Kostenlos

Quo Vadis

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Quo vadis
Quo vadis
Kostenloses E-Book
Mehr erfahren
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'

Ενδιέφερε πράγματι τον Χίλωνα να θέση εκποδών τον Γλαύκον, όστις, καίτοι ηλικιωμένος, δεν ήτο ποσώς γέρων παρηκμακώς. Η αφήγησις, την οποίαν ο Χίλων είχε κάμει εις τον Βινίκιον, εμπεριείχε μέγα μέρος αληθείας. Ο Έλλην είχεν ήδη γνωρίσει τον Γλαύκον, τον οποίον επρόδωσε, παρέδωσεν εις κακοποιούς, απέσπασεν από της οικογενείας του, έκλεψε, και του οποίου την δολοφονίαν αυτός προεκάλεσεν.

Η ανάμνησις των συμβάντων τούτων τω ήτο αμυδρά, διότι ο άθλιος είχεν εγκαταλείψει τον Γλαύκον αγωνιώντα, όχι εις πανδοχείον, αλλ' εις αγρόν, παρά τας Μεντούρνας. Είχε προΐδει τα πάντα, εκτός του ότι ο Γλαύκος θα εθεραπεύετο από τας πληγάς και θα έφθανεν εις την Ρώμην.

Σήμερον επρόκειτο να απαλλαγή απ' αυτόν, και προς τούτο έπρεπε να εκλέξη ανθρώπους καταλλήλους.

Με τοιαύτην πρόθεσιν μετέβη το εσπέρας εις τον Ευρίκιον. Ο γέρων Ευρίκιος, αφού απελύτρωσε τον υιόν του, είχεν ενοικιάσει έν από τα μικρά εκείνα παραπήγματα, τα οποία επλήρουν τον πέριξ του Μεγάλου ιπποδρομίου χώρον, διά να πωλή ελαίας, κουκιά, άρτον και υδρόμελι εις τους θεατάς των αγώνων. Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν, ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους τους χριστιανούς.

– Είπεν εις τον Ευρίκιον ότι είνε πτωχός πράγματι· εν τούτοις θα πληρώση την υπηρεσίαν ταύτην, υπό τον όρον ότι οι άνθρωποι θα έχουν εμπιστοσύνην εις αυτόν και θα εκτελέσουν πιστώς ό,τι τους διατάξη.

Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού.

Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο δεκαεξαετής. Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών.

– Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού.

– Εάν είνε πιστός, φοβούμενος τον Θεόν, και ικανός να θυσιασθή διά τους αδελφούς του, γνώρισέ μου τον, είπεν ο Χίλων.

– Είναι χριστιανός, κύριε, απεκρίθη ο Κουάρτος, διότι εκείνοι οίτινες εργάζονται εις του Δημά, είνε ως επί το πλείστον χριστιανοί. Υπάρχουν εργάται της ημέρας και εργάται της νυκτός. Εάν επηγαίνομεν τώρα, θα τους ευρίσκομεν εις το εσπερινόν δείπνον των, και θα ηδύνασο να ομιλήσης μετ' αυτού. Ο Δημάς κατοικεί πλησίον του Εμπορίου.

– Ο Χίλων συνήνεσε και απήλθον αμέσως. Το Εμπόριον ευρίσκετο παρά τους πρόποδας του όρους Αβεντίνου και συνεπώς όχι πολύ μακράν του Μεγάλου Ιπποδρομίου. Ηδύνατο κανείς, χωρίς να κάμη τον γύρον των λόφων, να ακολουθήση τον ποταμόν κατά μήκος, να διέλθη την στοάν Αιμιλίων, πράγμα το οποίον καθίστα τον δρόμον συντομώτερον.

– Είμαι γέρων, είπεν ο Χίλων καθ' οδόν, και ενίοτε πάσχω διασάλευσιν της μνήμης. Ο Χριστός μας παρεδόθη από ένα των μαθητών του, πλην την στιγμήν ταύτην δεν δύναμαι να ενθυμηθώ του προδότου το όνομα.

– Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του,

απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα.

– Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί.

Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο

Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.

– Είμαι περίεργος να ιδώ αυτόν τον μυλωθρόν Ηρακλή, είπε καθ' εαυτόν. Εάν είναι κανείς φαύλος και πονηρός, θα μου κοστίση ακριβά· εάν τουναντίον είναι ενάρετος χριστιανός και ηλίθιος, θα κάμη δωρεάν ό,τι του ζητήσω.

Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος.

– Ιδού, κύριε, είπεν ο Κουάρτος, είναι ο αδελφός, τον οποίον επιθυμείς να ίδης.

– Η ειρήνη του Χριστού ας είναι μαζή του, είπεν ο Χίλων· και συ, Κουάρτε, ειπέ εις αυτόν τον αδελφόν, αν είμαι άξιος πίστεως, και έπειτα επίστρεψον εις την οικίαν σου διά την αγάπην του Θεού, διότι δεν πρέπει να αφίνης ολομόναχον τον γέροντα πατέρα σου.

– Είναι άγιος άνθρωπος, είπεν ο Κουάρτος. Εθυσίασεν όλην την περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν!

Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος.

– Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην.

– Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός.

– Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως;

– Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον.

– Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω.

Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και από τον φλοίσβον του ποταμού. Ο Χίλων εξήτασε το πρόσωπον του εργάτου, το οποίον με όλην την έκφρασιν την ολίγον σκληράν και μελαγχολικήν, την συχνά απαντώσαν παρά τοις βαρβάροις, όσοι κατώκουν εν Ρώμη, τω εφάνη ότι αντηνάκλα την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν.

– Ναι! εσκέφθη, είναι άνθρωπος αγαθός και ευήθης, όστις θα φονεύση τον Γλαύκον δωρεάν, και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν ήρχισε να τω ομιλή περί του θανάτου του Χριστού.

Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής.

Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν:

– Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας;

– Το ηξεύρω! Το ηξεύρω! εκρεμάσθη όμως! και η φωνή του επρόδιδε λύπην, διότι ο προδότης εφήρμοσε δικαιοσύνην μόνος του εις τον εαυτόν του.

Ο Χίλων εξηκολούθησεν:

– Εάν όμως δεν είχε κρεμασθή, και αν χριστιανός τις τον συνήντα, είτε εις την ξηράν είτε εις την θάλασσαν, δεν έπρεπε να εκδικηθή τας βασάνους, το αίμα και τον θάνατον του Σωτήρος;

– Και ποίος δεν θα τα εξεδίκει, πάτερ μου!

– Η ειρήνη ας είνε μαζή σου, πιστέ δούλε του Αμνού! Ναι! Δύναται κανείς να συγχωρή τα ιδικά του αδικήματα, αλλά ποίος έχει το δικαίωμα να συγχωρήση τας ύβρεις τας γενομένας εις τον Θεόν; Όπως ο όφις γεννά τον όφιν, όπως η κακία γεννά την κακίαν, και η προδοσία την προδοσίαν, ούτω εκ του δηλητηρίου του Ιούδα εγεννήθη άλλος προδότης· όπως ο είς παρέδωσε τον Σωτήρα εις τους Ιουδαίους και εις τους Ρωμαίους στρατιώτας, ο άλλος, όστις ζη εν τω μέσω ημών θέλει να παραδώση εις τους λύκους τα πρόβατα του Κυρίου! και αν κανείς δεν προλάβη την προδοσίαν ταύτην, εάν κανείς δεν συντρίψη εγκαίρως την κεφαλήν του όφεως, όλοι μας θα χαθώμεν, και μαζή μας θα χαθή η δόξα του αμνού του Θεού.

Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν.

Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν.

«Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού Θεού!»

Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.

– Πάτερ μου, ηρώτησε τέλος ο εργάτης, ποίος είναι αυτός ο προδότης;

Ο Χίλων εχαμήλωσε την κεφαλήν.

«Ποίος ήτο εκείνος ο προδότης! Γιος του Ιούδα γεννηθείς εκ του δηλητηρίου εκείνου, όστις προσεποιείτο τον χριστιανόν και εσύχναζεν εις τους οίκους των προσευχών προς μόνον τον σκοπόν, ίνα κατηγορήση τους αδελφούς εις τον Καίσαρα, λέγων, ότι ούτοι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεόν, ότι φαρμακεύουν τας κρήνας, ότι σφάζουν τα παιδία και ότι θέλουν να καταστρέψουν αυτήν την πόλιν, ώστε να μη μείνη λίθος επί λίθου. Εντός ολίγων ημερών θα δώσουν εις τους πραιτωριανούς την διαταγήν να αλυσοδέσουν τους γέροντας, τας γυναίκας και τα παιδία και να τους οδηγήσουν εις τον θάνατον.

Αυτό ήτο το έργον του δευτέρου τούτου Ιούδα. Αλλ' εάν κανείς δεν ετιμώρησε τον πρώτον, εάν κανείς δεν ανέλαβε την υπεράσπισιν του Χριστού κατά την ώραν του πάθους του, ποίος λοιπόν θα θελήση να τιμωρήση τούτον εδώ, ποίος λοιπόν θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως τούτου, ποίος θα τον εξαφανίση πριν ομιλήση εις τον Καίσαρα;

Ο Ουρβανός, όστις μέχρι της στιγμής ταύτης εκάθητο επί του λίθου, ηγέρθη αιφνιδίως και είπεν:

– Εγώ, πάτερ μου!

– Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός, και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον!

– Γλαύκος;.. επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το όνομα τούτο εις την μνήμην του.

– Τον γνωρίζεις;

– Όχι δεν τον γνωρίζω. Υπάρχουν χιλιάδες χριστιανών εις Ρώμην και δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ των. Αλλ' αύριον την νύκτα, όλοι μέχρι του τελευταίου, αδελφοί και αδελφαί θα συνέλθωσιν εις το Οστριανόν, διότι ο μέγας Απόστολος του Χριστού αφίκετο και θα κηρύξη εκεί· οι αδελφοί μας θα μου δείξουν εκεί τον Γλαύκον.

– Εις το Οστριανόν; ηρώτησεν ο Χίλων· αλλ' αυτό είναι έξω των πυλών. Όλοι οι αδελφοί και όλαι αι αδελφαί; Την νύκτα εκτός της πόλεως εις το Οστριανόν;

– Ναι, πάτερ μου! είναι το νεκροταφείον μας μεταξύ των οδών Σαλαρίας και Νομεντάνης. Δεν ηξεύρεις ότι ο μέγας Απόστολος θα κηρύξη εκεί:

 

– Απουσίαζον δύο ημέρας εκ της οικίας μου και διά τούτο δεν έλαβον επιστολήν, δεν ηξεύρω δε που είναι το Οστριανόν, διότι έφθασα προ ολίγου εκ Κορίνθου, όπου διευθύνω την χριστιανικήν κοινότητα. Αφού ο Χριστός σου έπεμψεν αυτήν την έμπνευσιν, ύπαγε εις το Οστριανόν, παιδί μου, θα εύρης εκεί τον Γλαύκον, εν μέσω των αδελφών μας, θα τον φονεύσης κατά την επιστροφήν του εις την πόλιν, και εις ανταμοιβήν, όλα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθούν. Τώρα, ύπαγε εις την ειρήνην.

– Θα τον φονεύσω ενώπιον όλων των αδελφών, όσοι θα είναι αύριον εις το Οστριανόν. Το να φονεύση κανείς ένα προδότην είναι ευχαρίστησις, αλλ' εάν ο Γλαύκος δεν ήτο ένοχος; Δεν θα ήτο καλλίτερον αν κατεδικάζετο εις θάνατον υπό των αρχηγών μας, δηλαδή του επισκόπου μας και του Αποστόλου;

– Δεν έχομεν καιρόν διά να γείνη κρίσις και απόφασις, αδελφέ μου, απήντησεν ο Χίλων, διότι από το Οστριανόν ο προδότης θα υπάγη κατ' ευθείαν πλησίον του Καίσαρος εις το Άντιον, ή θα καταφύγη εις την οικίαν ενός πατρικίου, του οποίου διατελεί θεράπων.

– Πάτερ, είπεν ο εργάτης με φωνήν κάπως ικετευτικήν, λαμβάνεις την πράξιν ταύτην εις την συνείδησίν σου; Ήκουσες με τα αυτιά σου τον Γλαύκον να προδίδη τους αδελφούς μας;

Ο Χίλων ενόησεν ότι έπρεπε να δώση μερικάς αποδείξεις και να αναφέρη ονόματα.

– Άκουσον, Ουρβανέ. Διαμένω εν Κορίνθω, αλλά κατάγομαι εκ της Κω, και εδώ εις την Ρώμην διδάσκω το δόγμα του Χριστού εις μίαν συμπατριώτισσάν μου νεαράν υπηρέτριαν καλουμένην Ευνίκην, ήτις υπηρετεί ως ιματιοφύλαξ εις την οικίαν Πετρωνίου τινός, φίλου του Καίσαρος. Λοιπόν! Εις την οικίαν αυτήν ήκουσα τον Γλαύκον να αναλαμβάνη να παραδώση όλους τους χριστιανούς και να υπόσχεται, επί πλέον, εις ένα άλλον έμπιστον του Καίσαρος, Βινίκιον, να κατορθώση όπως ανεύρη μεταξύ των χριστιανών μίαν νέαν παρθένον.

Εσταμάτησε και παρετήρησε με έκπληξιν τον δούλον, του οποίου τα βλέμματα είχον σπινθηροβολήσει αιφνιδίως, ως οι οφθαλμοί αγρίου θηρίου.

– Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος.

– Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον.

***

Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν.

«Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος. Εάν αναγνώσης ποτέ την επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν εποφθαλμιά.

»Ναι. Την εσπέραν περιέτρεχε την πόλιν μετημφιεσμένος, σύχναζε μάλιστα εις τους ευκτήριους οίκους των χριστιανών μετά του φιλοσόφου σου.

»Παν ό,τι γεννά ελπίδα και παρέλκει τον χρόνον είνε επαινετόν. Αλλά, διά την αγάπην μου, ακολούθησε την εξής συμβουλήν μου: Επειδή ο Ούρσος εκείνος, ο δούλος της Λιγείας, είναι άνθρωπος με ρώμην ηράκλειον, λάβε εις την υπηρεσίαν σου τον Κρότωνα τον παλαιστήν, όπως επιχειρήσετε την εκδρομήν οι τρεις σας.

»Θα είνε ολιγώτερον επικίνδυνον και περισσότερον λογικόν. Αφού η Πομπωνία Γραικίνα και η Λίγεια είνε χριστιαναί, σημαίνει ότι οι χριστιανοί δεν είνε κακοποιοί, εν τούτοις απέδειξαν διά της αρπαγής της Λιγείας, ότι δεν παίζουν, όταν πρόκειται περί μικράς τίνος αμνάδος εκ της ποίμνης των. Όταν ίδης την αγαπητήν σου, ηξεύρω ότι θα θελήσης να την αρπάσης εν ακαρεί. Πώς θα το κατορθώσης με τον Χιλωνίδην και μόνον; Ενώ ο Κρότων θα φέρη αποτέλεσμα, και αν εκείνη υπερασπίζεται υπό δέκα Λιγείων, ως ο Ούρσος.

»Όταν ο Χίλων παύση να σου είναι χρήσιμος, στείλε τον προς εμέ, όπου και αν είμαι. Ίσως θα τον αναδείξω δεύτερον Βατίνιον, και ίσως οι υπατικοί άνδρες και οι συγκλητικοί θα τρέμωσιν ενώπιόν του.

»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των ρόδων!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'

Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός.

Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας!

– Τι σημαίνει τούτο;

– Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα!

– Την είδες;.

– Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα.

– Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι;

– Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα. Εις εμέ δέσποτα, αρκεί να γνωρίζω ότι ο Ούρσος, υπό το όνομα Ουρβανός, εργάζεται παρά το Εμπόριον, πλησίον ενός μυλωθρού, όστις καλείται Δημάς, ακριβώς όπως ο απελεύθερός σου· και αυτό με αρκεί, διότι δεν με ενδιαφέρει το ζήτημα περί του ποίος εκ των εμπίστων δύναται να τον ακολουθήση την πρωίαν και να ανακαλύψη το κρησφύγετον. Σου φέρω μόνον την βεβαιότητα, ότι και ο Ούρσος ευρίσκεται εδώ, και η θεσπεσία Λίγεια ευρίσκεται επίσης εν Ρώμη, προσέτι δε την είδησιν, ότι την νύκτα ταύτην θα είνε και αυτή κατά πάσαν πιθανότητα εις το Οστριανόν.

– Εις το Οστριανόν; Πού ευρίσκεται τούτο;

– Είνε αρχαίον υπόγειον μεταξύ της οδού Σαλαρίας και της οδού Νομεντάνης. Ο μέγας χριστιανός ποντίφηξ, περί του οποίου σας ωμίλησα, κύριε, τον οποίον επερίμενον πολύ αργότερα, αφίκετο ήδη, απόψε θα βαπτίση και θα κηρύξη εις το νεκροταφείον τούτο.

– Η γενναιοδωρία μου δεν θα διαψεύση τας προσδοκίας σου· εν τοσούτω θα έλθης απόψε μετ' εμού εις το Οστριανόν.

– Εις το Οστριανόν! επανέλαβεν ο Χίλων, όστις δεν είχε την ελαχίστην επιθυμίαν να υπάγη. Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν την πλάνην του.

Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον

Χίλωνα:

– Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον

ακόμη.

– Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων.

– Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν.

Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.

– Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω.

Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον.

Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το Οστριανόν.

Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το όνομα του περιφήμου παλαιστού.

Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον καλέση ο επιστάτης του ατρίου.

Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε μετέβη εις το άτριον. Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον:

– Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας. Εάν δεν πράξω ούτω ας με μαστιγώσουν εις αυτό εδώ το μέσαυλον.

– Ας μη γίνη αυτό, αυθέντα, ανέκραξεν ο Χίλων, διότι θα μας λιθοβολήσουν και τότε εις τι θα μας χρησιμεύση η δύναμίς του; Δεν είναι καλλίτερον να συλλάβη την κόρην, όταν θα επιστρέψη εις την οικίαν της και να μη εκθέση μήτε αυτήν μήτε ημάς;

– Ούτω να γίνη Κρότων, είπεν ο Βινίκιος.

– Συ πληρώνεις, συ προστάζεις· απήντησεν ο Κρότων.

– Αυθέντα, είπεν ο Χίλων, σκέπτομαι ότι οι χριστιανοί έχουν ως σημεία τινα αναγνωρίσεως τέσσαρας λέξεις, άνευ των οποίων κανείς δεν θα δυνηθή να εισχωρήση εις το Οστριανόν.

Εις τους ευκτηρίους οίκους των ούτω γίνεται και επέτυχα μίαν φοράν από τον Ευρίκιον έν σημείον του είδους τούτου. Επίστρεψόν μου λοιπόν, αυθέντα, να υπάγω να τον εύρω, να τον ερωτήσω δι' όλα τα καθέκαστα και να μάθω τας λέξεις ταύτας.

– Καλά, ευγενή φιλόσοφε, απήντηοεν ο Βινίκιος· ομιλείς ως συνετός άνθρωπος. Πήγαινε λοιπόν εις τον Ευρίκιον, αλλά χάριν μεγαλειτέρας ασφαλείας άφησε εδώ το βαλάντιον, το οποίον σου έδωσα.

Ο Χίλων εμόρφασεν ολίγον, αφήκε το βαλάντιον και εξήλθεν.

Επέστρεψε πολύ προ της εσπέρας.

– Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'

Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του Ουιμεναλίου λόφου. Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον. Πράγματι δεξιά, αριστερά και εμπρός, παντού έβλεπέ τις διαγραφομένας μαύρας μορφάς, διευθυνομένας μετά προφυλάξεως προς τας αμμώδεις χαράδρας. Διαβάται τινές και οι χωρικοί, οι επιστρέφοντες εκ της πόλεως, εξελάμβανον τους οδοιπόρους εκείνους ως εργάτας πορευομένους προς τα αμμόστρωτα στάδια ή ως μέλη επικινδύνου τινός εταιρείας μεταβαίνοντα εις νυκτερινά διαβούλια.

Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις.

Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε:

– Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι κακοί άνθρωποι! Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν.

– Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο

Βινίκιος.

Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.

Ο Χίλων, τον οποίον η νυξ, η απομάκρυνσις εκ της πόλεως και αι φαντασματοειδείς μορφαί εφόβιζον αρκετά, απήντησε με τρέμουσαν φωνήν:

– Δεν ηξεύρω, αυθέντα, δεν επήγα ποτέ εις το Οστριανόν, Αλλ' έπρεπε

να υμνούν τον Θεόν πλησιέστερον προς την πόλιν.

Είχον εισέλθει εις στενήν χαράδραν, ύπερθεν της οποίας διήρχετο υδραγωγείον τι. Η σελήνη είχεν εξέλθει εκ των νεφών.

Παρετήρησαν εις το άκρον της κλεισωρείας ένα τοίχον καλυπτόμενον από άφθονον κισσόν. Ήσαν εις το Οστριανόν.

Εις την θύραν δύο θυρωροί εδείκυον τα σημεία της εισόδου. Μετ' ολίγον ο Βινίκιος και οι σύντροφοι του ευρέθησαν εις χώρον ευρύν, περιβαλλόμενον από τοίχους. Προ της θύρας κρύπτης τινός, ήτις ευρίσκετο εις το μέσον, επάφλαζον τα ύδατα μιας κρήνης.

Εδώ κ' εκεί ηγείροντο μνημεία νεκρικά και πανταχού εις τον περίβολον όμιλοι ανθρώπων κατέκλυζον τον χώρον υπό το αμυδρόν φως της σελήνης και των φανών. Είτε διότι εφοβούντο το ψύχος, είτε διά να φυλαχθούν από τους προδότας, όλοι σχεδόν εφόρουν κουκούλας εις την κεφαλήν, και ο νεαρός πατρίκιος εσκέπτετο μετά φρίκης ότι εάν δεν απεκαλύπτοντο, δεν θα του ήτο δυνατόν να αναγνωρίση την Λίγειαν.

Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον.

Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των φανών. Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς.

Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι έτειναν τας χείρας προς αυτόν. Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία, ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου.

 

Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε:

– Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς.

Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των άλλων.

Εφάνη εις τον νέον τριβούνον ότι η μορφή αύτη, την οποίαν είχεν ενώπιόν του, ήτο συνάμα αρκετά κοινή, αλλά και έκτακτος, και ότι το έκτακτον, το οποίον υπήρχεν εν αυτή, προήρχετο από την απλότητά της. Ο γέρων δεν είχεν ούτε μίτραν επί της κεφαλής του, ούτε τιάραν ούτε φοίνικα εις τας χείρας, ούτε χρυσόν περιστήθιον ούτε ενδύματα λευκά ή αστερόεντα ουδέν εκ των συμβόλων όσα έφερον οι ιερείς της Ανατολής, της Αιγύπτου, της Ελλάδος ή οι ιεροφάνται της Ρώμης.

– Είδεν εις το πρόσωπον του αλιέως εκείνου όχι αρχιερέα, επιτήδειον εις τας τελετάς των τύπων, αλλ' απλούν μάρτυρα, πρεσβύτην λίαν αξιοσέβαστον, όστις ήρχετο μακρόθεν διά να κηρύξη μίαν αλήθειαν. Ο Βινίκιος ησθάνθη πυρετώδη περιέργειαν ν' ακούση ό,τι θα εξήρχετο από το στόμα του συντρόφου εκείνου του μυστηριώδους Χριστού και να γνωρίση το δόγμα, το οποίον επρέσβευον η Λίγεια και η Πομπωνία Γραικίνα.

Ο Πέτρος ωμίλησε κατ' αρχάς ως πατήρ, όστις δίδει συμβουλάς εις τα τέκνα του και τα διδάσκει πως πρέπει να ζώσιν. Αι κεφαλαί υψωμέναι προς τον ουρανόν ως να βλέπουν κάποιον εκεί επάνω, πολύ υψηλά, και οι βραχίονες οι ανακινούμενοι εφαίνοντο ως να επεκαλούντο την βοήθειάν του. Συνίστα εις αυτούς να αποφεύγουν τας καταχρήσεις και τας ηδονάς, να αγαπώσι την πτωχείαν, την χρηστότητα των ηθών και την αλήθειαν, να υποφέρωσιν υπομονητικώς τας αδικίας, τους διωγμούς, να υπακούωσιν εις τους ανωτέρους των και εις τας αρχάς, να αποφεύγωσι το έγκλημα της προδοσίας, την υποκρισίαν, την κακολογίαν, τέλος να δίδουν το καλόν παράδειγμα και εις αυτούς τους εθνικούς.

Ο Βινίκιος, διά τον οποίον δεν υπήρχεν αγαθόν, ειμή, ό,τι ηδύνατο να του αποδώση την Λίγειαν, ωργίσθη εναντίον τινών εκ των συμβουλών τούτων.

Εξαίρων την αγνότητα και την αποχήν από των σαρκικών επιθυμιών ο γέρων δεν κατεδίκαζε τον έρωτά του; Δεν παρώξυνε την Λίγειαν εναντίον του; Ο θυμός κατέλαβε τον τριβούνον.

«Τι το κακόν υπάρχει εις τούτο; διενοήθη. Αυτή λοιπόν είνε η διδασκαλία η άγνωστος;»

Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν.

Ο γέρων έλεγε τώρα εις τους παρισταμένους ότι ώφειλον να είναι αγαθοί, ειρηνικοί, ευθείς την καρδίαν, αγνοί και να περιφρονώσι τον πλούτον, όχι διά να έχουν ησυχίαν εις αυτόν τον κόσμον, αλλά διά να ζήσωσι μετά θάνατον ενδόξως και αιωνίως εν Χριστώ.

Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών.

Ήκουσε προσέτι τον γέροντα να λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιωνία αγάπη και επομένως, όστις αγαπά τους ανθρώπους εκτελεί την υψηλοτέραν των εντολών του. Και δεν αρκεί να αγαπά τις τους ανθρώπους, αλλά και να τους συγχωρή, διότι ο Χριστός εσυγχώρησε τους Εβραίους, οίτινες τον εκάρφωσαν επί του σταυρού, πρέπει δε όχι μόνον να συγχωρώμεν τους αδικούντας ημάς, αλλά και να τους αγαπώμεν και να αποδίδωμεν αυτοίς καλόν αντί κακού.

Ακούσας την διδασκαλίαν ταύτην ο Χίλων ενόμισεν ότι ο Ούρσος δεν θα απεφάσιζε να φονεύση τον Γλαύκον. Αφ' ετέρου όμως παρηγορήθη εκ του ότι και ο Γλαύκος δεν θα τον εφόνευε, και αν τον ανεγνώριζεν ακόμη, κατόπιν της διδασκαλίας αυτής.

Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.

Ο γέρων είπεν ακόμη ότι πρέπει να αγαπώσι την αρετήν και την αλήθειαν δι' αυτάς και μόνον, διότι το κύριον αγαθόν και η αιωνία αλήθεια είνε ο Θεός, όθεν όστις αγαπά αυτάς αγαπά τον Θεόν και καθίσταται τέκνον αυτού.

Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού.

Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης! Έλεγε πώς, αφού απεμακρύνθη από του σταυρού, είχε διέλθει δύο ημέρας και δύο νύκτας μετά του Ιωάννου, χωρίς να κοιμηθή, χωρίς να φάγη, καταπεπονημένος, τεθλιμμένος εν φόβω και αμφιβολία, επαναλαμβάνων ότι εκείνος απέθανεν! Ανέτειλεν η τρίτη ημέρα και εθρήνουν ακόμη, οπότε η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε πνευστιώσα, με την κόμην άτακτον, κράζουσα. «Ήραν τον Κύριον!»

«Εκείνοι, ακούσαντες τας λέξεις ταύτας, έτρεξαν προς τον τόπον της ταφής. Ο Ιωάννης, ων νεώτερος, έφθασε πρώτος· ο τάφος ήτο κενός και δεν ετόλμησε να εισέλθη. Όταν ηνώθησαν και οι τρεις, αυτός, όστις τους ωμίλει εκεί, εισήλθεν εις τον τάφον και επί του λίθου είδε τα σουδάριον και τα οθόνια· αλλά δεν εύρε το σώμα.. Υπέθεσαν ότι οι ιερείς είχον αρπάσει τον Χριστόν και επέστρεψαν εις την οικίαν, ακόμη αθυμότεροι. Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε.

Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από τους οφθαλμούς του γέροντος.

Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν.»

Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του

Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο

Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.

Ο γέρων έκλεισε τους οφθαλμούς, ως διά να διίδη καλλίτερον εν τη ψυχή του το μεμακρυσμένον παρελθόν, και έπειτα εξηκολούθησεν:

«Ενώ εθρήνουν ούτω, Μαρία η Μαγδαληνή προσέδραμεν εκ νέου κραυγάζουσα ότι είδε τον Κύριον. Επειδή δεν ηδύνατο να τον διακρίνη εις το άπλετον φως, είχεν υποθέσει ότι ήτο κηπουρός· πλην εκείνος είπε: «Μαρία!» Τότε αύτη εφώναξε: «Ραββουνί!» και έπεσεν εις τους πόδας του. Εκείνος της παρήγγειλε να υπάγη να είπη εις τους «αδελφούς του», ότι αναβαίνει προς τον Πατέρα του και ιδικόν των Πατέρα και Θεόν του και ιδικόν των Θεόν. Είτα έγινεν άφαντος. Οι «αδελφοί του», οι μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον αυτόν κενόν. Έπειτα προς την εσπέραν ήλθεν ο Κλεόπας, όστις είχε μεταβή μετά τινος άλλου εις Εμμαούς, οπόθεν επέστρεψαν εν σπουδή λέγοντες: «Πράγματι ανέστη ο Κύριος!» Και όλοι ήρχισαν να λογομαχούν, αφού προηγουμένως έκλεισαν την θύραν διά τον φόβον των Ιουδαίων.

Αίφνης εκείνος ενεφανίσθη εις το μέσον, χωρίς η θύρα να τρίξη, και είπεν αυτοίς: «Ειρήνη υμίν!» Είδα Εκείνον όπως όλοι τον είδαν, και αι καρδίαι μας επλήσθησαν φωτός, διότι επιστεύσαμεν ότι ανέστη και η δόξα του θα είναι αιωνία. Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Και εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».

Ο Βινίκιος ήκουε. Δεν απεφάσιζε να πιστεύση ό,τι είχεν ειπεί ο γέρων, και όμως ησθάνετο ότι έπρεπε να είνε τις τυφλός ή να αρνηθή το ίδιον λογικόν του διά να υποθέση ότι ο άνθρωπος εκείνος εψεύδετο, όταν έλεγεν «Είδα». Κατά τινας στιγμάς ο Βινίκιος ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο. Αλλ' έβλεπε πέριξ αυτού το πλήθος σιωπηλόν. Ο καπνός των φανών έφθανε μέχρι των ρωθώνων του, ολίγον απωτέρω έκαιον αι δάδες, και πλησίον εκεί, όρθιος επί μιας πέτρας ίστατο ανήρ γηραιός, προσεγγίζων εις τον θάνατον, με την κεφαλήν ολίγον τρέμουσαν, όστις εμαρτύρει και έλεγεν: «Είδα». Και ο Απόστολος εξηκολούθησε την αφήγησίν του μέχρι της Αναλήψεως.