Kostenlos

Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée

Text
0
Kritiken
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

Τωόντι ο Μέλητος εκπροσωπεί ου μόνον την ποίησιν, αλλά και την θρησκείαν. Οι δε ανορθώσαντες τότε την δημοκρατικήν κυβέρνησιν ώφειλον ν' αποκαταστήσωσι και την εθνικήν θρησκείαν, και ο Σωκράτης έπρεπε να θυσιασθή εις το πνεύμα της υπό Θρασυβούλου πολιτικής μεταβολής. Δύο τινά υπήρχον εν τη θρησκευτική διδασκαλία του Σωκράτους εξ ίσου επιλήψιμα· ο ορθολογισμός και ο μυστικισμός του. Εν τη λατρεία ο Σωκράτης διώκει το λογικόν στοιχείον, και ούτε τυφλήν θέλει την πίστιν, ούτε ανήθικον την ευσέβειαν. Την ύπαρξιν και τα προσόντα του Θεού αποδεικνύει διά του λόγου δι' ου καθαίρει αυτόν από παντός κακού και μόνον παν αγαθόν τω αποδίδει. Λογικήν δε θέλει και την προσευχήν, αποκλείων αυτής τας εγωιστικάς και παιδαριώδεις αιτήσεις, και ούτως εισάγει εις την θρησκείαν το διαλεκτικόν και μεταφυσικόν στοιχείον, το καθόλου , αντικείμενον του λόγου. Εκ ταύτης δε της ανυψώσεως του λόγου εις τον ύπατον βαθμόν, εξ ου η παντοδυναμία της επιστήμης και η εκ θείας τινός αποκαλύψεως ιερά αυτής αποστολής επήγαζε, διά της συνταυτίσεων του λογικού και του θείου, ο ενθουσιασμός και ο μυστικισμός του, και του φαινομένου τούτου, πρωτοφανούς τότε, είδεν ακολούθως άλλα παραδείγματα η ιστορία της φιλοσοφίας διά του πλατωνισμού των Αλεξανδρινών, του Βρούνου, του Σπινόζα και του Σχελλίγγου· ώστε αυτός ο σκώπτων τους εμπνευσμένους ποιητάς θεωρεί επί τέλους εαυτόν κατεχόμενον υπό του θείου και εμπνεόμενον διά τινων δαιμονίων σημείων υποβοηθούντων την αμάθειάν του, αλλά κατωτέρων πάντοτε της αληθούς επιστήμης. Εκ τούτων απάντων οι αντιπρόσωποι της αρχαίας λατρείας έπρεπε να συμπεράνωσιν, ότι ο Σωκράτης απορρίπτων την αρχαίαν θρησκείαν και τους λειτουργούς αυτής, εισήγε καινά δαιμόνια και νέον μέσον συγκοινωνίας προς το θείον. Και εάν κατά την πρώτην περίοδον του φιλοσοφικού βίου αυτού, επόμενος εις τας φυσικάς θεωρίας του Αναξαγόρου, εκλόνισε την λατρείαν του ηλίου και της σελήνης, αι κατά την δευτέραν ηθικαί μελέται, δι' ων ανήλθεν εις την ιδέαν θείας προνοίας πανταχού ενεργούσης, προ πάντων δε εν τη ανθρωπίνη ψυχή, και ιδίως εν τη ιδική του, τον εδίδαξαν ν' απαλλαγή της ανάγκης πολλών θεών και ν' αναγνωρίση ένα και μόνον.

Τοιούτοι είναι οι εσωτερικοί και τρόπον τινά μεταφυσικοί λόγοι της δίκης του Σωκράτους, οίτινες συγκεφαλαιούνται εις τας τολμηράς αυτού θεωρίας, και οι λόγοι ούτοι ενεθάρρυναν αυτόν κατά την διάρκειαν της δίκης και παρηγόρησαν κατά τας τελευταίας στιγμάς της ζωής.

Δ’.

Η δίκη, η απολογία και ο θάνατος του Σωκράτους.

Τα αληθή αίτια της δίκης του Σωκράτους είχον επισωρευθή επί εικοσιπέντε έτη, και άπορον είναι πώς εβράδυνε τοσούτον το αποτέλεσμα αυτών. Τιμά δε το φιλελεύθερον πνεύμα των Αθηναίων η μακρά αύτη ανοχή. Αι μερικαί αφορμαί της κατηγορίας ήσαν, αφ' ενός μεν, η δημοκρατική και θρησκευτική αντενέργεια των τριάκοντα, αφ' ετέρου δε, η απέχθεια του Ανύτου, ου τον υιόν είχεν ελκύσει ο Σωκράτης εις τας συνδιαλέξεις του, και ον είχε διακωμωδήσει διά την πολιτικήν οίησίν του. Τω 399 έτει π. Χ. διετυπώθη η κατηγορία υπό Μελήτου ως έπεται· αδικεί Σωκράτης, ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισηγούμενος· αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων· τίμημα θάνατος . Η κατηγορία αύτη υπάρχει σχεδόν ταυτούσιος παρά Διογένει, Ξενοφώντι και Πλάτωνι. Η αγόρευσις δι' ης ανεπτύχθη, ήτο του Ανύτου, και ο δημαγωγός Λύκων είχε διευθύνει τας πρώτας πράξεις της διαδικασίας. Και ο μεν Μέλητος ήτο πιθανώς ο αυτός ον διακωμωδεί ο Αριστοφάνης εν Βατράχοις (1337), ο δε Άνυτος ήτο πλούσιος, διαπρέψας εις τας ανωτέρας πολιτικάς θέσεις, συμπολεμήσας τω Θρασυβούλω, συντηρητικώτατος και άσπονδος εχθρός των σοφιστών και των φιλοσόφων. Άγνωστα δε είναι του Λύκωνος τα προηγούμενα. Κατά την κατηγορίαν ταύτην, ο Σωκράτης διαφθείρει τους νέους, υπό μεν την νοητικήν και ηθικήν όψιν, διά της διαλεκτικής του, υπό δε την πολιτικήν, διά των προς την αριστοκρατίαν τάσεων αυτού, και υπό την θρησκευτικήν, διά της απιστίας του· ουσιωδώς δε πάντα τούτα συγκεντρόνονται εις την κατά των καθεστώτων επίθεσιν, και η φιλοσοφική και η θρησκευτική διδασκαλία του θεωρούνται αξιόποινοι καθό υποσκάπτουσαι τα θεμέλια του κράτους.

Διά τούτο ενώπιον δικαστηρίου όλως πολιτικού εισήχθη η δίκη. Ο Μεούρσιος και ο Κουσίνος νομίζουσιν ότι ο Σωκράτης εδικάσθη υπό του Αρείου Πάγου. Και ναι μεν αληθεύει ότι μετά την πτώσιν των τριάκοντα ανωρθώθησαν οι του Σόλωνος νόμοι, καθ' ους ο Άρειος Πάγος εδίκαζε τας περί ασεβείας δίκας· πολλαί όμως περιστάσεις της δίκης αποκλείουσαι την γνώμην ταύτην. Και πρώτον, εάν κατά Διογένην 281 ψήφοι κατεδίκασαν τον Σωκράτην, ο αριθμός ούτος δεν αρμόζει εις το δικαστήριον εκείνο. Έπειτα, το ύφος των κατηγόρων ωμοίαζε τας προς τον λαόν αγορεύσεις, και εχαρακτηρίζετο ο κατηγορούμενος ως δεινός ρήτωρ δυνάμενος να παρασύρη τους δικαστάς, και να διαφθείρη ακολούθως τα τέκνα των, όπερ επίσης δεν αρμόζει εις το υψηλόν αξίωμα των Αρειοπαγητών· οι δε φίλοι του Σωκράτους παρακινούντες αυτόν να ετοιμάση την απολογίαν του, τω έλεγον ότι οι δικασταί πολλάκις είχον καταδικάσει ή αθωώσει τους υποδίκους ένεκεν της απολογίας των, και ούτε τούτο αρμόζει εις το ανώτατον εκείνο δικαστήριον, ένθα οι αγορεύοντες ώφειλον να περιορισθώσιν εις την έκθεσιν των γεγονότων, και πάσα ρητορική ανάπτυξις αυστηρώς απηγορεύετο. Επειδή δε πολιτική ήτο η κατηγορία, έπρεπε να εισαχθή ενώπιον δημοτικού δικαστηρίου. Τέλος ο εν τη Απολογία αναφερόμενος όρκος των δικαστών είναι ο των Ηλιαστών, δηλ. των εκ του λαού κληρουμένων δικαστών διά κυάμων, όπερ πολλάκις είχεν εμπαίξει ο κατηγορούμενος. Εν τω κατά Τιμοκράτους λόγω ο Δημοσθένης διέσωσε τον τύπον του όρκου τούτου, και τους Ηλιαστάς ρητώς αναφέρει Μάξιμος ο Τύριος· ο δε Αθηναίος λέγει ότι ο Σωκράτης κατεδικάσθη υπό κληρωθέντων δικαστών, 556 περίπου κατά Διογένην. Ενώπιον τοιούτων ανθρώπων, βαναύσων κατά το πλείστον, έμελλε να συζητηθή η μεγίστη δίκη της αρχαιότητος, και εις τούτους ώφειλε ν' αποδείξη ο μέγας φιλόσοφος την αλήθειαν της διδασκαλίας του.

Αλλά κανονική απολογία ήτο άρα σύμφωνος προς τας αρχάς του Σωκράτους; Μόνοι ισχυροί κατ' αυτόν ήσαν οι επιστημονικοί λόγοι, ους δεν ηδύνατο ν' αναπτύξη ενώπιον τοιούτων δικαστών, και προσέτι η διά των λόγων υπεράσπισιν δεν τω εφαίνετο αξιοπρεπής, και ήτο αχώριστος της εκ των έργων, και αύτη προέκυπτεν εξ όλης του της ζωής· Ου δοκώ σοι απολογείσθαι μελετών διαβεβιωκέναι; . . . , ουδέν άδικον διαγεγένημαι ποιών, ήνπερ νομίζω μελέτην είναι καλλίστην απολογίας (Απολ. Ξενοφ. 3) . Έβλεπε δε εις τα συμβαίνοντα θείαν τινά πρόνοιαν, εις ην ώφειλε να υποκύψη αγογγύστως, αποφεύγων ούτω τα δεινά του γήρατος και προσδοκών δόξαν αθάνατον· μεγίστην δε αφοβίαν τω ενέπνεεν η αθωώτης του. Και διά τούτο οσάκις ηθέλησε να προετοιμάση την απολογίαν του, το δαιμόνιον τον απέτρεψε, και διά τούτο απεποιήθη ην τω προσέφερεν ο Λυσίας ως ακατάλληλον, και απελογήθη μόνον ίνα συμμορφωθή προς τους νόμους. Αι κατά Πλάτωνα και Ξενοφώντα Απολογίαι συνετάχθησαν μετά τον θάνατον του προς δικαίωσιν της μνήμης αυτού παρά τοις μεταγενεστέροις, και εκ των δύο πιστοτέρα είναι η του Πλάτωνος παρευρεθέντος εις την δίκην. Ο Ξενοφών παριστά τον Σωκράτην δικαιολογούμενον διά τας θρησκευτικάς δοξασίας του περισσότερον παρ' όσον επέτρεπεν η γνωστή αυτού παρρησία. Ο Πλάτων επί του κεφαλαίου τούτου εικονίζει ακριβέστερον τον χαρακτήρα και τον τρόπον του διδασκάλου. Περί δε της διαφθοράς των νέων απαντά εις τον Μέλητον ότι αυτός ο κατήγορός του δεν ηξεύρει τι είναι διαφθορά, και τι είναι βελτίωσις, και διηγούμενος τας απάτας της ψευδούς επιστήμης, επιμένει εις ην έλαβε παρά του εν Δελφοίς θεού εντολήν, και αποποιείται και αυτήν την ζωήν, εάν δεν την αφιερώση εις την εκπλήρωσίν της, επιβεβαιών ούτω πάσας τας διδασκαλίας του περί της ταυτότητος της επιστήμης και της αρετής και περί της λόγω και έργω διαλεκτικής, ης όλη του η ζωή ήτο η ενσάρκωσις. Ευρίσκεται εν τη Απολογία και αυτή η περί θελήσεως θεωρία, εξ ης επήγασαν αι αποπλανήσεις της διδασκαλίας του, διότι και τους κατηγόρους και τους δικαστάς θεωρεί ως θύματα ακουσίας απάτης, εντεύθεν η προς αυτούς υπεροχή και ειρωνεία και τρόποι τινά ο προς αυτούς οίκτος· Non supplex aut reus sed magister aut dominus videretur esse judicum , καθ' ά λέγει ο Κικέρων (De Orat. 154 )· εντεύθεν επίσης και η γαλήνη μεθ' ης υποβάλλεται εις την λογικήν των πραγμάτων, πεποιθώς ότι παν το λογικόν είναι εν ταυτώ και αγαθόν. Δεν ηπόρησε λοιπόν ο Σωκράτης διά την καταδίκην του, αλλά μόνον, ότι εγένετο διά μικράς πλειονότητος, τριών ψήφων κατά Πλάτωνα. Ουδεμία δε αμφιβολία ότι το ύφος και το πνεύμα της απολογίας πολύ συνέτεινον εις την καταδίκην, ως ομολογεί και ο Ξενοφών, όθεν οι ρήτορες θεωρούσι την κατά Πλάτωνα Απολογίαν ως κακήν δικηγορίαν και αναξίαν του τε Πλάτωνος και του Σωκράτους· αλλ' ο φιλόσοφος απ' εναντίας θέλει την θαυμάσει ως αριστούργημα απεικονίζον τους ευγενεστέρους χαρακτήρας της φυσιογνωμίας και αυτάς τας αδυναμίας του απολογουμένου. Και ου μόνον την καταδίκην του προεκάλεσεν ο Σωκράτης, αλλά και το είδος της ποινής. Κατά την δικονομίαν υπεχρεούτο να δηλώση την ποινήν. Προτείνας δε τω εν Πρυτανείω σιτείσθαι , εφάνη βεβαίως απαυθαδιζόμενος και υβρίζων και προκαλών τους δικαστάς, αλλ' ήτο συνεπής προς εαυτόν και αξιοπρεπέστατος. Τον δε κατ' αυτού καταγγελθέντα θάνατον εθεώρησεν ως σωτηρίαν, και υπεβλήθη εις αυτόν διά της συνήθους αισιοδοξίας του, ως εις απόφασιν της θείας προνοίας.

Θαυμαστή είναι η προφητεία ην απαγγέλλει μετά την καταδίκην· Το δε δη μετά τούτο επιθυμώ υμίν χρησμοδήσαι, ω καταψηφισάμενοί μου· και γαρ ειμι ήδη ενταύθα, εν ώ μάλιστ' άνθρωποι χρησμοδούσιν όταν μέλλωσιν αποθανείσθαι· φημί γαρ, ω άνδρες, οι εμέ απεκτόνατε, τιμωρίαν ημίν ήξειν ευθύς μετά τον θάνατον πολύ χαλεπωτέραν νη Δι' ή οίαν εμέ απεκτόνατε. Νυν γαρ τούτο είργασθαι οιόμενοι απαλλάξασθαι του διδόναι έλεγχον του βίου· το δε υμίν πολύ εναντίον αποβήσεται, ως εγώ φημι. Πλείους έσονται υμάς οι ελέγχοντες ους νυν εγώ κατείχον, υμείς δε ουκ ησθάνεσθε (εννοεί τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα και την εκ του βίου και του θανάτου αυτού πνευματικήν επανάστασιν εν τω μέλλοντι), και χαλεπώτεροι έσονται όσω νεώτεροί εισι, και υμείς μάλλον αγανακτήσετε . Και άλλας προρρήσεις προσθέτει η κατά Ξενοφώντα Απολογία περί του υιού του Ανύτου ότι κακώς υπό του πατρός παιδευθείς, κακώς θέλει ζήσει όπερ και ηλήθευσε. Στρεφόμενος δε προς τους αποψηφισαμένους, τοις λέγει ότι η συνήθης μαντική του δαιμονίου, το του Θεού σημείον , δεν τον απέτρεψεν ούτε του να προσέλθη εις το δικαστήριον, ούτε ν' απολογηθή ως απελογήθη, και συμπεραίνει· κινδυνεύει γαρ μοι το ξυμβεβηκός τούτο αγαθόν γεγονέναι, και ουκ έσθ' όπως ημείς ορθώς υπολαμβάνομεν, όσοι οιόμεθα κακόν είναι το τεθνάναι · τελειόνει δε ομολογών την εις την θείαν πρόνοιαν πίστιν αυτού· έν τι τούτο διανοείσθαι αληθές, ότι ουκ έστιν ανδρί αγαθώ· κακόν ουδέν ούτε ζώντι ούτε τελευτήσαντι, ουδέ αμελείται υπό θεών τα τούτου πράγματα, ουδέ τα εμά νυν από του αυτομάτου γέγονεν, αλλά μοι δήλον εστι τούτο, ότι ήδη τεθνάναι και απαλλάχθαι πραγμάτων βέλτιον ην μοι, διά τούτο και εμέ ουδαμού απέτρεψε το σημείον, και έγωγε τοις καταψηφισαμένοις μου και τοις κατηγόροις ου πάνυ χαλεπαίνω.

 

Το αυτό πνεύμα ζωογονεί και την απάντησιν αυτού εις τον Κρίτωνα προτείνοντα να τον σώση διά της διαφθοράς των δεσμοφυλάκων, και προσπαθούντα διά παντοίων επιχειρημάτων να τον καταπείση. Πιστός εις την λόγω και έργω διαλεκτικήν, απαντά· σκοπείσθαι ουν χρη ημάς είτε ταύτα πρακτέον είτε μη ως εγώ ου μόνον νυν, αλλά και αεί τοιούτος, οίος των εμών μηδενί άλλω πείθεσθαι ή τω λόγω ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνεται. Τους δε λόγους, ους εν τω έμπροσθεν έλεγον ου δύναμαι νυν εκβαλείν, επειδή μοι ήδε η τύχη γέγονεν, αλλά σχεδόν τι όμοιαι φαίνονταί μοι και τους αυτούς πρεσβεύω και τιμώ ούςπερ πρότερον . Και ο λόγος καθολικώς επιβάλλει το καθήκον να ήμεθα πάντοτε δίκαιοι και προς αυτούς τους αδικούντας ημάς, και να μη αποκρούωμεν το κακόν διά του κακού, αλλά διά του αγαθού, αδιαφορούντες και προς τα δεινά του σώματος και προς τας μωράς γνώμας των ανθρώπων. Έα τοίνυν, ω Κρίτων , επιλέγει, και πράττωμεν ταύτη, επειδή ταύτη ο Θεός υφηγείται.

Αι δε εν τω Φαίδωνι μεταφυσικαί διδασκαλίαι και τα περί μελλούσης ζωής κυριώτερα επιχειρήματα ανήκουσι βεβαίως εις τον Πλάτωνα μάλλον ή τον Σωκράτην, αλλά πιθανώτατον ότι και εις τούτον τοιαύται σκέψεις επεβλήθησαν υπό των περιστάσεων. Ιστορική δε είναι η εν τω Φαίδωνι ηθική εικών του Σωκράτους, όστις αείποτε φαίνεται γενναίος και πράος και επιεικής προς τους εχθρούς του, ους δεν κατηγορεί, αλλά νοεί και εξηγεί και τρόπον τινά ορίζει, και τον επικείμενον θάνατον δεν φοβείται, αλλά και τούτον λογικώς εξηγεί, και ως αγαθόν αποδέχεται, εις ταύτην δε την γαλήνη της διανοίας προτίθεται εν τέλει του λόγου και η τρυφερότης και συγκίνησις της καρδίας. Επειδή δε ελούσατο και ηνέχθη παρ' αυτόν τα παιδία . . . και αι οικείαι γυναίκες αφίκοντο, εκείναις εναντίον του Κρίτωνος διαλεχθείς τε και επιστείλας άττα εβούλετο, τας μεν γυναίκας και τα παιδία απιέναι εκέλευσε . . . . και ήκεν ο των ένδεκα υπηρέτης και στας παρ' αυτόν, ω Σώκρατες, έφη, ου καταγνώσομαί γε σου όπερ των άλλων καταγινώσκω, ότι μοι χαλεπαίνουσι και καταρώνται επειδάν αυτοίς παραγγέλλω πίνειν το φάρμακον αναγκαζόντων των αρχόντων, σε δ' εγώ και άλλως έγνωκα εν τούτω τω χρόνω γενναιότατον και πραότατον και άριστον άνδρα όντα των πώποτε δεύρο αφικομένων, και δη και νυν ευ οίδα ότι ουκ εμοί χαλεπανείς, γιγνώσκεις γαρ τους αιτίους, αλλ' εκείνοις· νυν ουν, οίσθα γαρ α ήλθον αγγέλλων, χαίρε τε και πειρώ ως ράστα φέρειν τα αναγκαία. Και άμα δακρύσας μεταστρεφόμενος απήει. Και ο Σωκράτης αναβλέψας προς αυτόν· Και συ, έφη χαίρε, και ημείς ταύτα ποιήσομεν. Και άμα προς ημάς· ως αστείος έφη, ο άνθρωπος και παρά παντα τον χρόνον προσήει και διελέγετο ενίοτε και ην ανδρών λώστος και νυν ως γενναίος με αποδεικνύει· αλλ' άγε δη, ω Κρίτων, πειθόμεθα αιτώ, και αναγκάζω τις το φάρμακον, ει μετριέται, ει δε μη, τρίψατε ο άνθρωπος. . . . Και άμα όρεξη την κύλικα τω Σωκράτει, και ος λαβών και μόλα ίλεως, ω Εύκρατε, ουδέν τρέσας, ουδέ διέφθειρες ούτε του χρώματος ούτε του προσώπου, αλλ', ώσπερ μειωθεί, ταυρείων υπέβλεψες προς τον άνθρωπον , τον ερωτά, εάν δύναται να κόμη μικράν τινα σπονδήν εκ του πώματος, και εκείνου αναγορεύσαντος, αλλ' εύχεσθαι γε που τοις θεοίς άξεστη τε και χρη την μετοίκησαν την ενθένδε εκείσθε ευτυχή γενέσθαι, α δη και εγώ εύχομαί τε και γένοιτο ταύτη. Και άμα ειπών ταύτα επισχόμενος και μόλα ευχερώς και ευκόλως εξέπιε . Και πάντες οι παρευρισκόμενοι τότε έκλαυσαν, πλην γε αυτού Σωκράτους· εκείνος δε, οία, έφη, ποιείτε ω θαυμάσιοι; εγώ μέντοι ουχ ήκιστα τούτου ένεκα τας γυναίκας απέπεμψα, ίνα μη τοιαύτα πλημμελοίεν, και γαρ ακήκοα ότι εν ευφημία χρη τελευτάν, αλλ' ησυχίαν τε άγετε και καρτερείτε. Αι δε τελευταίαι του λέξεις ήσαν· ω Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα, αλλ' απόδοτε και μη αμελήσητε , δι' ων ηθέλησεν ίσως να χαρακτηρίση τον θάνατον ως ιατρικήν της ζωής θεραπείαν. Απέθανε λοιπόν ως έζησε, πλήρης πίστεως εις την παντοδύναμον αλήθειαν.

Τελεσθείσης δε της θυσίας, οι Αθηναίοι μετεμελήθησαν άρα, και έκλαυσαν το θύμα ό προσέφερον εις την πολιτικήν και τους θεούς των; Τούτο βεβαιούσι τινές των αρχαίων. Ο Διόδωρος λέγει ότι ο λαός μανιωδώς και άνευ δίκης εθανάτωσε τους κατηγόρους του Σωκράτους, ο δε Διογένης ότι πενθούντες έκλεισαν τα γυμνάσια, ότι ήγειραν εις μνήμην αυτού χαλκούν ανδριάντα, έργον του Λυσίππου, ότι τον μεν Μέλητον κατεδίκασαν εις θάνατον, τους δε άλλους κατηγόρους εις εξορίαν και οι κάτοικοι της Ηρακλείας απέβαλον τον Άνυτον άμα φθάσαντα. Κατά τινα δε παράδοσιν διασωθείσαν ημίν υπό του Πλουτάρχου, οι κατήγοροι του φιλοσόφου μη ανεχόμενοι το μίσος του λαού απηγχονίσθησαν.

Αλλ' εκ των Απομνημονευμάτων του Ξενοφώντος φαίνεται ότι, και ότε συνετάττοντο, πολύ δημοτική δεν ήτο εν Αθήναις η μνήμη του Σωκράτους. Ο Πλάτων αμέσως μετά τον θάνατον του διδασκάλου απήλθε, και επί τινα έτη ήτο απών των Αθηνών, οι πλείστοι δε των διαλόγων αυτού αφορώσιν εις απολογητικόν του Σωκράτους σκοπόν, ημίσειαν δε εκατονταετηρίδα μετά ταύτα ο ρήτωρ Αισχίνης ανευφήμει εις τον θάνατον του Σωκράτους, ον αποκαλεί σοφιστήν . Ευλόγως άρα ο Γρότε και ο Φορχάμμερ, και προ αυτών ο Βαρθελεμύς και ο Φρερέτος, αμφιβάλλουσι περί της μεταμελείας των Αθηναίων. Αλλ' εάν δεν μετεμελήθησαν, βεβαίως απεθανάτισαν ον ηξίουν να καταισχύνωσι και καταστρέψωσι.

ΒΙΒΛΙΟΝ Θ'.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

α'. Κύριος χαρακτήρ του Σωκράτους είναι η πίστις εις την επιστήμην, ην εταύτιζε τω αγαθώ, και την πίστιν ταύτην και την εν λόγω ανίκητον ελπίδα αντέταττεν εις τας αμφιβολίας των σκεπτικών, τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας των συγχρόνων του, εκ μόνης της επιστήμης προσδοκών και την ευπραξίαν και την ευδαιμονίαν. Εάν δε επανήρχετο μεταξύ ημών, τα αυτά ήθελεν αναγνωρίσει συμπτώματα της αυτής περί των θρησκευτικών και ηθικών και πολιτικών πνευματικής κρίσεως εν ή ευρέθη, και ήθελεν αρμοδίως προτείνει και πάλιν την μαιευτικήν τέχνην του. Αλλά κατά τούτο υπερέχομεν των συγχρόνων του, και τούτο εν μέρει εις αυτόν οφείλομεν, ότι τουλάχιστον πιστεύομεν, ως αυτός, εις την επιστήμην, αν και θέλομεν ενίοτε να την περιορίσωμεν εις τα μαθηματικά και φυσικά, άτινα εθεώρει δευτερεύοντα και υπέβαλλεν εις την ανωτάτην επιστήμην του αγαθού και των προς αυτό ανέσεων των άλλων πάντων, διότι κατ' αυτόν πάσα γνώσις πρέπει να επαναχθή εις την γνώσιν ημών αυτών και αύτη εις την του αγαθού· εις τούτο δε υφίσταται η μαιευτική, ήτοι η διαλεκτική του Σωκράτους εις το να εξάγη ο φιλόσοφος αυτός εξ αυτού την επιστήμην, τούτο και τους άλλους διδάσκων, είτε ανάγων πάντα τα προβλήματα εις τα στοιχεία αυτών, τουτέστιν εις τα φαινόμενα της συνειδήσεως, και εις ταύτα συγκεντρόνων την εσωτερικήν σκέψιν, είτε συνδιαλεγόμενος προς τους άλλους, όπερ μετήρχετο κατά προτίμησιν ο Σωκράτης, και προκαλών δι επιτηδείων ερωτήσεων απαντήσεις και αναπτύξεις διαφωτιζούσας τα σκοτεινότερα ζητήματα, και αύτη ήτο η εξωτερική ούτως ειπείν διαλεκτική του.

Το μέσον τούτο είναι την σήμερον σχεδόν εγκαταλελειμμένον, αλλά δύναται να το αναπληρώση η ιστορία της φιλοσοφίας, εάν δι' αυτής επερωτώντες, και τρόπον τινά μαιεύοντες τους διασημοτέρους νόας, ζητήσωμεν πάσας τας όψεις της αληθείας και υποκινήσωμεν την αυθόρμητον ημών σκέψιν γινόμενοι, ως ο Σωκράτης, αυτουργοί της φιλοσοφίας . Έχει όμως ελλείμματα και ο σωκρατικός διάλογος δυνάμενος ν' αποβή διαλεκτικώς και κενώς , ως παρετήρησεν ο Αριστοτέλης, λογική γυμνασία (τα λογικά, τα εξωτερικά ), μάλλον ή ψυχολογική μελέτη. Και είδομεν ότι εν τη ψυχή τον λόγον προ πάντων εθεώρει ο Σωκράτης προς βλάβην της ελευθέρας ενεργείας, ην απ' εναντίας βαθύτερον ηρεύνησε και επροσπάθησε να ορίση ακριβέστερον ο Αριστοτέλης. Ουδέν ήττον, πρώτος ο Σωκράτης εφήρμοσε το Γνώθι σαυτόν , και ηννόησεν ότι η αληθής μέθοδος ανάγει τα πάντα εις την ανθρωπίνην διάνοιαν. Και η μεν προ του Σωκράτους εποχή ήτο η στιγμή της αντικειμενικής φιλοσοφίας, συγκεχυμένη σύνθεσις της νοήσεως και των πραγμάτων, εις α και αυτό το υποκείμενον εβυθίζετο. Διά δε των σοφιστών και του σκεπτισμού των το υποκείμενον απομονούται, και γίνεται το μέτρον του παντός. Μόνον διά του Σωκράτους και του Πλάτωνος τελεί η αληθής σύνθεσις του ατομικού λόγου και του λόγου των όντων, δι' ης το άτομον εν γνώσει εαυτού ευρίσκει την γνώσιν της καθολικής αληθείας. Και την πρώτην ώθησιν εις την ενέργειαν της μεθόδου ταύτης έδωκεν ο Σωκράτης διά της λογικής αναλύσεως, της εξαγωγής, της διαιρέσεως, του ορισμού, της επαγωγής, και διά της πεποιθήσεως ότι η διαλεκτική των νοημάτων ταυτίζεται τη διαλεκτική των έργων και των πραγμάτων, και ότι εν τω λογικώ ορισμώ περιέχεται η ουσία αυτού του πραγματικού. Συλλογίζεσθαι γαρ εζήτει· αρχή δε των συλλογισμών το τι εστι. Διαλεκτική γαρ ισχύς ούπω τότ' ην, ώστε, δύνασθαι (ως ο Πλάτων) και χωρίς του τι εστί ταναντία επισκοπείν, και των εναντίων ει η αυτή επιστήμη (Αριστ. Μετάφ. Α' ε') . Η τολμηρά αύτη μέθοδος ήτις διά της θεωρίας των ιδεών προσπαθεί να φθάση εις την ουσίαν των πραγμάτων, και ήν τινες εν Γαλλία και Αγγλία την σήμερον αποδοκιμάζουσιν, είναι ουχ ήττον ο ισχυρότερος μοχλός της νοητικής προόδου, διότι προσβάλλουσα ενίοτε τα γνωστά και παραδεδεγμένα, εγείρει το πνεύμα εκ του ληθάργου της στασιμότητος, και διατέμνουσα αυτώ νέας οδούς τω προετοιμάζει προσδόκητα και μέγιστα βοηθήματα. Δεν είχον λοιπόν άδικον οι Σωκράτεις και οι Πλάτωνες θεωρούντες την νόησιν ως ενδομύχως συνηνωμένην τω όντι, και τους νόμους του όντος ταυτιζομένους ουσιωδώς με τους νόμους της νοήσεως. Και αυταί αι θετικώτεραι επιστήμαι, και ιδίως αι μαθηματικαί, αποδεικνύουσι την μεγάλην, ταύτην αλήθειαν, και ότε θεωρία τις λογική δεν επαρκεί εις την εξήγησιν των γεγονότων, δεν πρέπει να την αποβάλωμεν ως θεωρίαν, αλλ' ως μη αρκούντως λογικήν, και να την καταστήσωμεν, ει δυνατόν, λογικωτέραν, προσπαθούντες να προσεγγίσωμεν επί μάλλον και μάλλον εις το υπό του Σωκράτους και Πλάτωνος διοραθέν σημείον, εν ώ το ιδανικόν και το πραγματικόν ταυτίζονται. Και ούτω πάσα μεταφυσική υπόθεσις ελεγχομένη υπό της πείρας και της ηθικής, δύναται ν' αποβή χρησιμωτάτη εις την πρόοδον της ανθρωπότητος. Οι νόμοι της νοήσεως δεν είναι υποκειμενικοί μόνον, και εάν ουχί πάντοτε το πραγματικόν, παρέχουσι τουλάχιστον το λογικώς δυνατόν, και εάν είς κρίκος, της λογικής αλύσεως αποδειχθή υπάρχων, συναποδεικνύονται δι' αυτού και οι μετ' αυτού συνδεόμενοι, αν και δεν αποκαλύπτονται υπό της πείρας· όπου δε η πλήρης επιστήμη είναι ανέφικτος, η μεγίστη πιθανότης της υποθέσεως ισοδυναμεί σχεδόν με την βεβαιότητα, και επιβάλλει έλλογον πίστιν. Υπό την όψιν ταύτην σπουδαιοτάτη είναι η θεμελιώδης θεωρία του Σωκράτους, ότι το αγαθόν, εις ο πάντα ανάγονται, και προς ο πάντα σχετίζονται, πρέπει να είναι το ηθικόν κριτήριον της πραγματικής και της μεταφυσικής αληθείας.

β'. Πρώτον στοιχείον της Σωκρατικής μεθόδου ήτο η διαίρεσις, πράξις της διανοίας προετοιμάζουσα την επιστήμην, διότι η νόησις δεν είναι απλή παθητικότης, αλλ' ενέργεια , κατ' Αριστοτέλην· αίτιον δε ότι η νόησις ενέργεια – ποιούντες γινώσκουσιν , όπερ ισοδυναμεί με το του Σωκράτους και Πλάτωνος, αυτός αυτού την επιστήμην αναλαμβάνειν . Τούτο δε ποιούσι και αι μαθηματικαί και θετικαί επιστήμαι δι' ιδιαιτέρων διαιρέσεων και συνδυασμών, δι' ων ποιούσι την γνώσιν, ως ο φιλόσοφος εξάγει εκ του γένους το είδος, εκ της αρχής την συνέπειαν, γεννών την τε γνώσιν και αυτό το γινωσκόμενον, τουλάχιστον υπό τον τύπον της γνώσεως. – Ό,τι δε αληθεύει περί διαιρέσεως και αναλύσεως, αληθεύει επίσης περί επαγωγής και συνθέσεως. Η ιδανική σύνθεσις είναι γονιμωτάτη εν ταις μαθηματικαίς επιστήμαις, και αείποτε μιγνύεται τη αναλύσει. Ωσαύτως, η φιλοσοφική γενίκευσις και επαγωγή γεννά και αύτη κατ' ίδιον τρόπον και πραγματοποιεί, παράγουσα εκ των καθ' έκαστα, το εν αυτοίς καθόλου, και ούτω γινώσκουσα αυτό. Και ο μεν Αριστοτέλης επίστευεν ότι το γένος είναι πραγματικόν μόνον εν τη διανοία, και κατακρίνει τον Πλάτωνα, ότι κατά διαφοράν του Σωκράτους εχώρισε το καθόλου και τους ορισμούς, και τα τοιαύτα ιδέας των όντων προσηγόρευσε (Μεταφ. Α'.) . Ο δε Πλάτων ισχυρίζετο ότι τα γένη προϋπάρχουσιν, αφ' ού εξάγομεν αυτά εκ των όντων, και αφ’ ού, κατ' αυτόν τον Αριστοτέλην, το δυνάμει προηγείται του ενεργεία · άρα προ της ενεργείας υπάρχει πραγματική τις δυνατότης, και παν δυνατόν και νοητόν προϋποθέτει πραγματικόν τι· παν λοιπόν το επιπόνως γεννώμενον εκ της διανοίας είναι ήδη ενεστώς έν τινι ανωτέρα διανοία, αϊδίως ταυτιζομένη τω όντι, εν ή τα χωριστά ταύτα, και όμως μεθεκτά, είναι συνάμα νόησις και ον. Και κατά τούτο ο Πλάτων ήτο σωκρατικώτερος του Αριστοτέλους, όστις κατά την διαίρεσιν μόνον παραδέχεται, ως είδομεν προ μικρού, την σωκρατικήν διδασκαλίαν, εν ώ ο Πλάτων την εφαρμόζει και εις την επαγωγήν, και τα υπό της ανθρωπίνης διανοίας συλλαμβανόμενα λογικά γένη αναρτά εις τας πραγματικάς ιδέας της θείας διανοίας. Εν ταύτη δεν υπάρχουσι κατ' Αριστοτέλην ούτε γένη ούτε ιδέαι, διότι ταύτα μεν είναι πολλαπλά, εν αυτή δε υπάρχει αδιαίρετος συνείδησις αδιαιρέτου ενεργείας, νοήσεως νόησις εν τη ανωτάτη ατομικότητι. – Διά δε της περί ορισμού, ουχ ήττον ή διά της περί επαγωγής, θεωρίας ο Σωκράτης προητοίμασε τον πλατωνισμόν. Τωόντι κυριώτερον στοιχείον του ορισμού εθεώρει το γένος, όπερ δι' επαγωγής ανακαλύπτομεν, και όπερ ενόμιζε πραγματικήν ουσίαν των πραγμάτων. Όθεν ο Αριστοτέλης, τον Σωκράτην άμα δε και τον Πλάτωνα ανασκευάζει θέτων το κύριον στοιχείον του ορισμού εν τη ειδική διαφορά, και θεωρών την ουσίαν ως ατομικήν. Εάν δε η ουσία είναι ο λόγος ο καθιστών πράγμα τι δυνατόν και νοητόν, αληθεύουσιν ο Σωκράτης και ο Πλάτων ονομάζοντες το καθόλου ουσίαν του ατομικού, αλλ' εάν ουσία είναι η ενεστώσα πραγματικότης, η ιδία οντότης και ενέργεια, δικαίως ελέγχει αυτούς ο Αριστοτέλης ότι παραγνώρισαν το ενδότατον αίτιον, αυτήν την ατομικήν υπόστασιν του όντος. Και πραγματικώς οι δύο πρώτοι, εν ώ συνδυάζουσι λογικάς και δυνατάς εννοίας, δεν κατανοούσιν αρκούντως διά της συνειδήσεως την εν αυτοίς ατομικήν και ελευθέραν ενέργειαν, και ζητούσι μάλλον τους νοητούς λόγους ή τα ποιητικά αίτια, άτινα ουχ ήττον είναι οι ζώντες και γόνιμοι λόγοι των πραγμάτων. Και διά τούτο ο Σωκράτης ορίζων τας αρετάς διά της επιστήμης του αγαθού, χωρίς να προσθέση και διά της πράξεως αυτού, ορίζει το καθολικόν γένος ολιγωρών της ατομικής διαφοράς, και ως εκ τούτου αρνείται την ηθικήν ελευθερίαν.

 

γ'. Οι σοφισταί έθετον ζήτημα σπουδαίον και δυσεπίλυτον λέγοντες· ότε ζητούμεν την αλήθειαν, ή ηξεύρομεν τι ζητούμεν, και τότε περιττή η ζήτησις, ή δεν ηξεύρομεν, και τότε πώς να βεβαιωθώμεν ότι εύρομεν το ζητούμενον; Εις ταύτα απήντα ο Σωκράτης, ότι εάν δεν παραδεχθώμεν επιστήμην τινά έμφυτον και δυνάμει υπάρχουσαν εν τω πνεύματι, το δίλημμα δεν λύεται. Αυτός δε και ο Πλάτων επικαλούμενοι την ψυχολογικήν παρατήρησιν, ερείδονται εις το γεγονός της μνήμης, ήτις υποθέτει προγενεστέραν γνώσιν. Η συγκεχυμένη και συνθετική ιδέα είναι άρα το έμβρυον της διακεκριμένης και αναλυτικής, η γνώσις είναι αναγνώρισις του νοητού και αληθούς, και η επιστήμη είναι κατά Πλάτωνα ανάμνησις. – Η νέα αύτη διδασκαλία διαδοχικώς μεταμορφωθείσα περιήλθε μέχρις ημών.

Η γνώσις της αληθείας δύναται να ήναι πρώτη ή κατά την μεταφυσικήν τάξιν ή κατά την χρονολογικήν. Και ο μεν Σωκράτης δεν διακρίνει τας δύο ταύτας προτερότητας, ο δε Πλάτων συνδυάζων την μαιευτικήν του Σωκράτους με την κατά Πυθαγόραν προΰπαρξιν, αποδίδει εις τας εμφύτους αληθείας την εν χρόνω προτερότητα, ουδέ αποποιείται την άλλην, δι' ης η αρχή είναι προ των συνεπειών, και το απόλυτον προ του σχετικού. Ο Αριστοτέλης ανασκευάζων την εν τω Μένωνι θεωρίαν, παραδέχεται όμως ότι το καθόλου υπάρχει δυνάμει εν τω πνεύματι, και αποβάλλων το έμφυτον των μερικών εννοιών, δεν αντιμάχεται πραγματικώς κατά τούτο ούτε προς τον Σωκράτην, ούτε προς τον Πλάτωνα, διότι ούτε ούτος ισχυρίζετο ότι αι καθολικαί αλήθειαι υπάρχουσιν εν ημίν ως νοήματα ενεστώτα, αλλ' ως τις θείος, βλαστός εκ της του λόγου και του όντος συνουσίας συλλαμβανόμενος, και έχων ανάγκην της διαλεκτικής, ίνα έλθη εις την ζωήν. Η μεγάλη αύτη σωκρατική και πλατωνική διδασκαλία διαμένει εν τη Αλεξανδρινή σχολή, και αναφαίνεται διά των Πατέρων της εκκλησίας. Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει ότι έχομεν εσωτερικόν και θείον διδάσκαλον εν ημίν, και Θωμάς ο Ακυνάτης πρεσβεύει ότι πάσα μάθησις εξέρχεται εκ των μυχών του πνεύματος, ανάπτυξις ούσα αυτής της ψυχής. Η δε περί θείου και ανθρωπίνου λόγου διδασκαλία της χριστιανικής θεολογίας συνάδει προς το έμφυτον της γνώσεως.

Κατά δε την νέαν φιλοσοφία ο Καρτέσιος επίσης απαιτεί ως θεμελιώδη όρον της επιστήμης την εκ της εναργείας εσωτερικήν συγκατάθεσιν δυνάμει εμφύτων αρχών, καθ' άς κρίνομεν, και ας συλλαμβάνομεν εξ ανάγκης ένεκεν εσωτερικής τινος προδιαθέσεως. Παρά δε Λεϊβνιτίω η διδασκαλία αύτη ορίζεται ακριβέστερον, και συνδυάζεται με την μεταφυσικήν του Αριστοτέλους, καθ' όσον ο Λεϊβνίτιος προσπαθεί να συμβιβάση το δυνάμει και το ενεργεία διά των αείποτε ενεργών δυνάμεων (puissances actives) , είτε έχομεν συνείδησιν αυτών είτε μη, εξ ων παράγονται, ως αι ανακαλούμεναι διά της αναμνήσεως (souvenir εκ του subvenire ), υποβοηθούσης της σκέψεως και αφορμής δοθείσης υπό της πείρας, αι διακεκριμέναι και ενεστώσαι ιδέαι· όθεν η διάφορά της κτήσεως και της έξεως. Ο μεταξύ Θεοδώρου και Φιλαλήθους διάλογος αναμιμνήσκει τας σωκρατικάς συνδιαλέξεις, και ιδίως την Θεαίτητον (Essais 35 κλ.) . Αξιοπαρατήρητοι δε είναι αι εξής σκέψεις. Επεθύμουν να μάθω πώς θα είχομεν την ιδέαν του όντος, ει μη ήμεθα και ημείς αυτοί όντα, και μη ευρίσκωμεν το ον εν ημίν . . . Η ψυχή περιέχει το ον, την υπόστασιν, το έν, το αυτό, το αίτιον, την αντίληψιν, τον λογισμόν και πλήθος άλλων εννοιών, ας αδύναταν να δώσωσιν αι αισθήσεις.

Ότε δε ο Κάντιος καταδεικνύει το μέρος του λόγου εν τη επιστήμη, ης μόνην την ύλην παρέχουσι τα εκτός, ο δε νοητός τύπος έγκειται τη ψυχή , και υπό ταύτης επιβάλλεται τοις αισθητοίς, προφανώς επανέρχεται εις την θεωρίαν της μαιευτικής. Την τάξιν, την αρμονίαν, την ενότητα, αίτινες συνιστώσι την επιστήμην, δεν λαμβάνομεν, κατά τον Κάντιον, παρά των αντικειμένων, αλλ' αυτά υποβάλλομεν εις τους νόμους τούτους της διανοίας. Ο Κάντιος θέτων ως κέντρον το υποκείμενον, παραβάλλει εαυτόν προς τον Κοπέρνικον καταδείξαντα ότι ουχί ο ήλιος στρέφεται περί την γην, αλλ' αύτη και τα άλλα ουράνια σώματα περί τον ήλιον· ομολογητέον όμως ότι την επανάστασιν ταύτην ήρχισεν ο Σωκράτης, εκ των εντός και oυχί πλέον εκ των εκτός εξαγαγών την επιστήμην.

Τέλος, η νέα Αγγλική σχολή δύο πολύτιμα στοιχεία εισήγαγεν εις το ζήτημα τούτο, το της κληρονομικής μεταδόσεως και το της εξελίξεως (evolution ). Ο κ. Herbert Spencer δεν παραδέχεται ότι ουδεμία προϋπάρχει νοητική προδιάθεσις εν τω πνεύματι, το δε έμφυτον της γνώσεως εξηγεί διά της προδιατυπώσεως της εγκεφαλικής ύλης ένεκεν επανειλημμένων εντυπώσεων, αίτινες μετεδόθησαν επί πολλάς γενεάς εις τους απογόνους, και βαθμηδόν ανεπτύχθησαν και ετελειοποιήθησαν (Special synthesis, §197 Chap. VII) . Τούτο απομακρύνει, αλλά δεν λύει το ζήτημα, διότι πάντοτε αναγκαζόμεθα να υποθέσωμεν εν αυτή τη πρώτη πηγή της νοήσεως, όσω μεμακρυσμένη και αν ήναι, συνδυασμόν τινα μεταξύ των εκτός και των εντός, και τότε απλούστερον είναι να είπωμεν μετά του Λεϊβνιτίου, ότι η νόησις είναι εν εαυτή έμφυτος, l' intellingece est innèe 2a elle m3eme, διότι ου μόνον, τύποι, ως έλεγεν ο Κάντιος, ενυπάρχουσιν εν τη νοήσει, αλλ' ως εν πάση ενεργεία, ουσιώδης τις τάσις και σκοπός. Κατά Σωκράτην και Πλάτωνα ο σκοπός ούτος είναι το αγαθόν, δηλ. η άπειρος τελειότης, και δύσκολον ν' αρνηθή τις ότι τοιαύτη τάσις υπάρχει εν πάσι και κατά πάντα· ίσως δε η τάσις αύτη, κατά τε την νόησιν και την θέλησιν, είναι το μόνον τωόντι έμφυτον στοιχείον ταυτιζόμενον τη ημετέρα φύσει και ενεργεία, και εις και εις την τάσιν ταύτην ανάγεται και η προς την ελευθερίαν τάσις, ην δεν είδαν ο Σωκράτης και ο Πλάτων λανθάνουσαν υπό τον λόγον. Ενταύθα ο κ. Fouillée παραπέμπει εις τας εν τέλει του β' τόμου της Φιλοσοφίας του Πλάτωνος μελέτας και εις το πόνημα αυτού, La liberté et le déterminisme , εν οίς πειράται ν' αποδείξη ότι το θεμελιώδες αξίωμα του λόγου είναι η αφηρημένη έκφρασις της τακτικής και φυσικής διευθύνσεως της ημετέρας ενεργείας, δηλ. της τάσεως ημών προς την άπειρον ελευθερίαν.