Kostenlos

Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée

Text
0
Kritiken
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΙ

Α’.

Η δικαιοσύνη.

Μόνος ο σοφός δύναται να ζη εν πλήρει αρμονία προς εαυτόν και τους ομοίους του. Η αυτή δε λογική τάξις ήτις είναι εν τω ατόμω σωφροσύνη , είναι εν τη πόλει δίκη , δικαιοσύνη, και ταύτα ισοδυναμούσι προς την σοφίαν. Και εντεύθεν πάλιν καταφαίνεται η μεταξύ Σωκράτους και Πλάτωνος διαφορά. Ο Σωκράτης θεωρών εν τη ψυχή μόνον τον λόγον, ταυτίζει την τε ιδιωτικήν και την δημοσίαν αρετήν με την επιστήμην · αλλά την αρετήν ο Πλάτων καλεί δικαιοσύνην , διότι ο μεν Σωκράτης δεν διακρίνει εν τη ψυχή την ενέργειαν της θελήσεως, και μία είναι επομένως κατ' αυτόν η αρετή· η επιστήμη του αγαθού· ο δε Πλάτων πλείονας δυνάμεις διαστέλλει, ως είδομεν· τον θυμόν, την επιθυμίαν, το έν, το πολλαπλούν και το εκ τούτων μίγμα , όθεν η αρετή είναι η μεταξύ τούτων αρμονία, και καθώς η εν τη κοινωνία τάξις είναι ισορροπία τις μεταξύ διακεκριμένων ατόμων, παρομοίως η εν τω ιδιώτη είναι ισορροπία μεταξύ ποικίλων στοιχείων, ό εστι δικαιοσύνη . Τούτο είναι λογική εξαγωγή της μεταφυσικής του Πλάτωνος, καθ' ην υπάρχει το έν, το πολλαπλούν και το μίγμα αυτών , ό εστι το άπειρον, το πεπερασμένον και η μεταξύ αυτών σχέσις, ή άλλως, η ιδέα, η ύλη και η εκ τούτων ένωσις (Απομ. Δ'. ς'. και δ'. Πολιτ. ι'. 619) . Η αυτή διδασκαλία αναπτύσσεται και εν τω σωκρατικώ διαλόγω Μίνωι και εν τω α', Ιππία , ένθα η σωκρατική διαλεκτική από της δικαιοσύνης ανέρχεται εις την νομιμότητα, από ταύτης εις τον νόμον, από τούτου εις την θέλησιν των πολιτών, και από ταύτης εις τον καθολικόν λόγον, ου αντικείμενον είναι το αληθές, ώστε ο νόμος είναι επί τέλους η εύρεσις του όντος δηλ. η έκφρασις της αληθείας. Και όμως τον Σωκράτην θεωρούσι τινές ως ταυτίσαντα την απόλυτον νομιμότητα με το θετικόν δίκαιον, ου απ' εναντίας εγένετο θύμα, διότι συνεπής προς τας ιδίας αρχάς ηδύνατο μεν να παραβή τον θετικόν νόμον, ώφειλε δε να υπομείνη την υπ' αυτού επιβαλλομένην ποινήν, συμβιβάζων ούτω το κοινωνικόν δίκαιον με το δίκαιον της ατομικής συνειδήσεως (Απομ. Δ'. δ’.) τα αυτά δε φαίνεται φρονών και εν τω Κρίτωνι , παραδεχόμενος την παθητικήν, και νόμιμον αντίστασιν, αλλ' ουχί την στάσιν, ήτις είναι η βία αντιτασσομένη εις την βίαν και η αδικία κατά της αδικίας· ώστε επί τέλους ο αληθής νόμος δεν είναι απλώς η θέλησις, αλλ' η δικαία θέλησις των πολιτών· νόμος, δικαιοσύνη, αλήθεια, αρετή, επιστήμη είναι κατ' αυτόν ταυτόσημα.

Β’.

Η ευποιία και η φιλία.

Η καθολικότης του αγαθού, ην τόσω καθαρώς επρέσβευεν ο Σωκράτης, επιφέρει ως φυσικήν συνέπειαν το καθήκον της ευποιίας. Η καθολική αδελφότης δύναται να προέλθη εκ του αισθήματος ή εκ της ιδέας· και το μεν αίσθημα αποκτά επί τέλους συνείδησιν της εν αυτώ ιδέας, καθώς η ιδέα, διασαφηνιζομένη επί μάλλον και μάλλον, κυριεύει το πνεύμα, και μεταβάλλεται εις αίσθημα, διαφέρει δε καθ' εκατέραν των περιπτώσεων τούτων η πορεία της διανοίας· παρ' Έλλησι, και ιδίως εν τη φιλοσοφία, και προ πάντων εν τη σωκρατική, το λογικόν στοιχείον πρωτεύει, και γεννά το ηθικόν. Εκ της εννοίας λοιπόν της καθολικότητος του αγαθού προήλθεν η ιδέα, ότι ο καθ' εαυτόν και προς εαυτόν αγαθός είναι εξ ανάγκης τοιούτος και προς τους άλλους· ώστε δεν είναι δίκαιος ο ευποιών τους φίλους και κακοποιών τους εχθρούς, διότι ουδέποτε πρέπει ν' αποδίδωμεν κακόν αντί κακού, ουδέ αδικούμενον ανταδικείν. . . επειδή γε ουδαμώς δει αδικείν . . . ούτε κακώς ποιείν ουδένα άνθρωπον, ουδ' αν οτιούν πάσχη υπ' αυτού (Κρίτ. Πολιτ. α') . Αλλ' ως εκ τούτου ο Σωκράτης δεν ενόμιζεν ότι δεν πρέπει να τιμωρήται το κακόν, διότι και η τιμωρία είνε δικαιοσύνη, και επομένως αγαθόν, και είναι ωφέλιμος και εις αυτόν τον τιμωρούμενον· απέκρουε μόνον την εκδίκησιν, και επέβαλε την καθολικήν ευποιίαν άνευ διακρίσεως φίλων και εχθρών, (Απομ. Β' δ' ), διότι, αληθώς ειπείν, ο δίκαιος δεν έχει εχθρούς, και προς ουδένα είναι εχθρός. Όσω δε και αν ήναι αξιοθαύμαστος η διδασκαλία αύτη, φανερόν ότι πολύ απέχει εισέτι της Χριστιανικής αρετής, ήτις ου μόνον την προς πάντας και αυτούς τους εχθρούς ευποιίαν αλλά και την αγάπην αυτών εντέλλεται και εμπνέει, συνάπτουσα αυτήν μετά της αγάπης αυτού του Θεού. Γνωστόν δε ότι της διδασκαλίας του Σωκράτους ζων παράδειγμα ήτο η ζωή του· γνωσταί είναι η πραότης, η ανοχή, η υπομονή του, ου μόνον προς τους οικείους και φίλους, αλλά και προς αυτούς τους καταδικάσαντας αυτόν εις θάνατον. (Κρίτ. ), διότι τας κακίας εθεώρει ως νοσήματα της ψυχής, άτινα πρέπει να οικτείρωμεν ως τα του σώματος, άνευ οργής και μνησικακίας.

Εάν δε τοιαύτα τα προς μισούντας ημάς καθήκοντα, πολλώ μάλλον οφείλομεν να ευεργετώμεν τους φίλους. Πάντες δε οι άνθρωποι είναι φύσει φίλοι προς αλλήλους, και μόνη η αμάθεια και πλάνη τους διαιρεί (Απομ. Β' δ' ). Όθεν ο Σωκράτης, κατά Ξενοφώντα, φιλάνθρωπος ην, και την φιλανθρωπίαν εστήριζεν εις το κοινόν της λογικής φύσεως, των συμφερόντων και του τέλους όλων των ανθρώπων, όπερ είναι το αγαθόν, το αυτό ον προς πάντας, διά του αυτού μέσου συλλαμβανόμενον, και το αυτό επιβάλλον εις πάντας καθήκον του πράττειν αυτό πάντοτε, πανταχού, εν πάσι και προς πάντας.

Γ’.

Η εν τη οικία δικαισύνη

Το προς την γυναίκα σέβας, οίον εύρηται παρ' Ομήρω και τοις αρχαίοις ποιηταίς, είναι ως επί το πλείστον κεκαθαρισμένον απομεινάριον της ζηλοτυπίας των ανατολικών λαών, καθώς το γυναικείον είναι ανάμνησις του χαρεμίου προς διάσωσιν της οικογενείας και ακεραιότητα της φυλής.

Αλλ' ο Σωκράτης και οι μαθηταί αυτού ηγέρθησαν κατά της ταπεινώσεως και απομονώσεως της γυναικός. Η περί γάμου και οικογενείας σωκρατική διδασκαλία εστηρίζετο είς τε την ψυχολογικήν παρατήρησιν και την των τελικών αιτίων θεωρίαν, η δε εκ τούτων προκύπτουσα ηθική τάξις έπρεπε να ήναι η ηθική ισότης του ανδρός και της γυναικός συνδυαζομένη με την ιδίαν εκάστου λειτουργίαν. Και τωόντι, αφ' ού εταύτισε προς αλλήλας πάσας τας ιδιωτικάς αρετάς, και ταύτας μετά των δημοσίων εν τη ενότητι του αγαθού, έπρεπε να προβή εις τας λογικάς συνεπείας της αρχής ταύτης, και να συλλάβη το υψηλόν εκείνο ιδανικόν της αγαθής οικίας οίον διαλάμπει εν τοις Οικονομ. (α'. και ζ').

Την αυτήν δε υπεροχήν έμελλε να καταδείξη και εν τω ζητήματι της εργασίας και της δουλείας. Πάσα εργασία κατ' αυτόν είναι έντιμος, εάν τείνη προς το αγαθόν (Απομ. Β'. ζ'.). Οι δε δούλοι δεν είναι κτήνη, αλλ' εργαστήρες, οικέται , και οφείλομεν να τοις δίδωμεν το παράδειγμα των αρετών όσας παρ' αυτών προσδοκώμεν, να μη τους τιμωρώμεν μόνον, αλλά και να βραβεύωμεν και οδηγώμεν αυτούς, διά του αισθήματος της τιμής, κερδίζοντες, ει δυνατόν, την αγάπην των, και ανορθούντες αυτούς εις το αξίωμα των ελευθέρων (Οικονομ. ιβ'. και ιγ'). Εν δε τοις Απομνημονεύμασιν η Αρετή στηρίζει και παρηγορεί τον φιλόπονον και τίμιον δούλον. Την αυτήν δε προς τους δούλους επιείκειαν δεικνύει και ο Πλάτων λέγων (Θεαίτ. ), ότι και ο μάλλον υπερήφανος επί ευγενεία δύναται, να εύρη δούλους μεταξύ των προγόνων του, και ότι δούλοι τινές είναι πιστότεροι τέκνων και αδελφών· εν δε τη Πολιτεία καταργεί την δουλείαν διά της σιωπής, και έντιμον θεωρεί πάσαν τέχνην και βιομηχανίαν χρήσιμον εις την πόλιν. Πολύ δε απέχει η σωκρατική αύτη διδασκαλία της του Αριστοτέλους πρεσβεύοντος το φύσει δούλος και φύσει ελεύθερος, και θεωρούντος τους δούλους ως έμψυχα κτήματα.

Δ’.

Πολιτική τον Σωκράτους.

Ουδέ έμειναν αι ηθικαί διδασκαλίαι του Σωκράτους άνευ επιρροής επί της πολιτικής του. Όμως και εν ταύτη παραγνωρίζει και σχεδόν εξαλείφει την ηθικήν ελευθερίαν, εξ ης και η πολιτική ελευθερία απορρέει και πάσα άλλη ώστε ο ανάγων τον άνθρωπον εις μόνον το νοητικόν στοιχείον, επειδή τούτο είναι άνισον, τείνει εις νοητικήν τινα αριστοκρατίαν, ο δε αναγνωρίζων την ελευθερίαν, επειδή αύτη είναι η αυτή εν πάσι, τείνει εις την δημοκρατίαν, και κατά μεν τον πρώτον, τα πολιτικά δικαιώματα είναι λειτουργίαι , εξαρτώμεναι εκ της ικανότητος, κατά δε τον δεύτερον, είναι δικαιώματα έμφυτα, ως η ελευθερία, απαραβίαστα και αναφαίρετα, και το πολιτικόν πρόβλημα είναι πώς πρέπει να συμβιβάζωνται τα δύο ταύτα στοιχεία.

Κατά τον Σωκράτην η πολιτική κοινωνία έχει φυσικήν αρχήν, διότι φύσει είμεθα φίλοι, και ανάγκην έχομεν αλλήλων (Απομ. Β' .ς'.)· εις ταύτην δε προστίθεται και είδος τι συναλλάγματος διά της αμοιβαίας συναινέσεως (Κρίτ. )· άρα το τέλος του κράτους είναι το κοινόν συμφέρον, το γενικόν αγαθόν· αλλ' η έννοια αύτη μεμονωμένη είναι ατελής, διότι μέσον του αγαθού τούτου και ουσιώδες στοιχείον αυτού είναι η ελευθερία, ης άνευ δύναται να μεταβληθή το κράτος εις δεσποτισμόν, και να εκλείψη η δικαιοσύνη, ήτις δεν είναι ειμή το αμοιβαίον σέβας της ελευθερίας και των νομίμων αυτής αναπτύξεων. Όλη δε σχεδόν η αρχαιότης παρεγνώρισε, θεωρητικώς τουλάχιστον, το απαραίτητον τούτο στοιχείον.

Οι διοικούντες υπάρχουσι διά τους διοικουμένους, ίνα ούτοι δι' αυτών ευ πράττωσι (Απομ. ς' β') . Προς τούτο απαιτείται επιστήμη (Απομ. Δ' β'. ς', θ'. α'. Δ’ β '.)· δεν αρκεί η ευφυία, ο κοινός νους (Μέν. ), η πείρα και η επιτηδειότης αλλ' απαιτούνται επιστημονικαί γνώσεις· η επιστήμη του αγαθού, η των υλικών συμφερόντων, η στρατηγική, η τέχνη του λόγου (Απομ. δ', ς' Οικον. ). Ως εκ τούτου έμελλεν ο Σωκράτης να τείνη πρός τινα νοητικήν αριστοκρατίαν (Απομ. Δ' ή.)· η κυριαρχία δεν ανήκει κατ' αυτόν ούτε εις την θέλησιν , ούτε εις τον αριθμόν , αλλ' εις τον λόγον (Απομ. Δ'. β'). Ο λαός είναι καλός διδάσκαλος των περί την γλώσσαν, ουχί δε της επιστήμης του δικαίου (Αλκιβ. α' ). Όμως η επιστήμη δεν πρέπει να διοική διά της βίας, αλλά διά της πειθούς , και εντεύθεν επανέρχεται, ούτως ειπείν, ο Σωκράτης εις το σέβας της ελευθερίας, ην είχε παραγνωρίσει προ μικρού και εις δημοκρατικωτέρας αρχάς, ώστε η διοίκησις αποβαίνει ανταλλαγή επιστήμης μεταξύ κυβερνήσεως και λαού (Απομ. Δ'. α'), δεν είναι έργον ούτε της τύχης, ούτε της ειμαρμένης , αλλά της νοημοσύνης (Aπομ. Δ'. β') · και ούτω η επιστήμη παράγει την αρμονίαν εν τη πολιτική, ως εν τη ηθική, δηλ. την κυβέρνησιν των αρίστων διά της συναινέσεως πάντων.

Πλήρης σωκρατικών ιδεών ο Πλάτων, εν μεν τη ιδανική Πολιτεία , ανάγει όλην την πολιτικήν εις την πειθώ και την παιδείαν, εν δε τη πραγματική πόλει των Νόμων (ε'), λέγει επίσης, ότι οι άριστοι δεν πρέπει να επιβάλλωνται διά της βίας, αλλά να κερδίζωσι διά της πειθούς τας ψήφους του λαού.

 

ΒΙΒΛΙΟΝ Ε'.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΙ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Α’.

Απόδειξις της υπάρξεως του Θεού εκ της ανάγκης υπερτάτου νοός, ποιητικού αιτίου του ημετέρου.

Ο Σωκράτης, κατά τον Ξενοφώντα, μετήρχετο μόνον μαιευτικήν και αρνητικήν τινα παράδοσιν προς ανασκευήν και έλεγχον των σοφιστών, αλλ' εις τους οικείους και μαθητάς εξέθετε καί τινα θετικήν και δογματικήν διδασκαλίαν, ιδίως περί θεότητος, περί του δαιμονίου (Απομ. Δ'. Δ’). Και τωόντι, εάν πάσα μερική γνώσις δεν είναι χρήσιμος άνευ της γνώσεως του καθολικού τέλους, του αγαθού, η γνώσις του ανωτάτου αγαθού ανάγει ημάς εξ ανάγκης εις την γνώσιν του Θεού. Τα αυτά λέγει και ο Πλάτων (Αλκιβ. α'), την ψυχολογίαν και θεολογίαν συμπληρών δι' αλλήλων· ο δε Σωκράτης ήκουεν ακαταπαύστως εν τη ιδία συνειδήσει την φωνήν αυτής της θεότητος. Και διά τούτο η του θεού απόδειξις, μάλλον ή εξαγωγική, έπρεπε να ήναι επαγωγική, διά της μαιευτικής μεθόδου εφαρμοζομένης εις την ανάλυσιν των εν ημίν εννοιών· ουχ ήττον όμως ευρίσκομεν, ει και συνεπτυγμένας, και τας εκ του ποιητικού αιτίου και εξ άλλων πηγών νεωτέρας αποδείξεις (Απομ. Α'. δ'). Εάν νους υπάρχη εν ημίν, πρέπει ν' απορρέη εξ άλλου ανωτέρου νοός, ώστε ο ημέτερος μετέχει του θείου . Αλλ' η μετοχή αύτη, ταυτίζουσα σχεδόν το αιτιατόν και το αίτιον, δεν είναι η μεταξύ αυτών αληθής σχέσις. Ταύτην ανακαλύπτει ο Πλάτων (Φιληβ. ) συνεχίζων και συμπληρών τας ιδέας του διδασκάλου· θέτων δε την αρχήν της αιτιότητος ως βάσιν της του θεού αποδείξεως, εξηγεί εν ταυτώ και τους όρους της αποδείξεως ταύτης, δι' ης φθάνομεν εις ανωτάτην και υπερβατικήν τινα πραγματικότητα, εν ή η ιδέα καθ' εαυτήν και το όντως ον ταυτίζονται (Τίμ. 147 ). Και ου μόνον δι' αυτής της υπάρξεώς της, αλλά και διά των νόμων και του αντικειμένου αυτής η ημετέρα διάνοια είναι απόδειξις του θεού. Διά τούτο οι νεώτεροι επορίσθησαν, δυνάμει της αρχής της αιτιότητος, ιδιαιτέραν απόδειξιν λαμβανομένην εκ της πηγής των ιδεών. Τοιαύτη είναι η του Καρτεσίου εκ της εν ημίν εννοίας του απείρου, διαλεκτική και αύτη, και δυναμένη ν' αναχθή εις την διά της ενοράσεως ή αναμνήσεως της ιδέας του αγαθού πλατωνικήν απόδειξιν. Το πρώτον δε σπέρμα της αποδείξεως ταύτης υπάρχει εν τη διαλεκτική του Σωκράτους, καθ' όσον διά του ορισμού, της διαιρέσεως, της γενικεύσεως, αναπτύσσομεν την εν τη ημετέρα διανοία, συνεπτυγμένην αλήθειαν, και ο ανώτατος όρος της διαλεκτικής ταύτης είναι το καθολικόν τέλος, ήτοι το αγαθόν, όπερ φύσει παρίσταται εν τω πνεύματι, και κοινωνούμεν προς αυτό, ως διά του σώματος κοινωνούμεν προς την υλικήν φύσιν.

Β’.

Απόδειξις της υπάρξεως του Θεού διά των τελικών αιτίων. – Ηθική απόδειξις διά του ανωτάτου νομοθέτου.

Εκ της εν ημίν διανοίας ανήλθεν ο Σωκράτης εις την ποιητικήν και επομένως νοητικήν αιτίαν, εκ δε της εν τη φύσει νοητικής τάξεως πάλιν ανέρχεται εις το τελικόν και επίσης νοητικόν αίτιον. Και ενταύθα καταφαίνεται το πρωτότυπον της διδασκαλίας αυτού, διότι τον καθολικόν λόγον είχον αναγνωρίσει και οι προ αυτού, αλλ' η του τελικού αιτίου και του αγαθού ήτο αρχή νέα, και προ αυτού μεν είχον καταλάβει την νοητότητα και οιονεί την λογικήν του κόσμου, πρώτος δε αυτός κατέλαβε την αγαθότητα και οιονεί την ηθικότητα αυτού.

Καθορών εν εαυτώ την ενέργειαν, την αιτιότητα, ταυτιζομένην τη διανοία, ταυτίζει, ως είδομεν, την θέλησιν και την νόησιν, ώστε θέλομεν εξ ανάγκης ό,τι νοούμεν ως αγαθόν. Γενικεύων δε την έννοιαν ταύτην, δεν ηδύνατο ή να φθάση εις την ταυτότητα του ποιητικού και του τελικού αιτίου διά της διανοίας, επαγόμενος εκ των εν ημίν εις την νοούσαν αιτίαν του κόσμου, και συνάπτων ούτω εν πάσι και πανταχού το πρακτικόν μετά του νοητικού , και τούτο μετά του ηθικού . Εντεύθεν ερμηνεύει το θέαμα του κόσμου, γινώσκων ότι έχει σημασίαν και έννοιαν, ποτέ μεν καταφανή, ποτέ δε κεκρυμμένην, και εν τη ευρέσει της εννοίας ταύτης υφίσταται κατ' αυτόν η αληθής γνώσις, η γνώσις των αιττίων (Φαίδ. ). Εκ των σωκρατικών τούτων αρχών εξήγαγεν ο Πλάτων τας συνεπείας ταύτας· ότι καθώς η κίνησις αποκαλύπει το ποιητικόν αίτιον, η τάξις αυτής, οι νόμοι καθ' ους γίνεται, και ο προς ον όρος αυτής, αποκαλύπτουσι το τελικόν αίτιον· και ούτω η μεν κίνησις αποδεικνύει την αρχήν της κινήσεως, την ψυχήν, η δε τάξις της κινήσεως αποδεικνύει την διάνοιαν, και αύτη διά του προς ον όρου αυτής αποδεικνύει το αγαθόν, αληθές αντικείμενον της διανοίας και της ψυχής. Και αυτός δε ο Ξενοφών, αν και δογματικώς δεν ανέπτυξε τας αρχάς ταύτας, διεφώτισεν όμως αυτάς διά πρακτικών εφαρμογών και δημωδών παραδειγμάτων (Απομ. Α'. δ'.). Εν τω Δ'. επίσης συσσωρεύονται πολλά παραδείγματα, μη έχοντα βεβαίως άπαντα την αυτήν επιστημονικήν αξίαν, αλλ' ουχ ήττον εν τω συνόλω αυτών αληθή και πειστικά, εξ ων αποδεικνύεται η μεγίστη επιμέλεια και αγαθότης του Θεού, και η αρμονία των ποικίλων αγαθών, καθ' ήν τα μερικώτερα περιλαμβάνονται εν τοις γενικωτέροις, και ταύτα εν τω γενικωτάτω και καθολικώ και απολύτω αγαθώ, εν αυτώ τω Θεώ.

Προς την εκ των τελικών αιτίων απόδειξιν συνάπτεται ενδομύχως η ηθική, η εκ της υπάρξεως ανωτάτου νομοθέτου, ης την πρώτην αρχήν ευρίσκομεν επίσης παρά Σωκράτει. Οι άγραφοι νόμοι, λογικοί και πραγματικοί εν ταυτώ, οι παντοδύναμοι , οι επιβαλλόμενοι δι' ακαταμαχήτου ανάγκης εις τα πράγματα, και δι' ηθικής ανάγκης εις τα λογικά όντα, οι σοφοί , διότι εις έκαστον πράγμα ορίζουσι την προσήκουσαν αυτώ διαλεκτικήν και πρακτικήν θέσιν, οι αγαθοί , διότι διατάττουσιν πάντοτε επ' αγαθώ, οι νόμοι ούτοι δεν είναι ή αυτό το αγαθόν, αποκαλυπτόμενον εις την διάνοιαν και την θέλησιν ως η υψίστη και τελειοτάτη πραγματικότης (Απομ. Δ'. δ). Και ούτω η ηθικότης και αγαθότης των πραγμάτων αποδεικνύει τον Θεόν, και εξηγεί την ύπαρξιν, τον νόμον και το τέλος αυτών.

Γ’.

Προσόντα του Θεού.

Ο Θεός του Σωκράτους είναι τέλειος, διότι είναι ο τον όλον κόσμον συντάττων τε και συνέχων, εν ώ πάντα τα καλά και αγαθά εστι (Απομ. Δ' Κ') , και εάν είναι ποιητής του κόσμου, πρέπει να έχη εν εαυτώ πάσας τας τελειότητας δε είς και μόνος , διότι είναι απόλυτον αγαθόν, όπερ εξ ανάγκης είναι έν, αρχή και προς ον όρος της διαλεκτικής. Οσάκις ο Σωκράτης λαλεί περί της θείας αρχής του ανθρώπου και του κόσμου, μεταχειρίζεται το ενικόν αριθμόν, αν και ενίοτε λαλεί περί θεών ως περί διαμέσων τινών όντων μεταξύ Θεού και ανθρωπότητος· την ενότητα δε του Θεού προφανώς παρά του Σωκράτους εδιδάχθησαν πάντες οι μαθηταί αυτού, ο Ξενοφών, ο Αντισθένης, ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Ευρυπίδης. Ο Θεός είναι προς τούτοις απλούς και αμιγής , ως ο του Αναξαγόρου, και επομένως άυλος και αόρατος εις τους οφθαλμούς του σώματος, ανώτερος δε και αυτής της διανοίας, οία της δυνάμεως και των έργων αυτού αποκαλυπτόμενος· θάττον δε νοήματος αναμαρτήτως υπηρετούντα· ούτος τα μέγιστα μεν πράττων οράται, τάδε δε οικονομών αόρατος ημίν εστιν. Εννόει δε ότι και ο πάσι φανερός δοκών είναι ήλιος ουκ επιτρέπει τοις ανθρώποις εαυτόν ακριβώς οράν, αλλ' εάν τις αυτόν αναιδώς εγχειρή θεάσθαι, την όψιν αφαιρείται (Αυτόθ.). Την παραβολήν ταύτην του υλικού προς τον νοητόν ήλιον της διανοίας ευρίσκομεν και παρά Πλάτωνι (Πολιτ. ) με μεταφυσικωτέραν σημασίαν. Αλλ' ο Θεός του Σωκράτους είναι άρα άτρεπτος ; Περί τούτου ουδέν ευρίσκομεν παρά Ξενοφώντι, βεβαίως όμως θα επεδοκίμαζεν ο Σωκράτης ό,τι λέγει περί τούτου ο Πλάτων (Πολιτ. ε'), ισχυριζόμενος ότι το τέλειον ον δεν επιδέχεται αλλοίωσιν, διότι πάσα αλλοίωσις θα ήτο επί το χείρον. Τέλος, ο Θεός είναι αΐδιος, ο εξ αρχής ποιών ανθρώπους, και απέραντος, ώσθ' άμα πάντα οράν και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι (Απομ. Δ'. δ'). Πάντα δε τα προσόντα ταύτα υποθέτουσι το ενιαίον και το άπειρον του Θεού. Παρατηρητέον δε ότι προσδιωρίσθησαν ουχί εξαγωγικώς αλλ' επαγωγικώς και ψυχολογικώς. Ο Θεός είναι είς, απλούς, άυλος και αόρατος, ως η ψυχή η διοικούσα το σώμα, είναι άτρεπτος εν τω αγαθώ, διότι πάσα ψυχή τείνει προς το αγαθόν, και είναι πανταχού παρών εν τόπω και χρόνω, ως η ψυχή διέπει όλα τα μέρη του σώματος διαμένουσα αδιαίρετος. Εν παντί άλλω μεταφυσικώ συστήματι δυνάμεθα να εύρωμεν το άπειρον , το έν , το καθολικόν , το απόλυτον , το αναγκαίον , μόνος ο πνευματισμός λατρεύει το ον τέλειον και αγαθόν . Και τωόντι είδομεν πως εν τη ψυχή πάντα κατά Σωκράτην υποτάσσονται εις την ενότητα του αγαθού, εν ώ ταυτίζονται η δύναμις, η επιστήμη, η δικαιοσύνη και η ευδαιμονία, πολλώ δε μάλλον πάντα ταύτα πρέπει να ταυτίζωνται εν αυτώ τω κατ' εξοχήν αγαθώ.

Δ’.

Παραγωγή του κόσμου. – Πρόνοια και αισιοδοξία.

Δεν δυνάμεθα να ζητήσωμεν παρά Σωκράτει τα φυσικά , ούτως ειπείν, μέσα δι' ων ο Θεός εποίησε τον κόσμον, διότι απ' εναντίας ήλεγχε τον Αναξαγόραν, ότι πανταχού εύρισκε μηχανάς και ανάγκας , ουδέ τα μεταφυσικά , διότι πιθανώς θα ήλεγχε και τας περί τούτου τολμηράς του Πλάτωνος θεωρίας. Αλλ' εάν ζητήσωμεν παρ' αυτού την ηθικότητα της δημιουργίας, αναμφιβόλως θέλει απαντήσει, ότι το ποιείν υποθέτει το γινώσκειν, και τούτο υποθέτει την γνώσιν του βελτίωνος. Και εντεύθεν θέλει συμπεράνει ο Πλάτων ότι αι νοηταί και λογικαί σχέσεις των πραγμάτων, η ιεραρχία των γενών και ειδών, των μέσων και τελών, η διαλεκτική των ορισμών, των διαιρέσεων και επαγωγών, πάντα ταύτα ενυπάρχουσιν εν τη θεία διανοία ως το ιδανικόν σχέδιον του κόσμου. Ωσαύτως η σωκρατική είναι η αρχή του Πλάτωνος, ότι ο Θεός αγαθός ων, δεν ηδύνατο να ποιήση ειμή το αγαθόν, διότι είδομεν τίνι τρόπω διά της αγαθότητος , εξηγεί ο Σωκράτης την ύπαρξιν και τάξιν του κόσμου.

Αλλά προϋπήρχεν άρα η υπό θεού διακοσμηθείσα ύλη, ή ο Θεός παρήγαγεν ομού και την ύλην και τον τύπον; Περί τούτου δεν είχεν ωρισμένην γνώμην ο Σωκράτης, και, καθ' ά φαίνεται εκ του Ξενοφώντος, επρέσβευεν ίσως αόριστόν τινα δυαδισμόν (dualisme) , ως ο Αναξαγόρας, και εθεώρει τον Θεόν εν τω κόσμω ως την εν τω σώματι ψυχήν, και συναΐδιον τη ύλη, αν και αύτη ουδεμίαν έχει λογικήν αξίαν, (το άφρον άτιμον) , και παρά του λόγου μόνον ζωογονείται και ρυθμίζεται. Αλλ' άδικον επίσης θα ήτο εάν διά τούτο εθεωρούμεν τον Σωκράτην ως πανθεϊστήν· το πανταχού παρείναι του Θεού και το εν τω παντί αγγέλλουσι προ πάντων την καθολικήν πρόνοιαν, ουδαμώς δε την συνταύτισιν αυτού μετά του κόσμου, διότι ο Θεός είναι ουσιωδώς το αγαθόν . Και η της προνοίας θεωρία είναι το μάλλον πρωτότυπον και το ουσιωδέστερον στοιχείον της σωκρατικής θεολογίας. Αι λέξεις πρόνοια, επιμέλεια, επιμελείσθαι, επιμελούμενοι , πανταχού των Απομνημονευμάτων επαναλαμβάνονται (Β', β'. Δ'. α' και πολλαχού), και σημαίνουσι και την γενικήν πρόνοιαν (τον όλον κόσμον ), και την ειδικήν και κατ' αυτάς τας μικροτέρας και ενδοτέρας λεπτομερείας (τα σιγή βουλευόμενα ).

Εις δε τας εκ της υπάρξεως του κακού ενστάσεις βεβαίως ήθελεν απαντήσει ως ο Πλάτων και ο Λεϊβνίτιος, διά της καθαρωτέρας αισιοδοξίας (optimisme) , ης αληθής πατήρ είναι αυτός ο Σωκράτης, διότι το αγαθόν έθετεν ως αναγκαίον τέλος του ανθρώπου και του κόσμου, πάντα εθεώρει ως μέσα και όρους του αγαθού, ο μόνον ηδύνατο να προτεθή ο Θεός διά της δημιουργίας, και ως εκ τούτου είχεν απόλυτον πίστιν εις την θείαν πρόνοιαν, σταθεράν αγάπην του αγαθού και ανίκητον ελπίδα του οριστικού θριάμβου αυτού, ώστε ευδαίμονα εθεώρει τον δίκαιον, και καταδιωκόμενον, και προπηλακιζόμενον, και σταυρούμενον, και αυτός διέμεινε γαληνιαίος εν τη ειρκτή και ενώπιον του θανάτου. Ήθελε δε βεβαίως ασπασθή την περί των τοιούτων γνώμην του Αριστοτέλους, ότι ο μεν αμαθής απορεί πώς τα πράγματα είναι ως είναι, και αύτη είναι η αρχή της επιστήμης, ο δε σοφός ήθελεν απορεί εάν ήσαν άλλως, διότι βλέπει τον λόγον αυτών, και τούτο είναι το τέλος της επιστήμης.

Περί δε του ηθικού κακού του εκ της θελήσεως του ανθρώπου προερχομένου εφρόνει ο Σωκράτης, ότι η κακία δεν είναι ειμή πλάνη και απάτη, διότι άδικος ουδείς εκών , και την απάτην ταύτην οφείλομεν ανενδότως να διασκεδάζωμεν διά της διδασκαλίας, διά της διαδόσεως της αληθείας, διότι εις τούτο εκλήθημεν, και προς τούτο ευρισκόμεθα εν τω κόσμω. Η απάτη είναι καρπός ατελούς και ελλειμματώδους μαιεύσεως, εξάμβλωμα τρόπον τινά της αληθείας ήτις ενυπάρχει δυνάμει εν τη ψυχή (Μεν. Πολιτ. β' ), αν και συγκεχυμένη και παρεμποδιζομένη ενίοτε εις την γέννησίν της ως εκ της ατελείας της ύλης μεθ' ης συνδεόμεθα. Εν τω ι' των Νόμων έχομεν βεβαίως θαυμαστήν συγκεφαλαίωσιν της περί τούτων σωκρατικής διδασκαλίας, διότι, πλην αποχρώσεων τινών αποδοτέων εις την ιδίαν του Πλάτωνος θεωρίαν, το βιβλίον τούτο εκφράζει πανταχού το σωκρατικόν πνεύμα, και αντιστοιχεί προφανώς προς την παρά Ξενοφώντι συνδιάλεξιν του Σωκράτους μετά του Αριστοδήμου.

Β’.

Γνώμαι του Σωκράτους περί πνευματότητος και αθανασίας.

Ο Αναξαγόρας είχε διακρίνει την καθαράν και αμιγή και διακοσμούσαν διάνοιαν από της αορίστου και αμόρφου ύλης, ην υποβάλλει εις τους εαυτής νόμους, από δε της ψυχολογίας ανερχόμενος εις την μεταφυσικήν, είχε συλλάβει κατ' εικόνα του ανθρώπου, εν ώ η ψυχή κινεί και ζωογονεί το σώμα, τον μέγαν κόσμον της φύσεως. Μαθητής και θαυμαστής του Αναξαγόρου, ο Σωκράτης έπρεπε να παραδεχθή την θεωρίαν ταύτην, και να πιστεύση, ότι οι άνθρωποι είναι φύσει και τω σώματι και τη ψυχή κρατιστεύοντες (Απομ. Δ'. γ'.) , ότι η ψυχή είναι διακεκριμένη του σώματος, ότι μετέχει του θείου, ότι βασιλεύει εν ημίν , και ότι είναι άκρατος και καθαρά, απλή και αδιαίρετος , νοούσα ανεξαρτήτως των οργάνων, αρχή ζωής και κινήσεως εν τω σώματι, όπερ διοικεί κατ' αρέσκειαν, και εις ο δύναται να επιζήση εν όλη τη καθαριότητι αυτής (Απομ. Α'. δ' Δ', γ'. Κύρου παιδ. Η'. ζ'. ). Προς δε τα κείμενα του Ξενοφώντος συμφωνούσι και τα παρά Πλάτωνι (Αλκιβ. α'. 128 ), ένθα προφανής είναι η διάκρισις της ψυχής και του σώματος.

 

Η δε πίστις εις την πρόνοιαν και η εις το άυλον της ψυχής είναι αχώριστος της εις την αθανασίαν πίστεως, και νομίζομεν ότι ο Μάυερ, ο Πλάτνερ και ο Τένεμαν απατώνται ισχυριζόμενοι ότι περί αθανασίας ουδέν θετικόν επρέσβευεν ο Σωκράτης. Βεβαίως ώφειλε, διαμένων πιστός εις το πνεύμα της διδασκαλίας του, ν' απέχη φρονίμως πάσης παραστάσεως της μελλούσης ζωής, αλλά περί της υπάρξεως αυτής δεν ηδύνατο ν' αμφιβάλλη. Την διαστολήν ταύτην ευρίσκομεν εν τω Φαίδωνι (114) , και εν τη Απολογία (40) και ιδίως εν τέλει, ένθα λέγει προς τους δικαστάς· αλλά και υμάς χρη, ω άνδρες δικασταί, ευέλπιδας είναι προς τον θάνατον και έν τι τούτο διανοείσθαι αληθές, ότι ουκ έστιν ανδρί αγαθώ κακόν ουδέν ούτε ζώντι ούτε τελευτήσαντι, ουδέ αμελείται υπό θεών τα τούτου πράγματα . Η ακριβής δε και έλλογος ανάλυσις και παραβολή των εκ του Ξενοφώντος και των εκ του Πλάτωνος κειμένων και αυτού του σωκρατικού Αξιόχου , οιουδήποτε και αν ήναι, ουδεμίαν, αφίνουσιν αμφιβολίαν περί της αληθούς γνώμης του Σωκράτους ως προς το ουσιώδες τούτο ζήτημα, δι' ου συμπληρούται πάσα η ηθική αυτού διδασκαλία.