Kostenlos

Quo Vadis

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Quo vadis
Quo vadis
Kostenloses E-Book
Mehr erfahren
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

Ο Βινίκιος εξέσπασεν:

– Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι!

– Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε!

– Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και τας κακουργίας σας!

– Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός;

– Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη.

Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του ανεψιού του. Εσκέπτετο ότι εάν επετύγχανε παρά του Καίσαρος διάταγμα απελαύνον εκ Ρώμης τους χριστιανούς, η Λίγεια θα έφευγεν από την πόλιν μαζί με τους άλλους λάτρεις του Χριστού και ο Βινίκιος θα εσώζετο. Ήτο δυνατόν όμως το πράγμα τούτο;

Τέλος, τρείς ημέρας μετά το συμπόσιον ο Νέρων απεφάσισε να αναχωρήση εις το Άντιον και ο Πετρώνιος έπρεπε να τον ακολουθήση. Έσπευσεν αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν.

– Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου επίσης.

– Εάν δεν ήμην μεταξύ των κεκλημένων, απήντησεν ο Πετρώνιος, έπρεπε να περιμένω την θανατικήν καταδίκην μου και δεν την περιμένω προ της αποδημίας εις την Αχαΐαν. Θα είμαι εκεί πάρα πολύ ωφέλιμος εις τον Νέρωνα. Η πρόσκλησις αύτη είναι διαταγή.

– Και αν κανείς παρήκουε;

– Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον.

– Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον.. Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν.. είμεθα αγενείς δούλοι!

– Αργά το ενόησες, Βινίκιε.

– Όχι, αλλά, βλέπεις, εζήτησες να μου αποδείξης ότι η διδασκαλία η χριστιανική ήτο εχθρά της ζωής, ότι εδέσμευε τους ανθρώπους. Δύνανται να υπάρχουν βαρύτεραι αλύσεις από αυτάς, τας οποίας ημείς φέρομεν; Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σοβαρωτέρων πραγμάτων. Διηγήθην εις το Παλατίνον ότι ήσο ασθενής· εν τοσούτω το όνομά σου ευρίσκεται εις τον κατάλογον, όπερ αποδεικνύει ότι υπάρχει τις όστις δεν με επίστευε και όστις εχρησιμοποίησε την επιρροήν του διά να σε εγγράψη. Διά τον Νέρωνα δεν είσαι ειμή στρατιωτικός, με τον οποίον δύναταί τις να ομιλή περί ιπποδρομιών το πολύ και όστις δεν έχει καμμίαν ιδέαν περί ποιήσεως και μουσικής. Εάν το όνομά σου είναι γραμμένον εις τον κατάλογον, εις την Ποππέαν οφείλεις αυτήν την τιμήν και τούτο σημαίνει ότι το πάθος της δεν είναι ιδιοτροπία παροδική· θέλει να σε κατακτήση.

– Είναι τολμηρά η Αυγούστα!

– Τολμηρά βεβαίως. Είθε η Αφροδίτη να της εμπνεύση άλλον έρωτα το ταχύτερον! Αλλ' εν όσω σε ποθεί, οφείλεις να είσαι συνετός. Ο Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι.

– Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην, ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν.

– Τι θα χάσης πάλιν συ; Θα σε εμποδίση τούτο να αγαπάς την Λίγειάν σου; Ενθυμήσου επί πλέον ότι η Ποππέα την είχεν ιδεί εις το Παλατίνον και ότι δεν θα της είναι δύσκολον να υποπτεύση προς χάριν τίνος περιφρονείς τόσον ανεκτίμητον εύνοιαν. Και τότε διά να εκδικηθή θα την ανεύρη όπου και αν είναι κρυμμένη και θα προξενήσης όχι μόνον τον όλεθρόν σου, αλλά και της Λιγείας τον όλεθρον· καταλαμβάνεις;

Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν:

– Ανάγκη να την ίδω.

– Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι;

– Όχι.

– Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις την Τραντισβέρην;

– Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω.

– Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν δεν θέλη να σου προξενήση κακόν.

– Εκείνη δεν με έσωσεν από τα χέρια του Ούρσου;

– Εάν ούτως έχη, σπεύσον· διότι ο Χαλκοπώγων δεν θα βραδύνη να αναχωρήση. Από το Άντιον δύναταί τις να εκδώση αποφάσεις εις θάνατον, όπως και απ' εδώ.

Ο Βινίκιος εσκέπτετο με τι μέσον θα ίδη την Λίγειαν.

Εν τω μεταξύ τούτω, ο Χίλων έφθασεν όλως απροόπτως. Ενεφανίσθη άθλιος και ρακένδυτος, αλλ' επειδή οι δούλοι είχον άλλοτε διαταχθή να τον αφίνουν να εισέρχεται εις πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός, δεν ετόλμησαν να του εμποδίσουν την δίοδον. Εκείνος εισήλθε κατ' ευθείαν εις το άτριον και σταθείς ενώπιον του Βινικίου είπε:

– Οι θεοί να σου δώσουν την αθανασίαν και να μοιράσουν μαζί σου την κυριαρχίαν του κόσμου!

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν.

– Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο

Βινίκιος.

– Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία. Έπειτα με έκλεψαν, με κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου!

– Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;

– Επικαλούμαι την βοήθειάν σου, Βάαλ, και σου φέρω την αθλιότητά μου, τα δάκρυά μου, την αγάπην μου, – επίσης φέρω και νέα τα οποία περισυνέλεξα προς χάριν σου. Γνωρίζω πού μένει η θεία Λίγεια, θα σου δείξω, αυθέντα, τον δρομίσκον και την οικίαν..

– Πού;

– Εις του Λίνου, του πρεσβυτέρου των χριστιανών ιερέως. Εκεί ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις ενός μυλωθρού, Δημά.. ναι, του Δημά!.. Ο Ούρσος εργάζεται την νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα τον συναντήσωμεν εκεί.. Ο Λίνος είναι γέρων.. Και εκτός αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν. Ω κύριε! κύριε! από σε και μόνον εξαρτάται ίνα την νύκτα ταύτην ευρίσκεται εδώ μία μεγαλόψυχος βασίλισσα.

Το αίμα ανέβη εις την κεφαλήν του Βινικίου, και ο πειρασμός τον συνεκλόνιζεν ολόκληρον. Η επιθυμία του να την αποκτήση εκορυφώθη και εσκέπτετο: «Αν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, τις θα μου την αρπάση; Αν η Λίγεια εγίνετο παλλακίς μου, τι άλλο θα πράξη, ειμή να μείνη διά πάντοτε; Ας χαθούν όλα τα δόγματα! Τι με μέλλει διά τους χριστιανούς με την ευσπλαγχνίαν των και με την πίστιν των; Δεν είναι καιρός να ξαναρχίσω να ζω όπως όλος ο κόσμος; Όσον αφορά το τι θα πράξη κατόπιν η Λίγεια, πώς θα συμβιβάση την νέαν τύχην της με το δόγμα της, είναι πράγμα δευτερεύον και άνευ σημασίας. Προ παντός θα γίνη ιδική μου, και σήμερον μάλιστα. Τι υπήρξεν η ζωή μου; μία αλγηδών, έν πάθος ακόρεστον και μία συνήχεια ζητημάτων άλυτων. Όταν αποκτήσω την Λίγειαν, όλα θα διακοπούν και όλα θα τελειώσουν».

Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη ότι της ωρκίσθη πώς δεν θα κινήση πλέον την χείρα κατ' αυτής.

Αλλ' εις τι είχεν ορκισθή; Άλλως τε εάν εκείνη ησθάνετο προσβεβλημένην εαυτήν, θα την ενυμφεύετο και εξήλειφεν ούτω το αδίκημά του.

Ναι, ησθάνετο ότι είχεν υποχρέωσιν εις τούτο, επειδή εις εκείνην ώφειλε την ζωήν του! Και τότε ενεθυμήθη την ημέραν όποτε, μετά του Κρότωνος, είχεν εισχωρήσει εις το άσυλον εκείνο, ανεπόλησε την πυγμήν του Ούρσου την υψωθείσαν κατά της κεφαλής του και παν ότι επηκολούθησεν. Την είδε κύπτουσαν επί της κλίνης του, ενδεδυμένην ως δούλην ωραίαν, ως θεάν επουράνιον: Οι οφθαλμοί του εστράφησαν ακουσίως προς το λάβαρον και προς τον μικρόν εκείνον σταυρόν, τον οποίον του είχε δώσει όταν τον εγκατέλιπε. Θα ανταμείψη λοιπόν πάντα ταύτα διά νέας αρπαγής; Και ησθάνθη αιφνιδίως ότι δεν ήρκει να την έχη πλησίον του. Ευλογημένη θα είνε η κατοικία εκείνη εάν η Λίγεια εισέλθη εις αυτήν εκουσίως. Ευλογημένη η στιγμή εκείνη, ευλογημένη η ζωή; Αλλά να την αρπάση διά της βίας θα ήτο το ίδιον ως να την εφόνευε διά παντός την ευτυχίαν εκείνην και συγχρόνως ως να κατέστρεφε και καθίστα μισητόν παν ό,τι πολύτιμον και προσφιλέστερον υπάρχει εις την ζωήν.

Επί μόνη τη σκέψει ταύτη είχεν ήδη καταληφθή υπό φρίκης. Προσέβλεψε τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως.

Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν. Και επειδή δεν ηδύνατο να συγκρατηθή, ηκολούθησε την ώθησιν της τρομεράς ρωμαϊκής του φύσεως και στραφείς προς τον Χίλωνα:

– Δεν θα πράξω εκείνο, το οποίον με συμβουλεύεις, αλλά διά να μη φύγης χωρίς να λάβης την αμοιβήν, της οποίας είσαι άξιος, θα διατάξω να σου δώσουν τριακόσιους ραβδισμούς εις τα εργαστήρια των δούλων μου.

Ο Χίλων είχε γίνη πελιδνός. Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην:

– Πώς; Διατί;.. Αυθέντα! Διατί!.. Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί;.. Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος.. Σε υπηρέτησα.. Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ;

– Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.

Και εκάλεσε τον επιστάτην.

Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον κάτωχρον.

– Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων.. Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν

.. Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος!

Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν. Εν ριπή οφθαλμού δύο ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον έσυραν εις το εργαστήριον.

– Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του διαδρόμου.

Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν ερεθίσει και εμψυχώσει. Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα αντημείβετο ούτως ή άλλως.

 

– Όχι δεν θα του αποδώσω κακόν αντί καλού και αργότερα, όταν μάθη πώς εφέρθην προς εκείνον, όστις με παρώτρυνε να φέρω χείρα εναντίον της, θα με ευγνωμονή.

Εν τούτοις εσκέπτετο, εάν η Λίγεια επεδοκίμαζε την προς τον Χίλωνα διαγωγήν του. Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι' όνομα του Χριστού!» αντήχησεν εις την ψυχήν του.

Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της ποινής.

Με την σκέψιν ταύτην ητοιμάζετο να καλέση τον επιστάτην, οπότε ούτος παρουσιάσθη μόνος λέγων:

– Αυθέντα, ο γέρων ελιποθύμησε και ίσως είναι νεκρός. Πρέπει να

εξακολουθήσω την μαστίγωσιν;

– Ας τον επαναφέρουν εις τας αισθήσεις του και ας τον φέρουν εδώ.

Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα απεσύρθησαν.

Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου. Και πεσών εις τα γόνατα:

– Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας.

– Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του

Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν.

– Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε.

– Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την οικίαν όπου μένει η Λίγεια.

– Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν. Διάταξε να μου δώσουν τουλάχιστον τα υπολείμματα του πιάτου του σκύλλου σου και θα έλθω!.

Ο Βινίκιος διέταξε να του δώσουν να φάγη και του εδώρησε χρυσούν νόμισμα, και μανδύαν. Αλλ' ο Χίλων, τον οποίον οι ραβδισμοί και η πείνα είχον εξασθενίσει, δεν ηδυνήθη να βαδίση και μετά το γεύμα εκείνο, αν και εφοβείτο μήπως ο Βινίκιος εξελάμβανε την αδυναμίαν του ως αντίστασιν.

– Μόνον ο οίνος ας με αναθερμάνη, επανελάμβανε κροτών τους οδόντας, και πάραυτα θα δυνηθώ να βαδίσω, θα υπάγω μάλιστα μέχρι του κέντρου της Ελλάδος.

Ότε ανέλαβε τας δυνάμεις του, εξήλθεν.

Η οδός ήτο μακρά.

Ο Λίνος κατώκει, όπως οι πλείστοι των χριστιανών, εις την Τρανστιβέρην, όχι μακράν της οικίας της Μαριάμ. Ο Χίλων έδειξε τέλος εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου κισσοφυούς.

– Εκεί, αυθέντα.

– Καλά, είπεν ο Βινίκιος. Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα. Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως.

Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε:

– Θα λησμονήσω.

Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε:

– Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!

ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Ζ'

Κατ' ευθείαν ο Βινίκιος μετέβη εις την οικίαν όπου κατώκει η Μαριάμ.

Ο Τριβούνος την εχαιρέτησε μετ' ευπροσηγορίας.

Εν τη οικία, εκτός της Μαριάμ και του υιού της Ναζαρίου, εύρε τον Πέτρον, τον Γλαύκιον, τον Κρίσπον, καθώς και τον Παύλον τον Ταρσέα, προσφάτως επανελθόντα εκ Φριγγέλης.

Εις την θέαν του Βινικίου, η έκπληξις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπα όλων

– Σας χαιρετώ εις το όνομα του Χριστού, τον οποίον τιμάτε.

– Ας είναι δοξασμένον το όνομά του εις πάντας τους αιώνας!

– Εγνώρισα τας αρετάς σας και εδοκίμασα την καλωσύνην σας· διά τούτο

έρχομαι ως φίλος.

– Και ημείς θα σε δεχθώμεν ως φίλον, απεκρίθη ο Πέτρος. Κάθησε,

άρχων, και λάβε μέρος εις το δείπνόν μας· είσαι ξένος μας.

– Θα μετάσχω του δείπνου σας· αλλά προηγουμένως ακούσατέ με. Συ, Πέτρε, και συ Παύλε Ταρσεύ, θέλω να έχετε απόδειξιν της ειλικρινείας μου. Ειξεύρω πού είναι η Λίγεια· ήμην προ ολίγου έμπροσθεν της οικίας του Λίνου, εδώ πλησίον. Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο.

– Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος.

– Άλλοτε, πριν ευρεθώ μεταξύ υμών βεβαίως, θα την άρπαζα και θα την εκράτουν διά της βίας, αλλ' αι αρεταί σας, η διδασκαλία σας, αν και δεν την πρεσβεύω, ήλλαξαν κάτι εν τη ψυχή και δεν τολμώ πλέον να καταφύγω εις την βίαν. Αποτείνομαι λοιπόν προς σας, οίτινες αναπληρούτε τον πατέρα και την μητέρα της Λιγείας και σας λέγω: «Δώσατέ μου αυτήν ως σύζυγον και σας ορκίζομαι ότι όχι μόνον δεν θα της απαγορεύσω να πρεσβεύη τον Χριστόν, αλλ' ότι θα αρχίσω και εγώ να μελετώ το δόγμα της.

Ωμίλει με την κεφαλήν υψηλά και με φωνήν αποφασιστικήν.

Εν τούτοις ήτο συγκεκινημένος και αι κνήμαι του έτρεμον υπό τον μανδύαν του τον σφιγκτόν εις την οσφύν. Σιγή υπεδέχθη τους λόγους του· κατόπιν, ως διά να προλάβη απάντησιν δυσμενή, εξηκολούθησεν:

– Ηξεύρω ποία είναι τα εμπόδια, αλλά την αγαπώ ως την κόρην των οφθαλμών μου και μολονότι δεν είμαι ακόμη Χριστιανός, δεν είμαι εχθρός σας, ούτε εχθρός του Χριστού. Άλλος τις θα σας έλεγεν ίσως: «Βαπτίσατέ με!» Εγώ σας επαναλαμβάνω: «Διαφωτίσατέ με!» Πιστεύω ότι ο Χριστός ηγέρθη εκ νεκρών, διότι εκείνοι οίτινες βεβαιούν τούτο είναι άνθρωποι ζώντες εν αληθεία και οίτινες τον είδον ζώντα μετά θάνατον. Πιστεύω, επειδή το εδοκίμασα μόνος, ότι το κήρυγμά σας γεννά την αρετήν, την δικαιοσύνην, την ευσπλαγχνίαν και όχι τας κακουργίας, δι' ας σας κατηγορούν. Η διδασκαλία σας μετέβαλε κάτι τι εντός μου.

Αι οφρύς του συνεσπάσθησαν και ερύθημα ανήλθεν εις τας παρειάς του· έπειτα εξηκολούθησε ταχύτερον ομιλών μετ' αυξανούσης συγκινήσεως.

– Το βλέπετε! Βασανίζομαι και από τον έρωτά μου και από την αμφιβολίαν. Όταν σκέπτομαι ότι η Λίγεια είναι καθαρά ως η χιών των ορέων, την αγαπώ περισσότερον, και όταν σκέπτομαι ότι υπάρχει τοιαύτη χάρις εις την διδασκαλίαν σας, αγαπώ την διδασκαλίαν ταύτην και θέλω να την γνωρίσω! Μου είπαν ότι η θρησκεία σας εις ουδέν λογίζεται την ζωήν, ούτε τας ανθρωπίνους ηδονάς, ούτε την ευτυχίαν, ούτε τους νόμους ούτε την ρωμαϊκήν ισχύν. Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα ότι είσθε μωροί.Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας; Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ' αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου!

Ο Πέτρος είπεν:

– Ημείς φέρομεν την αγάπην.

Και ο Παύλος ο Ταρσεύς προσέθηκεν:

– Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.

Η καρδία του γηραιού Πέτρου είχε συγκινηθή υπό της ψυχής ταύτης της βασανιζομένης, ήτις, ως πτηνόν κλεισμένον εν κλωβώ, εξώρμα προς τον ήλιον. Έτεινε τας χείρας προς τον Βινίκιον και είπεν:

– Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Η χάρις του Κυρίου είναι μετά σου· σε ευλογώ λοιπόν, σε και την ψυχήν σου και την αγάπην σου, εν ονόματι του Λυτρωτού!

Ο Βινίκιος ακούσας τας λέξεις ταύτας της ευλογίας ώρμησε προς τον Πέτρον, και ο απόγονος αυτός των Κυριτών, όστις προσφάτως ακόμη δεν ήθελε να αναγνωρίζη πάντα ξένον ως άνθρωπον, έλαβε τας χείρας του γέροντος Γαλιλαίου και τας έθλιψεν ευγνωμόνως εις τα χείλη του.

Ο Πέτρος εχάρη, εννοήσας ότι το αλιευτικόν του δίκτυον είχε συλλάβη μίαν ψυχήν επί πλέον, και οι παρεστώτες ανέκραξαν μια φωνή:

– Δόξα εν Υψίστοις Θεώ!

Ο Βινίκιος ύψωσεν ακτινοβόλον το πρόσωπον.

Βλέπω, είπεν, ότι η ευτυχία δύναται να παραμένη μεταξύ σας, επειδή αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, και υποθέτω ότι θα με πείσετε να δεχθώ την διδασκαλίαν σας. Αλλ' ο Καίσαρ απέρχεται εις Άντιον, και οφείλω να τον ακολουθήσω. Ειξεύρετε ότι, αν παρακούση τις, κρίνεται άξιος θανάτου. Αλλ' εάν θέλετε, έλθετε μετ' εμού ίνα μου διδάξετε την αλήθειαν ταύτην. Εκεί θα είσθε εν ασφαλεία και θα δυνηθήτε να διαδώσετε την αλήθειαν και εις την αυλήν του Καίσαρος. Έχω μίαν έπαυλην εις Άντιον, όπου θα συνερχώμεθα μακράν του Καίσαρος διά να ακροώμεθα την διδασκαλίαν σας.

Εκείνοι ανελογίζοντο μετά χαράς την νίκην του κηρύγματός των και την απήχησιν, την οποίαν θα είχεν ανά τον εθνικόν κόσμον ο εκχριστιανισμός ενός άρχοντος, απογόνου μιας των αρχαιοτέρων οικογενειών της Ρώμης. Ο Πέτρος είχε μέγα στάδιον διά το κήρυγμά του εν Ρώμη, και δεν είχε καιρόν διά να αναχωρήση· διά τούτο ο Παύλος συγκατένευσε να συνοδεύση τον νεαρόν τριβούνον εις Άντιον.

Καίτοι ο Βινίκιος εθλίβη, διότι ο Πέτρος, προς τον οποίον ησθάνετο τόσην ευγνωμοσύνην, δεν ηδύνατο να έλθη μετ' αυτού, ηυχαρίστησεν εγκαρδίως, έπειτα δε εστράφη προς τον γηραιόν απόστολον διά να τω απευθύνη μίαν τελευταίαν αίτησιν.

– Αφού γνωρίζω την κατοικίαν της Λιγείας, είπε, θα ηδυνάμην να υπάγω μόνος μου να την εύρω και να την ερωτήσω, αν θα με δεχθή ως σύζυγον, όταν η ψυχή μου γίνη χριστιανή· αλλά προτιμώ να παρακαλέσω σε, απόστολε, να μου επιτρέψης να την ίδω, να με οδηγήσης συ αυτός προς εκείνην. Ας την ίδω πριν αναχωρήσω, ας μάθω από το στόμα της αν θα λησμονήση το κακόν, το οποίον της έκαμα, και αν θα θελήση να γίνη σύντροφος της ζωής μου.

Ο Πέτρος εμειδίασε μετ' αγαθότητος:

– Και ποίος θα σου αρνηθή την λογικήν αυτήν ευχαρίστησιν, τέκνον

μου;

Έπειτα έστειλε την Μαριάμ να ζητήση την Λίγειαν, συστήσας εις αυτήν να μη είπη ποίος ευρίσκετο μεταξύ των.

Η απόστασις ήτο μικρά.

Μετ' ολίγον οι παριστάμενοι είδον εν μέσω των μυρσινών του μικρού κήπου την Μαριάμ, ήτις ωδήγει την Λίγειαν εκ της χειρός.

Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα του.

Τώρα εκείνη ήτο εκεί, ερυθριώσα, ωχριώσα, με έκπληξιν και φόβον εις τους οφθαλμούς οίτινες διηρώτων τι συμβαίνει.

Εκείνη δεν είδε παρά βλέμματα φωτεινά και πλήρη αγαθότητος.

– Ο απόστολος Πέτρος την επλησίασε και είπε:

– Λίγεια, τον αγαπάς ακόμη;

Επηκολούθησε στιγμή σιωπής. Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του.

– Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων.

Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου.

– Μάλιστα.

Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της. Ο Πέτρος έθηκε τας χείρας επί των κεφαλών των λέγων:

– Αγαπάσθε εν Κυρίω και διά την δόξαν Αυτού, διότι δεν υπάρχει

αμάρτημα εις την αγάπην σας.