Kostenlos

Ιστορίες αλλόκοτες

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

Εκύτταξα εις το κενόν και παρετήρησα την οροφήν της φυλακής μου. Ευρίσκετο αύτη τριάκοντα ή τεσσαράκοντα πόδας υπεράνω της κεφαλής μου και η κατασκευή της παρωμοίαζε προς την των τοίχων. Ένας από τους πίνακας παρίστανε κάτι πολύ παράδοξον, το οποίον εκέντησε την περιέργειάν μου. Ήτο εικών παριστώσα τον Χρόνον, υπό την συνήθως διδομένην εις αυτόν μορφήν. Αντί όμως δρεπάνου εκρατούσε κάτι άλλο, το οποίον, αφηρημένος κατ' αρχάς, εξέλαβον αντί τεραστίου εκκρεμούς, ομοίου προς εκείνο των παλαιών ωρολογίων. Η όψις του εργαλείου αυτού παρουσίαζεν εν τούτοις και κάτι ιδιαίτερον, το οποίον με έκαμε να το εξετάσω μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Προσηλώσας απ' ευθείας το βλέμμα επάνω του – διότι ήτο ακριβώς τοποθετημένον επάνω από την κεφαλήν μου – ενόμισα ότι το είδα κινούμενον. Μετ' ολίγον η ιδέα μου επεβεβαιώθη. Η αιώρησίς του ήτο σύντομος και συνεπώς βραδεία. Το παρετήρησα επί τινα λεπτά με κάποιον φόβον, αλλά προ παντός με έκπληξιν. Εις το τέλος βαρυνθείς το να παρακολουθώ την μονότονον κίνησίν του εξήτασα τα λοιπά αντικείμενα του κελλίου. Ελαφρός ψίθυρος προυκάλεσε την προσοχήν μου και παρατηρήσας κατά γης, είδα πλείστα τεράστια ποντίκια, τα οποία έτρεχαν επί του εδάφους. Ενώ παρετήρουν, αυτά έφθαναν κατά πυκνάς φάλαγγας, τάχιστα, με άπληστα μάτια δελεαζόμενα από την μυρωδιά του κρέατος.

Διά να τ' απομακρύνω κατέβαλα πολλάς προσπαθείας και μίαν προσεκτικήν επίβλεψιν. Επέρασε σχεδόν μισή ώρα, ίσως μία, (δεν μπορώ να ειπώ ακριβώς, διότι είχα μίαν πολύ ατελή αντίληψιν του χρόνου) όταν εσήκωσα τα μάτια μου προς τα επάνω.

Ό,τι είδα τότε με εθάμβωσε και με ετρόμαξε. Το εκκρεμές κατέβαινε περίπου μίαν υάρδαν. Συνέπεια τούτου φυσική ήτο να αυξηθή αναλόγως και η ταχύτης. Αλλ' ό,τι κυρίως με ετάραξεν ήτο ότι με επλησίαζεν επαισθητώς. Παρετήρησα τότε – περιττόν να σας είπω με τι τρόμον – ότι το κάτω άκρον του απετελείτο από ένα μισοφέγγαρο στιλπνού χάλυβος, ενός ποδός μήκους περίπου από το ένα κέρας προς το άλλο. Τα κέρατα αυτά ήσαν υψωμένα προς τα επάνω και το κάτω άκρον εφαίνετο τόσον ακονισμένον, όσον και ένα ξυράφι, του οποίου και το σχήμα είχεν. Ήτο κρεμασμένον από ένα ορειχάλκινο τέλι. Το όλον δ' εσφύριζεν αιωρούμενον εις το κενόν.

Δεν μου επετρέπετο πλέον ν' αμφιβάλλω ως προς την τύχην, η οποία μου επεφυλάσσετο από την εφευρετικότητα των μοναχών. Οι πράκτορες της Ιεράς Εξετάσεως εγνώριζαν ότι ανεκάλυψα το φρέαρ, το φρέαρ η διά του οποίου βάσανος επεβάλλετο εις ένα τόσον αυθάδη αιρετικόν, όπως εγώ, το φρέαρ το θεωρούμενον κοινώς ως το άκρον τέλος των ποινών της Ιεράς Εξετάσεως.

Τυχαίως διέφυγα εγώ από του να κατακρημνισθώ εις το φρέαρ, εγνώριζα δε ότι η σύλληψις εις την παγίδα του καταδίκου και ο αιφνιδιασμός ως προς τας βασάνους απετέλει μίαν από τας κυριωτέρας παραδόσεις των ποινών αυτών.

Επειδή δε δεν έπεσα εις την άβυσσον, δεν επετρέπετο κατά τα διαβολικά των σχέδια να με ρίψουν αυτοί· επομένως μου επεφυλάσσετο ασφαλώς ένας θάνατος διάφορος και γλυκύτερος.

Γλυκύτερος! Εμισογέλασα εν μέσω της αγωνίας μου, διότι μετεχειρίσθην ένα τόσον οξύμωρον σχήμα. Προς τι λοιπόν να περιγράψω τας μακράς, τας μακράς ώρας της αγωνίας πλέον ή θανασίμους, τας οποίας διήλθα μετρών την παλμικήν κίνησιν του εκκρεμούς; Από δακτύλου εις δάκτυλον και από γραμμής εις γραμμήν η κάθοδος του βραδυτάτη, απετέλει δι' εμέ αιώνα. Και πάντοτε προσήγγιζε χαμηλότερα. Ημέραι παρήλθον πολλαί, ημέραι ίσως, μέχρι της στιγμής καθ' ην ησθάνθην την πνοήν του πλησίον. Η οσμή του ακονισμένου χάλυβος εθώπευε τους ρώθωνάς μου.

Καθικέτευσα τον θεόν, τον ηνώχλησα με τας προσευχάς μου, παρακαλών να καταβή το εκκρεμές το ταχύτερον.

Η φρενίτις και η τρέλλα με εκυρίευσαν και ανέπτυξα όλην μου την δύναμιν διά ν' ανασηκωθώ, διά να πλησιάσω μόνος το τρομερόν γιαταγάνι, το οποίον επροχώρει προς εμέ. Είτα κατέπεσα, αιφνιδίως ησυχάσας, και περέμεινα εξηπλωμένος, μειδιών προς τον θάνατον αυτόν με την ασυνειδησίαν παιδιού, το οποίον πλησιάζει προς εξαιρετικά κοπτερόν αντικείμενον. Περιέπεσα εις νέαν περίοδον τελείας αναισθησίας, ήτις όμως υπήρξε βραχυτάτη. Διότι κατά την επάνοδόν μου εις την ζωήν δεν αντελήφθην μίαν αισθητήν κάθοδον του εκκρεμούς. Πιθανόν όμως να υπήρξε πολύ μακρά η περίοδος αύτη, διότι ουδόλως πλέον αμφέβαλλον ότι κατά την αγωνίαν μου αυτήν παρίσταντο δαίμονες, οίτινες αναληφθέντες της λιποθυμίας μου διέκοψαν επί τινας στιγμάς την κάθοδον του εκκρεμούς.

Επανακτήσας τας αισθήσεις μου ησθάνθην εμαυτόν υπεράνω πάσης εκφράσεως αδυνατισμένον και πονημένον από την μακράν ακινησίαν. Το περίεργον είναι ότι μεθ' όλην την αγωνίαν και τον πόνον μου το σώμα μου εζήτει τροφήν. Με πολύν κόπον κατώρθωσα ν' απλώσω τον αριστερόν βραχίονά μου, τόσον μακράν, όσον μου επέτρεπον τα δεσμά, και έλαβα μερικά υπόλοιπα, τα οποία οι ποντικοί εφείσθησαν.

Ενώ επλησίαζα ένα κομμάτι ψωμιού προς τα χείλη μου, μία ιδέα αόριστος, ιδέα όμως αντιπροσωπεύουσα χαράν και ελπίδα με κατέλαβεν.

Εν τούτοις τι με συνέδεε πλέον με την ελπίδα; Καθώς είπα, ήτο μία αόριστος ιδέα. Δεν είναι δε σπάνιον να συλλαμβάνη τις ιδέας ασυμπληρώτους. Η ιδέα αύτη όμως υπήρξε θνησιγενής.

Εις μάτην προσπαθούσα να την συμπληρώσω, να την αναζωογονήσω. Η μακρά διάρκεια της ταλαιπωρίας μου εξήντλησε σχεδόν τας συνήθεις πηγάς του λογικού μου. Έγεινα σαν ξαναμωραμένος, σαν μωρουδάκι.

Η παλμική κίνησις του εκκρεμούς εξετελείτο καθέτως προς το μήκος του σώματός μου. Παρετήρησα ότι το αιχμηρόν της άκρον ήτο κατά τοιούτον τρόπον τοποθετημένον, ώστε να διαπεράση την καρδιά μου. Κατ' αρχάς θα έπαιρνε ξώπετσα το λινό μου ένδυμα, έπειτα θα επανήρχετο διά να την κόψη επιπολαίως. Μολονότι δε η δύναμις του εκκρεμούς και η στερεότης του χάλυβος ήτο τοιαύτη ώστε θα ηδύνατο να διατρυπήση και τους χαλυβδίνους τοίχους, εν τούτοις διά να κάμη την μικράν εργασίαν, την οποίαν προείπα, θα απητείτο χρόνος αρκετός. Δεν ετόλμησα να σκεφθώ περισσότερον. Συνεκέντρωσα ένεκα τούτου όλην την δύναμιν της προσοχής μου, ως εάν το πείσμα τούτο ήρκει να σταματήση έως εκεί την μανίαν του χάλυβος. Προσεπάθησα να φαντασθώ κατά πρώτον το τρίψιμο της σπάθης όταν θα έσχιζε τον μανδύαν μου, ή ακόμη την οξυτάτην αίσθησιν, την οποίαν παράγει εις τα νεύρα μου η προστριβή του υφάσματος. Επέμενα τόσον πολύ εις αυτάς τας ανοήτους λεπτομερείας, ώστε τα δόντια μου συνεκρούοντο.

Και ολοέν κατήρχετο κανονικώτατα. Ησθανόμην υπερβολικήν ευχαρίστησιν να υπολογίζω την αναλογίαν μεταξύ της ταχύτητός του εκ των άνω προς τα κάτω και της πλαγίας τοιαύτης.

Δεξιά-αριστερά, φεύγει ξανάρχεται με τα βελουδένια βήματα τίγρεως, ενώ αφ' ετέρου ο οξύς και βραχνώδης κρότος του διεπέρα την καρδίαν μου. Και πότε με έπιαναν γέλοια και πότε ούρλιαζα, αναλόγως της ιδέας η οποία με κατείχε.

Και κατήρχετο κανονικώς και ατέγκτως. Αιωρείτο εις απόστασιν μόλις τριών δακτύλων από του στήθους μου. Έκαμα βιαίας, μανιώδεις αποπείρας να ελευθερώσω τον αριστερόν βραχίονά μου. Ήτο ελεύθερος από τον αγκώνα μόνον μέχρις της χειρός. Ημπορούσα, χωρίς μεγάλον κόπον, ν' απλώσω το χέρι μου μέχρι του πλαγιανού πιάτου, να το φέρω εις το στόμα και τίποτε παραπάνω.

Εάν μου ήτο δυνατόν να διαρρήξω τα δεσμά που ήσαν άνω του αγκώνος, θα έπιανα το εκκρεμές και θα προσεπάθουν να το σταματήσω, . . . εάν επιτρέπεται, παρακαλώ, να σταματήσωμεν μίαν καταιγίδα.

Και κατέβαινε και κατέβαινε!

Ήσθμαινα και προσεπάθουν να διαρρήξω ανά πάσαν αιώρησιν τα δεσμά μου. Συνεστρεφόμην εις κάθε διάβασιν του εκκρεμούς, κουλουριάζων το σώμα μου. Με τον πυρετόν της πλέον παράφρονος απελπισίας, τα μάτια μου το παρηκολούθουν εις μακρυνήν απόστασιν με την αυξάνουσαν ταχύτητα· αλλά ένας σπασμός τα έκλειε κατά την στιγμήν της καταβάσεως. Ω! Πόσον ο θάνατος θα ήτο επιθυμητότερος.

Και εν τούτοις έφρισσα σκεπτόμενος ότι δεν έμεινεν εις το εργαλείον, ειμή ολίγη απόστασις, να κτυπήση εις το στήθος μου το κοπτερόν και λάμπον αυτό δρέπανον. Η ελπίς συνετάρασσε τα νεύρα μου και συνέσπα το σώμα μου. Η ελπίς η οποία επισκέπτεται και αυτάς τας κρύπτας της Ιεράς Εξετάσεως.

Υπελόγισα ότι θα εχρειάζοντο δέκα ή δώδεκα κυλινδώσεις διά να έλθη εις άμεσον επαφήν ο χάλυψ με το στήθος μου – και η παρατήρησις αύτη εσκόρπισεν εις την ψυχήν μου την μεγάλην γαλήνην. Διά πρώτην φοράν ύστερα από πολλάς ώρας, πιθανόν από παλλάς ημέρας, κατώρθωσα να σκεφθώ.

Εσκέφθην ότι το σχοινί, το οποίον με περιέβαλλε και συνεστρέφετο πέριξ του σώματός μου, ήτο μονοκόμματον.

Το πρώτον φίλημα του κυρτού ξυραφιού μου, εις οιονδήποτε μέρος του σχοινιού, θα ηλευθέρωνεν αρκετά το αριστερόν μου χέρι. Αλλά πόσον τρομερά θα ήτο τότε η γειτνίασις της σπάθης! Η ελαχίστη ατυχής κίνησις θα επέφερε τον θάνατον.

Αλλ' ήτο δυνατόν να μη έλαβαν υπ' όψιν την περίστασιν αυτήν οι δήμιοί μου; Ημπορούσα να είμαι βέβαιος ότι θα συνηντάτο η κόψις του εκκρεμούς με το σχοινί του στήθους μου;

Τρέμων διότι έβλεπα σβεννυμένην και την αμυδράν μου ταύτην ελπίδα, την τελευταίαν αναμφιβόλως, υπήγειρα την κεφαλήν μου, όπως κυττάξω το στήθος μου. Ο επίδεσμος εκάλυπτεν επιμελώς τα μέλη και τον κορμόν μου, καθ' όλα τα σημεία, άφινε δε μόνον το μέρος, όπερ θα συνηντάτο ακριβώς μετά της άκρας του εκκρεμούς.

Μόλις άφησα να ξαναπέση το κεφάλι μου εις την πρώτην του θέσιν, είδα να φωτίζεται το λογικόν μου από μίαν λάμψιν, η οποία δεν ήτο άλλο παρά το ήμισυ της ατελούς ιδέας περί απελευθερώσεως, περί της οποίας ωμίλησα προ ολίγου, και εκ της οποίας μόνον το άλλο ήμισυ εκυμάτιζεν αόριστον εις τον εγκέφαλόν μου, όταν εζήτησα να φέρω την τροφήν μου εις τα καίοντα χείλη μου. Και ιδού ότι η ιδέα ολόκληρος μου παρουσιάζετο, αδύνατος ακόμη, μόλις συγκεκροτημένη, μόλις σχηματισμένη, ουχ' ήττον πλήρης. Χωρίς ν' αργήσω, με την νευρώδη ενέργειαν της απελπισίας, ήρχισα να επιχειρώ την πραγμάτωσιν.

Από ώρας τώρα τα πέριξ του ξυλίνου κουτιού, επί του οποίου ευρισκόμην εξηπλωμένος, έβριθον κυριολεκτικώς από ένα στρατόν εκ ποντικών. Θορυβώδεις, αυθάδεις και πεινασμένοι, προσήλωναν επάνω μου τα κόκκινα μάτια των, ως να μη επερίμεναν παρά την στιγμήν της πλήρους ακινησίας μου διά να με καταβροχθίσουν.

Με ποίαν τροφήν, εσκέφθην, εσυνήθισαν μέσα εις αυτό το πηγάδι!

 

Παρ' όλας τας προσπαθείας μου να τους εμποδίσω, έφαγαν ό,τι είχε το πιάτο, καθώς και μερικά αποφάγια.

Μέχρις εκείνης της στιγμής περιέφερα το χέρι μου πέριξ του πιάτου. Αλλ' οι ποντικοί συνηθίσαντες εις την ομοιόμορφον αυτήν κίνησιν έπαυσαν να την φοβούνται πλέον. Η αναίδειά των δε έφθανε να μου δαγκάνουν τα δάκτυλα. Με ό,τι απέμεινεν από το λιπαρόν κρέας ήλειψα το σχοινί μου, εφ' όσον έφθανε το χέρι μου. Έπειτα εσήκωσα το χέρι μου επάνω από το έδαφος και έμεινα ακίνητος, κρατών την αναπνοήν μου.

Κατ' αρχάς τα άπληστα ζώα εξεπλάγησαν, ανήσυχα από την ακινησίαν μου. Εφοβήθησαν και ετράτησαν εις φυγήν. Μερικοί παρέμειναν εις το φρέαρ. Αλλ' αυτό διήρκεσε μόνον μίαν στιγμήν. Δεν εμάντευσα ματαίως την αδηφαγίαν των. Επειδή έβλεπαν ότι δεν εκινούμην, είς ή δύο, οι μάλλον τολμηροί, εσκάλωσαν επάνω εις το κρεββάτι μου και ήρχιζαν να μυρίζουν το σχοινί. Αυτό ήτο το σημείον της γενικής επιθέσεως. Εφεδρείαι κατέφθασαν από μέσα από το πηγάδι. Αναρριχώμενοι επάνω εις τα ξύλα, τα κατέλαβον εξ εφόδου και ώρμησαν επάνω μου κατά εκατοντάδας. Η κανονική κίνησις του εκκρεμούς δεν τους ηνώχλει και πολύ. Αποφεύγοντες τον κίνδυνον επετίθεντο όλοι μαζί κατά του ηλειμμένου διά λίπους σχοινίου. Εσπρώχνοντο, συνηθροίζοντο αθρόοι επ' εμού, και διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι εχόρευαν επάνω εις τον λαιμόν μου. Τα ψυχρά των χείλη εζητούσαν τα ιδικά μου. Επάθαινα δύσπνοιαν από το βάρος του πλήθους αυτού. Αηδία, την οποίαν καμμία λέξις εδώ κάτω δεν ημπορούσε να χαρακτηρίση, εφούσκωνε το στήθος μου και βαρείες αναθυμιάσεις μου επάγωναν την καρδιά. Ένα λεπτόν ακόμη και επείσθην ότι τα βάσανά μου θα ελάμβανον τέλος.

Ησθάνθην σαφώς ότι το σχοινί ήρχισε να ξετεντώνεται. Ησθανόμην ότι εις πλείστα μέρη είχε φαγωθή ήδη· με υπεράνθρωπον σταθερότητα έμεινα &ακίνητος&.

Αι προβλέψεις μου δεν με ηπάτησαν· δεν υπέφερα ανωφελώς. Ησθάνθην τέλος ότι είχα ελευθερωθή, ότι το σχοινί εκρέμετο εις τεμάχια κατά μήκος του σώματός μου. Αλλ' ήδη το εκκρεμές έψαυε το στήθος μου. Είχε κόψει την λινάτσαν του φορέματός μου. Επέρασε το κάτωθεν αυτής λινόν ύφασμα. Δυο φορές ακόμη ξαναπέρασε και μια αίσθησις αγρίου πόνου διέτρεξε τα νεύρα μου. Αλλ' η στιγμή της απαλλαγής μου ήλθε. Με ένα κίνημα της χειρός μου οι ελευθερωταί διεσκορπίσθησαν θορυβωδώς. Με ακριβή κίνησιν, συνετήν, εγλίστρησα βραδέως, μακράν του κύκλου των δεσμών, μακράν των ορίων του κοιμητηρίου. Προς στιγμήν τουλάχιστον ήμην &ελεύθερος&!

Ελεύθερος! Αλλ' εις τα δίκτυα της Ιεράς Εξετάσεως! Μόλις άφησα την φρικτήν στρώμνην και επάτησα τους πόδας μου εις το πάτωμα του μπουντρουμιού μου, η δαιμονιώδης κίνησις του εργαλείου έπαυσε και το είδα συρόμενον κατά μήκος της οροφής. Ήτο μία προειδοποίησις που έβαλεν εις απελπισίαν την καρδιά μου. Δεν ημπορούσα ν' αμφιβάλλω ότι κατεσκόπευαν και τας παραμικροτέρας κινήσεις μου. Ελεύθερος! Δεν διέφυγα τον θάνατον υπό την μορφήν αυτήν ειμή διά να υποστώ κάτι χειρότερον από θάνατον, υπό την μορφήν άλλης αγωνίας. Με την ιδέαν αυτήν, έστρεψα τα ανήσυχα μάτια μου επάνω εις τους σιδηρούς τοίχους της φυλακής. Πασιφανώς κάτι εξαιρετικόν, κάποια σπουδαία μεταβολή, την οποίαν δεν ηδυνήθην ν' αντιληφθώ σαφώς κατ' αρχάς, επήλθεν εις το δωμάτιον. Έμεινα μερικάς στιγμάς αφηρημένος με το όνειρον και τον φόβον, πλάττων φανταστικάς και ανοήτους υποθέσεις.

Την στιγμήν εκείνην ανεκάλυψα την προέλευσιν της θειαφένιας λάμψεως με την οποίαν εφωτίζετο το κελλί μου. Προήρχετο από μίαν ρωγμήν μισού ποδός το πλάτος, ήτις εξετείνετο κατά μήκος των τοίχων εις την βάσιν των. Επείσθην ούτω ότι ούτοι ήσαν μετέωροι, μηχανικώς συγκρατούμενοι από των πλευρών. Έκυψα και προσεπάθησα, αλλ' εις μάτην, να διακρίνω διά της ρωγμής αυτής. Μόλις εσήκωσα την κεφαλήν μου αντελήφθην εις τι συνίστατο η μυστηριώδης μεταβολή, η επελθούσα εις την κρύπτην μου. Παρετήρησα ότι τα χρώματα των τοιχογραφιών εξεθώριασαν και εκιτρίνισαν, αν και τα περιθώριά των ήσαν αρκετά ευδιάκριτα. Τα χρώματα αυτά προσέλαβον αίφνης και εξηκολούθουν να λαμβάνουν επί μάλλον και μάλλον μίαν λάμψιν ισχυράς εντάσεως, η οποία έδιδεν εις τα τερατουργήματα αυτά όψεις και μορφάς, ικανάς να φρίξουν νεύρα ισχυρότερα των ιδικών μου. Μάτια δαιμόνων αγρίως και τρομακτικώς ζωηρά προσηλώνοντο επ' εμού και εφαίνοντο ως παρακολουθούντα με οπουδήποτε και αν εστρεφόμην και από οιονδήποτε μέρος και αν τα παρηκολούθουν. Έλαμπον την απαισίαν λάμψιν, την οποίαν μάτην απεπειρώμην να θεωρώ ως φανταστικήν. Φανταστικήν! Και εν τούτοις εισέπνεα ατμοσφαίραν θερμασμένου σιδήρου. Η φυλακή μου είχε πληρωθή από αποπνικτικήν οσμήν. Λάμψις διαρκώς εντονωτέρα έδιδε νέαν ζωήν εις τα μάτια των τεράτων, τα οποία παρηκολούθουν την αγωνίαν μου. Ερυθρός χρωματισμός ολοέν εντονώτερος περιεχύνετο επί των εικόνων αυτών της φρίκης και του αίματος. Ήσθμαινα. Μόλις μπορούσα ν' αναπνεύσω. Καμμία αμφιβολία δεν μου απέμενε πλέον ως προς τα σχέδια των διωκτών μου, των φανατικωτάτων τούτων ανθρώπων.

Απεμακρύνθην από το καίον μέταλλον, προσεγγίζων προς το κέντρον της φυλακής μου. Απειλούμενος να καώ εσκέφθην την δροσιάν του φρέατος και η σκέψις αυτή ήτο διά την ψυχήν μου βάλσαμον. Έτρεξα προς το στόμιον του φρέατος και εβύθισα τα μάτια μου έως τον βυθόν. Η λάμψις της πυρομένης οροφής εφώτιζεν αυτό καθ' όλας τας διευθύνσεις του. Εν τούτοις το πνεύμα μου ενέμενεν εις στιγμάς αλλοφροσύνης να μη εννοή τι συνέβαινεν. Αλλά τέλος η αλήθεια επεβλήθη, εβίασε την είσοδον του λογικού μου και το εφώτισεν.

Ω! Οτιδήποτε άλλο, μα όχι αυτό! Όχι τέτοιο βασανιστήριον! Όχι τέτοιος θάνατος! Εκπέμπων αγρίας ωρυγάς απεσύρθην από το χείλος του φρέατος και κρύπτων το πρόσωπον εις τα δύο χέρια μου έχυσα πικρά δάκρυα.

Η θερμότης ταχέως ηυξήθη και μίαν φοράν ακόμη εσήκωσα τα μάτια, τινασσόμενος από τρομερόν πυρετόν. Η φυλακή μου υπέστη νέαν μεταβολήν και η μεταβολή απέβλεπε πασιφανώς εις το σχήμα του υπογείου. Όπως και την πρώτην φοράν, δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ αμέσως ό,τι συνέβαινεν. Αλλ' η αμφιβολία αυτή δεν ήτο μακράς διαρκείας. Η καταδίωξις εκ μέρους της Ιεράς Εξετάσεως έβαινεν επιταχυνομένη, πεισμωθείσα διά την διπλήν αποτυχίαν. Το έβλεπα ότι δεν ηδυνάμην να παίξω με τον Βασιλέα της Φρίκης. Η φυλακή μου ήτο τετράγωνος. Αίφνης είδα ότι δύο από τας σιδηράς γωνίας έγειναν οξείαι, ενώ αι δύο άλλαι αμβλείαι.

Η τρομερά μεταμόρφωσις ηύξανε ταχέως με ένα υπόκωφον ψίθυρον, με ένα μόλις ακουόμενον τριγμόν. Εν ριπή οφθαλμού το σχήμα του κελλίου έγεινε ρόμβος. Αλλ' η μεταμόρφωσις δεν θα σταματούσεν εκεί. Δεν είχα ούτε την επιθυμίαν, ούτε την ελπίδα να την σταματήσω εκεί. Θα επροτίμων να κολλήσω το στήθος μου εις τους πυρωμένους αυτούς τοίχους και να τους χρησιμοποιήσω ως ένδυμα αιωνίας ειρήνης.

«Ο θάνατος», εκραύγασα, «όλοι οι θάνατοι μαζί, αλλ' όχι να πνιγώ στο πηγάδι».

Τρέλλα! Πώς δεν κατελάμβανα ότι εις το πηγάδι αυτό έπρεπε να ευρίσκεται το καυστικόν μέταλλον που μ' επίεζεν από παντού; Ήτο δυνατόν ν' αντισταθώ εις την θερμότητά του! Αλλά και τούτου δεδομένου, πώς θα μπορούσα ν' αντισταθώ εις την πίεσίν του;

Και ιδού ότι ο ρόμβος επλατύνετο με μίαν ταχύτητα που ούτε καν μου άφινε χρόνον να τον παρακολουθήσω. Το κέντρον του και φυσικά επίσης η μακροτέρα διαγώνιός του συνέπιπτον με την χαίνουσαν άβυσσον.

Απεμακρύνθην, αλλ' οι τοίχοι επλησίαζαν και με έσπρωχναν προς τα εμπρός με ακαταμάχητον δύναμιν.

Ήλθεν η στιγμή, καθ' ην το σώμα μου κουλουριασμένο διά ν' αποφύγη τους καίοντας τοίχους δεν διέθετεν εις το στερεόν έδαφος της φυλακής παρά μίαν έκτασιν ενός ποδός πλάτους.

Έπαυσα ν' αγωνίζομαι. Αλλ' η αγωνία της ψυχής μου ερμηνεύθη διά μιας κραυγής απελπισίας. Ένοιωσα ότι ετρίκλιζα παρά το χείλος του φρέατος.

Απέστρεψα τα μάτια μου!

Αίφνης ήκουσα αναμίκτους κραυγάς ανθρώπων, ισχυρά σαλπίσματα σαλπίγγων. Ένα βραχνό μούγκρισμα σαν από απειρίαν κεραυνών. Τα πύρινα τείχη ωπισθοδρόμησαν αμέσως. Μία χειρ συνέλαβε τον βραχίονά μου την στιγμήν ακριβώς, καθ' ην εξηντλημένος κατεκρημνιζόμην εις την άβυσσον. Ήτο ο βραχίων του στρατηγού Λασσάλ. Τα γαλλικά στρατεύματα είχαν εισέλθει εις την Τολέδην.

Η Ιερά Εξέτασις είχε πέσει εις χείρας των εχθρών της.

Η συνάντησις

 
Εκεί κάτω θα με περιμένης!
Άφευκτα θα σ' επανεύρω στον βα-
θύν και σκοτεινόν εκείνον κάμπον.
 
 
(Αυτό το έγραψεν επάνω στον
τάφον της γυναικός του ένας
Άγγλος Δεσπότης).
 

Μυστηριώδη και άτυχε άνθρωπε!

Θαμβωμένος από την λάμψιν της ιδίας σου φαντασίας, εγκρεμίσθηκες, ενώ έλαμπαν ακόμη τα ωραία σου νειάτα. Σ' επαναβλέπω με τον νου μου!

Μου παρουσιάζεσαι ακόμη μια φορά, όχι τέτοιος, όποιος είσαι τώρα μέσα στη σκοτεινιά του Άδου, αλλά τέτοιος &που έπρεπε να είσαι&, σκορπίζοντας σ' όλους τους ανέμους μιαν ύπαρξι γεμάτη μεγαλοπρέπεια και όνειρα, μέσα στην σκοτεινήν πόλιν των οραμάτων, στη Βενετία σου, στον γεμάτον από άστρα αυτόν παράδεισον κοντά στη θάλασσα, με τα παλάτια της που στο πνεύμα του Παλλάδιο χρωστά, τα παλάτια της με τα μεγάλα παράθυρα, που λες και ρεμβάζουν επάνω στα μυστηριώδη και σιγηλά νερά της.

Ναι! Το ξαναλέω, όπως έπρεπε να ήσουν!

Είναι βέβαια και άλλοι κόσμοι ξέχωρα απ' αυτόν εδώ κάτω, κι' άλλαι σκέψεις απ' της σκέψεις των πολλών κι' άλλαι θεωρίαι απ' της θεωρίες των σοφιστών.

Και τότε ποιος θα μπορούσε ν' αμφιβάλλη για το μεγαλείο της πράξεώς σου; Ποιος θα σε κατηγορούσε για της ρεμβώδεις ώρες σου; Ποιος θα έλεγε πώς σπαταλούσες την ακούραστη δραστηριότητά σου σε τρέλλες εξωφρενικές;

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εκεί στη Βενετία, κοντά στη Γέφυρα των στεναγμών, απάντησα το πρόσωπο, προς το οποίον αποτείνω αυτήν την επίκλησιν, για τρίτη ή τέταρτη φορά.

Και πώς να ξεχάσω το πώς τον συνήντησα!

Η σκοτεινιά της νύκτας, η &Γέφυρα των στεναγμών&, η ωμορφιά της γυναίκας, και ο αέρος του ρωμαντισμού που επλανάτο απάνω στη στενή διώρυγα.

Μαύρη, πίσσα ήταν η νύκτα.

Το μεγάλο ρολόγι της περίφημης &Πιάτζα& εσήμαινε την 5ην ώραν.

Η &Πλατεία του Καμπανέλου& ήταν έρημη και σιωπηλή και τα φώτα του παλαιού παλατιού των Δόγηδων ήσαν σβυστά σχεδόν όλα.

Γυρνώντας από την Πιατζέταν, πήγαινα σπίτι μου, μέσα απ' το Μεγάλο Κανάλι.

Την στιγμήν όμως που η γόνδολά μου έστριβε στο κανάλι του Αγίου Μάρκου, μια φωνή γυναικεία ακούσθηκε ξάφνου μέσα στης νύκτας τα βάθη.

Ήταν μια φωνή αγρία, αλλόφρων και εξακολουθητική. Τρομαγμένος σηκώθηκα ολόρθος, ενώ ο γονδολιέρος μου άφινε να του ξεγλιστρήση απ' τα χέρια του το μόνο κουπί του (η γόνδολες, καθώς ξέρετε, έχουν ένα και μόνο κουπί), το οποίον ζήτημα ήταν αν μπορούσε να ξαναύρη μέσα σε τέτοια σκοτεινιά. Κ' έτσι το ρέμμα που κυλιόταν απ' τη μεγάλη στη μικρή διώρυγα μας συνεπήρε.

Σα μεγάλο μαύρο όρνεον η γόνδολά μας παρεσύρετο σιγά σιγά προς την &Γέφυραν των στεναγμών&.

Ξάφνου πολλές, πολλές λαμπάδες φάνηκαν στα παράθυρα και την μεγάλην σκάλαν του παλατιού, κ' ένα φως ωχρό και τρεμοσβύνον διέλυσε την σκοτεινιά.

Ένα παιδάκι είχε ξεγλιστρήσει απ' τα χέρια της μάνας του και απ' το παράθυρο του τελευταίου πατώματος του υψηλού παλατιού γκεμίσθηκε στην σκοτεινή διώρυγα.

Τα ήσυχα νερά εσκέπασαν αδιάφορα το σωματάκι του παιδιού. Ενώ δε στην διώρυγα μόνη η γόνδολά μου βρίσκονταν, έξαφνα απ' όλες της μεριές φάνηκαν πολλοί άνθρωποι και με παλληκαριά πέφτοντας μέσ' το ρεύμα άρχισαν να ζητούν το μικρό αγγελούδι.

Μα η θάλασσα το είχε σκεπάσει και ο κόπος τους πήγαινε άδικα.

Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.

Ήτο η μαρκησία Αφροδίτη, η λατρευομένη υφ' όλης της Βενετίας, η ευθυμοτέρα πασών, η θαυμασιωτέρα των γυναικών της χώρας ταύτης, εν η όλαι είναι ωραίαι, η νεαρά σύζυγος, φευ! του γέροντος ραδιούργου Μεντόνι και μήτηρ του ωραίου παιδιού του πρώτου, του μοναδικού της παιδιού! που ευρίσκετο τώρα σπαργανωμένο στα βάθη του σκοτεινού νερού.

Ορθούται ευθυτενής και επιβλητική.

Τα λεπτοφυή της πόδια, γυμνά και λευκά ως ο άργυρος, κατοπτρίζονται εις τον μαρμάρινον μαύρον καθρέπτην που ήταν από κάτω της. Τα μαλλιά της, που είχε ξεπλέξει επιστρέφουσα από τον χορόν, τα μαλλιά εις ιούλους με υακινθίνας αντανακλάσεις, που ακτινοβολούν επάνω της απειρία αδαμάντων, περιειλίσσοντο πέριξ μιας κεφαλής κλασσικής καλλονής.

Ύφασμα λευκόν σαν το χιόνι και ελαφρόν σαν τον αέρα φαίνεται καλύπτον μόνον το λεπτόν της σώμα. Αλλ' όσον αερώδες και αν είναι το φόρεμα αυτό, τίποτε δεν ταράσσει τας πτυχάς του, και επαναπίπτει πέριξ της ακίνητον, όπως η βαρεία μαρμάρινη εσθίς της αρχαίας Νιόβης. Τόσον ήτο γαληνιαία, θερμή και βαρεία η ατμοσφαίρα του θερινού εκείνου μεσονυκτίου και τόσον η γυναίκα αυτή διετήρει την ακαμψίαν αγάλματος.

Αλλά, πράγμα παράδοξον, δεν χαμηλώνει τα μεγάλα φωτεινά της μάτια προς τον τάφον, εν ώ κείται σπαργανωμένη η μόνη της ελπίς. Τα στρέφει προς μίαν διεύθυνσιν παραδόξως διάφορον.

 

Η φυλακή της Παλαιάς Δημοκρατίας είναι βεβαίως εκ των επιβλητικωτάτων οικοδομημάτων. Διατί όμως η μαρκησία τα προσηλώνει επ' αυτής τόσον πεισματικά, ενώ πλησίον της αγωνιά το μόνον της τέκνον; Ακριβώς απέναντι των παραθύρων του κοιτώνος της ανοίγεται εκεί κάτω ένας όρμος πλήρης σκότους. Τι μπορούσε να μένη ακόμη εις την σκοτεινήν αυτήν γωνίαν, εις την αρχιτεκτονικήν του μνημείου, εις τα θαυμαστά του αετώματα, τα με κισοούς περιτυλιγμένα, που να μη το είχεν ιδεί μυριάκις η μαρκησία του Μεντόνη; Αλλά τι λέγω; Ποίος δεν γνωρίζει, ότι εις παρομοίας περιστάσεις οι οφθαλμοί μας ως καθρέπτης με πολλά πρίσματα πολλαπλασιάζουν τας εικόνας του πόνου μας και στρέφονται μακράν προς τα πλέον απίθανα μέρη, αναζητούντες την αιτίαν της θλίψεώς μας, αιτίαν συχνά εγγύτατα προς ημάς κειμένην;

Ολίγα σκαλοπάτια υψηλότερα από εκείνο εφ' ου εστέκετο η μαρκησία, και κάτω από την θολωτήν πύλην που βλέπει προς την διώρυγα, ίσταται φέρων εισέτι την ενδυμασίαν του χορού ο ακόλαστος αυτός Μεντόνι. Από καιρού εις καιρόν γρατσουνίζει μηχανικώς την κιθάραν του και μ' έναν αέρα υπερτάτης βαρεσιάς αποτείνει μερικάς συμβουλάς εις τους ανθρώπους που ασχολούνται να σώσουν το παιδί του.

Εγώ αυτός, υπό την επίδρασιν της καταπλήξεώς μου, έμεινα ανίκανος διά πάσαν κίνησιν και εις τα μάτια των καταταραγμένων ομίλων, οίτινες εθεώντο, θα εφαινόμην ως κανέν φάντασμα φέρον ατυχίαν, όταν επέρασα ανάμεσόν των, όρθιος και ωχρός εις την μαύρην μου γόνδολαν.

Πάσαι αι προσπάθειαι απέβησαν μάταιαι. Ήδη πολλοί κολυμβηταί εκ των αρίστων υπεχώρουν με βαθείαν αποθάρρυνσιν. Η τύχη του παιδιού εφαίνετο πολύ απελπιστική – αλλά μήπως και η τύχη της μητρός ήτο ολιγώτερον;

Όταν από τα βάθη της σκοτεινής γωνίας, περί της οποίας σας ωμίλησα και η οποία συνέπιπτε με τας σκιάς της φυλακής της Παλαιάς Δημοκρατίας ακριβώς προ των δικτυωτών της μαρκησίας, εξήλθεν ένας άνθρωπος περιτυλιγμένος με μανδύαν. Επεφάνη εν τη φωτισμένη ζώνη, εσταμάτησε μίαν στιγμήν παρά την απόκρημνον όχθην, και εβύθισε την κεφαλήν του εις την διώρυγα.

Μετά μίαν στιγμήν επεφαίνετο εις την μαρμαρίνην κλίμακα πλησίον της μαρκησίας κρατών εις τα χέρια του το παιδί ζωντανόν και αναπνέον ακόμη. Τότε ο μανδύας του από το βάρος του διαβρέξαντος αυτόν ύδατος υπεχώρησε και κατέπεσε προ των ποδών του. Οι θεαταί δ' εμβρόντητοι είδαν το χαριτωμένον πρόσωπον νέου, του οποίου το όνομα τότε ήτο ένδοξον καθ' όλην σχεδόν την Ευρώπην.

Ο σωτήρ δεν επρόφερεν ούτε λέξιν. Αλλ' η μαρκησία θα αρπάξη αφεύκτως το παιδί της, θα το θλίψη στην καρδιά της, θα περισφίξη το τόσον λεπτόν αυτό σώμα και θα το πνίξη με φιλιά.

Αλλοίμονον, όχι!

Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον.

Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα.

Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής! Η ωχρότης του μαρμαρίνου προσώπου της, η καμπύλη του μαρμαρίνου κόλπου της, και αυτή η λευκότης των μαρμαρίνων ποδιών της, όλον το σώμα της εκαλύφθη αυθωρεί από τα κύματα ενός ακουσίου ερυθήματος και ελαφρά φρικίασις σείει το λεπτόν σώμα της, όπως ακριβώς η αύρα της Νεαπόλεως ταράσσει ελαφρά τους ωραίους λευκούς κρίνους τους σκορπισμένους επάνω εις την χλόην. Διατί η κυρία ηρυθρίασεν;

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις.

Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;

Εις ποίον άλλον λόγον ν' αποδώση κανείς αυτό το ερύθημα, την παράδοξον λάμψιν του συμπαθητικού βλέμματός της, το εξαιρετικόν ταραχώδες ανεβοκατέβασμα του κόλπου τούτου, το δυνατόν σφίξιμον του τρέμοντος χεριού της, το οποίον, ενώ ο Μεντόνι επιστρέφει εις το ανάκτορον, συναντά κατά τύχην το χέρι του ξένου;

Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα;

– Ενίκησες! είπεν (εκτός εάν δεν με ηπάτησεν ο ψίθυρος του νερού).

– Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα ενωθώμεν! . . . Έστω! . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο θόρυβος είχε καταπαύσει.

Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων.

Ο ξένος όμως, τον οποίον ανεγνώρισα, ίστατο ακόμη όρθιος επάνω εις την σκάλαν. Εφαίνετο κατειλημμένος από απερίγραπτον ταραχήν, και τα αστραφτερά μάτια του αναζητούσαν εις τα πέριξ μίαν γόνδολαν.

Το απλούστερον ήτο να του προσφέρω την γόνδολάν μου. Η δε προσφορά μου αύτη εγένετο δεκτή.

Επρομηθεύθημεν αμέσως ένα κουπί από τον σταθμόν των πλοιαρίων και διηυθύνθημεν αμέσως προς την κατοικίαν του νέου.

Ταχέως συνήλθε και με όλα τα εξωτερικά δείγματα φιλίας ωμίλησε διά την μικράν σχέσιν που είχαμεν άλλοτε μαζί.

Υπάρχουν μερικά πράγματα που λαμβάνω την ευχαρίστησιν να τα εξηγώ λεπτομερώς. Και αυτός ο ξένος – ας μου επιτραπή να τον αποκαλώ ούτω, αφού ήτο πάντοτε και δι' όλους ένας ξένος – υπάγεται εις την κατηγορίαν τούτων.

Το ανάστημά του ήτο ολίγον μικρότερον του μετρίου· αλλ' υπήρχον στιγμαί ισχυρού πάθους, καθ' ας εφαίνετο ότι εμεγεθύνετο παρά πάσαν προσδοκίαν. Η ελαστική συμμετρία η ολίγον λεπτοφυής του κορμιού του ήτο καμωμένη κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να προβλέπη τις την δράσιν και την αποφασιστικότητα, της οποίας δείγματα έδωσεν εις την γέφυραν των στεναγμών.

Πολύ πλέον από τα πραγματικά κατορθώματα τα πλήρη ηρακλείου δυνάμεως, τα οποία εξετέλεσεν εις στιγμάς μάλλον επικινδύνους, είχε το στόμα και τον πώγωνα θεού, παράδοξα μάτια, άγρια, βαθειά και γλυκύτατα συνάμα, μάτια μαύρα που εκυμαίνοντο μεταξύ του βαθέος φαιού και του στιλπνοτάτου μαύρου. Η πλουσία κόμη του ήτο μαύρη και βοστρυχώδης και το μέτωπον, ασυνήθους ευρύτητος, είχε κατά διαστήματα την ακτινοβόλον λάμψιν του ελεφαντόδοντος· το σύνολον των χαρακτηριστικών του ήτο μιας τοιαύτης κανονικότητας, ώστε ν' αποτελή την τελευταίαν λέξιν του κλασσικού, παρόμοιον προς το της προτομής του Αυτοκράτορος Κομμόδου.

Ουχ' ήττον, η φυσιογνωμία του ήτο μία από εκείνας που τας συναντά κανείς εφ' άπαξ ίσως εις την ζωήν, και δεν τας επαναβλέπει πλέον. Η φυσιογνωμία αυτή δεν παρουσίαζεν ιδιαίτερον χαρακτήρα, χαρακτήρα κυριαρχούντα, όστις να την αποτυπώνη εις την μνήμην. Ήτο μία από τας φυσιογνωμίας εκείνας που τας λησμονεί κανείς μόλις τας παρατηρήση, αλλ' αι οποίαι εμπνέουν μίαν αόριστον και συνεχή επιθυμίαν να τας επαναφέρης εις την μνήμην σου. Αναμφιβόλως αι συγκινήσεις, με την ταχείαν των πτήσιν, κατωπτρίζοντο επί του προσώπου του, αλλά το κάτοπτρον τούτο, όπως όλα τα κάτοπτρα, δεν διετήρει κανέν ίχνος της συγκινήσεως την οποίαν είχε κατοπτρίσει.

Όταν απεχωρίσθην από αυτόν, την νύκτα του επεισοδίου τούτου, με παρεκάλεσε μετ' επιμονής, η οποία μ' εξέπληξε, να μεταβώ προς επίσκεψίν του την επαύριον λίαν πρωί.

Ολίγον μετά την ανατολήν του ηλίου μετέβην εις το μέγαρόν του.

Το μέγαρον τούτο ήτο έν από τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, επιβλητικού και φανταστικού συνάμα ρυθμού, τα οποία ορθούνται παρά τας όχθας της Μεγάλης Διώρυγος πλησίον του Ριάλτο.

Εισήχθην διά μιας πλατείας και γυριστής κλίμακος με δάπεδον εκ μωσαϊκών εις διαμέρισμα, του οποίου ο απροσπέλαστος πλούτος με εθάμβωσε μόλις ευρέθην εν αυτώ.

Είχα αποτυφλωθή κυριολεκτικώς και αποσβολωθή από την μεγαλοπρέπειάν του.

Ήξευρα ότι ο νέος μου φίλος ήτο πλούσιος. Η κοινή φήμη ωμιλούσε περί της περιουσίας του τόσον πομπωδώς, που και εγώ αυτός με ελαφρότητα διεμαρτυρόμην διά την υπερβολήν. Αλλά από το πρώτον βλέμμα που έρριψα γύρω μου εθαύμασα, πώς ήτο δυνατόν εν Ευρώπη να υπάρχη περιουσία ικανή διά να πραγματοποιήση την πριγκηπικήν μεγαλοπρέπειαν, η οποία ανεπήδα και ήστραπτε πέριξ μου.