Kostenlos

Συμπόσιον : ή περί έρωτος

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

Αυτά, ω Φαίδρε και σεις οι άλλοι, είπε μεν η Διοτίμα, πείθομαι δε κ' εγώ ότι είνε σωστά. Έχων δε τοιαύτην πεποίθησιν, προσπαθώ να πείσω και τους άλλους ότι προς επιτυχίαν ενός τόσον μεγάλου καλού διά την ανθρωπίνην φύσιν συνεργόν καλύτερον από τον Έρωτα δεν θα ημπορούσε κανείς εύκολα να εύρη. Διά τούτο εγώ τουλάχιστον λέγω ότι πας τις έχει χρέος να τιμά τον Έρωτα, όχι μόνον δε ο ίδιος τιμώ τα ερωτικά και εξαιρετικήν επιμέλειαν καταβάλλω δι' αυτά, αλλά και τους άλλους συμβουλεύω, και τόρα δε και πάντοτε εγκωμιάζω την δύναμιν και την ανδρείαν του Έρωτος, όσον ημπορώ καλύτερα.

Αυτά, ω Φαίδρε, είχα να ειπώ εγώ διά τον Έρωτα, συ δε, αν μεν θέλης, πάρε τα ότι ελέχθησαν ως εγκώμιον εις τον Έρωτα, ειδεμή ονόμασέ τα όπως άλλως σου αρέσει να τα ονομάσης.

Ταύτα ειπόντος του Σωκράτους, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου, οι μεν άλλοι επεδοκίμαζον επαινούντες, ο δε Αριστοφάνης ετοιμάζετο κάτι να ειπή, διότι ο Σωκράτης εις τον λόγον του είχε κάμει κάποιον υπαινιγμόν περί των υπ' αυτού λεχθέντων αλλ' έξαφνα ηκούσθη κρουομένη η αύλειος θύρα κατά τρόπον όλως διόλου απρεπή και συγχρόνως φωναί ωσάν ανθρώπων εις ευθυμίαν διατελούντων, εις τας οποίας διεκρίνετο και φωνή αυλητρίδος.

– Παιδιά, είπε τότε ο Αγάθων αποτεινόμενος προς τους δούλους, δεν πηγαίνετε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν μεν είνε κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, ειπέτε ότι δεν πίνομεν πλέον τόρα, αλλ' αναπαυόμεθα.

Μετ' ολίγον ηκούσθη εις την αυλήν η φωνή του Αλκιβιάδου φοβερά μεθυσμένου και φωνασκούντος, ερωτώντος δε πού είνε ο Αγάθων και διατάσσοντος να τον οδηγήσουν παρ' αυτώ. Έπειτα δε, οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την αυλητρίδα και μερικούς άλλους από τους συντρόφους του, εφάνη και ο ίδιος εις την ολάνοικτον θύραν, όπου και εστάθη στεφανωμένος με παχύφυλλον στέφανον από κισσόν και ία και έχων εις την κεφαλήν πάρα πολλάς ταινίας, και είπεν:

– Άνδρες, χαίρετε! θα δεχθήτε ως συμπότην σας και ένα άνθρωπον φοβερά μεθυσμένον, ή να φύγωμεν αφού στεφανώσωμεν μόνον τον Αγάθωνα; διότι δι' αυτό ήλθομεν. Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή. Και τόρα σεις απ' εκεί λέγετε μου ωρισμένως, να έμβω ή όχι; θα συμπίετε μαζή μου ή όχι;

Όλοι τότε εφώναξαν και του έλεγαν να εμβή μέσα και να κατακλιθή, επίσης δε τον εκάλει και ο Αγάθων. Ο Αλκιβιάδης επροχώρησε τότε οδηγούμενος υπό των συντρόφων του, καταγινόμενος δε συγχρόνως ν' αφαιρέση τας ταινίας διά να περιβάλη με αυτάς την κεφαλήν του Αγάθωνος, δεν παρετήρησε τον Σωκράτη, καίτοι ακριβώς εμπρός του ευρισκόμενον, αλλ' ετοποθετήθη πλησίον του Αγάθωνος, μεταξύ ακριβώς τούτου και του Σωκράτους, όστις είχε παραμερίσει διά να του κάμη θέσιν. Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας.

Τούτων γενομένων,

– Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο.

– Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος συμπότης μας;

Συγχρόνως δε εστράφη και είδε τον Σωκράτη, αλλά μόλις τον είδε ανεπήδησε και είπε:

– Ω Ηράκλεις! τι είνε τούτο; Ο Σωκράτης είνε αυτός; Ενεδρεύων με λοιπόν και πάλιν είχες κατακλιθή εδώ, διά να παρουσιασθής έξαφνα, κατά την συνήθειάν σου, εκεί όπου εγώ κάθε άλλο παρά ότι θα είσαι και συ εφανταζόμην; Και τόρα τι ήλθες να κάμης εδώ; Και διατί ακόμη κατεκλίθης εδώ και όχι κοντά εις τον Αριστοφάνη ή κανένα άλλον, αν υπάρχη, ευθυμολόγον ή αρεσκόμενον εις τα αστεία, αλλά τα κατάφερες να ευρίσκεσαι κοντά εις τον ωραιότερον από τους εδώ μέσα;

Και ο Σωκράτης:

– Αγάθων, είπε, κύτταξε να με προστατεύσης· διότι ο έρως του ανθρώπου αυτού δεν είνε μικρόν κακόν δι' εμέ. Από τον καιρόν που τον ερωτεύθηκα δεν μου επιτρέπεται πλέον ούτε να κυττάξω ούτε να συνομιλήσω με ωραίον κανένα, διότι άλλως ζηλοτυπών και παραφερόμενος προβαίνει εις πράγματα απίστευτα, υβρίζων και μόλις συγκρατούμενος από του να σηκώση και χείρα εναντίον μου. Κύτταξε λοιπόν μην κάμη τα ίδια και τόρα, αλλά προσπάθησε να μας συνδιαλλάξης, ή αν αρχίση τας παραφοράς του, προστάτευσέ με, διότι εγώ φοβούμαι φοβερά την μανίαν αυτού και την φιλεραστίαν.

– Συνδιαλλαγή μεταξύ εμού και σου είνε αδύνατος, είπεν ο Αλκιβιάδης. Αλλά θα σ' εκδικηθώ δι' αυτά αργότερα. Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα.

Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Αφού δε κατεκλίθη:

– Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον. Ή μάλλον δεν χρειάζεται τίποτε, παρά συ, παιδί, επρόσθεσεν ιδών ένα ψυκτήρα χωρούντα περισσότερον από οκτώ κοτύλας (22), φέρ' εδώ εκείνον εκεί τον ψυκτήρα.

Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως:

– Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.

Και ο μεν Σωκράτης, όταν ο δούλος εγέμισε τον ψυκτήρα, έπινε· ο δε Ερυξίμαχος:

– Πώς εννοείς λοιπόν, είπε, να κάμωμεν, Αλκιβιάδη; έτσι θα πίνωμεν χωρίς ούτε ομιλίαν ούτε άσματα, απαράλλακτα όπως οι διψώντες;

Και ο Αλκιβιάδης:

– Ερυξίμαχε, είπε, λαμπρότατε γόνε λαμπροτάτου πατρός και σωφρονεστάτου, χαίρε.

– Χαίρε και συ, είπεν ο Ερυξίμαχος· αλλά λέγε τι πρέπει να κάμωμεν;

– Ό,τι ορίσης συ· διότι οφείλομεν να σε υπακούωμεν·

ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων (23

διάταξε λοιπόν ό,τι θέλεις.

– Άκουσε τότε, είπεν ο Ερυξίμαχος. Ημείς, πριν να έλθης συ, είχαμεν εύρει πρέπον να ομιλήση καθένας με την σειράν του, όπως θα ημπορούσε καλύτερα, περί Έρωτος, εγκωμιάζων αυτόν, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Και ημείς μεν οι άλλοι όλοι ωμιλήσαμεν. Οφείλεις λοιπόν και συ, αφού έπιες χωρίς να ειπής τίποτε, να ομιλήσης, αφού δε τελειώσης, θα ορίσης εις τον Σωκράτη ό,τι θέμα θέλεις, και αυτός πάλιν εις τον προς τα δεξιά του και ούτω καθεξής διά τους άλλους.

– Αλλά, Ερυξίμαχε, είπεν ο Αλκιβιάδης, καλόν μεν είνε αυτό που λέγεις, δεν υπάρχει όμως διόλου ισότης, προκειμένου μεθυσμένος άνθρωπος να εκτεθή εις σύγκρισιν προς τους λόγους νηφόντων. Έπειτα, ω μακάριε άνθρωπε, μήπως επείσθης από εκείνα που είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; και δεν ηξεύρεις ότι συμβαίνει όλως διόλου το εναντίον από ό,τι έλεγε; Διότι αυτός, εάν εγώ επαινέσω εμπρός του κανένα άλλον ή θεόν ή άνθρωπον και όχι αυτόν, δεν θα κρατηθή να με καταχειρίση.

– Τι είν' αυτά πάλιν; είπεν ο Σωκράτης.

– Μα τον Ποσειδώνα, είπεν ο Αλκιβιάδης, μη θέλης να διαμαρτυρηθής, διότι εγώ δεν είνε δυνατόν να επαινέσω κανένα άλλον σου παρόντος.

– Κάμε έτσι λοιπόν, αν θέλης, είπεν ο Ερυξίμαχος· επαίνεσε τον Σωκράτη.

– Το νομίζεις σωστόν, ω Ερυξίμαχε; να επιτεθώ λοιπόν κατά του ανδρός και να τον εκδικηθώ εμπρός σας;

– Αι! φίλτατε, είπεν ο Σωκράτης, τι έχεις εις τον νουν σου; θα μ' επαινέσης επί το ειρωνικώτερον, ή τι σκοπεύεις να κάμης;

– Θα ειπώ την αλήθειαν. Κύτταξε μόνον αν συναινής.

– Αλλά διά την αλήθειαν όχι μόνον δεν έχω αντίρρησιν, αλλά και θέλω.

– Αρχίζω αμέσως λοιπόν, είπεν ο Αλκιβιάδης. Συ δε κάμε όπως θα σου ειπώ. Εάν λέγω τι μη αληθές, να με διακόψης, αν θέλης, και να μου ειπής ότι ως προς αυτό ψεύδομαι· διότι εν γνώσει δεν θα ειπώ κανέν ψεύδος. Εάν δε εκθέτω τα πράγματα ατάκτως, όπως μου έρχονται εις την μνήμην, μη απορήσης· διότι δεν μου είνε εύκολον, όπως είμαι τόρα, να καταριθμήσω εν συνεχεία όλα τα παράξενά σου.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ

Διά να επαινέσω τον Σωκράτη, ω άνδρες, θα μεταχειρισθώ εικονικάς παρομοιώσεις. Και αυτός μεν ίσως θα νομίση τούτο ως γινόμενον χάριν αστειότητος, ενώ η εικών λόγον θα έχη την αλήθειαν και όχι τον γέλωτα. Λέγω λοιπόν ότι ο Σωκράτης είνε εντελώς όμοιος προς τους Σειληνούς εκείνους τους εκτεθειμένους εις τα μαρμαρογλυφεία, τους οποίους οι τεχνίται παριστάνουν κρατούντας σύριγγας ή αυλούς και οι οποίοι διανοιγόμενοι εις δύο παρουσιάζονται από μέσα έχοντες αγάλματα θεών. Και λέγω ακόμη ότι ο Σωκράτης ομοιάζει ιδιαιτέρως με τον σάτυρον Μαρσύαν (24). Και ότι μεν ως προς την μορφήν είσαι όμοιος με αυτούς, ω Σώκρατες, αυτό βέβαια ούτε συ ο ίδιος ήθελες αμφισβητήσει ότι δε και κατά τα άλλα ομοιάζεις, άκουε τα παρακάτω.

 

Χλευαστής είσαι· ή θα ειπής όχι; διότι αν δεν συμφωνής, θα φέρω μάρτυρας. Αλλά και αυλητής μήπως δεν είσαι; και μάλιστα πολύ θαυμασιώτερος εκείνου· διότι αυτός μεν δι' οργάνων εκήλει τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, όπως και τόρα, ακόμη το ίδιον κάνει ο δυνάμενος ν' αυλή τα μέλη εκείνου καθόσον εκείνα που ο Όλυμπος (25) ηύλει, τα θεωρώ ότι ήσαν του Μαρσύου, τούτου διδάξαντος· και μόνα αυτά, είτε επιτήδειος αυλητής είνε ο αυλών είτε πρόστυχος αυλητρίς, διαθέτουν εις έξαρσιν και δεικνύουν τους έχοντας ανάγκην των θεών και των μυσταγωγικών τελετών, διά τον λόγον ότι είνε θεία. Συ δε κατά τούτο διαφέρεις εκείνου, ότι χωρίς όργανα και διά μόνων των λόγων επιτυγχάνεις το ίδιον αποτέλεσμα. Ημείς δηλαδή, όταν μεν ακούωμεν άλλον τινα ομιλούντα επί οιουδήποτε θέματος, έστω και αν πρόκειται περί πολύ δυνατού ρήτορος, κανείς μας δεν πολυσκοτίζεται διά τίποτε· αλλ' όταν ακούη τις σε να ομιλής ή και άλλον αφηγούμενον τους λόγους σου, έστω και αν ούτος είνε εντελώς ανεπιτήδειος, είτε ανήρ είνε ο ακούων είτε γυνή είτε νεανίσκος, όλοι μένομεν κατάπληκτοι και κρεμασμένοι από τους λόγους σου. Εγώ τουλάχιστον, ω άνδρες, εάν δεν εφοβούμην ότι θα με πάρετε ως εντελώς μεθυσμένον, θα σας έλεγα ορκιζόμενος τι εγώ ο ίδιος έχω αισθανθή από τους λόγους αυτού και τι αισθάνομαι ακόμη και τόρα. Όταν δηλαδή τον ακούω, πολύ περισσότερον από τους κορυβαντιώντας και η καρδία μου πηδά και δάκρυα χύνω από τους λόγους αυτού. Βλέπω δε και άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια. Ενώ ακούων τον Περικλή και άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα μεν αυτούς ευγλώττους, αλλά τίποτε τοιούτον δεν επάθαινα, ουδέ εταράσσετο η ψυχή μου ουδέ ηγανάκτει ως διατελούντος εις κατάστασιν ανδραπόδου· από τους λόγους όμως τούτου εδώ του Μαρσύου πολλάκις ευρέθην εις τοιαύτην ψυχικήν διάθεσιν, ώστε η ζωή να μου φανή αφόρητος εφ' όσον είμαι όποιος είμαι.

Και δι' αυτά επίσης, Σωκράτη, δεν θα ειπής ότι δεν είνε αληθή. Και την στιγμήν αυτήν δε ακόμη αισθάνομαι, ότι αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν εις τους λόγους σου, δεν θα ημπορούσα να ανθέξω, αλλά θα επάθαινα τα ίδια. Διότι με αναγκάζει να συμφωνήσω μαζί του, ότι ενώ πολλά πράγματα μου λείπουν ακόμη, παραμελώ μεν τον εαυτόν μου, αναμιγνύομαι δε εις τα των Αθηναίων. Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος.

Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν. Διότι ηξεύρω καλά ότι, ενώ δεν θα ημπορέσω να του αντιτάξω καμμίαν αντίρρησιν ότι δεν πρέπει να κάμω όσα αυτός με συμβουλεύει, εν τούτοις, όταν τον αφήσω, θα υποχωρήσω χάριν της εκ μέρους των πολλών τιμής και υπολήψεως. Δραπετεύω λοιπόν από πλησίον του και τον αποφεύγω, όταν δε τον επανίδω, εντρέπομαι δι' όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Και πολλάκις μεν νομίζω ότι με πολλήν ευχαρίστησιν θα τον έβλεπα να μην υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων αλλ' αν πάλιν εγίνετο τούτο, είμαι βέβαιος ότι πολύ μεγαλυτέρα θα ήτον η στενοχωρία μου, εις τρόπον ώστε δεν ηξεύρω, πώς να κάμω με τον άνθρωπον αυτόν.

Και αυτά μεν έπαθα και εγώ και άλλοι πολλοί εκ των αυλημάτων του σατύρου τούτου· ακούσατε δε τόρα και άλλα, διά να ιδήτε ότι και όμοιος είνε προς ό,τι εγώ τον παρωμοίασα και την δύναμιν πόσον θαυμασίαν έχει. Διότι πρέπει να μάθετε ότι κανείς από σας δεν τον γνωρίζει καλά· εγώ όμως, αφού ήρχισα, θα τον φανερώσω οποίος είνε. Λοιπόν ο Σωκράτης, τον βλέπετε ότι διάκειται ερωτικώς προς τους ωραίους και περί αυτούς τριγυρίζει διαρκώς και μένει εκστατικός από θαυμασμόν, και εκεί πάλιν τον βλέπετε αγνοούντα τα πάντα και μη γνωρίζοντα τίποτε, όπως φαίνεται από το ύφος του. Αι! αυτό δεν είνε ίδιον σειληνού; Είνε βέβαια και πάρα πολύ μάλιστα. Διότι το ύφος τούτο περιβάλλεται εξωτερικώς, απαράλλακτα όπως ο γεγλυμένος σειληνός· από μέσα δε, όταν ανοιχθή, πόσην, ω άνδρες συμπόται, νομίζετε ότι περικλείει σοφίαν; Μάθετε λοιπόν ότι ούτε εάν τις είνε ωραίος ενδιαφέρεται διόλου, αλλά καταφρονεί τόσον όσον δεν θα ημπορούσε κανείς να υποθέση, ούτε εάν είνε πλούσιος, ούτε εάν έχη άλλην τινα υπεροχήν εκ των υπό του πλήθους μακαριζομένων νομίζει δε ότι όλ' αυτά τα πλεονεκτήματα δεν αξίζουν τίποτε και ότι όλοι ημείς είμεθα μηδενικά, μη εκφράζων μεν διά του λόγου την ιδέαν του αυτήν, αλλ' εξακολουθών καθ' όλην του την ζωήν να ειρωνεύεται και να περιπαίζη όλον τον κόσμον. Όταν όμως ομιλή σπουδαίως και ανοιχθή, δεν ηξεύρω αν και άλλος τις είδε τα εντός αυτού αγάλματα· εγώ όμως έτυχε να τα ιδώ, και μου εφάνησαν ότι είνε τόσον θεία και πολύτιμα και πάγκαλα και θαυμαστά, ώστε έκρινα ότι έπρεπε να κάμω ταχέως ό,τι θέλει ο Σωκράτης. Επειδή δ' ενόμισα ότι έδιδε πολλήν σημασίαν εις την ωραιότητά μου, εθεώρησα ως ανέλπιστον ευκαιρίαν και ευτύχημα σπάνιον δι' εμέ αποτελούν το να χαρισθώ εις τον Σωκράτη και να μάθω από το στόμα του όλα όσα ούτος εγνώριζε· διότι είχα δα πολύ μεγάλην ιδέαν διά την καλλονήν μου.

Αυτά λοιπόν έχων κατά νουν, ενώ πριν δεν συνέβαινε να συναναστρέφωμαι μετ' αυτού μόνος και άνευ ακολούθου, τόρα, αποπέμπων τον ακόλουθον, έμενα μαζί του μόνος. Διότι νομίζω πρέπον να σας ειπώ όλην την αλήθειαν· ακούσατέ με λοιπόν με προσοχήν, και συ, Σωκράτη, εάν ψεύδωμαι, εξέλεγχέ με. Κατ' αυτόν τον τρόπον ήρχισα να τον συναναστρέφωμαι μόνος προς μόνον, ενόμιζα δε ότι αμέσως θ' αρχίση να μου λέγη όσα συνήθως έχει να ειπή εραστής προς αγαπώμενον όταν μείνουν μόνοι, και έχαιρον δι' αυτό. Εν τούτοις απολύτως τίποτε από αυτά δεν συνέβη, αλλ' αφού συνδιελέχθη όπως συνήθως μαζί μου όλην την ημέραν, ανεχώρησεν. Έπειτα από αυτό τον επροκάλεσα να γυμνασθώμεν μαζί και συνεγυμναζόμην, νομίζων ότι εδώ πλέον θα λάβη τέλος η υπόθεσις. Συνεγυμνάζετο λοιπόν μαζί μου και προσεπάλαιε πολλάκις ουδενός παρόντος· τι να σας ειπώ όμως; το αποτέλεσμα δεν υπήρξε περισσότερον ευνοϊκόν εις τον σκοπόν μου. Βλέπων ότι με αυτά δεν κατώρθωνα τίποτε, έκρινα πρέπον να επιτεθώ κατά του ανδρός κρατερώς και να μην αφήσω να μου ξεφύγη, μια φορά που είχε γείνει αρχή, αλλά να μάθω πρώτα τι συμβαίνει. Προσκαλώ λοιπόν αυτόν να συνδειπνήσωμεν, απαράλλακτα ωσάν εραστής θέλων να καταφέρω τον αγαπώμενον. Αλλά και εις αυτό δεν εφάνη πρόθυμος να μ' ευχαριστήση αμέσως, επείσθη όμως μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού. Εν τούτοις την πρώτην φοράν που ήλθεν, ηθέλησε ν' αναχωρήση αμέσως μετά τον δείπνον· εγώ δε εντραπείς τότε τον αφήκα ν' απέλθη· και διά τούτο προσκαλέσας αυτόν και πάλιν, μετά το δείπνον παρέτεινα την μετ' αυτού συνομιλίαν μέχρι βαθείας νυκτός, και όταν ηθέλησε ν' αναχωρήση, επικαλούμενος το προχωρημένον της ώρας τον ηνάγκασα να μείνη. Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.

Και μέχρι μεν του σημείου αυτού της διηγήσεως, τα πράγματα ημπορούν να λεχθούν ενώπιον οποιουδήποτε· τα παρακάτω όμως δεν θα με ηκούατε ποτέ να τα διηγηθώ, εάν πρώτον μεν ο οίνος κατά την παροιμίαν, μαζί με τα παιδιά ή χωρίς αυτά, δεν ήτο αληθής, και εάν έπειτα το ν' αποκρύψω έργον υπερήφανον του Σωκράτους, αφού πρόκειται περί επαίνου, δεν μου εφαίνετο άδικον πράγμα. Προς τούτοις έχω πάθει κ' εγώ αυτό που παθαίνουν οι δηχθέντες από έχιδναν· διότι λέγεται ότι όταν τύχη να πάθη κανείς το πάθημα αυτό, δεν θέλγει να διηγηθή τι υπέφερε παρά μόνον εις όσους έχουν δηχθή, φρονών ότι μόνον αυτοί ημπορούν να τον καταλάβουν και να τον συγχωρήσουν, εάν εκ της οδύνης ήτο ικανός το παν να πράττη και να λέγη. Και εγώ επίσης έχω δηχθή από κάτι αλγεινότερον ακόμη και εις το αλγεινότατον από όλα όπου είνε δυνατόν κανείς να δηχθή – εις την καρδίαν ή ψυχήν δηλαδή, ή οπωσδήποτε άλλως πρέπει να ονομασθή, πληγείς τε και δηχθείς από τα φιλοσοφικά διδάγματα, των οποίων τα δήγματα είνε πολύ αγριώτερα της εχίδνης, όταν συλλάβουν ψυχήν κατάλληλον ενός νέου, και ωθούν εις οιασδήποτε πράξεις και λόγους· βλέπω εξ άλλου γύρω μου Φαίδρους, Αγάθωνας, Ερυξιμάχους, Παυσανίας, Αριστοδήμους τε και Αριστοφάνας· διά τον ίδιον δε τον Σωκράτη τι πρέπει να ειπή κανείς, και όσους άλλους; διότι όλοι σεις έχετε πάθει από την ιδίαν μανίαν και μέθην της φιλοσοφίας· διά τούτο όλοι σας θα μ' εννοήσετε· και θα συγχωρήσετε και τα τότε πραχθέντα και τα τόρα λεγόμενα· οι δε οικέται και εάν τις άλλος υπάρχη βέβηλος και άγροικος, ας βουλώσουν καλά τ' αυτιά τους. Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν,

– Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα.

– Όχι δα ακόμη, μου απήντησε.

– Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω;

– Πώς να το γνωρίζω; είπε.

– Έχω την ιδέαν, επανέλαβα, ότι ο μόνος άξιος εμού εραστής που μου έτυχε είσαι συ, και μου φαίνεται πώς διστάζεις να μου αποκαλύψης τα αισθήματά σου· εγώ δε ιδού πώς σκέπτομαι· φρονώ ότι θα ήτον ανόητον να μη χαρισθώ εις σε και ως προς αυτό και δι' ό,τιδήποτε άλλο, είτε της περιουσίας μου θα είχες ανάγκην είτε των φίλων μου. Διότι δι' εμέ το κυριώτερον απ' όλα είνε να γείνω όσον το δυνατόν τελειότερος, προς τούτο δε νομίζω ότι αντιλήπτορα, καταλληλότερον από σε δεν θα εύρω κανένα. Και μα την αλήθειαν πολύ περισσότερον θα εντρεπόμην τους φρονίμους μη χαριζόμενος εις τοιούτον άνδρα, αφ' όσον χαριζόμενος, θα εντρεπόμην τους πολλούς και ανοήτους.

Και αυτός, αφού με ήκουσεν, είπεν ειρωνικώτατα, όπως συνηθίζει, και πολύ σύμφωνα με τον χαρακτήρα του:

– Φίλτατε Αλκιβιάδη, φαίνεσαι τωόντι αντιλαμβανόμενος το συμφέρον σου όχι και άσχημα, αν υποτεθή ότι είνε αληθή όσα λέγεις περί εμού και ότι υπάρχει εις εμέ δύναμίς τις, διά της οποίας ημπορείς να γείνης καλύτερος· θα βλέπης βέβαια εις εμέ κάποιον κάλλος θαυμάσιον και πάμπολυ της ιδικής σου ευμορφίας διαφέρον. Εάν λοιπόν αυτό βλέπων επιδιώκεις να μετάσχης και συ και ν' ανταλλάξης κάλλος αντί κάλλους, ζητείς να με καταπλεονεκτήσης όχι ολίγον, επιχειρών, εις αντάλλαγμα φαινομένων, αλήθειαν καλών ν' αποκτήσης και τωόντι χρυσά με χάλκινα ν' αλλάξης εννοών (26). Αλλ', ω μακάριε, κύτταξε καλύτερα μήπως κάνης λάθος και δεν αξίζω τίποτε. Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη.

Και εγώ ακούσας:

– Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.

– Πολύ σωστά βέβαια λέγεις ως προς αυτό· έχομεν λοιπόν καιρόν εις το μέλλον να σκεφθώμεν και να κάμωμεν ό,τι θα μας φανή περί τε τούτων και περί των άλλων άριστον.

Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτο – διότι ήτον χειμών – και κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα. Και δι' αυτά επίσης, ω Σώκρατες, δεν θα ειπής ότι ψεύδομαι. Μ' όλ' αυτά εν τούτοις που έκαμα εγώ, αυτός έμεινεν εντελώς απαθής και κατεφρόνησε την ωραιότητά μου και κατεγέλασε και ύβρισεν· εκείνο δηλαδή που εγώ εν τούτοις ενόμιζα πώς κάτι είνε, ω άνδρες δικασταί· διότι δικαστάς σας θέλω της υπερηφανείας του Σωκράτους. Και μάθετε λοιπόν, μα θεούς, μα θεάς, ότι αφού εκοιμήθηκα με τον Σωκράτη, εσηκώθηκα χωρίς να συμβή τίποτε παραπάνω αφ' ότι θα συνέβαινεν αν εκοιμώμην μετά πατρός ή αδελφού πρεσβυτέρου.

Αί λοιπόν, έπειτα από αυτό στοχάζεσθε εις ποίαν πνευματικήν κατάστασιν διετέλουν, θεωρών μεν τον εαυτόν μου υβρισθέντα, αλλά και θαυμάζων του ανδρός τον χαρακτήρα και την σωφροσύνην και την δύναμιν της ψυχής, μη φανταζόμενος δε ποτέ ότι ήτο δυνατόν να συναντήσω άνθρωπον όμοιον με αυτόν εις φρόνησιν και σταθερότητα; εις τρόπον ώστε ούτε να οργισθώ ημπορούσα οπωσδήποτε και να στερηθώ της συναναστροφής αυτού ούτε να τον προσελκύσω εύρισκα τρόπον. Διότι ήξευρα καλά ότι απέναντι μεν των χρημάτων ήτον πολύ περισσότερον άτρωτος κατά πάντα τρόπον αφ' ό,τι ήτον ο Αίας απέναντι του σιδήρου, από εκείνο δε που μόνον ενόμιζα πως θα τον αναγκάση να παραδοθή, μου είχεν εκφύγει. Διετέλουν λοιπόν εις αμηχανίαν, υποδουλωθείς υπό του ανθρώπου αυτού όσον κανείς ποτέ δεν έφθασε να υποδουλωθή υπό άλλου.

 

Όλ' αυτά μου είχαν συμβή ήδη, όταν κατόπιν ευρεθήκαμεν μαζύ κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, όπου και συνεσιτούμεν. Εκεί λοιπόν, πρώτον μεν εις τας κακοπαθείας αντείχε περισσότερον όχι μόνον εμού, αλλά και όλων εν γένει των άλλων. Εάν ευρισκόμεθα εις την ανάγκην αποκλεισθέντες που, όπως συμβαίνει εις τας εκστρατείας, να μείνωμεν νηστικοί, τίποτε δεν ήσαν οι άλλοι απέναντί του ως προς την καρτερίαν· και εις τας ευωχίας πάλιν μόνος αυτός ήξευρε ν' απολαμβάνη κατά τε τ' άλλα και ως προς τον πότον δε ακόμη, εάν, μολονότι αποφεύγων να πίνη, ήθελεν αναγκασθή εις τούτο, έβαλλε κάτω όλους, και το θαυμαστότερον απ' όλα είνε ότι τον Σωκράτη δεν υπάρχει άνθρωπος που να τον είδε ποτέ μεθυσμένον· τούτου άλλως την απόδειξιν μου φαίνεται πώς θα την έχετε και τόρ' αμέσως. Ως προς δε πάλιν την αντοχήν εις το ψύχος – διότι οι χειμώνες είνε πολύ βαρείς εις τα μέρη εκείνα – δεν είχε τον όμοιόν του πάντοτε μεν, αλλ' ιδίως κάποτε που ο παγετός ήτον πάρα πολύ φοβερός, ενώ όλοι ή δεν έβγαιναν έξω, ή αν έβγαιναν, εφορούσαν όσον ημπορούσαν περισσότερα, υποδημένοι δε και τυλιγμένοι εις τους πόδας με αρνακίδας και πιλήματα, αυτός εν τούτοις εξήρχετο φέρων ιμάτιον μεν τοιούτον οποίον και πριν εσυνείθιζε να φορή, ανυπόδητος δε εβάδιζεν επάνω εις τα κρύσταλλα ευκολώτερα παρά οι άλλοι που ήσαν υποδημένοι. Οι στρατιώται μάλιστα τον εστραβοκύτταζαν νομίζοντες ότι θέλει να δείξη καταφρόνησιν προς αυτούς.

Και ταύτα μεν δη ταύτα·

μα κι άλλο του κατόρθωμα μεγάλο του γενναίου (27)

εκεί κάποτε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αξίζει τον κόπον να το ακούσετε. Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος. Εις το τέλος μερικοί από τους Ίωνας, επειδή είχε βραδυάσει πλέον, αφού εδείπνησαν, έφεραν έξω καθένας το χαμόστρωμά του – διότι ήτον θέρος τότε – και ενώ εκοιμώντο εις την δροσιάν, συγχρόνως παρηκολούθουν αυτόν διά να ιδούν αν θα μείνη έτσι όλην την νύκτα. Και τωόντι έμεινεν έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος· έπειτα ανεχώρησεν, αφού προσευχήθη εις τον ήλιον.

Αν θέλετε τόρα να μάθετε και οποίος είνε εις τας μάχας, ακούσατε· διότι επιβάλλεται να του αποδοθή δικαιοσύνη και ως προς αυτό. Όταν λοιπόν έγεινεν η μάχη, της οποίας τ' αριστεία έδωσαν εις εμέ οι στρατηγοί, αυτός μόνος μου έσωσε την ζωήν και κανείς άλλος, διότι πληγωμένον όντα δεν ηθέλησε να με αφήση, αλλά διέσωσε και τα όπλα μου και εμέ τον ίδιον. Και εγώ μεν, ω Σώκρατες, και τότε επέμενα να δώσουν εις σε τ' αριστεία οι στρατηγοί, ως προς αυτό δε βέβαια ούτε θα με κατηγορήσης ούτε θα ειπής ότι ψεύδομαι· αλλ' ενώ οι στρατηγοί ήθελαν να δώσουν εις εμέ τ' αριστεία αποβλέποντες εις την τάξιν μου, συ ο ίδιος εφάνης προθυμότερος των στρατηγών διά να τα λάβω εγώ και όχι συ.

Προς τούτοις έπρεπεν, ω άνδρες, να ιδήτε τον Σωκράτη κατά την άτακτον διά φυγής υποχώρησίν μας από το Δήλιον. Εγώ είχα ίππον εις την μάχην αυτήν, αυτός δε τον βαρύν του πεζού οπλισμόν. Υπεχώρει λοιπόν μετά τον διασκορπισμόν πλέον όλων αυτός και ο Λάχης μαζί· τους συναντώ δ' εγώ και μόλις τους είδα φωνάζω εις αυτούς να έχουν θάρρος και ότι εγώ δεν θα τους αφήσω. Εδώ δα είνε που είδα και καλύτερα τον Σωκράτη παρά εις την Ποτίδαιαν· διότι ο ίδιος διέτρεχα ολιγώτερον κίνδυνον, επειδή ήμουν έφιππος· και πρώτον παρετήρησα πόσον ανώτερος του Λάχητος ήτο εις αταραξίαν έπειτα μου εφαίνετο, ω Αριστόφανες, πώς τον έβλεπα όπως τον παρέστησες συ, περιπατούντα δηλαδή κ' εκεί όπως κ' εδώ, υπερήφανον και λοξοβλέποντα (28), ηρέμα περισκοπούντα και τους ιδικούς μας και τους πολεμίους, κατά τρόπον που εφανέρωνεν εις τον καθένα και από πολύ μακράν ακόμη, ότι αν κανείς ετολμούσε να πλησιάση τον άνδρα, θ' απεκρούετο ερρωμένως. Διά τούτο και η υποχώρησις και αυτού και του Λάχητος συνετελέσθη ακινδύνως· διότι σχεδόν πάντοτε εις τον πόλεμον τους ούτω διακειμένους ουδέ καν τους πλησιάζουν, αλλά καταδιώκουν τους προτροπάδην φεύγοντας.

Εις αυτά, και άλλα πολλά και θαυμάσια θα ημπορούσε κανείς να προσθέση εις έπαινον του Σωκράτους· αλλά προκειμένου μεν περί πάσης άλλης υπεροχής, ημπορεί κανείς ίσως να την εύρη και εις άλλους, το δε να μην ομοιάζη τις προς κανένα από τους ανθρώπους, μήτε από τους παλαιούς μήτε από τους τορινούς, αυτό είνε άξιον ιδιαιτέρου θαυμασμού. Με τον Αχιλλέα λόγου χάριν, όποιος ανεδείχθη, θα ημπορούσε να παρομοιάση κανείς και τον Βρασίδαν και άλλους, και με τον Περικλή πάλιν, και τον Νέστορα και τον Αντήνορα· είνε δε και άλλοι που ημπορούν να παραλληλισθούν κατ' αυτόν τον τρόπον· ενώ το αλλόκοτον του ανθρώπου τούτου, και εις τον χαρακτήρα και εις τους λόγους, δεν ημπορεί κανείς να το εύρη, οσονδήποτε και αν σκεφθή, εις κανένα ούτε από τους σημερινούς ούτε από τους παλαιούς, εκτός εάν τον παρομοιάση με ό,τι εγώ τον παρωμοίασα, όχι δηλαδή με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με σειληνούς και σατύρους, και αυτόν και τους λόγους του.

Και του λόγου δοθέντος, πρέπει να προστεθή εδώ και τούτο, το οποίον παρέλειψα εις την αρχήν, ότι δηλαδή και οι λόγοι αυτού ομοιότατοι είνε προς τους διανοιγομένους σειληνούς. Τωόντι, τα λεγόμενα του Σωκράτους θα εφαίνοντο κατ' αρχάς γελοία εις τον επιθυμούντα να τον ακούση· τόσον αι λέξεις και αι εκφράσεις διά των οποίων περιβάλλεται έξωθεν η έννοια αυτών ομοιάζουν με αναιδούς τινος σατύρου δοράν. Διότι ομιλεί περί όνων σαμαρωμένων και χαλκέων και σκυτοτόμων και βυρσοδεψών, και φαίνεται τα αυτά διά των αυτών αεννάως λέγων, εις τρόπον ώστε κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος ήθελε γελάσει περιφρονητικώς εις τους λόγους αυτού. Όταν όμως τους ιδή τις διανοιγομένους και εισδύση εντός αυτών, πρώτον μεν θα τους εύρη ως τους μόνους λόγους που έχουν έννοιαν μέσα τους, έπειτα δε θειοτάτους και πλείστ' αγάλματ' αρετής περικλείοντας και αναφερομένους εις πλείστα ή μάλλον εις όλα όσα αρμόζει να έχη υπ' όψιν ο θέλων να γείνη καλός και αγαθός.

Αυτά είνε, ω άνδρες, που επαινώ εγώ τον Σωκράτη· και επίσης που τον κατηγορώ, εκθέσας μαζί και τους εξευτελισμούς που υπέστην από αυτόν. Και δεν έχει μεταχειρισθή μόνον εμένα κατ' αυτόν τον τρόπον, αλλά και Χαρμίδην τον Γλαύκωνος και Ευθύδημον τον Διοκλέους και άλλους πάρα πολλούς, τους οποίους εξαπατών ως δήθεν εραστής, αγαπώμενος μάλλον ο ίδιος καθίσταται αντί εραστού. Αυτά δε τα λέγω και διά σε, Αγάθων, διά να μην εξαπατάσαι υπό τούτου, αλλά να πάρης μάθημα από τα ιδικά μας παθήματα και φυλαχθής, και μην αφήσης ωσάν νήπιον να πάθης πρώτα κ' έπειτα να μάθης κατά την παροιμίαν.

Αυτά είπεν ο Αλκιβιάδης, όλοι δε εγέλασαν διά την παρρησίαν αυτού και διότι εφαίνετο ερωτικώς ακόμη διακείμενος προς τον Σωκράτη.

– Δεν μου φαίνεται να είσαι διόλου μεθυσμένος, Αλκιβιάδη, είπε τότε ο Σωκράτης. Διότι άλλως δεν θα ήτον ποτέ δυνατόν να τα καταφέρης τόσον καλά με τας περιστροφάς σου ώστε ν' αποκρύψης τίνος ένεκα είπες όλ' αυτά, και μόνον εις το τέλος έκαμες λόγον περί αυτού και παρέργως τρόπον τινα, ωσάν τάχα αυτά που είπες να μην τα είπες δι' αυτό, διά να βάλης δηλαδή σκάνδαλα μεταξύ εμού και του Αγάθωνος, έχων την αξίωσιν εγώ μεν μόνον σε ν' αγαπώ και κανένα άλλον, ο δε Αγάθων πάλιν μόνον υπό σου ν' αγαπάται και υπό κανενός άλλου. Δεν μας εγέλασες όμως, και όλον σου αυτό το δράμα το σατυρικόν και σειληνικόν εφανερώθη τι σκοπόν είχε. Αλλ' ας μην του γείνη αυτή η χάρις, φίλτατε Αγάθων, και έχε τον νουν σου ώστε κανείς να μην ημπορή να βάλη σκάνδαλα μεταξύ εμού και σου.

Και ο Αγάθων:

– Πραγματικώς, ω Σώκρατες, είπε, μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον. Το συμπεραίνω δε αυτό και εκ τούτου, ότι κατεκλίθη μεταξύ εμού και σου, διά να μας χωρίση. Δεν θα του περάση όμως, διότι εγώ θα σηκωθώ να κατακλιθώ κοντά σου.

– Εμπρός λοιπόν, επανέλαβεν ο Σωκράτης, έλα κ' εξαπλώσου εδώ, έπειτα από εμέ.

– Ω Ζευ! ανέκραξεν ο Αλκιβιάδης, τι υποφέρω διαρκώς από τον άνθρωπον αυτόν! Το νομίζει χρέος μου να είμαι παντού κατώτερός του. Αλλ' αν όχι τίποτε άλλο, ω θαυμάσιε, τουλάχιστον άφησε τον Αγάθωνα να κατακλιθή μεταξύ των δύο.

– Αλλ' αυτό είναι αδύνατον, είπεν ο Σωκράτης. Διότι αφού συ έκαμες τον έπαινόν μου, πρέπει κ' εγώ να επαινέσω τον προς τα δεξιά μου. Αλλ' εάν ο Αγάθων κατακλιθή έπειτα από σε, δεν θα μ' επαινέση βέβαια και πάλιν, πριν αυτός μάλλον υπ' εμού επαινεθή. Άφησε λοιπόν, ω δαιμόνιε, και μη φθονήσης τον νέον διά τον έπαινον που θα του κάμω· διότι πολύ επιθυμώ να τον εγκωμιάσω.

– Ιού, ιού! εφώναξεν ο Αγάθων, Αλκιβιάδη, δεν είνε δυνατόν να μείνω εδώ, διότι εννοώ προ παντός να επαινεθώ από τον Σωκράτη, και δι' αυτό θ' αλλάξω θέσιν.

– Τα ίδια τα συνηθισμένα, είπεν ο Αλκιβιάδης· Σωκράτους παρόντος, αδύνατον άλλος κανείς να έλθη εις επικοινωνίαν με την ωραιότητα. Και τόρα ακόμη τι εύκολα και τι ευλογοφανή πρόφασιν ευρήκε, διά να φέρη κοντά του και τούτον εδώ.

Ο Αγάθων εσηκώνετο ήδη διά να κατακλιθή πλησίον του Σωκράτους· αλλ' έξαφνα κατέφθασεν όμιλος από πολλούς ευθυμούντας, οι οποίοι ευρόντες την θύραν ανοικτήν διότι κάποιος εξήρχετο την στιγμήν αυτήν, επροχώρησαν κατ' ευθείαν μέσα και εξηπλώθησαν κοντά εις τους άλλους, θόρυβος δ' επεκράτησε τότε εις όλα και πάσα ευκοσμία εξέλιπεν, ηναγκάσθησαν δε όλοι να πίουν πολύν οίνον. Και ο μεν Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος, επρόσθεσεν ο Αριστόδημος, ανεχώρησαν, αυτός δε ο ίδιος κατελήφθη από ύπνον και, καθώς ήτον εποχή των μακρών νυκτών, εκοιμήθη πάρα πολύ, όταν δ' εξύπνησε περί την αυγήν, των πετεινών λαλούντων πλέον, είδε τους μεν άλλους κοιμωμένους ή απελθόντας, μόνους δε τον Αγάθωνα, τον Αριστοφάνη και τον Σωκράτη αγρυπνούντας ακόμη και πίνοντας από μεγάλην κανάταν ερχομένων γύρω δεξιά. Είχε δε τον λόγον ο Σωκράτης την στιγμήν εκείνην· και τας μεν λεπτομερείας της συζητήσεως ο Αριστόδημος είπεν ότι δεν τας ενθυμείτο, και διότι δεν την επρόφθασεν εξ αρχής και διότι εμισονύσταζεν ακόμη· κεφαλαιώδης όμως είπεν ότι ο Σωκράτης ηνάγκασε τους άλλους δύο να συμφωνήσουν, ότι η ικανότης προς σύνθεαιν κωμωδίας και τραγωδίας του αυτού ανδρός ίδιον είνε, και ότι ο κατέχων την τέχνην του τραγωδιοποιού είνε και κωμωδιοποιός. Ευρισκόμενοι λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην να συμφωνήσουν εις αυτά και μη παρακολουθούντες πολύ πολύ την συζήτησιν, ήρχισαν να νυστάζουν, και πρώτος μεν απεκοιμήθη ο Αριστοφάνης, ημέρας δε ήδη γινομένης και ο Αγάθων. Ο δε Σωκράτης, αφού τους αποκοίμισε, εσηκώθη και ανεχώρησε, συνοδευόμενος όπως συνήθως υπό του Αριστοδήμου, μεταβάς δε εις το Λύκειον, αφού επλύθη, διήλθεν εκεί όπως και άλλοτε το υπόλοιπον της ημέρας, και μόνον περί την εσπέραν επήγε ν' αναπαυθή εις την οικίαν του.

22Η κοτύλη ως μέτρον χωρητικότητος ήτον το δωδέκατον του χοός, ισοδυναμούντος με δύο περίπου ιδικάς μας οκάδας· ώστε αι οκτώ κοτύλαι ισοδυναμούν με 1 1/2 σχεδόν ιδικήν μας οκάν ή με 2 λίτρας περίπου.
23Η έκφρασις είνε παρμένη από τον Όμηρον.
24Σάτυρος, όστις ευρών τους υπό τους Αθηνάς ριφθέντας αυλούς και εκμαθών την μουσικήν, ετόλμησε να διαγωνισθή προς τον Απόλλωνα, αλλά νικηθείς εξεδάρη ζωντανός υπό τούτου.
25Αυλητής εκ Φρυγίας, ο οποίος κατ' άλλους μεν ήτο πατήρ, κατ' άλλους δε μαθητής του Μαρσύου.
26Χρύσεα χαλκείων διαμείβεσθαι, έκφρασις παροιμιακή την αρχήν της έχουσα εις την υπό του Ομήρου αναφερομένην ανταλλαγήν όπλων μεταξύ Γλαύκου και Διομήδους (Ιλιάδος Ζ στ. 236).
27Οίον δ' αυ τόδ' έρεξε και έτλη καρτερός ανήρ (Οδυσσείας Δ, στ. 242). Την ακριβή και συγχρόνως υποφερτήν οπωσδήτοτε αισθητικώς απόδοσιν του στίχου αυτού εν λογική συναφεία και προς τα επόμενα, την νομίζω ακατόρθωτον. Διά τούτο και απεμακρύνθην ολίγον της ακριβούς εννοίας τον λέξεων. Εν πάση περιπτώσει ιδού πώς αποδίδει ο Πολυλάς εις την σχετικώς καλλίστην της Οδυσσείας μετάφρασίν του τον στίχον αυτόν εν συναφεία και προς το όλον της ομηρικής εκφράσεως: Και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώνεςόσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας,αλλ' ένα πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείοςςτήν Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη.
28Χαρακτηρισμός του Σωκράτους υπό του χορού των Νεφελών του Αριστοφάνους.