευγενικοί, που κάνανε μερικές ερωτήσεις στον Κακαμπό με την πιο μεγάλη διάκριση κι' απαντήσανε στις δικές τους με τρόπο ικανοποιητικό.

Όταν τελείωσε το φαγί, ο Κακαμπός νόμισε, καθώς κι' ο Αγαθούλης, ότι πληρώσανε καλά το λογαριασμό τους, ρίχνοντας απάνω στο τραπέζι δύο απ' αυτά τα πλατιά κομμάτια του χρυσαφιού, πούχαν μαζέψει. Ο ξενοδόχος κ' η ξενοδόχα σπάσανε στα γέλια και βαστούσανε πολλιώρα τα πλευρά τους. Τέλος συνήλθανε.

– Κύριοι, είπε ο ξενοδόχος, βλέπουμε καλά, πως είστε ξένοι· δεν είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε ξένους. Συχωρέστε μας, αν αρχίσαμε να γελάμε, όταν μας προσφέρατε για πληρωμή τα χαλίκια των μεγάλων μας δρόμων. Δεν έχετε, χωρίς αμφιβολία, χρήματα του τόπου, μα δε χρειάζονται για να φάτ' εδώ. Όλα τα ξενοδοχεία τα ιδρυμένα για την ευκολία του εμπορίου πληρώνονται από το κράτος. Δεν είσαστε τυχεροί εδώ, γιατί ναι φτωχό το χωριό, μα κάθε αλλού θα φιλοξενηθήτε, όπως σας αξίζει.

Ο Κακαμπός εξηγούσε στον Αγαθούλη όλα τα λόγια του ξενοδόχου κι' ο Αγαθούλης τον άκουε με τον ίδιο θαυμασμό και το ίδιο ξάφνισμα, που ο φίλος του Κακαμπός του τα μετάδινε.

– Ποιος τόπος λοιπόν είναι αυτός, λέγανε κι' ο ένας κι' ο άλλος, άγνωστος απ' όλο τον άλλο κόσμο κι' όπου όλη η φύση είναι τόσο διάφορη από τη δική μας; Είναι πιθανώς ο τόπος όπου όλα είναι καλά: γιατί πρέπει απολύτως να υπάρχη ένας τέτοιος τόπος! Κι' ό,τι κι' αν είπε ο διδάσκαλος Παγγλώσης, συχνά παρατήρησα, πως όλα ήτανε κακά στη Βεστφαλία.