Kostenlos

Κύκλωψ

Text
Autor:
0
Kritiken
Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

ΣΚΗΝΗ ς'

Ο ΧΟΡΟΣ των ποιμένων – Ο ΚΥΚΛΩΨ

(Εισερχόμενος ο Κύκλωψ αποτείνεται προς τους χορεύοντας Σατύρους)

 
ΚΥΚΛΩΨ
  Ε, σεις! Καθήστε φρόνιμα! τι είναι αυτό το γλέντι,
  και οι χοροί; Διόνυσος δεν είν' εδώ. Σταθήτε,
  δεν είναι ούτε τύμπανα από χαλκό, ούτε κρίκοι.
  Τι κάνουν τα νεογέννητα αρνάκια μέσ' στο άντρον;
  Βυζαίνουν της μητέραις τους και παίζουν στο πλευρό τους;
  Είναι γεμάτα από τυρί τα σχοίνινα καλάθια;
  Τι λέτε; Πώς;… Δεν απαντά κανείς σας; Μήπως πρέπει
  με το ματσούκι μου αυτό ν' αρχίσω τα πλευρά σας
  νάχωμε πάλι κλάμματα; Σηκώσετε τα μάτια
  και μην κυττάζετε στη γη…
 
 
ΧΟΡΟΣ
                      Να, βλέπομε απάνω
  έως τον Δία, και στ' ουρανού τα άστρα.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                                         Το τραπέζι
  είν' έτοιμο;
 
 
ΧΟΡΟΣ
      Είναι έτοιμο. Όρεξι φθάνει νάχης.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Και οι κρατήρες έτοιμοι; Είναι γεμάτοι γάλα;
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Και το πιθάρι ολόκληρο, αν θέλης.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                                         Είναι γάλα
  της προβατίνας, βωδινό, ή ανακατωμένο;
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Απ' ό,τι θέλεις· μοναχά εμάς να μη ρουφήξης.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Εσείς δεν μου χρειάζεσθε. Με τα πηδήματα σας
  μπορείτε να ξεσκίσετε τα βάθη της κοιλιάς μου
 

(Έξαφνα βλέπει τους Έλληνας και τον Σειληνόν ο οποίος φαίνεται ότι

τους διώχνει).

 
  Ε!; τι είναι εκεί κάτω αυτοί που βλέπω στη σπηληά μου;
  Λησταί ή κλέφτες βγήκανε στον τόπο μας; τι βλέπω;
  Ταρνιά μας εις το σώμα τους δεμένα με καλάμια·
  και η στάμναις μας με το τυρί γεμάταις… Και ο γέρος
  ο φαλακρός, που στέκεται με τα πρησμένα μούτρα
  φαίνεται πως της έφαγε…
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                          Αλλοίμονο σ' εμένα!
  Καίει το κορμί μου του άμοιρου απ' της ξυλιές.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
      Για στάσου!…
  Ποιός, γέροντα, σ' εχτύπησε;…
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                      Αυτοί εδώ που βλέπεις
  γιατί εγώ δεν ήθελα ν' αφήσω να σε κλέψουν.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Και πώς; Δεν ήξευραν αυτοί, πως είμ' εγώ ο Κύκλωψ
  θεός εγώ, θεών παιδί;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                      Όλα αυτά τα είπα
  του κάκου! εκείνος άρπαξε τα πράγματα σου ως τόσω
  και το τυρί σου έτρωγαν και έκλεβαν ταρνιά σου.
  Εσέ τον ίδιον έλεγαν πως με σχοινί θα δέσουν
  τρεις πήχες, και από το μάτι σου θα κάμουν να ξεράσης
  τα σπλάγχνα σου και καμτσικιές θα σούδιναν στη ράχη
  και έπειτα θα σ' έρριχναν δεμένον στο καράβι
  και δούλον θα σ' επήγαιναν τον μύλο να γυρίζης.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Αλήθεια; Τρέξε γλήγορα μαχαίρια ν' ακονήσης·
  μάζεψε ξύλα κι' άναψε φωτιά, γιατί σε λίγο
  όλους θα σφάξω και ζεστούς θα τους καταβροχθίσω
  άλλους ψητούς στα κάρβουνα κι' άλλους βραστούς στη χύτρα.
  Πολύν καιρό ετρεφόμουνα με λάφια και λιοντάρια,
  και έχω πάρα πολύν καιρό να φάω ανθρώπου κρέας.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Σωστά. Είναι καλλίτερο, αφέντη, το καινούριο.
  Πολύν καιρό έχουν ανθρώποι να ρθούνε στη σπηληά σου.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ω Κύκλωψ, άκουσε και μας τους ξένους. Πεινασμένοι
  στον τόπο σου εβγήκαμε, λίγη τροφή ναυρούμε
  και να την αγοράσωμε με χρήμα. Αυτός που βλέπεις
  μας πούλησε, όχι άθελα, το γάλα και ταρνιά σου
  και μείς κρασί του δώσαμε γι' ανταλλαγή και ήπιε·
  τίποτα δεν εκάμαμε διά της βίας, ο γέρος
  ψέμματα λέει, γιατί κρυφά τον ηύρες να σε κλέβη.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Εγώ;… που να σ' εύρη κακό…
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Να μ' εύρη, αν λέω ψέμμα.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Στον Ποσειδώνα ορκίζομαι, στον θείο σου πατέρα
  και στον μεγάλον Τρίτωνα και στον Νηρέα κι' ακόμα
  στην Καλυψώ ορκίζομαι, και στου Νηρέως της κόραις,
  στα κύματα, ω Κύκλωπα, σ' όλα μαζή τα ψάρια
  καλέ μου, αφεντάκη μου, ψέμματα είναι όλα.
  Δεν πούλησα εγώ τίποτα από τα πράγματα σου.
  Να μη μου μείνη ένα παιδί, που ξέρεις πως τα έχω.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Οι όρκοι σου απάνω σου αμέσως να γυρίσουν.
  Σε είδα με τα μάτια μου που τα πουλούσες· ψέμμα
  αν λέη ο πατέρας μας από κακού να πάη.
 

(προς τον Κύκλωπα:)

 
  Τους όρκους μην παραδεχθής. Μην αδικής τους ξένους.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Ψέμματα λέτε. Μόνον αυτόν τον γέροντα πιστεύω,
  γιατί και απ' τον Ραδάμανθυν πιο δίκαιον τον έχω.
  Αλλά θα μάθω μόνος μου. Ποιοι είσθε σεις, ω ξένοι,
  από που έρχεσθε, και ποιά η πατρίδα σας;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                         Η Ιθάκη,
  είν η πατρίδα μας. Και αφ' ου επήραμε την Τροία
  τώρα από εκεί γυρίζαμε. Μα η τρικυμία, ω Κύκλωψ,
  στον τόπο σου μας έρριξε.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                          Ώστε είσθε σεις εκείνοι
  που για να ξαναφέρετε στη Σπάρτη την Ελένη
  εφθάσατε ως το Ίλιον, στης όχθες του Σκαμάνδρου;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Εμείς, και ετραβήξαμε τόσα δεινά.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
      Εκστρατεία
  κακή, αφού η αιτία της μία γυναίκα ήτον
  κ' επήγανε προς χάριν της ως την Φρυγία.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                              Έτσι
  ήτον το θέλημα του θεού. Θνητός κανείς, δεν φταίει.
  Και τώρα, ω γενναίο παιδί του Ποσειδώνος, όλοι
  εμείς σε ικετεύομεν και σε παρακαλούμε
  όχι σαν δούλοι, αλλ' ακριβώς ωσάν ελεύθεροι άνδρες
  την θεία οργή να φοβηθής και να μη μας σκοτώσης.
  Γιατί εμείς, ω βασιλιά, εις την Ελλάδα όλη
  τιμούμε τον πατέρα σου και έχομε ναούς του
  έως τα μακρυνώτερα του τόπου μας σημεία.
  Απάτητος και ιερός είναι ο λιμήν του κάτω
  στο Ταίναρον και πάρα εκεί στην άκρη του Μαλέα
  κ' έπειτα και στο Σούνιον, που η Αθηνά μαζή του
  έχει ναόν στο έδαφος που βγάζει το ασήμι,
  Άλλος ναός του και άσυλον στον Γεραιστόν της Ευβοίας.
  Αλλά δεν υποφέραμε την ύβριν που η Φρυγία
  εις την Ελλάδα έκαμε. Η δόξα μας δική του
  επίσης είναι. Γιατί εσύ στον φλογισμένον βράχο
  της Αίτνης που είναι Ελληνική, κύριος είσαι. Νόμος
  είναι για όλους τους θνητούς να δέχωνται τους ξένους
  που έπαθαν στη θάλασσα, να τους φιλοξενούνε
  κι όχι να τους σουβλίζουνε με των βωδιών της σούβλες
  και να χορταίνουν με τροφή της σάρκες των ανθρώπων.
  Πολύν καιρό εδεκάτισε η Τροία την Ελλάδα,
  και ήπιε το αίμα των νεκρών που εσκότωνε το δόρυ
  και άφησε γρηές χωρίς παιδιά, γυναίκες χωρίς άνδρες.
  Αν συ τους λίγους που έμειναν μέσ' στη φωτιά τους ρίξης
  για να τους φας, πού μένει πια κανείς να καταφύγη;
  Όχι, άκουσε τα λόγια μου, ω Κύκλωπα, και κράτει
  τα δόντια σου· προτίμησε φιλάνθρωπος να μείνης
  κι' όχι να γίνης ασεβής. Γιατί πολλοί ως τώρα
  από τα κέρδη τα κακά εβγήκαν ζημιωμένοι.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ (προς τον Κύκλωπα:)
  Άκου κ' εμέ μια συμβουλή που θα σου δώσω, μία
  μπουκιά απ' το κρέας του να μην αφήσης. Κόψε
  τη γλώσσα του και φάγε την να μάθης ν' αγορεύης.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ (προς τον Οδυσσέα:)
  Ε, ανθρωπάκο, των σοφών θεός είναι ο πλούτος.
  Όλα τα αλλά ανώφελα κι' άχρηστα λόγια είναι.
  Τι τάχα θα κερδίσω εγώ, αν ο πατέρας μου έχη
  ναούς στα ακρωτήρια, και τι μου τ' αραδειάζεις;
  Εγώ του Διός τους κεραυνούς δεν τους φοβάμαι διόλου
  κι' ούτε καλλίτερο θεωρώ τον Δία από μένα.
  Δεν λογαριάζω τίποτα. Ξέρεις γιατί; Αν βρέξη
  ο Ζευς, εγώ στο βράχο αυτόν πηγαίνω και τρυπώνω
  κ ένα μοσχάρι ψήνοντας ή τίποτα κυνήγι
  το τρώω και ανάσκελα στο χώμα ξαπλωμένος,
  αφού αδειάσω ολόκληρο τον αμφορέα με γάλα,
  έπειτα την κοιλιά χτυπώ και με τον ήχο κάνω
  Βροντές κ' εγώ και κεραυνούς ωσάν τον Δία. Και όταν
  πάλι άγριος ο βοριάς από τη Θράκη αρχίση
  και με το χιόνι όλη τη γη σκεπάση, εγώ χωμένος
  μέσ' στων θηρίων τα δέρματα, φωτιά μεγάλη ανάβω
  και για το χιόνι του Διός καθόλου δεν με μέλει.
  Η γη εξ ανάγκης, θέλοντας και μη, χορτάρι βγάζει
  να τρώνε τα κοπάδια μου, τα βώδια και ταρνιά μου.
  Εγώ κανένα απ' αυτά δεν θυσιάζω σ' άλλον
  θεόν, γιατί καλλίτερον δεν ξέρω απ' την κοιλιά μου.
  Να τρώη, να πίνη, να γλεντά κανένας κάθε μέρα,
  να μη χαλά για τίποτα την όρεξί του, αυτό είναι
  ο Ζευς για 'κείνον που έμαθε να ζη σ' αυτόν τον κόσμο.
  Εκείνοι που άλλους έκαμαν για τους ανθρώπους νόμους
  και στη ζωή τους έβαλαν ένα σωρό φροντίδες,
  εκείνοι θέλουν κρέμασμα. Για χάρι τους βεβαίως
  εγώ δεν έχω όρεξι να σκάσω την καρδιά μου
  και δεν θα μ' εμποδίσουνε αυτοί να σε μασήσω.
  Αυτήν την περιποίησί σου ετοιμάζω, ω ξένε,
  για να μην έχης άδικα παράπονα. Η φωτιά μου
  και το καζάνι έτοιμο του πατρικού σπιτιού μου
  την σάρκα σου θα ντύσουνε και θα ζεστοκοπήσουν.
  Έλα, συρθήτε στη σπηληά, και γύρω απ' το βωμό μου
  τρέξετε να ετοιμάσετε το γεύμα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                          Αλλοίμονο μας!
  Σωθήκαμε απ' τον πόλεμο κι απ' τη μανία του πόντου
  και τώρα να μαλάξωμε μία καρδιά ανθρώπου
  δεν κατορθώνομε. Ω θεά του Δία θυγατέρα,
  βοήθησε μας· κίνδυνοι χειρότεροι απ' της Τροίας
  μας απειλούν. Αλλά και συ που κατοικείς στα άστρα,
  ω Ζευ φιλόξενε, ιδέ τα βάσανα μας τώρα,
  γιατί αν την βοήθεια που σου ζητώ δεν δώσης
  αδίκως σε λατρεύουνε, θεός εσύ δεν είσαι,
 

(Εισέρχεται εις το σπήλαιον)