Kostenlos

Κύκλωψ

Text
Autor:
0
Kritiken
Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΣΚΗΝΗ Ζ'

ΧΟΡΟΣ

 
ΧΟΡΟΣ
                                         Τα χείλη σου άνοιξε τα
                                         που κλείνουνε το στόμα
                                       γιατί σε λίγο, ω Κύκλωψ,
                                      θα είναι έτοιμες η σάρκες
                                          ψητές ή και βρασμένες
                                          έτοιμες να της πιάνης
                                             απ' τη φωτιά απάνω
                                          και να της κατεβάζης·
                                           τα κόκκαλα θα σπάζης
                                      των ξένων, που θα βράσουν
                                         μέσ' σε βωδιού τομάρι.
                                         Μη μας καλείς μαζή σου
                                           κράτησε μοναχός σου.
                                              ολόκληρο το πλοίο
                                          της σάρκες φορτωμένο.
                                         Ας φύγωμε απ'το άντρον
                                    κι' απ' της φρικτές θυσίαις
                                          του Κύκλωπα που τρώει
                                       της σάρκες των ανθρώπων.
                                          Τι άγριος πρέπει νάνε
                                           εκείνος που σκοτώνει
                                         τους ξένους που η τύχη
                                         τους έστειλε κοντά του
                                         και ανήμερα τους κόβει
                                        και σπα τα κόκκαλά τους
                                           με τασεβή του δόντια
                                       και βράζει το κορμί τους
                                           ή στη φωτιά το ψήνει
                                         κι' απ' την πυρά απάνω
                                           τράβα τα κρέατα τους
                                          και τα καταβροχθίζει!
 

ΣΚΗΝΗ Η'

(Εξέρχεται ο Οδυσσεύς έντρομος από το άντρον).

 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ -ΧΟΡΟΣ
  Ω Ζευ, ω Ζευ! πως να σας πω τι είδα μέσ' στο άντρον
  Βέβαια δεν θα πιστέψετε, πως είναι έργα ανθρώπου.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Τι τρέχει; τι είδες, Οδυσσεύ; Μήπως οι σύντροφοι σου
  δεν ζούνε πια; τους έφαγε;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Άρπαξε δύο πρώτα
  κι' αφ' ου καλά τους έψαξε και με τα δυο του χέρια
  και είδε ότι ήτανε κ' οι δυο καλλίτερα θρεμμένοι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Ω τους φτωχούς! Πώς έγινε το πράγμα;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                         Μόλις στο άντρον
  εμπήκαμε, άρχισε φωτιά ο Πολύφημος, νανάβη
  ρίχνοντας μιας βελανιδιάς μεγάλης τα κλωνάρια,
  που τρία αμάξια δύσκολα μπορούσαν να κρατήσουν.
  Έπειτα πλάι στη φωτιά ένα κρεββάτι στρώνει
  από έλατα, και έπειτα ένα κρατήρα επήρε
  ίσον με δέκα αμφορείς, αρμέγει της γελάδες
  και τον γεμίζει κάτασπρο το γάλα. Και κατόπιν
  ένα ποτήρι ξύλινο από κισσό τρείς πήχες
  το ύψος κι' άλλους τέσσερες τουλάχιστον το βάθος.
  Ένα καζάνι χάλκινο στη φλόγα απάνω στήνει
  και σούβλες που η άκρη τους ήτανε σιδερένια.
  Και όταν όλα ετοίμασεν ο μάγερας του Άδου
  δυο από τους συντρόφους μου άρπαξε, τους έσφαξε με κάποιον
  ρυθμό, τον' ένα έρριξε εις το καζάνι μέσα
  και έπειτα τον δεύτερον αρπάζει απ' το πόδι
  και τον χτυπάει δυνατά στου βράχου τη γωνία
  και το κεφάλι του έσπασε κ' εχύθη το μυαλό του·
  τότε με το μαχαίρι του της σάρκες κατακόβει
  και τον πετάει στη φωτιά, ενώ τα άλλα μέλη,
  μέσ' στο καζάνι τάρριξε να βράσουν με τον άλλον.
  Εγώ σ' αυτό το μεταξύ με μάτια δακρυσμένα
  στο πλάι του εστεκόμουνα και τον υπηρετούσα.
  Οι άλλοι στα βάθη της σπηληάς οι δόλιοι μαζεμένοι
  σαν τα πουλάκια έτρεμαν, κ' είχε κοπή η λαλιά τους.
  Τέλος όταν εχόρτασε με σάρκες και ξαπλώθη
  ο Κύκλωψ κ' η ανάσα του 'μόλυνε τον αέρα
  μια θεία αλήθεια έμπνευσις μου ήρθε· το ποτήρι
  με το κρασί του Μάρωνος εγέμισα και του είπα
  – Ω Κύκλωψ, του θεού παιδί των θαλασσών, αν θέλης,
  δοκίμασε απ' το ποτόν που βγάζουνε το θείον
  ταμπέλια της Ελλάδος μας, απ' το ποτόν του Βάκχου!
  Εκείνος από το φρικτό το δείπνο χορτασμένος
  με μια μονάχα ρουφιξιά άδειασε τον κρατήρα
  και το κρασί επαίνεσε κ' υψώνοντας τα χέρια
  μου είπε «Ω πιο αγαπητέ απ' όλους τους άλλους ξένε,
  μου δίνεις ένα θείο ποτό, έπειτα από θείο γεύμα».
  Σαν είδα πως του άρεσε και δεύτερο του δίνω
  βέβαιος ότι το κρασί θα τον υποδουλώση
  και θα βοηθήση, γρήγορα να τον εκδικηθούμε·
  τότε άρχισε να τραγουδή, κ' εγώ το ένα στο άλλο
  κρασί ποτήρια τούδινα και μια φωτιά στα σπλάγχνα
  του άναβα· τα τραγούδια του στο άντρον αντηχούνε·
  με των δυστυχισμένων μου συντρόφων μου τους θρήνους.
  Τότε σιγά σιγά εγώ εβγήκα από το άντρον
  κ' ήρθα εδώ για να σωθώ κι' όλους εσάς να σώσω
  αν με βοηθήσετε. Αλλά θέλω να μάθω πρώτα
  αν θέλετε να φύγετε απ' τον ανόσιον άνδρα
  και εις του Βάκχου φθάνοντας τανάκτορα, να ζήτε
  με της Νεράιδες του μαζή. Αυτός ήταν ο πόθος
  του γέρου του πατέρα σας, που είναι στο άντρον τώρα.
  Μα αυτός είναι αδύνατος και άλλο δεν συλλογιέται
  απ' το μεθύσι· σαν πουλί που η ξόβεργα θα πιάση
  τινάζει αδίκως τα φτερά, μα δεν μπορεί να φύγη
  απ' το ποτήρι το κρασί. Σεις όμως που είσθε νέοι
  ελάτε να γλυτώσετε και να γυρίστε πίσω.
  στον Βάκχο, όπου με αυτόν τον Κύκλωπα δεν μοιάζει.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Ω αγαπημένε φίλε μας, είθε ναρθή η ημέρα
  να φύγωμε απ' του Κύκλωπος τα χέρια! Πόσο ως τώρα
  καιρό έχομε να βάλωμε στο στόμα μας ποτήρι!
  Αλλ' όμως δεν είναι εύκολο να φύγωμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
      Ακούστε
  τι τρόπο ευρήκα απ' το άγριο θηρίον να σωθούμε
  και να το τιμωρήσωμε.
 
 
ΧΟΡΟΣ
                      Μίλησε, δεν υπάρχει
  τραγούδι ωραιότερο της Λυδικής κιθάρας
  από το άκουσμα αυτό: πως πέθανε ο Κύκλωψ.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Τώρα που ήπιε, απ' τη χαρά μία ιδέα του ήρθε
  στους αδερφούς του Κύκλωπας να πάη να διασκεδάση.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Κατάλαβα· θέλεις λοιπόν στο δάσος να τον βρούμε
  μονάχο να τον σφάξωμε ή από κανένα βράχο
  να τον πετάξωμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                  Όχι δα, κανένα από δύο,
  το σχέδιόν σου πιο καλά μελετημένο είναι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Λέγε λοιπόν από καιρό, σοφός πως είσαι ακούμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Πρώτα δεν κάνει θα του πω, να πάη στο τραπέζι
  και εις τους άλλους Κύκλωπας να δώση το κρασί του,
  παρά να τώχη μόνο αυτός να το γλεντάη μονάχος ·
  Κι' όταν μεθύση και βαρύς στον ύπνο πάλι πέση
  εγώ ένα κλώνο της εληάς, απ' τη σπηληά θα πάρω.
  Κι' αφού στην άκρη μυτερό με το σπαθί τον κάνω
  θα τον πυρώσω στη φωτιά· κι' όταν τον 'δω να κάψη,
  θα τον τραβήξω, και με ορμή, στο μάτι θα τον χώσω
  του Κύκλωπος, κι' αυτός ευθύς θα στραβωθή. Όπως όταν
  ένα καράβι φτειάνουνε ο ναυπηγός γυρίζη
  με δυο πετσιά στης τρύπες του τριγύρω το τρυπάνι
  έτσι κ' εγώ μέσ' στου ματιού την κόγχη θα γυρίσω
  το πυρωμένο μου κλαδί, την όψι να του κάψω.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Ω, τι χαρά! Μας τρέλλανε ο τρόπος που ευρήκες.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Έπειτα όλους σας εδώ στο πλοίο θα σας βάλω
  μαζή με τον πατέρα σας, και τα κουπιά τραβώντας
  με όλη μας την δύναμι, μακρυά από δω θα πάμε.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Αφού σου ωρκισθήκαμε πως θάμαστε δικοί σου,
  θα μας αφήσης τον δαυλό και μείς να τον γυρνούμε
  μέσα στο μάτι σου; Γιατί σ' αυτήν την τιμωρία
  χαρά μας να βοηθήσωμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Και πρέπει, γιατί είναι
  πολύ μεγάλος ο δαυλός και δεν μπορώ μονάχος.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Το βάρος εκατό αμαξιών σηκώνομε ευχαρίστως,
  φτάνει κ' εμείς να κάψωμε του Κύκλωπα το μάτι
  και φτάνει να το λυώσωμε σαν σφήκα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                         Ησυχία
  κάμετε· τώρα εμάθατε το σχέδιο· όταν είναι
  η ώρα, θα σας 'πω εγώ και σεις να υπακούτε
  στον αρχηγό. Γιατί εγώ έχω όλους τους δικούς μου
  μέσ' στη σπηληά και δεν ζητώ μονάχος να γλυτώσω,
  αν και μπορούσα νάφευγα, αφού έφθασα και βγήκα.
  Αλλά δεν είναι δίκαιον ν' αφήσω τους δικούς μου
  που ήλθανε μαζή μου εδώ, και να σωθώ εγώ μόνος.
 

(Εισέρχεται εις το σπήλαιον).