Kostenlos

Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée

Text
0
Kritiken
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΒΙΒΛΙΟΝ Β'.
Η ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΙΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΗΤΟΙ Η ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΘΕΩΡΙΑ

Α'.

Διαλεκτική των αγαθών ή των τελικών αιτίων· —

Ενότης του άκρου αγαθού.

Η κατά την πράξιν διαλεκτική του Σωκράτους, ήτοι η ηθική του, δεν διέφερε της κατά την νόησιν. Η θεωρητική και πρακτική φιλοσοφία υφίστατο κατ' αυτόν εις το σκοπείν τα κράτιστα των πραγμάτων, και έργω και λόγω διαλέγοντας κατά γένη, τα μεν αγαθά προαιρείσθαι, των δε κακών απέχεσθαι. Και ούτως έφη αρίστους τε και ευδαιμονεστάτους άνδρας γίνεσθαι και διαλέγεσθαι δυνατωτάτους. Έφη δε και το διαλέγεσθαι ονομασθήναι εκ του συνιόντας κοινή βουλεύεσθαι διαλέγοντας κατά γένη τα πράγματα. Δειν ουν πειράσθαι ό,τι μάλιστα προς τούτο εαυτόν έτοιμον παρασκευάζειν, και τούτου μάλιστα επιμελείσθαι· εκ τούτου γαρ γίγνεσθαι άνδρας αρίστους τε και ηγεμονικωτάτους και διαλεκτικωτάτους. (Απ. Δ', έ.) . Τοιούτω τρόπω η τάξις των εννοιών, των γενών και των ειδών, ην ορίζει η διαλεκτική, τάσσουσα το βέλτιον προ του χείρονος, το γενικώτερον αγαθόν προ του μερικωτέρου, η λογική τάξις η αποτελούσα την επιστήμην, μεταβαίνει εις τας πράξεις, και γίνεται η αρετή, το πρότερον λόγω είναι και έργω πρότερον, και γινώσκων καλώς την κατά γένη και είδη κατάταξιν, είναι δι' αυτό τούτο και ενάρετος. Ο δε μεταξύ των δύο διαλεκτικών μέσος όρος είναι, η παρά Σωκράτει θεμελιώδης έννοια του τέλους ή του αγαθού. Η γνώσις της αληθούς κατατάξεως των πραγμάτων είναι η γνώσις της λογικής και τελικής αξίας, ό εστι της ωφελείας εκάστου, και ούτω, από γένους εις γένος, φθάνομεν εις το καθολικόν, ό κατ' Αριστοτέλην εζήτει ο Σωκράτης, και από ωφελείας εις ωφέλειαν, από αγαθού εις αγαθόν, φθάνομεν εις το καθολικόν αγαθόν, όπερ είναι ο ανώτατος όρος της κατά την πράξιν διαλεκτικής. Τούτων δε τεθέντων, είναι φανερόν, ότι η εν τοις πράγμασι σχετική ωφέλεια είναι το αγαθόν αυτών, αλλ' ουχί το απόλυτον αγαθόν, ως η σχετική πρός τινα άνθρωπον ωφέλεια δύναται να ήναι το προς αυτόν σχετικόν αγαθόν, ουχί δε το απόλυτον, ότι το προς όλους αγαθόν είναι πλησιέστερον εις το απόλυτον, και ότι τα προς τα διάφορα στοιχεία του ανθρώπου αγαθά κατατάσσονται επίσης κατά την σχετικήν αξίαν και υπεροχήν εκάστου των στοιχείων τούτων· και επειδή το κράτιστον αυτών είναι η ψυχή, ήτις ανάγεται εις τον λόγον, και ο λόγος ζητεί και απαιτεί το απόλυτον, άρα το αγαθόν του λόγου είναι το απόλυτον αγαθόν, εις ο όμως ο Σωκράτης, ας το επαναλάβωμεν, δεν απέδιδεν, ως ο Πλάτων, χωριστήν ύπαρξιν και μεταφυσικήν αξίαν (Απομ. Δ'. β' Δ'. β' 13, δ' Αριστοτ. Ηθ. μεγ. Δ' λε') . Και διά τούτο ο Σωκράτης δεν είδεν ότι η τελική ταυτότης της ωφελείας και του απολύτου αγαθού δεν είναι άμεσος και πραγματοποιήσιμος εν τω κόσμω τούτω, εν ώ προοδεύομεν αδιακόπως προς την ταυτότητα ταύτην, χωρίς να φθάσωμεν εις αυτήν, αλλ' υποθέτει και απαιτεί θείαν τινά σφαίραν ένθα η ενταύθα ατελής ένωσις των δύο τούτων στοιχείων γίνεται τελεία ενότης. Συνησθάνετο ενδομύχως το ιδανικόν, και διείδεν ενίοτε την ανάγκην άλλης ζωής, εν ή εντελώς πραγματοποιείται, αλλά δεν είχε περί τούτου σαφείς και ακλονήτους πεποιθήσεις, και εντεύθεν αι περί θελήσεως και ηθικού αγαθού αμφίβολοι αυτού δοξασίαι.

Β’.

Θεωρία της θελήσεως

Η περί θελήσεως θεωρία του Σωκράτους είναι η μάλλον πρωτότυπος των διδασκαλιών αυτού, και αποτελεί αληθές σύστημα. Ας μελετήσωμεν αυτήν και ως προς το γενικόν τέλος ου εφίεται η θέλησις, και ως προς τα ιδιαίτερα μέσα άτινα μεταχειρίζεται.

Κατά Σωκράτην ουχ ήττον ή κατά Πλάτωνα, οι άνθρωποι φύσει και εξ ανάγκης επιθυμούσι το αγαθόν, το άριστον, το βέλτιστον, ά οίονται συμφορώτατα (Απομ. Γ'. θ) · ο δε Πλάτων εν τω Φιλήβω, τω Γοργία και τω Πρωταγόρα αποδίδει επίσης εις τον Σωκράτην την ιδέαν, ότι επί τα κακά ουδείς εκών έρχεται , και ότι τούτο είναι εν ανθρώπου φύσει . Λογική της αρχής ταύτης συνέπεια είναι, ότι προαιρούμεθα πάντοτε και εξ ανάγκης όσα θεωρούμεν καλήτερα, και τον συλλογισμόν τούτον αναπτύσσει σαφέστατα και ακριβέστατα ο Ξενοφών (Απομ Δ'. ς' ), ένθα ο Σωκράτης ανέρχεται διαλεκτικώς από της πράξεως εις την δύναμιν, από ταύτης, εις την γνώσιν, και από της γνώσεως εις το αγαθόν. Πράττομεν ό,τι δυνάμεθα και δυνάμεθα ό,τι ηξεύρομεν. Η έννοια του αγαθού είναι λοιπόν το γένος , όπερ παράγει το είδος , διότι, καθ' ά είδομεν εν τη διαλεκτική της νοήσεως, το γένος είναι η ουσία και το αίτιον · άρα η ενάρετος πράξις είναι γενική και λογική έννοια, (λόγους τας αρετάς ώετο είναι (Αριστ. Ηθ. Νικ. ς' 144) πραγματοποιουμένη υπό της θελήσεως, και επομένως η θέλησις ταυτίζεται τη επιστήμη. Αλλά τότε τι γίνεται η ηθική λεγομένη ελευθερία, δι' ης, καίτοι γινώσκοντες το βέλτιον, πράττομεν το χείρον; Η ασυμφωνία αύτη δεν υπάρχει κατά την σωκρατικήν διδασκαλίαν. Ο σοφός είναι δι' αυτό τούτο και εγκρατής , τουτέστι κύριος εαυτού και ο εγκρατής είναι πρακτικός και σώφρων· τοις εγκρατέσι μόνον έξεστι σκοπείν τα κράτιστα των πραγμάτων, και έργω και λόγω διαλέγοντας κατά γένη τα μεν αγαθά προαιρείσθαι, των δε κακών απέχεσθαι (Απομ. Δ'. ε'.) . Και έτι σαφέστερον και θετικώτερον αποκλείει την ελευθερίαν εν ετέρω χωρίω των Απομνημονευμάτων (π'. θ'). Σοφίαν δε και σωφροσύνην ου διώριζε . . . έφη δε και την δικαιοσύνην και την άλλην πάσαν αρετήν σοφίαν είναι . . . πάντας γαρ οίμαι προαιρουμένους εκ των ενδεχομένων ά οίονται συμφορώτατα αυτοίς είναι ταύτα πράττειν · της αυτής δε θεωρίας την απόδειξιν, διά της εις άτοπον απαγωγής, ευρίσκομεν και εν τω Δ'. β, (αυτόθι ). Σύμφωνος προς την διδασκαλίαν ταύτην είναι και ο ελάσσων Ιππίας , και η κατά τούτου κρίσις του Αριστοτέλους (Μεταφ. ε' )· εξ όλων δε των μαρτυριών τούτων προκύπτει ότι κατά Σωκράτην η μεταξύ δύο ενδεχομένων πράξεων νομιζομένη ελευθερία δεν είναι ειμή άγνοια του βελτίστου, δουλεία και ουχί αληθής ελευθερία.

Γ’.

Η Σωκρατική θεωρία της θελήσεως κατ' Αριστοτέλην.

Ο Αριστοτέλης λέγει ρητώς (Ηθ. Ευδ. Δ'. ε' ), ότι κατά τον Σωκράτην η γνώσις της δικαιοσύνης και η πράξις αυτής είναι έν και το αυτό· ώστ' άμα συμβαίνειν ειδέναι τε την δικαιοσύνην και είναι δίκαιον και διά τούτο εζήτει τι εστιν αρετή , και ουχί πώς γίνεται και εκ τίνων. Εν όλω δε τω χωρίω τούτω άριστα χαρακτηρίζει τον αποκλειστικόν ιδανισμόν του Σωκράτους, δι' ου ψυχολογικώς μεν, συγχέεται η νόησις και θέλησις, ηθικώς δε, η επιστήμη και η αρετή. Συνάδει προς τούτο και έτερον χωρίον (Ηθ. Μεγ. Δ'. λε'. ), καθ' ό επίσης ο Σωκράτης ανάγει πάσαν την αρετήν εις το προαιρείσθαι λόγω δηλ. εις αυτόν τον λόγον, ώστε η εκλογή είναι κατ' αυτόν κρίσις του λόγου και ουχί πράξις της ελευθερίας. Ενισχύει δε την απόδειξιν και τρίτον χωρίον (Ηθ. Μεγ. Δ'. α' ), καθ' ό ο Σωκράτης ανάγει όλην την ψυχήν εις την νόησιν, τον νουν, τον λόγον, και ταυτίζει την ηθικότητα και την νοημοσύνην, ώστε πάσαι αι αρεταί ευρίσκονται εν τω λογιστικώ της ψυχής μορίω , διαστέλλεται δε προς τούτοις σαφέστατα η ηθική θεωρία του Σωκράτους από της πλατωνικής. Εκ πάντων των χωρίων τούτων και άλλων, άτινα παραλείπονται, η κατ' Αριστοτέλην σωκρατική θεωρία της θελήσεως είναι η εξής· ουσία της ψυχής είναι ο λόγος έχων ως αντικείμενον και τέλος αναγκαίον το αγαθόν, προς ο τείνει άμα το γνωρίζει, και η γενική και ουσιώδης αύτη τάσις είναι η θέλησις, ήτις προαιρείται το φαινόμενον αυτή βέλτιστον. Η αρετή είναι λοιπόν κρίσις αληθής, αυτή η επιστήμη, καθ' ής ουδέν πάθος ισχύει, ουδέ υπάρχει ελευθερία αδιάφορος ενεργούσα άνευ λόγου κατά του λόγου εν γνώσει της ιδίας παραλογίας. Η δε κακία είναι απάτη, νόσος της διανοίας, ακουσία πλάνη θεραπευομένη διά της παιδείας και της τιμωρίας. Η ελευθερία είναι αυτός ο λόγος αναπτυσσόμενος απροσκόπτως, συλλαμβάνων και εν ταυτώ πραγματοποιών το αγαθόν διά μιας και μόνης πράξεως υπερνικώσης πάσης εξωτερικής αντιστάσεως. Επιστήμη, ελευθερία και αρετή είναι έν, η δε κακία είναι δουλεία, διότι είναι άλογος.

Δ’. και Ε'.

Η σωκρατική θεωρία της θελήσεως κατά Πλάτωνα και

άλλους σωκρατικούς.

Εκ των μέχρι τούδε ο Σωκράτης φαίνεται εν τω ιδανισμώ αυτού αποκλειστικώτερος και αυτού του Πλάτωνος, όστις ψυχολογικώς μεν, εμετρίασε την θεωρίαν του διδασκάλου, μεταφυσικώς δε, την ανύψωσεν. Η μεταξύ αυτών διαφορά προκύπτει εκ της ψυχολογικής αυτών θεωρίας, ήτις επενεργεί και εν τη μεταφυσική και εν τη ηθική, καθ' όσον ο μεν Σωκράτης είχεν εξαλείψει το άλογον της ψυχής στοιχείον, και εν τω ανθρώπω έβλεπε μόνον νουν σώματι συνηνωμένον, ο δε Πλάτων παρά τον ακίνητον λόγον θέτει την κινητήν και τυφλήν εκείνην ενέργειαν ήτις εκδηλούται διά της ορέξεως και του πάθους, και εκ του μίγματος των δύο τούτων στοιχείων παράγεται διάμεσος γνώσις, δόξα ονομαζομένη, και διάμεσος θέλησις καθιστώσα δυνατόν το πταίσμα . Εν δε τη ψυχολογική ταύτη θεωρία αποκαλύπτονται αι τρεις μεταφυσικαί έννοιαι περί ας στρέφεται όλος ο πλατωνισμός· η ενότης της ιδέας , η πολλότης της ύλης , και η μεταξύ αυτών σχέσις εν τη αισθητή πραγματικότητι · και προς μεν την ιδέαν αντιστοιχεί ο λόγος, προς δε την υλικήν πολλότητα, το άλογον μόριον, και κυρίως το τυφλόν και ευκίνητον πάθος, και προς το μίγμα αντιστοιχεί, υπό μεν την νοητικήν όψιν, η δόξα, διάμεσος μεταξύ ιδέας και αισθήσεως, υπό δε την ηθικήν, η αόριστος ενέργεια, ην ο Πλάτων, ονομάζει θυμόν , και ήτις, καί τοι τείνουσα φύσει προς το αγαθόν, δύναται τυχόν να τραπή και προς το κακόν. Όμως το σωκρατικόν πνεύμα τοσούτον εκυρίευε τον Πλάτωνα, ώστε δυσκόλως ηδύνατο και ούτος να συλλάβη την έννοιαν της αυτονόμου ελευθερίας, και ως επί το πλείστον εκθέτει μετά πιστής ευγλωττίας την σωκρατικήν θεωρίαν, αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αναμιγνύει εις αυτήν την περί δόξης ιδίαν διδασκαλίαν, ην υποστηρίζει διαρρήδην εν τοις διαλόγοις όπου δεν πρωτεύει ο Σωκράτης, οίον εν τοις Νόμοις . Εν τω Γοργία , διακρίνει την γενικήν τάσιν της θελήσεως από των μερικών αποφάσεων, το τέλος ο θέλομεν, από των μέσων άτινα μεταχειριζόμεθα, και υποφαίνεται η δόξα· αλλ' εν τω Μένωνι , ένθα το επιθυμείν και το βούλεσθαι αδιακρίτως λαμβάνονται, εκτίθεται πιστώς η σωκρατική διδασκαλία. Εν δε τω Πρωταγόρα πληρέστερον εκτίθενται αι υπέρ της ηθικής ελευθερίας αποδείξεις ουχ ήττον δε μετά και μείζονος ενεργείας υποστηρίζεται το κακός εκών ουδείς .

 

Εν τω Σοφιστή , εν ώ ο Σωκράτης είναι απλούς ακροατής, η κακία, η αμάθεια δεν συγχέονται πλέον τοσούτον εντελώς· αλλ' εν τοις Νόμοις , τω τελευταίω έργω του Πλάτωνος, και ιδίως εν τω Θ' βιβλίω, καταφαίνεται η αληθής αυτού διδασκαλία, καθ' ην η εν τη ψυχή απόλυτος υπεροχή του αγαθού παρίσταται ως ιδανικόν τι υποθέτον πλήρη την ιδανικήν επιστήμην του αγαθού, το δε θνητόν και άλογον παρίσταται ως εμποδίζον την εν ημίν πραγματοποίησιν του ιδανικού τούτου και την επιστήμην μεταβάλλον εις δόξαν. Και μόνη η επιστήμη του αγαθού είναι ανίκητος, και ουχί η δόξα, ώστε ναι μεν θέλομεν πάντοτε το βέλτιον ένεκεν της ουσιώδους τάσεως της ημετέρας θελήσεως, αλλά δεν πράττομεν αυτό πάντοτε. Η άδικος πράξις είναι εκουσία καθό πράξις, αλλά δεν είναι εκουσία καθό άδικος. Και τωόντι κατά τον Σωκράτην, καθώς ίδιον του λόγου είναι το ορίζεσθαι καθόλου , ίδιον της θελήσεως είναι το, ούτως ειπείν, βούλεσθαι καθόλου· εν δε τω καθόλου τούτω ο Πλάτων διορά το είδος αυτό καθ' αυτό , την καθ' εαυτήν, υπερβατικήν και εν ημίν έμμονον ιδέαν , ης έχομεν ανάμνησιν, και ην ενορώμεν έν τινι θεία και ζωή, και εντεύθεν εν τω κόσμω τούτω το δυνατόν της απάτης, της δόξης και του πταίσματος.

Τέλος, και εν αυτοίς τοις σωκρατικοίς διαλόγοις, είτε του Αισχίνους είναι, είτε Σίμωνος του υποδηματοποιού, είτε άλλων, καταφαίνεται η σωκρατική παράδοσις. Εν τω Κλειτοφώντι , όν τινες αποδίδουν εις αυτόν τον Πλάτωνα, και εν τω περί δικαίου , ον ο Βάκχιος αποδίδει εις τον Σίμωνα, υποστηρίζεται, ότι το αδικείν ακούσιον, και κακός εκών ουδείς , και καθοράται εν ταυτώ πως εξ αυτής της παραδόξου περί ελευθερίας θεωρίας του ωρμάτο ο Σωκράτης, άκων και τρόπον τινά εξ ανάγκης, εις την εκπλήρωσιν της ηθικωτάτης και θείας σχεδόν αποστολής του, διδάσκων, νουθετών, συμβουλεύων και παντοίω τρόπω φωτίζων τους ανθρώπους προς θεραπείαν της αμαθείας διά της επιστήμης, και εμπέδωσιν της αρετής διά τινος ηθικής αναπλάσεως, εις ην εθυσίασε και αυτήν την ζωήν.

ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'.
ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Α’.

Προσδιορισμός του άκρου αγαθού ως προς τον άνθρωπον.

Γινώσκομεν ήδη τους λογικούς χαρακτήρας του κατά Σωκράτην αγαθού, αλλ' ουχί τον πραγματικόν αυτού προσδιορισμόν· ηξεύρομεν ότι το αγαθόν είναι το απόλυτον τέλος των όντων, αλλ' αγνοούμεν τι είναι κατά την ουσίαν αυτού και ανεξαρτήτως των ποικίλων αυτού σχέσεων.

Στηριζόμενοι επί τινων χωρίων των Απομνημονευμάτων και του Πρωταγόρου , τινές, οίον ο Ζέλλερ, ο Γρότεκαι ο Βράνδις, απέδωκαν εις τον Σωκράτην την ηθικήν του Αριστίππου, θέτουσαν το αγαθόν εν τη ηδονή. Αλλ' εν τω Β'. ε'. των Απομνημονευμάτων βλέπομεν, ότι εις το αγαθόν, την ελευθερίαν και την διαλεκτικήν αντιτάττει την ηδονήν, την δουλείαν και την αμάθειαν , και ευεξήγητος είνε η εν τω αυτώ κεφαλαίω φαινόμενη αντίφασις, διότι την ηδονήν δεν αποκλείει όλως ο Σωκράτης, αλλ' επιτρέπει, οσάκις συμβιβάζεται με την εγκράτειαν και την σοφίαν, το μέγιστον αγαθόν . Και εν τω Α', στ', (αυτόθι) την τρυφήν και την πολυτέλειαν· δεν θεωρεί ευδαιμονίαν , αλλά νομίζει, το μεν μηδενός δείσθαι θείον είναι, το δε ως ελαχίστων, εγγυτάτω του θείου, και το μεν θείον κράτιστον, το δε εγγυτάτω του θείου εγγυτάτω του κρατίστου . Ώστε ουδεμία αμφιβολία ότι το αγαθόν υφίστατο κατά Σωκράτην εις την αρμονίαν του αισθήματος και του λόγου, εις την σύνθεσιν της ηδονής και της σοφίας, ην διέρρηξαν μεν τα αποκλειστικά και στενά συστήματα του κυρηναϊσμού και του κυνισμού, αποκατέστησε δε διαφωτίσας και συμπληρώσας αυτήν ο Πλάτων διά της εν τω αγαθώ ενότητος της ηδονής και της επιστήμης.

Ωσαύτως εν τω Πρωταγόρα ο Σωκράτης φαίνεται αποδεχόμενος κατ' αρχάς την θεωρίαν του αντιπάλου του, ότι το αγαθόν είναι η ηδονή, αλλά, κατά το σύνηθες, όπως ανασκευάση αυτήν πληρέστερον. Ο δε Γοργίας περιέχει πάντα τα κατά της ηθικής της ηδονής επιχειρήματα. Και τωόντι κατά την περί διαλεκτικής και ορισμού θεωρίαν του Σωκράτους ο λόγος νοεί το καθολικόν τέλος, άρα λογικόν είναι το αγαθόν, ήτοι, το αγαθόν είναι ο ανώτατος λόγος, η γνώσις της αληθείας, η επιστήμη· συνέπεια δε της επιστήμης είναι η αρετή, και της αρετής, η ευδαιμονία, ήτις δεν είναι η ευτυχία , αλλ' η ευπραγία , επειδή ο αληθώς ενάρετος πράττει το ίδιον αγαθόν, και είναι ευδαίμων εν τη συνειδήσει της ιδίας αρετής (Απομ. Α', ς'. ). Επιστήμην δε ενοούσεν, ουχί την τυχούσαν, την των υποδεεστέρων και σχετικών μέσων και τελών, ή την κατά δόξαν και την αμφίλογον , αλλά την βεβαίαν και καταδεικνύουσαν την λογικήν και απόλυτον αξίαν εκάστου πράγματος, διότι αύτη μόνη είναι η του αγαθού επιστήμη. Και ούτω διείδεν ο Σωκράτης ότι υπεράνω του ανθρώπου υπάρχει αγαθόν τι απόλυτον ταυτιζόμενον τη αληθεί επιστήμη, ου μέρος μόνον δύναται να πραγματοποιήση ο άνθρωπος δια της ιδίας επιστήμης και ηθικότητος. Την ερμηνείαν ταύτην της σωκρατικής ηθικής επιβεβαιοί και ο Πλάτων (Αλκιβ. α'. και β'. Γοργ. και αλλαχού ).

Β’.

Ανωτάτη αρχή του ηθικού νόμου. – Οι άγραφοι

νόμοι. – Θεός νομοθέτης.

Ανεγνώρισεν άρα ο Σωκράτης την θείαν αρχήν εξ ης απορρέει ο ηθικός νόμος; Εν τη μελέτη του ακροσφαλούς τούτου ζητήματος δεν πρέπει ούτε να συγχέωμεν τον Σωκράτην με τον Πλάτωνα, ούτε να θέτωμεν αυτούς εις ριζικήν αντίφασιν.

Παρά Πλάτωνι το αγαθόν είνε ανώτερον του ανθρώπου, απόλυτον, διακεκριμένον, ου μόνον της ημετέρας νοήσεως, και των άλλων όντων, αλλά μέχρι τινός, και αυτής της θείας διανοίας. Τοιαύτην έννοιαν του αγαθού δεν είχεν ο Σωκράτης, ως παρατηρεί, καθ' ά είπομεν (Α'. η'.), ο Αριστοτέλης. Αλλ' ως εκ τούτου δεν πρέπει να πιστεύσωμεν, ότι εθεώρει το αγαθόν ως συμφυές τω ανθρώπω, μη αποδεχόμενος ούτε ανωτέραν αρχήν, ούτε ανώτερον τέλος. Καθό πρακτικώτατος εθεώρει το αγαθόν προ πάντων εν ημίν και δι' ημάς, αλλά και παρ' αυτώ τω Ξενοφώντι διοράται ο Σωκράτης αποβλέπων είς τι υψηλότερον σημείον. Το τελικόν αίτιον και η μεταξύ των τελών και των μέσων σχέσις ήτο κατ' αυτόν έργον αυτού του Θεού, διώκοντος απανταχού το άριστον και το βέλτιστον, ως ποιεί τούτο ο άνθρωπος, αν και ουχί αλανθάστως ως ο Θεός. Άρα η αρετή είναι ομοίωσις προς τον θεόν, ως είχε παραστήσει αυτήν ο Πυθαγόρας, και κατά τον Σωκράτην, μετέχει του θείου , και είναι αχώριστος της ευσεβείας. Τοιούτος είναι ο θείος νόμος , εν τη τάξει των γενών και ειδών και εν τω συνδυασμώ των αιτίων και των μέσων αποκαλυπτόμενος, τοιούτοι οι άγραφοι νόμοι, περί ων διαλαμβάνει εν τοις Απομνημονεύμασιν (Δ', δ'.) , ους και αυταί αι εκ της ατελείας ημών εξαιρέσεις επιβεβαιoύσιν. Οι νόμοι ούτοι είναι απαραβίαστοι καθό περιέχοντες εν εαυτοίς το ίδιον κύρος διά της αναποφεύκτου τιμωρίας πάσης παραβάσεως αυτών (αυτόθι ), και ταυτίζονται τω λόγω και τη φύσει καθ' ό αναγκαίαι σχέσεις απορρέουσαι εξ αμφοτέρων.

Γ’.

Περί αρετής και των διαφόρων ειδών αυτής.

Η αρετή είναι διδακτή, ως η επιστήμη, και διά της αυτής μαιευτικής μεθόδου, και την διδασκαλίαν ταύτην αντιτάττει ο Σωκράτης εις τους σοφιστάς, τους πολιτικούς και αυτούς τους ποιητάς της εποχής του. Αι μεγάλαι αύται συζητήσεις αντανακλώνται πανταχού των Απομνημονευμάτων , εις πλείστους διαλόγους του Πλάτωνος (Μέν. Πρωταγ. Χαρμ. Λάχ. Ευθύδ. Ευθύφρ. ) και εις τους διασωθέντας των άλλων σωκρατικών. Και ότε μεν προσέβαλλε τους σοφιστάς, ισχυρίζετο ότι δεν είναι διδακτή η αρετή, διότι εκείνοι ούτε εγίνωσκον αυτήν ούτε ήξευρον ν' αποδείξωσιν ευλόγως εάν και πώς είναι διδακτή· ότε δε εξέφερε την ιδίαν γνώμην, επρέσβευεν ότι είναι διδακτή, αλλά διά τινος διδασκαλίας άλλης παρά την τετριμμένην (Απομ. Δ'. α'. ς'. ), και ως εκ τούτου φαίνεται ποτέ μεν επαγγελόμενος τον διδάσκαλον της αρετής, ποτέ δε ομολογών την περί τούτου αμάθειάν του. Η αυτή αντίφασις φαίνεται και παρά Πλάτωνι, ιδίως εν τω Μένωνι και τω Πρωταγόρα , και κατά τούτο ένιοι των ερμηνευτών ηπατήθησαν, ως ο Φίσχερ και ο Αστ. Αλλά τις δεν κατανοεί πόσον ειρωνικά είνε τα επιχειρήματα, δι' ων θέλει δήθεν ν' αποδείξη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή εν τω εξής χωρίω λ. χ. του Πρωταγόρου. Εγώ γαρ Αθηναίους, ώσπερ και οι άλλοι έλληνες φημί σοφούς είναι· ορώ ουν όταν συλλεγώμεν εις την εκκλησίαν, επειδάν μεν περί οικοδομίας τι δέη πράξαι την πόλιν, τους οικοδόμους μεταπεμπομένους συμβούλους περί των οικοδομημάτων, όταν δε περί ναυπηγίας, τους ναυπηγούς, και τάλλα πάντα ούτως όσα ηγούνται μαθητά τε και διδακτά είναι. . . . επειδάν δε τι περί της πόλεως, διοικήσεως δέη βουλεύεσθαι, συμβουλεύει αυτοίς ανιστάμενος περί τούτων ομοίως μεν τέκτων, ομοίως δε χαλκεύς, σκυτοτόμος, έμπορος, ναύκληρος, πλούσιος, πένης, γενναίος, αγενής, και τούτοις ουδείς τούτο επιπλήττει . . . δήλον γαρ ότι ουχ' ηγούνται διδακτόν είναι. Την αυτήν δε ειρωνείαν ευρίσκομεν και εν τω α’. Αλκιβιάδη . Και ταύτα μεν κατά των πολιτικών. Κατά δε των σοφιστών έχομεν το τέλος του Πρωταγόρου και των εν αυτώ μύθον, παρανοηθέντα υπό τινων ερμηνευτών, αλλά συμφωνότατον προς την εν όλω τω διαλόγω εκτιθεμένην θεωρίαν, δι' ού ελέγχονται ου μόνον οι σοφισταί, αλλά και οι ποιηταί, ως εν τω 347 του αυτού διαλόγου. Η αυτή δε έννοια υποφαίνεται και εν τω Μένωνι , ον λίαν παραλόγως αποκλείει ο Αστ των γνησίων διαλόγων, διότι ουδεμία υπάρχει αντίφαση μεταξύ τούτου και του Πρωταγόρου . Είνε λοιπόν διδακτή η αρετή, ουχί δε κατά την μέθοδον των σοφιστών, των πολιτικών, των ποιητών, των μυθολόγων, ουχί ως πραγματεία πωλουμένη αντί χρημάτων, αλλά διά της διαλεκτικής, διά της μαιευτικής, διά καταλλήλων ερωτήσεων υποβοηθουσών την αυθόρμητον αυτής ανάπτυξιν εκ των ενδομύχων της ψυχής, ένθα ενυπάρχει φύσει και δυνάμει ως έννοια και επιθυμία του αγαθού (Πολιτ. ς. 24 και 22 ). Ταύτην δε την μέθοδον δεν εφήρμοζεν ο Σωκράτης δι' αορίστων γενικοτήτων, αλλά δι' ωρισμένων και μερικών περί των καθ' έκαστα διδαγμάτων, από της γενικής εννοίας του αγαθού κατερχόμενος εις τα ιδιαίτερα καθήκοντα, και ζητών πανταχού τον λόγον και το τέλος, την προς το τέλος τούτο σχέσιν των μέσων, την σχετικήν αξίαν και σπουδαιότητα των τελών και των μέσων, ό εστι τας λογικάς και ηθικάς σχέσεις των πραγμάτων κατά γένη και είδη, και διδάσκων την διά της γνώσεως της αληθείας πράξιν της αρετής. Παραδείγματα της μεθόδου ταύτης ευρίσκομεν πολλαχού και Β’. των Απομνημονευμάτων , εν τω Συμποσίω του Ξενοφώντος, εν τω α'. Αλκιβιάδη και εν τω Γοργία , εξ ων καταφαίνεται η ηθική μέθοδος του Σωκράτους ως ψυχολογική προ πάντων ανάλυσις γονιμοποιουμένη υπό της μεταφυσικής των τελικών αιτίων θεωρίας.

Δ’.

Αι διάφοροι αρεταί.

Σωφροσύνη. – Η φιλοσοφία και αι άλλαι επιστήμαι.

Έχομεν εν τω συμπεράσματι του Χαρμίδου την κατά Σωκράτην αληθή έννοιαν της σωφροσύνης , ην άλλως δεν απεχώριζε της σοφίας (Απομ. δ'. θ'.) . Και κατ' αρχάς μεν ενδεικνύεται εν τω διαλόγω τούτω ότι η σωφροσύνη δεν είναι ούτε το μηδέν άγαν , ούτε η αιδώ , ούτε το τα εαυτού πράττειν , ούτε απλώς το γνώθι σαυτόν , αλλ' η γνώσις και επομένως η πράξις του αγαθού. Εάν έχομεν την επιστήμην ταύτην, αναμάρτητον γαρ αν τον βίον διεζώμεν αυτοί τε οι την σωφροσύνην έχοντες και οι άλλοι πάντες, όσοι υφ' ημών ήρχοντο· ούτε γαρ αν αυτοί επεχειρούμεν πράττειν α μη ηπιστάμεθα, αλλ' εξευρίσκοντες τους επισταμένους, εκείνοις αν παρεδίδομεν, ούτε τοις άλλοις επετρέπομεν, ων ήρχομεν, άλλο τι πράττειν ει ό,τι πράττοντες ορθώς έμελλον πράξειν· τούτο δ' ην αν ου επιστήμην είχον, και ούτω δη υπό σωφροσύνης οικία τε οικουμένη καλώς έμελλεν οικείσθαι, πόλις τε πολιτευομένη, και άλλο παν, ου σωφροσύνη άρχοι· αμαρτίας γαρ εξηρημένης, ορθότητος δε ηγουμένης εν πάση πράξει, α ν α γ κ α ί ο ν καλώς και ε υ π ρ ά τ τ ε ι ν τους ούτω διακειμένους, τους δε ευ πράττοντας ε υ δ α ί μ ο ν α ς είναι (172). Και ούτω πάλιν (Όμ. Βιβ. Γ. α') επανέρχεται η ευπραξία και η εκ ταύτης ευδαιμονία ως αναγκαίον αποτέλεσμα της επιστήμης του αγαθού.

Σχετικώς δε προς την ανωτάτην ταύτην επιστήμην ο Σωκράτης εξετίμα και κατέτασσεν ιεραρχικώς τας άλλας. Πρώται κατ' αυτόν ήσαν αι πλησιέστεραι εις την επιστήμην του αγαθού, και κατώτεραι αι απώτεραι. Πρωτίστη επομένως ήτο η φιλοσοφία, ήτις προ αυτού μεν εταυτίζετο τη καθολική επιστήμη, υπ' αυτού δε συνεκεντρώθη και κυρίως διηυθύνθη προς το αγαθόν. Την σωκρατικήν ιδέαν της φιλοσοφίας παρέχουσιν οι Ερασταί , μη ανήκοντες ίσως εις τον Πλάτωνα, αλλά βεβαίως εις την σωκρατικήν σχολήν. Κατά τα διδάγματα του διαλόγου τούτου (158), ο φιλόσοφος κατέχει την υψίστην θέσιν εν παντί τω αναγομένω εις το αγαθόν, είτε εαυτού, είτε των άλλων, είτε της οικίας, είτε της πολιτείας, διότι ο γινώσκων εαυτόν ηθικώς, είναι ικανός να γνωρίση και διοικήση τους άλλους ως εαυτόν· άρα η επιστήμη αυτού είναι βασιλική τέχνη , πάσας τας άλλας επιστήμας ρυθμίζουσα προς το αγαθόν, είναι καθολική , διότι διευθύνει τα πάντα, και διευθύνει καθό διαλεκτική , δηλ. λογική εν ταυτώ και ηθική. Και είναι μεν θεωρητική καθό ανυψουμένη εις την πρώτην αρχήν, το αγαθόν, πρακτική δε κατ' εξοχήν, διότι πάσης ενεργείας ο ανώτατος σκοπός είναι πάλιν αυτό το αγαθόν· άρα το αγαθόν είναι η άκρα ενότης της νοήσεως και της πράξεως της θεωρίας και της πρακτικής, και του αγαθού επιστήμη είναι η φιλοσοφία. Κατά την σωκρατικήν ταύτην ιδέαν της ηθικής φιλοσοφίας, ευρυτέραν και εν ταυτώ μάλλον συγκεκριμένην των αφηρημένων διαιρέσεων των νεωτέρων, η επιστήμη του αγαθού είναι η καθ' αυτήν επιστήμη, ήτις γινώσκουσα την τελικήν και απόλυτον αξίαν εκάστου πράγματος, πάντα γινώσκει δι' αυτό τούτο κατ' ουσίαν και αρχήν, και ομοιάζει την θείαν επιστήμην.

 

Ωσαύτως παρά Ξενοφώντι το διαλέγειν λόγω και έργω κατά γένη εκφράζει εντόνως την έκτασιν και ενότητα της φιλοσοφίας, διότι περιλαμβάνει την διαλεκτικήν, την λογικήν και την ηθικήν δηλ. την απόλυτον θεωρίαν και πράξιν, το τελειότερον και το καθολικώτερον ιδανικόν· και αν ο Σωκράτης κατήγαγεν από του υλικού ουρανού την φιλοσοφίαν, διήνοιξεν όμως αυτή τον μεταφυσικόν και αληθή ουρανόν, ένθα το αληθές, το καλόν και το αγαθόν απολύτως ταυτίζονται. Εάν δε ενίοτε ο Ξενοφών φαίνεται σμικρύνων την σωκρατικήν φιλοσοφίαν, όσα λέγει περί διαλεκτικής αρκούσι να την αποκαταστήσωσιν εν όλω τω μεγαλείω αυτής. Παριστά δε τον Σωκράτην ουδόλως περιφρονούντα τας φυσικάς επιστήμας, ων μόνον την αποκλειστικήν και υπερβολικήν μελέτην απεδοκίμαζεν, υποτάσσων αυτάς εις την ηθικήν ως εις τον προς ον όρον πάσης επιστήμης και πάσης μαθήσεως (Απομ. Δ'. ζ ). Η δε παρά Πλάτωνι εικών του φιλοσόφου (Θεαίτ. 174, 75, 76 ) δεν είναι ουσιωδώς ειμή ιδανίκευσις της παρά Ξενοφώντι, και μεταξύ αυτών ίσταται ο αληθής και γνήσιος χαρακτήρ του Σωκράτους.

Ε’.

Αι διάφοροι αρεταί (συνέχεια). – Εγκράτεια και ανδρεία.

Της εγκρατείας η ανάγκη απορρέει ως λογική συνέπεια της λογικής και πρακτικής κατατάξεως των ποικίλων ειδών της ηδονής και της λύπης. Και αι μεν σωματικαί ηδοναί είναι κατώτεραι των της ψυχής, και εις ταύτας οφείλομεν να υποτάσσωμεν εκείνας· οφείλομεν δε να ήμεθα εγκρατείς, διότι ούτω είμεθα ελευθερώτεροι, νοημονέστεροι, ωφελιμώτεροι, ευθυμότεροι και ευδαιμονέστεροι (Απόμ. Δ'. ε'. Ερυξ. 405 ). Οι στωικοί συνεκεφαλαίωσαν την σωκρατικήν εγκράτειαν, ειπόντες ότι μόνος ο σοφός και εγκρατής είναι πλούσιος, ελεύθερος, βασιλεύς, υγιής, ευδαίμων και όμοιος τοις Θεοίς. Η δε επιστήμη ήτις παράγει την εγκράτειαν , σχετικώς προς τα ψευδή αγαθά, παράγει, ως προς τα φαινόμενα κακά, την ανδρείαν , ήτις απορρέει εκ της λογικής και πρακτικής κατατάξεως των διαφόρων κακών, ώστε ανδρείοι είναι οι επιστάμενοι τοις δεινοίς τε και επικινδύνοις καλώς χρήσθαι (Απομ. Δ'. ς'.) Εν δε τω Λάχητι , ον παρηρμήνευσαν κατά τούτο ο Σταλβάουμ και ο Κουσίνος, ο Σωκράτης θεωρεί επίσης την ανδρείαν ως αποτέλεσμα της επιστήμης του αγαθού, διότι αύτη μόνη διδάσκει ημάς τίνα τα αληθώς επίφοβα και φευκτέα, και τίνα τα πολεμητέα διά της ανδρείας· άρα και ενταύθα η γνώσις του αγαθού επιφέρει και την πράξιν αυτού· άρα ο γινώσκων το αγαθόν είναι και σώφρων και εγκρατής και ανδρείος.