Kostenlos

Βέρθερος

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

15 Μαρτίου.

Εδοκίμασα μια πίκρα, που θα με αποδιώξη από εδώ. Τρίζω τα δόντια μου! Διάβολε! δεν μπορώ να την επανορθώσω, και σεις δα μόνοι πταίετε, που με εκεντούσατε, με εσπρώχνατε και μ' εβασανίζετε, για να δεχθώ θέσιν που δεν ήταν για μένα. Τώρα την έπαθα! τώρα ευχαριστηθήκατε! Και για να μην πης πάλι πως η υπερβολικές μου ιδέες καταστρέφουν όλα, να, αγαπητέ μου κύριε, ένα διήγημα, ξάστερο και καθαρό, όπως θα το διηγότουν ένας χρονογράφος.

Ο κόμης Κ.. με αγαπά, με τιμά, τούτο είναι γνωστόν, εκατοντάκις ήδη σου το είπα. Χθες λοιπόν ήμουν εις το τραπέζι του, ίσα ίσα την ημέραν που το βράδυ ο ευγενής κύκλος κυρίων και κυριών έρχεται σπίτι του, τον οποίον δεν εσκεπτόμουν και ποτέ δεν επαραξενεύθηκα πώς εμείς οι υποδεέστεροι δεν είμεθα δεκτοί σ' αυτόν. Καλά λοιπόν. Γευματίζω με τον κόμητα και μετά το τραπέζι περιπατούμε στη μεγάλην αίθουσα πάνω κάτω ομιλώ μ' αυτόν, με τον συνταγματάρχην Β.. που έρχεται τυχαίως επίσκεψη και έτσι πλησιάζει ανεπαισθήτως η ώρα της εσπερίδος. Τίποτε δεν συλλογίζομαι μα τον Θεόν. Τότε εισέρχεται η υπερευγενεστάτη κυρία ντε Σ.. με τον κύριον σύζυγόν της και την κλωσσημένη χηνίτσα θυγατέρα της, με το ίσιο στήθος και τον κομψό κορσέ, διαβαίνοντας ανοιγοκλείουν, ως συνήθως, πανευγενέστατα τα μάτια και τα ρουθούνια τους, και επειδή μισώ το γένος τούτο εκ καρδίας ήθελα ν' αποχαιρετήσω τον κόμητα, και επερίμενα μόνον έως ότου ήθελεν απαλλαγή από την αηδή φλυαρίαν, ότε η δεσποινίς μου Β.. εισήλθεν. Επειδή η καρδία μου πάντοτε ανοίγει λιγάκι όταν την βλέπω, εμένα, εστάθηκα πίσω από την καρέκλα της, και μόλις μετά τινα καιρόν παρετήρησα ότι δεν μου ωμίλει τόσον ανοικτά, ως άλλοτε, και με κάποια στενοχώρια. Τούτο με εξέπληξε. Είναι και αυτή καθώς όλη αυτή η φάρα είπα μέσα μου, και ήμουν ερεθισμένος και ήθελα να φύγω· και όμως έμεινα, γιατί επιθυμούσα να την αθωώσω, και δεν το επίστευα και ακόμη ήλπιζα ένα καλόν λόγο της, και – ό,τι θέλεις. Εν τω μεταξύ γεμίζει ο κύκλος. Ο βαρώνος Φ… με όλην την στολήν των χρόνων της στέψεως Φραγκίσκου του Α', ο σύμβουλος Ρ.. εδώ όμως ονομαζόμενος in qualitate κύριος de Ρ.. με την κρυφή γυναίκα του κλπ., χωρίς να λησμονήσωμεν τον κακά καπλατισμένον I… που τα ελλείποντα μέρη της πανάρχαιας στολής του αναπληρώνει με ράκη της νέας μόδας. Μπαίνουν σωρηδόν, και ομιλώ με μερικούς γνωρίμους μου, οι οποίοι όλοι είναι πολύ λακωνικοί. Εσκεπτόμουν – και επρόσεχα μόνον εις την Β.. μου. Δεν κατάλαβα πως η γυναίκες εις το άκρον της αιθούσης εψιθύριζαν αναμεταξύ τους πως τούτο διεδίδετο και εις τους άνδρας, πως η κυρία ντε Σ.. ωμιλούσε με τον κόμητα (όλα αυτά μου τα διηγήθη έπειτα η δεσποινίς Β..)· έως ότου τέλος ο κόμης ήλθε προς εμέ, και με επήρε σ' ένα παράθυρο. Ηξεύρετε, είπε τους αλλόκοτους τύπους μας· η συντροφιά είναι δυσαρεστημένη, καθώς παρατηρώ, που σας βλέπει εδώ. Δεν το ήθελα για όλον τον κόσμο. – Εξοχώτατε, τον διέκοψα, και ζητώ χιλιάκις συγγνώμην· έπρεπε να το ενθυμηθώ προτήτερα, και ηξεύρω ότι θα μου συγχωρήσετε αυτήν την ασυνέπεια· ήθελα προ πολλού ήδη να απέλθω, ένα κακόν δαιμόνιον με εμπόδισε, αποκρίθηκα χαμογελώντας, ενώ προσέκλινα. Ο κόμης έσφιξε το χέρι μου, με έν αίσθημα, το οποίον έλεγε το παν. Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Το κοντόβραδο γυρίζω για να δειπνήσω· ήσαν ακόμη ολίγοι μόνον εις το ξενοδοχείον, που έπαιζαν κύβο σε μια γωνιά και είχαν σηκώσει το τραπεζομάνδηλον. Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α.. , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: – Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: – Εμένα; είπα. – Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. – Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. – Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά! Μόνον λυπούμαι, πως τούτο ήδη διεδόθη παντού. – Τότε το πράγμα άρχιζε να με πειράζη. Όλοι, όσοι ήρχοντο να δειπνήσουν και με εκύτταζαν, ενόμιζα ότι με εκύτταζαν γι' αυτό! Αυτό μου εχάλασε το αίμα.

Και σήμερον, όταν παντού, οπού εισέρχομαι, με λυπούνται, όταν ακούω πως όσοι με φθονούν θριαμβεύουν τώρα, και λέγουν: να, που καταντούν οι φαντασμένοι, που για το μικρό πνεύμα τους επαίρονται, και πιστεύουν πως για τούτο δύνανται να υπερβαίνουν όλες τις κοινωνικές τάξεις, και άλλες τέτοιες φλυαρίες ομιλούν περί ανεξαρτησίας κι' ας λέγουν ό,τι θέλουν· εγώ θέλω να ιδώ εκείνον που θα ηδύνατο να υποφέρη, ώστε ουτιδανοί άνθρωποι να μιλούν περί αυτού, όταν έχουν κανένα πλεονέκτημα απέναντι του· – όταν η φλυαρία των είναι άδεια, αι, τότε δύναται κανείς να τους αψηφήση.

16 Μαρτίου.

Όλα με κατατρέχουν. Σήμερα απαντώ εις τον περίπατον την δεσποινίδα Β. , δεν ηδυνήθην να μη της ομιλήσω, και, άμα απεμακρύνθημεν κάπως από την συντροφιά, να μη της φανερώσω την αγανάκτησή μου για τη συμπεριφορά της τώρα ύστερα. Βέρθερε, μου είπε με εγκάρδιον τόνον, μπορέσατε να εξηγήσετε έτσι την ταραχή μου, ενώ γνωρίζετε την καρδιά μου. Τι υπέφερα προς χάριν σας, από τη στιγμή που μπήκα εις την αίθουσα! Το προέβλεπα, εκατοντάκις μου ήλθε να σας μιλήσω. Ήξευρα ότι αι κυρίαι ντε Σ.. και Τ.. με τους άνδρας των θα έφευγαν μάλλον παρά να μείνουν εις την συντροφιά σας – ήξευρα πως ο κόμης δεν μπορεί να τα χαλάση με εκείνους, – και τώρα ο πάταγος! – Πώς, δεσποινίς; είπα, και έκρυψα τον τρόμο μου· γιατί όλα, όσα προχθές μου είχεν ειπεί ο Αδελίνος, μου έρρεαν τη στιγμήν αυτή σαν καυτό νερό μες τις φλέβες. – Τι μου εκόστισεν αυτό έως τώρα, είπε το γλυκύ πλάσμα, ενώ δάκρυα της ήρχοντο εις τους οφθαλμούς. – Δεν ήμουν πλέον κύριος του εαυτού μου, διενοούμην να ριφθώ εις τα πόδια της. – Εξηγηθήτε μου, ανεφώνησα. Τα δάκρυά έβρεχαν την όψη της. Ήμουν έξω φρενών. Τα εσφόγγισε χωρίς να θέλη να τα κρύψη. – Γνωρίζετε την θείαν μου, άρχισεν· ήτο παρούσα και, ω! με τι μάτια το είδεν αυτό! Βέρθερε, υπόφερα χθες την νύκτα, και σήμερον το πρωί μου έψαλλε τον εξάψαλμον για την συναναστροφήν μου με σας και αναγκάσθηκα ν' ακούσω να σας εξευτελίση, να σας ταπεινώση και μόνον κατά το ήμισυ ηδυνάμην να σας υπερασπισθώ.

Κάθε λέξις, την οποίαν επρόφερε, μου περνούσε σαν ξίφος από την καρδιά. Δεν αισθάνετο τι ευσπλαγχνία θα ήτον, όλα αυτά να μου τα αποσιωπήση· και έπειτα, επρόσθεσεν ακόμη, τι θα εφλυαρούσαν κατόπι για μένα, και πόσον είδος τι ανθρώπων θα εθριάμβευε γι' αυτό. Πώς τώρα θα εγαργαλίζοντο· και θα ευφραίνοντο για την τιμωρία της υπερηφανείας μου και της καταφρονήσεώς μου στους άλλους, την οποίαν προ πολλού ήδη μου αποδίδουν. Όλα αυτά, Γουλιέλμε, να ακούω απ' αυτήν, με την φωνήν της αληθεστάτης συμπαθείας – εταράχθηκα κι' ακόμη τώρα βρίσκομαι αγανακτημένος. Ήθελα να ετολμούσε κανείς να μου το πη κατά πρόσωπον, για να μπορούσα να του τρυπήσω το κορμί με το ξίφος· αν έβλεπα αίμα, θα εγινόμουν καλύτερα. Αχ, εκατό φορές επήρα ένα μαχαίρι, για να ελαφρύνω αυτήν την καταστεναχωρημένη καρδιά μου. Διηγούνται για μια ευγενική ράτσα ολίγων· που όταν είναι φουσκωμένα και κατακουρασμένα μόνα των εξ ενστίκτου δαγκάνονται και ανοίγουν μια φλέβα, για να πάρουν ανάσα. Έτσι μου συμβαίνει συχνά, θα επιθυμούσα να ανοίξω μία φλέβα, που θα μου παρείχε την αιώνια ελευθερία.

24 Μαρτίου,

Υπέβαλα εις την Αυλήν την παραίτησίν μου και ελπίζω να γείνη δεκτή, και θα με συγχωρήσετε πού δεν σας εζήτησα πρώτα την άδειαν. Γι' αυτό πρέπει χωρίς άλλο να φύγω, και ξεύρω τι είχετε να ειπήτε για να με πείσετε να μείνω, και λοιπόν – Δώσε την μητέρα μου την πικρά αυτή είδησι με ένα συροπάκι· δεν δύναμαι να βοηθήσω εγώ τον εαυτό μου, και δεν πρέπει να δυσαρεστηθή, αν δεν δύναμαι να την βοηθήσω κι' αυτήν. Βέβαια αυτό θα την πικράνη. Εις το ωραίον στάδιον, που άρχισεν ο γυιός της τραβώντας ίσα προς το αξίωμα του μυστικοσυμβούλου και του πρέσβυ, να τον ιδή διά μιας να σταματά, και να γυρίζη πίσω με το ζώον εις τον σταύλον! Πάρετέ το όπως θέλετε, και συνδυάσετε τις δυνατές περιπτώσεις, με τις οποίες θα μπορούσα και θα έπρεπε να μείνω· αρκεί· εγώ φεύγω· και για να ξέρετε πού πηγαίνω, είνε εδώ ο ηγεμών **, ο οποίος ευρίσκει πολλήν ευχαρίστησιν από την συναναστροφή μου· αυτός με παρεκάλεσεν, όταν άκουσε περί του σκοπού μου να υπάγω με αυτόν εις τα κτήματα του, και εκεί να περάσω την ωραίαν άνοιξιν. Θα είμαι όλως αυτεξούσιος, μου υπεσχέθη, και επειδή συνεννοούμεθα μέχρι τινός σημείου, θα ρίψω τον κύβον και θα πάω μ' αυτόν.

19 Απριλίου.

Ευχαριστώ για τα δύο σου γράμματα. Δεν αποκρίθηκα γιατί άφησα άγραφο αυτό το χαρτί, έως ότου ήθελε φθάσει από την αυλή η παραίτησίς μου· εφοβήθηκα μήπως η μητέρα μου απευθυνθή προς τον υπουργό, και δυσκολεύση τον σκοπόν μου. Τώρα όμως τελείωσε· η απαλλαγή μου ήλθε. Δεν θέλω να είπω πόσον ακουσίως μου την έδωκαν, και τι μου γράφει ο υπουργός· θα αρχίζατε νέους θρήνους. Ο διάδοχός μου έστειλε για την αναχώρησίν μου είκοσι πέντε δουκάτα, με ένα λόγον που με εσυγκίνησε μέχρι δακρύων· λοιπόν δεν χρειάζομαι από την μητέρα τα χρήματα, για τα οποία της έγραφα τώρα ύστερα.

5 Μαΐου.

Αύριον αναχωρώ απ' εδώ και, επειδή ο τόπος της γεννήσεώς μου μόνον έξ μίλλια απέχει από το δρόμο μου, θέλω να τον ξαναδώ, θέλω να θυμηθώ τις παληές, ευτυχώς σα σε όνειρο περασμένες, ημέρες. Από την ίδια πόλη θέλω να μπω, από την οποίαν εβγήκε μαζί μου η μητέρα μου στ' αμάξι, ότε μετά τον θάνατό του πατέρα μου εγκατέλειψε τον αγαπητό μας τόπο, για να κατακλεισθή εις την ανυπόφορη πόλη της. Υγίαινε Γουλιέλμε! θα ακούσης για την εκδρομή μου.

9 Μαΐου.

Ετελείωσα την οδοιπορίαν εις την πατρίδα μου μ' όλη την ευλάβεια ενός προσκυνητού, και πολλά απροσδόκητα αισθήματα με κατέλαβαν. Εις την μεγάλην φιλύραν, που βρίσκεται ένα τέταρτον της ώρας από την πόλη προς το Σ… εσταμάτησα, κατέβηκα και διέταξα τον αγωγιάτην να προχωρήση, για να γευθώ πεζός με όλη την καρδιά κάθε ανάμνηση άλλη μια φορά και ζωηρά. Εκεί εστεκόμουν λοιπόν κάτω απ' τη φιλύρα, η οποία άλλοτε, όταν ήμουν παιδί, ήτον το τέρμα και τα όριο των περιπάτων μου. Πόσον αλλοιώς είναι τώρα! Τότε στην ευτυχισμένη μου άγνοια εποθούσα τον άγνωστο κόσμο, όπου περίμενα για την καρδιά μου τόση τροφή, τόσην απόλαυση, για να γεμίσω και να ευχαριστήσω το ορμητικό και από πόθους κινούμενο στήθος μου και τώρα ξαναγυρίζω από τον απέραντον κόσμον – ω φίλε μου, με πόσες διαψευσμένες ελπίδες, με πόσα καταστραφέντα σχέδια! Είδα μπρος μου τα βουνά, που μύριες φορές ήσαν το αντικείμενο των επιθυμιών μου. Πολλές ώρες μπορούσα να κάθωμαι εδώ, και πλήρης πόθων να φέρωμαι πέραν και με όλην την ψυχήν μου να χάνωμαι εις τα δάση, τις κοιλάδες, που σκεπασμένες με λεπτούς ατμούς παρουσιάζοντο στα μάτια μου και όταν επειδή σε ωρισμένην ώρα έπρεπε να επιστρέψω, με πόση δυσαρέσκεια άφινα τον αγαπητό τόπο! – Ήλθα πιο κοντά στην πόλη· όλα τα μέσα στους κήπους παλαιά γνωστά σπιτάκια εχαιρετήθηκαν υπ' εμού· τα νέα μου ήσαν απεχθή, όπως και όλαι αι μεταβολαί, όσαι είχαν γείνει. Εισήλθα από την πύλη, και ηύρα πάλιν τον εαυτόν μου ευθύς και εντελώς. Αγαπητέ, δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες· όσο μου ήτο θελκτικό, τόσο μονότονο θα ήτο εις τη διήγηση. Είχα αποφασίσει να κατοικήσω εις την αγορά, κολλητά εις το παληό μας σπίτι. Καθ' οδόν παρετήρησα εις το σχολείον, όπου μια έτιμη γρηά μας εσυμμάζωνε, όταν ήμεθα παιδιά, είχε μεταβληθή εις παντοπωλείον. Θυμήθηκα την ανησυχία, τα δάκρυα, τον σκοτισμό της διανοίας, την αδυμονίαν της καρδιάς, που είχα υποφέρει εις εκείνη την τρύπα. – Κανένα βήμα δεν έκαμνα, που να μην εγεννούσε μέσα μου την παρατήρηση. Ο προσκυνητής εις τους άγιους τόπους δεν απαντά τόσα μέρη θρησκευτικών αναμνήσεων, και η ψυχή του δύσκολα είναι τόσο γεμάτη από ιερή συγκίνηση. – Ακόμη έν από τα πολλά. Κατέβηκα τον ποταμό, έως εις ένα αγροτικό σπίτι· αυτός ήτον και άλλοτε ο δρόμος μου και τα μέρη, όπου εμείς τα παιδιά εγυμναζώμεθα να παίζωμεν πεταλίδες στο νερό. Εθυμήθηκα τόσο ζωηρά, όταν κάποτε σταματούσα και εκύτταζα το νερό, με ποιους θαυμασίους διαλογισμούς το παρακολουθούσα, πόσον αλλόκοτες εφανταζόμουν τις χώρες, που θα έρρεε, και πώς εύρισκα εκεί γοργά τα σύνορα της φαντασίας μου, και όμως έπρεπε να εξακολουθήση αυτό, εμπρός και εμπρός, μέχρις ότου εχανόμην εις τη θέα ενός αχανούς ορίζοντος. Λόγιασε, αγαπητέ μου, πόσο περιωρισμέναι και πόσο ευτυχείς ήσαν οι λαμπροί πρόγονοί μας πόσο παιδικό το αίσθημά των. Όταν ο Οδυσσεύς ομιλή περί του απείρου πελάγους και περί της απεράντου γης, αυτό δα είνε τόσον αληθινό, ανθρώπινο, εγκάρδιο, περιωρισμένο και μυστηριώδες. Τι με ωφελεί πως μπορώ τώρα να ψελλίζω με κάθε μαθητήν του σχολείου, πως η γη είναι στρογγυλή; Ο άνθρωπος έχει ανάγκην μόνο από λίγους βώλους γης, για να χαρή επάνω εις αυτούς, κι' από λιγώτερους ακόμη, για ν' αναπαυθή υποκάτω.

 

Τώρα είμαι εδώ εις την έπαυλη του ηγεμόνος. Μπορεί ένας αρκετά καλά να περάση με τον κύριον αυτόν· είναι φιλαλήθης και απλούς. Αλλόκοτοι όμως άνθρωποι τον τριγυρίζουν, τους οποίους διόλου δεν εννοώ. Δεν φαίνονται πανούργοι, και όμως δεν έχουν και την όψη εντίμων ανθρώπων. Κάποτε μου φαίνονται τίμιοι, και όμως δεν δύναμαι να τους εμπιστευθώ. Ό,τι προσέτι με λυπεί, είνε πως ο ηγεμών ομιλεί συχνά περί πραγμάτων τα οποία μόνον ήκουσε και ανέγνωσε, και μάλιστα υπό την αυτήν όψιν με την οποίαν θα του τα παρέστησαν.

Προσέτι τιμά τον νουν και τα προτερήματά μου περισσότερον παρά αυτήν την καρδιά, που είναι το μόνο καύχημά μου, που [είναι] μόνη η πηγή παντός, κάθε δυνάμεως, κάθε ευδαιμονίας και κάθε δυστυχίας. Αχ, ό,τι ξεύρω μπορεί κάθε ένας να ξεύρη – την καρδιά μου όμως μόνος εγώ την έχω.

25 Μαΐου

Είχα κάτι εις τον νουν μου περί του οποίου δεν ήθελα να σας πω τίποτε μέχρις ότου ήθελεν εκτελεσθή· τώρα, επειδή δεν γίνεται τίποτε, μπορώ να σας το πω. Ήθελα να πάω στον πόλεμο, το είχα προ πολλού στην καρδιά μου. Γι' αυτό κυρίως ακολούθησα ως εδώ τον ηγεμόνα, ο οποίος είναι στρατηγός εις την υπηρεσίαν της ***. Εις ένα περίπατον του απεκάλυψα το σχέδιόν μου· αυτός με απέτρεψε, και έπρεπε να έχω μάλλον πάθος παρά ιδιοτροπίαν, αν δεν ήθελα πεισθή με τα επιχειρήματά μου [του;].

21 Ιουνίου

Λέγε ό,τι θέλεις, δεν δύναμαι να μείνω περισσότερο. Τι θέλω εδώ; Εβαρέθηκα. Ο ηγεμών με περιποιείται όσο μπορεί καλύτερα, και όμως δεν είμαι όπως ήθελα. Κατά βάθος δεν έχομεν τίποτε κοινόν μεταξύ μας. Είναι άνθρωπος με νουν, αλλά με όλως κοινόν νουν· η συναναστροφή μου δεν με τέρπει περισσότερο παρ' όσον όταν αναγινώσκω ένα καλογραμμένο βιβλίο. Ακόμη οκτώ ημέρας θα μείνω, και έπειτα θ' αρχίσω πάλιν την περιπλάνησή μου. Το καλύτερο που έκαμα εδώ είναι το ζωγράφισμα. Ο ηγεμών έχει καλαισθησίαν, και θα είχεν ακόμη περισσοτέραν, αν δεν ήταν περιωρισμένος από την αηδή ημιμάθεια και τη συνειθισμένη ονοματολογία. Πολλές φορές τρίζω τα δόντια μου, όταν εγώ με θερμή φαντασία τον εισάγω εις την φύσιν και την τέχνην, και εκείνος νομίζει πως κάμνει θαυμάσια το μέρος του όταν ακαταλλήλως παραθέτει κανένα τεχνικόν όρον.

16 Ιουνίου

Ναι, είμαι μόνον οδοιπόρος, μόνον περιπλανώμενος επάνω στη γη! Μήπως είσθε σεις τίποτε περισσότερον;

18 Ιουνίου

Πού θέλω να πάω; Τούτο θα σου το αποκαλύψω εμπιστευτικά.

Δέκα πέντε ημέρες πρέπει να μείνω ακόμη εδώ, και έπειτα, έκαμα τον εαυτόν μου να πιστεύση ότι ήθελα να επισκεφθώ τα μεταλλεία του *. Κυρίως όμως τούτο δεν είνε τίποτε, θέλω μόνον να έλθω πάλι κοντήτερα στην Καρολίνα, αυτό είναι το παν. Και. γελώ για την καρδιά μου – και της κάμνω το θέλημά της.

29 Ιουνίου

Όχι, είναι καλά,! όλα είναι καλά! – Εγώ.. σύζυγός της! Ω Θεέ, που με έπλασες, αν μου παρεσκεύαζες αυτή την ευδαιμονία, ολόκληρος η ζωή μου θα ήτο αδιάλειπτος προσευχή. Δεν θέλω να φιλονεικήσω, και συγχώρησέ μου αυτά τα δάκρυα, συγχώρησέ μου τις μάταιες επιθυμίες! – Αυτή γυναίκα μου! Αν το αγαπητότατον πλάσμα υπό τον ήλιον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Φρίκη διαπερνά όλο μου το κορμί, Γουλιέλμε, όταν ο Αλβέρτος αγκαλιάζη το λυγερό κορμί της.

Και δύναμαι να το πω; Γιατί όχι, Γουλιέλμε; Αυτή θα ήτο ευτυχεστέρα με εμέ, παρά με αυτόν;! Ω δεν είναι άνθρωπος που δύναται να εκπληροί τις επιθυμίες της καρδιάς αυτής όλες. Κάποια έλλειψις ευαισθησίας, έλλειψις – πάρε το όπως θέλης· ότι η καρδιά του δεν πάλλει συμπαθητικά, εις..: ω! – εις την περιπλοκή ενός αγαπητού βιβλίου, που η καρδιά μου και της Καρολίνας συναντώνται, και εις χίλιες άλλες περιπτώσεις, οσάκις συμβαίνη να εκδηλώνωνται τα αισθήματά μας για πράξη ενός τρίτου. Αγαπητέ Γουλιέλμε! – Αλλά την αγαπά εξ όλης ψυχής και μία τέτοια αγάπη τι δεν αξίζει!

Ένας άνθρωπος ανυπόφορος με διέκοψε. Τα δάκρυά μου ξηράθηκαν. Είμαι αφηρημένος. Υγίαινε αγαπητέ!

4 Αυγούστου.

Δεν τα παθαίνω μόνον εγώ. Όλοι οι άνθρωποι εις τις ελπίδες των απατώνται, εις τις προσδοκίες των αποτυχαίνουν. Επισκέφθηκα την καλή μου γυναίκα κάτω απ' τη φιλύρα. Το μεγαλύτερο παιδί της έτρεξε προς εμέ, κ' έτσι έφερε κοντά την μητέρα, η οποία εφαίνετο πολύ καταβεβλημένη. Η πρώτη της λέξις ήτον: καλέ αφέντη, αχ, ο Γιαννάκης μου μού απέθανε! Ήτο το μικρότερο των παιδιών της. Έμενα σιωπών. – Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. – Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως.

21 Αυγούστου.

Διά μιας όλα μέσα μου μεταβάλλονται. Κάποτε φαίνεται ότι θα ρίξη πάλι φως ένα χαρούμενο βλέμμα της ζωής, αχ! μόνο για μια στιγμή! – Όταν έτσι χάνωμαι σε όνειρα δεν δύναμαι ν' απομακρυνθώ απ' αυτή τη σκέψη: τι θα εγίνετο, αν ο Αλβέρτος πέθαινε; Θα εγίνετο! ναι, αυτή θα εγίνετο – και τότε ακολουθώ το φάντασμα, έως ότου με φέρη εις αβύσσους, προ των οποίων τρέμοντας οπισθοχωρώ.

Όταν εξέρχωμαι διά της πύλης στο δρόμο, που για πρώτη φορά επέρασα με άμαξα, για να πάρω την Καρολίναν εις τον χορό, πόσον αυτά ήσαν όλως διαφορετικά! Όλα, όλα παρήλθαν! Κανέν σημείον του παρελθόντος κόσμου, κανένας παλμός του τότε αισθήματός μου. Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό.

3 Σεπτεμβρίου.

Κάποτε δεν εννοώ πώς δύναται να την αγαπήση άλλος, πώς τολμά, όταν εγώ ολότελα μόνος, τόσον ενδόμυχα, τόσον εγκάρδια,, την αγαπώ· τίποτε άλλο δεν γνωρίζω, τίποτε δεν ηξεύρω, δεν έχω παρά αυτήν!

4 Σεπτεμβρίου.

Ναι, έτσι είναι! Καθώς η φύσις κλίνει προς το φθινόπωρον, γίνεται φθινόπωρον μέσα μου και γύρω μου. Τα φύλλα μου κιτρινίζουν, και τώρα τα φύλλα των πλησίον δένδρων έπεσαν. Δεν σου έγραψα μια φορά για ένα παλληκάρι του χωριού, ευθύς ως ήλθα εδώ; Τώρα ερώτησα πάλιν γι' αυτόν εις το Βαλάιμ· μου είπαν πως εδιώχθηκε από την υπηρεσίαν, και όλοι υποκρίνοντο ότι δεν ήξευραν τίποτε περισσότερο γι' αυτόν. Χθες τον συνήντησα κατά τύχην εις τον δρόμον ενός άλλου χωριού· του μίλησα, και μου διηγήθη την ιστορίαν του, η οποία διπλά και τριπλά μ' εσυγκίνησε, όπως εύκολα θα εννοήσης αν σου την διηγηθώ πάλιν. Όμως προς τι όλ' αυτά; γιατί δεν κρατώ για τον εαυτό μου ό,τι με στενοχωρεί και με λυπεί; γιατί να σε ταράξω προσέτι; γιατί σου δίδω πάντα αφορμήν να με οικτείρης και να μ' επικρίνης; Έστω, και τούτο ας είναι της τύχης μου!

Με σιγηλή θλίψη, εις την οποίαν μου εφάνη ότι διέκρινα κάτι το περίφοβο, μου απεκρίθη ο άνθρωπος στην αρχή στας ερωτήσεις μου· αλλά μετ' ολίγον πιο ανοιχτά, ως να ανεγνώρισεν έξαφνα, τον εαυτόν μου και εμέ, μου ωμολόγησε τα σφάλματά του, μου παρεπονέθη για την δυστυχία του. Αν μπορούσα, φίλε μου, να υποβάλω στην κρίση σου κάθε του λέξη! Ωμολόγησε, ναι, διηγήθη με κάποιαν ευχαρίστηση και ευτυχία της αναμνήσεως, ότι το πάθος προς την κυρία του κάθε μέρα αύξανε μέσα του, ότι επί τέλους δεν ήξευρε τι να κάμη, πώς να εκφρασθή, πού να βάλη το κεφάλι του. Δεν ηδύνατο μήτε να τρώγη, μήτε να πίνη, μήτε να κοιμάται του εστέκετο στο λαιμό· έκαμνε ό,τι δεν έπρεπε να κάμη· ό,τι του παρήγγελαν το ελησμονούσε, ήτον ως να παρηκολουθείτο από ένα κακόν δαίμονα· έως ότου μιαν ημέρα, ότε ήξευρε πως εκείνη ήτον εις έν δωμάτιον του επάνω πατώματος, επήγε προς αυτήν, ή μάλλον ετραβήχθη προς αυτήν. Επειδή δε εκείνη δεν έδιδε ακρόαση εις τις παρακλήσεις του, ηθέλησε να την πιάση διά της βίας· δεν ήξευρε πώς του συνέβη, και επικαλείται τον θεόν πως οι σκοποί του υπήρξαν πάντοτε τίμιοι, και ότι τίποτε ζωηρότερα δεν εποθούσε παρά να τον πάρη και με αυτόν να περάση την ζωήν της. Αφού εμίλησε κάμποσο άρχισε να διακόπτεται, καθώς ένας ο οποίος έχει να πη κάτι ακόμη και δεν τολμά να το εκφράση· τέλος μου ωμολόγησε, με συστολήν και φόβον, ποίας μικράς οικειότητας του επέτρεπε και τι προσέγγιση του εσυγχώρει. Διεκόπη δύο τρεις φορές, και επανέλαβε τις ζωηρότερες διαμαρτυρήσεις, πως δεν το λέγει για την κατηγορήση, πως την αγαπούσε και την εξετίμα, καθώς και προτήτερα, πως αυτό δεν εβγήκε ποτέ από το στόμα του, και πως μου το λέγει μόνο για να με πείση ότι δεν ήτο ποσώς διεστραμμένος και ανόητος άνθρωπος. – Και εδώ, φίλτατέ μου, αρχίζω πάλι το παλαιό μου τραγούδι, που αιωνίως θα τραγουδώ· αν ηδυνάμην να σου παραστήσω τον άνθρωπον, πώς εστέκετο μπροστά μου, πώς τον θυμούμαι ακόμα έτσι μπροστά μου! Είθε να μπορούσα να σου πω το παν ακριβώς, για να αισθανόσουν πως συμμετέχω στην τύχη του, πως πρέπει να συμμετέχω. Αλλ' αρκεί! Επειδή γνωρίζεις και την ιδικήν μου τύχην, επειδή γνωρίζεις και εμέ, ξεύρεις πολύ καλά τι με ελκύει προς όλους τους δυστυχείς, τι ιδίως προς αυτόν τον δυστυχή.

Ξαναδιαβάζοντας το γράμμα, βλέπω ότι ελησμόνησα να διηγηθώ το τέλος της ιστορίας, που όμως εύκολα εννοείται. Αυτή του αντέστη, ήλθεν ο αδελφός της, ο οποίος προ πολλού ήδη τον εμίσει, ο οποίος προ πολλού ήδη επιθυμούσε να τον ιδή έξω από το σπίτι, γιατί εφοβείτο ότι με ένα νέο γάμο της αδελφής του ήθελαν αποστερηθή τα παιδιά του της κληρονομιάς, η οποία τώρα που αυτή είναι άτεκνη τους παρέχει ωραίες ελπίδες· αυτός τον έδιωξε παρευθύς, και τέτοιο θόρυβο έκαμε, ώστε η γυναίκα, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να τον δεχθή πάλιν. Τώρα επήρε πάλι άλλον δούλον· και γι' αυτόν λέγουν ότι τα εχάλασε με τον αδελφό της, και αποφαίνονται ως βέβαιον ότι θα τον νυμφευθή· αλλ' εγώ, επρόσθεσε επί τέλους, έχω στερεάν απόφαση να μη επιζήσω εις τούτο.

Ό,τι σου διηγούμαι δεν είναι υπερβολικόν, ουδέ καλλωπισμένον· μάλιστα μπορώ να πω ότι αδύνατα το διηγήθηκα και το έκαμα άκομψο γράφοντάς το με τις συνετισμένες ηθικές λέξεις μας.

Αυτή η αγάπη, αυτή η πίστις, αυτό το πάθος δεν είναι λοιπόν ποιητική εύρεσις. Αυτή ζη, είναι εις την μεγίστην της αγνότητα εις την τάξη των ανθρώπων, τους οποίους ονομάζομεν αμορφώτους, τους οποίους ονομάζομεν βαρβάρους. Εμείς οι μορφωμένοι – σε τίποτα μορφωμένοι! Ανάγνωσε την ιστορίαν με ευλάβειαν, σε παρακαλώ. Σήμερα είμαι ήσυχος, γράφοντάς την· καταλαβαίνεις από το γράψιμό μου ότι δεν είναι ορνιθοσκαλίσματα, πιτσιλίσματα σαν άλλοτε. Ανάγνωσε, αγαπητέ μου, και συλλογίσου ότι αυτή είναι η ιστορία του φίλου σου. Ναι, έτσι μου συνέβη, έτσι θα μου συμβή, και δεν είμαι ουδέ στο μισό καν γενναίος, ουδέ στο μισό αποφασιστικός, απ' ό,τι ο πτωχός δυστυχής, με τον οποίον σχεδόν δεν τολμώ να συγκρίνω τον εαυτό μου.

5 Σεπτεμβρίου.

Είχε γράψει ένα γραμματάκι για να το στείλη εις τον άνδρα της εις την επαρχίαν, όπου έμεινε για υποθέσεις. Άρχιζεν έτσι: Αγαπητέ μου, φίλτατε, έλα όσον δυνηθής γρηγορώτερα, σε περιμένω με χίλιες χαρές. – Ένας φίλος, που ήλθεν εκείθεν, έφερε την είδησιν, ότι εξ αιτίας κάποιων περιστάσεων δεν θα επιστρέψη τόσο γρήγορα· το γραμματάκι έμεινεν εκεί και μου έπεσε το βράδυ στα χέρια. Το εδιάβασα κ' εχαμογέλασα· αυτή ρώτησε: γιατί; – Τι θείον δώρον είναι η φαντασία! ανεφώνησα· ηδυνήθην να φαντασθώ για μια στιγμή πώς είχε γραφή για εμέ. Αυτή εσιώπησεν, εφάνη ότι δεν της άρεσε και εγώ εσιώπησα.

 

6 Σεπτεμβρίου.

Μου ήτο πολύ δύσκολον ν' αποφασίσω, ν' αφήσω το γαλάζιο απλούν επανωφόρι μου, με το οποίον κατά πρώτην φοράν εχόρευσα με την Καρολίναν· επί τέλους όμως εχάλασα πάρα πολύ. Γι' αυτό παράγγειλα και μου έκαμαν ένα άλλο, απαράλλακτο σαν το πρώτο, με γιακά και πέττο, και πάλι το ίδιο κίτρινο γελέκο και πανταλόνι.

Δεν έχει όμως καθ' όλα το αυτό αποτέλεσμα. Δεν ηξεύρω – Νομίζω ότι με τον καιρόν θα μου γείνη και αυτό αγαπητότερο.

12 Σεπτεμβρίου.

Είχεν αναχωρήσει για μερικές ημέρες, για να πάρη τον Αλβέρτον. Σήμερα εμπήκα εις το δωμάτιόν της, με προϋπάντησε, και της εφίλησα το χέρι με χίλιες χαρές.

Ένα καναρίνι επέταξεν από τον καθρέπτην εις τον ώμον της. Νέος φίλος! είπε, και το εμάβλισε στο χέρι της· είναι προωρισμένο για τα μικρά του. Είναι πάρα πολύ αγαπητόν! Ιδέτε το! Όταν του δίδω ψωμί, κτυπά τα πτερά του, και τσιμπά τόσο νόστιμα. Με φιλεί κιόλα. Ιδέτε!

Όταν επρόσφερεν εις το μικρόν ζώον το στόμα της, αυτό εκόλλησε με τόσην χάριν εις τα γλυκά της χείλη, ωσάν να αισθάνετο την ευδαιμονίαν που απήλαυε.

– Θα σας φιλήση και σας, είπε, και διεύθυνε το πτηνόν προς εμέ. Το ράμφος εφέρθη από το στόμα της εις το ιδικόν μου, και το τσίμπημά του ήτον ως πνοή, προαίσθησις ερασμίας αποφάνσεως.

– Το φίλημά του, είπα δεν είναι όλως δίχως επιθυμία· ζητεί τροφήν, και επιστρέφει ουχί ικανοποιημένον από το άδειο το φίλημα.

– Τρώγει και από το στόμα μου, είπε. Του επρόσφερε μερικά ψίχουλα με τα χείλη της, από τα οποία εμειδιούσαν η τέρψεις αθώας συμπαθούσης αγάπης με ζεστήν ηδονή.

Απέστρεψα το πρόσωπον. Δεν έπρεπε να το κάμη αυτό! δεν έπρεπε να ερεθίση την φαντασία μου με αυτές τις εικόνες ουρανίας αθωότητος και ευδαιμονίας, ουδέ να εξυπνήση την καρδιά μου από τον ύπνο, εις τον οποίον αποκοιμίζει ενίοτε η αδιαφορία της ζωής! Και γιατί όχι; Εμπιστεύετε εις εμέ τόσον; ξέρει πόσον την αγαπώ!

15 Σεπτεμβρίου.

Είναι να τρελλαθή κανείς, Γουλιέλμε, όταν σκεφθή πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν αισθάνονται εκείνο καν το λίγο το οποίον έχει αξίαν τινά επί της γης. Γνωρίζεις τις καρυδιές κάτωθεν των οποίων εκαθόμουν με την Καρολίναν εις την οικίαν του αγαθού ιερέως του Σ.. τις λαμπρές καρυδιές που ο Θεός το ξεύρει, μου έδιναν πάντα την πιο μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση! Πόσον αγαπητό έκαμναν το σπίτι του ιερέως, πόσον δροσερό! και πόσο λαμπροί ήσαν οι κλάδοι! και η ανάμνηση μέχρι των αγαθών ιερέων, οι οποίοι προ τόσων ετών τας εφύτευσαν! Ο διδάσκαλος μας ωνόμαζε συχνά το όνομα ενός εξ αυτών, το οποίον είχεν ακούσει από τον πάππον του· λέγεται ότι ήτο καλός άνθρωπος, και η μνήμη του μου ήταν πάντα ιερά κάτω από τα δένδρα. Σου λέγω ότι του διδασκάλου ήλθαν δάκρυα εις τους οφθαλμούς όταν χθες ελέγαμεν ότι απεκόπησαν! Μου έρχεται να τρελλαθώ, μπορούσα να φονεύσω τον σκύλον που έδωκε το πρώτον κτύπημα. Εγώ, που μπορούσα να λυπηθώ κατάκαρδα, αν δύο τέτοια δένδρα ήσαν εις την αυλήν μου, και απέθνησκε το έν απ' αυτά από γηρατειά, εγώ επέπρωτο να γίνω αυτόπτης. Αγαπητέ μου, ένα πράμα με παρηγορεί! Τι είναι το ανθρώπινον αίσθημα! Ολόκληρον το χωριό μουρμουρίζει, και ελπίζω πως η παπαδιά θα το καταλάβη, από τα βούτυρο και τα αυγά και τας λοιπάς ενδείξεις της συμπαθείας, τι πληγήν έκαμε εις τον τόπον της. Γιατί αυτή είναι η γυναίκα του νέου ιερέως (ο παλαιός μας απέθανε και αυτός), έν ισχνόν, φιλάσθενον πλάσμα, η οποία έχει αρκετήν αφορμήν να μη ενδιαφέρεται διόλου για τον κόσμον, γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται γι' αυτήν. Μία τρελλή, η οποία θέλει να φαίνεται σπουδασμένη, ανακατώνεται εις την εξέτασιν των Κανόνων, εργάζεται πάρα πολύ εις την νεωτεριστικήν ηθικοκριτικήν αναμόρφωσιν Χριστιανισμού, και υψώνει τους ώμους της για τις φαντασίες του Λαβάτερ, έχουσα ελεεινήν υγεία, και ένεκα τούτου καμμιάν χαράν επί της γης του Θεού. Ένα τέτοιο μόνον πλάσμα ήτο δυνατόν ν' αποκόψη τις καρυδιές μου. Βλέπεις, δεν συνέρχομαι! Φαντάσου, της φαίνεται ότι από τα πίπτοντα φύλλα λερώνεται και μουχλιάζει η αυλή, τα δένδρα τής παίρνουν το φως της ημέρας, και όταν ωριμάσουν τα καρύδια, ρίπτουν τα παιδιά πέτρες, και τούτο της ερεθίζει τα νεύρα, και την ταράσσει εις τις βαθειές της σκέψεις, όταν εξετάζη και αντιπαραβάλλει τον Κενικότ, Σέμλερ και Μικαέλις. Όταν είδα τους ανθρώπους του χωρίου και ιδίως τους γέροντας, τόσο δυσαρεστημένους, είπα γιατί το υποφέρατε; – Όταν το θέλη ο δήμαρχος, εδώ εις τον τόπον μας, είπαν, τι μπορούμε να κάμωμε; Αλλά για ένα πράγμα ευχαριστήθηκα· ο δήμαρχος και ο ιερεύς, ο οποίος δα και αυτός ήθελε να ωφεληθή από τας ιδιοτροπίας της γυναικός του, που βέβαια δα δεν του κάμνουν τις σούπες παχειές, εσκέφθηκαν να μοιράσουν μεταξύ των· τότε το έμαθαν οι έφοροι και είπαν αυτό δεν γίνεται! γιατί είχεν αξιώσεις παλαιές εις το μέρος του κτήματος του ιερέως, όπου ήσαν τα δένδρα, και αυτοί τα επούλησαν εις τον πλειοδοτήσαντα. Τώρα βρίσκονται τα ξύλα χάμω. Ω, αν ήμουν ηγεμών! ήθελα την παπαδιά, τον δήμαρχο και τους εφόρους.. ηγεμών! – Ναι, αν ήμουν ηγεμών, τι θα με έμελε για τα δένδρα της χώρας μου!

10 Οκτωβρίου

Και μόνον τα μαύρα της μάτια όταν βλέπω είμαι ευχαριστημένος! Ιδού όμως, εκείνο που με λυπεί, είναι πως ο Αλβέρτος δεν φαίνεται να είναι τόσον ευτυχής, όσον εκείνος – ήλπιζε, όσον εγώ – επίστευα ότι θα είμαι, αν – Δεν αγαπώ να μεταχειρίζωμαι παύλες, αλλ' εδώ δεν δύναμαι να εκφρασθώ αλλοιώς – και νομίζω αρκετά ξάστερα.

12 Οκτωβρίου.

Ο Οσσιανός παρετόπισε στην καρδιά μου τον Όμηρο. Τι κόσμος είναι αυτός, εις τον οποίον με εισάγει ο λαμπρός ποιητής! Να πλανώμαι στο γυμνό τον κάμνο, γύρω μου να βουίζη η θύελλα, που μέσα σε μιαν ομίχλη πυκνών ατμών οδηγεί τα πνεύματα των προγόνων κάτω από το αμυδρόν φως της σελήνης. Να ακούω από τα βουνά, εις την βοήν του χειμάρρου, τον υπόκωφον στεναγμόν των πνευμάτων από τα σπήλαιά των, και τους θανασίμους αλολυγμούς της κόρης που θρηνολογεί κοντά στις τέσσαρες πέτρες που σκεπάζουν τον αγαπητικό της, σκεπασμένες με βρύον και ανθηρή χλόη. Όταν τότε ευρίσκω τον περιπλανώμενον πολιόν ραψωδόν, ο οποίος επάνω στην εκτεταμένην έρημο ζητεί τα ίχνη των πατέρων του, και αλλοίμονο! βρίσκει τα μνήματά των, και τότε θρηνώντας προσβλέπει το αγαπητό αστέρι της εσπέρας, που κρύπτεται εις την κυμαινομένη θάλασσα, και οι χρόνοι του παρελθόντος επανέρχονται ζωηροί εις την ψυχήν του ήρωος, εκείνοι όταν η καλόβολη ακτίνα εφώτιζε τους κινδύνους των ανδρείων, και η σελήνη το καράβι που ξαναγύριζε στεφανομένο, νικηφόρο. Όταν αναγινώσκω τη βαθεία λύπη επάνω στο μέτωπό του, όταν βλέπω τον τελευταίον, εγκαταλελειμένο ήρωα να κινήται αλλοιωμένος εις τον τάφον, και πώς καταπίνει πάντοτε νέες, αλγεινά φλογερές ηδονές αντικρύζοντας την ακίνητη εμφάνιση των σκιών των αποθαμμένων του, και προσβλέπει την κρύα γη, την υψηλήν κυματίζουσα χλόη και αναφωνεί: Ο οδοιπόρος θα έλθη, θα έλθη, με εγνώρισε στην ομορφιά μου, και θα ρωτήση: Πού είναι ο τραγουδιστής, ο έξοχος υιός του Φιγκάλ; Το πόδι του πατεί τον τάφο μου, και αυτός του κάκου ρωτά για μένα πάνω στη γη. – Ω φίλε! επιθυμούσα σαν ευγενής οπλοφόρος να σύρω το ξίφος, να ελευθερώσω διά μιας τον ηγεμόνα μου από τη σπασμωδική βάσανο της αργοσβυνομένης ζωής, και να στείλω προς τον ελευθερωθέντα ημίθεον την ψυχήν μου.