Kostenlos

Λυσιστράτη

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa
 
        το κεφάλι σου να δένης,
        να σιωπαίνης.
        Να καλάθι, βαλ’ το μπρος σου,
        πάρε και την ρόκα ζώσου,
και κάθησε να τρως κουκκιά33 και ξαίνε τα μαλλιά.
Α, τώρα είν’ ο πόλεμος των γυναικών δουλειά!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Έλα, γυναίκες, κάθε μιά
        αφήστε κάτω τα σταμνιά,
        στις φίλες μας να ρθούμε
        μαζύ τους να ενωθούμε.
        Με δίχως κούρασι μπορώ
        να μπαίνω πάντα στο χορό–
        [χωρίς να πέφτω χάμου,]
κι ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατά μου.
        Θέλω να κάνω κάθε τι
        που το προστάζ’ η αρετή,
        [και να περάσω από κει]
μαζύ μ’ αυτές να ενωθώ, που ’χουνε χάρι, λογική,
που έχει τόλμη κάθε μιά, κ’ είνε σοφία όλη,
και αγαπάνε μ’ αρετή και φρόνησι την πόλι.
        Συ, που ’σαι μια γρηά γερή,
        και σαν τσουκνίδα τσουχτερή,
        να μη δειλιάσης, τράβα ’μπρός,
        γιατ’ είνε πρίμος ο καιρός.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Κι αν ο γλυκός ο έρως επιμένη–
        κ’ η Αφροδίτ’ η Κυπρογεννημένη
        πόθο μέσα στους κόρφους μας ν’ ανάψη,
        και τα μεριά μας με φωτιές να κάψη,
        και αν τους άνδρες απ’ την καύλα λειώση,
        και σαν το ρόπαλο τούς την τεντώση,–
        στους Έλληνας, θα μας ειπούν μιά μέρα
        πολεμοταλύτρες πέρα ως πέρα!
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Πώς θα το καταφέρνατε και τούτο;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                [Μιά χαρά!]
        Να παύσουνε στην αγορά
        να βγαίνουν λυσσασμένοι
        και πάντοτ’ ωπλισμένοι.
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
Ναι, μα της Πάφου τη θεά!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Κι άλλη δουλειά δεν έχουνε,
παρά σαν τους Κορύβαντας34 στην αγορά να τρέχουνε,
κ’ εκεί ν’ ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά,
        με χύτρες και λαχανικά!
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Κ’ έτσι πρέπει, μα τον Δία!
        Να, αυτό θα πη ανδρεία·
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Κι όμως είν’ αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες
με Γοργόνες, και να τρέχη ν’ αγοράζη, τι;–μαρίδες!
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
        Μα το θεό, είδα κ’ εγώ
καβάλλ’ απάνω  στ’ άλογο σπουδαίον αρχηγό,
        να βγάν’ υπερηφάνως
        το χάλκινό του κράνος
        με τα μαλλιά τα μακρυά,–
να βάλη μέσα έν’ αυγό, π’ αγόρασε από μιά γρηά!
        Κ’ ένα άλλο παλληκάρι,
που ήτανε σαν τον Τηρέα35, με ασπίδα και κοντάρι,
κ’ είχε ’ρθή από τη Θράκη, μιά γυναίκα απειλούσε,
        οπού σύκα επουλούσε,
        και της έχαφτ’ ένα-ένα
        όσα ήσαν γινωμένα.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Και πώς θα ήσθε δυνατές,
        τις ταραχές όλες αυτές
όπου στις χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Α, είναι τόσο εύκολο.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Μα πώς; να τ’ αποδείξετε.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Σαν κλωστές, που όταν πέφτουν σε μιά μπερδεψιά κακή,
τις τραβούμε με τ’ αδράχτια, μιά από ’δώ και μιά από ’κεί,
έτσι και τον πόλεμό σας θα διαλύσω τον μεγάλο,
στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο ’να μέρος και στο άλλο.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Τι μας λέτε, βρε κουτές,
        με μαλλιά και με κλωστές
        και μ’ αδράχτια σεις θαρρείτε
τέτοια πράγματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Αλλ’ αν είχατε σεις γνώσι, κι από τούτα τα μαλλιά
μάθημα θα ’χατε πάρη για την κάθε σας δουλειά.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Πώς λοιπόν; για να το ιδούμε.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Όπως βάζουμε στην πλύσι
πρώτα-πρώτ’ από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίση,
έτσι έπρεπ’ οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ’ όλοι,
μοχθηρούς και ραδιούργους να πετάξετ’ απ’ την πόλι·
και αυτούς, που κάνουν πάντα μεταξύ τους μιά φατρία
        και κολλούν στην εξουσία,
να τους ξύνετε, μαδώντας το [κακό τους] το κεφάλι·
έπειτα μεσ’ στο καλάθι να τους ξάνετ’ όλους πάλι–
προς ωφέλεια της χώρας· να ’χετ’ ανακατωμένους
εκεί μέσα τους μετοίκους και τους φίλους σας τους ξένους·
αλλ’ αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά,
βάλτε τον κ’ εκείνον μέσα [να μη μένη χωριστά].
Και οι πόλεις, μα το Δία, όπου είνε μέχρις ώρας
        άποικοι αυτής της χώρας,
να το ξέρετε πως είνε σαν κομμάτια χωρισμένα:
πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ’ όλα ένα.
Φτιάστε μιά τρανή τουλούπα μ’ όλ’ αυτά τα μαζωμένα,
κ’ έπειτα μ’ αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Δεν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν
αυτές, οπού στον πόλεμο και μέρος δεν λαβαίνουν;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Και όμως, τρισκατάρατε! [στον πόλεμο δεν πάμε]
μα δίνουμε περισσότερο κι απ’ το διπλό: – γεννάμε
        τα τέκνα ημείς πρώτες
        που πάνε στρατιώτες.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Μη μου θυμίζεις το κακό!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Δεν πρέπει να χαρούμε
λοιπόν κ’ εμείς τα νηάτα μας; να ευχαριστηθούμε,
που σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας
        αυτής της εκστρατείας;
Κι όσο για μας αφήστε το, [δεν μας πολυπειράζει]·
μα κείνο, όπου το ’χουμε μεσ’ στην καρδιά μαράζι,
είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Μήπως κ’ οι άνδρες δεν γερνούν;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Μπα! λες το ίδιο να ’νε;
Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ’ τη μάχη,
μπορεί λαμπρά να πανδρευθή και νηά γυναίκα να ’χει.
Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα και η χάρι,
κι αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη,
        και κάθεται [στο ράφι]
για να ρωτάη από κει τη μοίρα, τι της γράφει!
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Αλλά γιατί, αφού μπορεί και γέρος να την πάρη,
οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Συ, για πες μου τώρα: τάχα τι να μάθης περιμένεις
        που ακόμα δεν πεθαίνεις;
        Να σε θάψουν έχεις τόπο·
        [λοιπόν κάμε και τον κόπο]
και αγόρασε μιά κάσσα, και για χάρι σου ως τόσο
τα μελομακάρουνά36 σου μοναχή θα σου ζυμώσω.
        Να κι αυτό για στέφανό σου·
        πάρε το και στεφανώσου.
(Του ρίπτει άνωθεν στέφανον)
 

ΓΥΝΗ Α΄ (ρίπτουσα ταινίας)

 
Να κι αυτά, δικό μου δώρο.
 

ΓΥΝΗ Β΄ (ρίπτουσα στέφανον)

 
        Και στεφάνι θα σου βάλλω.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Πες μου, τι σου λείπει άλλο;
        Και τι θέλεις [να σου πάρω;]
Τράβα γρήγορα στη βάρκα… [δεν ακούς, καλέ], το Χάρο;…
        σε φωνάζει… σε προσμένει…
Δεν μπορεί να ξεκινήση, [κ’ είν’ η βάρκα του δεμένη!]
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Δεν είνε πράμα φοβερό; [δεν είναι αηδία]
αυτά που σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία,
θα πάω κ’ οι επίτροποι για να μ’ ιδούν οι άλλοι,
και να με καμαρώσουνε σ’ αυτό το μαύρο χάλι!
(Φεύγει)
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (κραυγάζουσα όπισθέν του)

 
Μη τύχη κ’ εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια,
που τάχα σου το κρύψαμε το λείψανό σου χώρια;37
Έννοια σου, σαν περάσουνε τρεις μέρες από σήμερα,
θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα!
(Εισέρχεται)
 

ΣΚΗΝΗ Ε΄38

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ – ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει.
Ας ξετάσουμε το πράμα· εις αυτό καθένας βλέπει
        πως υπάρχει κάτι άλλο
        πειό πολύ και πειό μεγάλο,
        και μυρίζει τυραννία
        σαν κ’ εκείνη του Ιππία.39
Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στου Κλεισθένη40
κ’ εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη,
να κρατήσουνε το χρήμα, πού ’χουμε [και πολεμούμε]
        και τη σύνταξι που ζούμε.
Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε,
και για χάλκινες ασπίδες οι γυναίκες να μιλάνε,
και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα,
οπού έχουν τόση πίστι, όση κ’ ένα λύκου στόμα.
        [Δεν είν’ αμφιβολία
πως] όλ’ αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία.
Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω,
και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω,41
και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω
εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ’ από κάτω.
Ε, τώρα τούτη τη γρηά μού ’ρχεται να την πιάσω,
και την παληομασέλλα της [με μιά γροθιά] να σπάσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση,
θα τον ιδή κ’ η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση.
– Φίλες γρηές! αφήστε τα ετούτα που κρατείτε.
– Για το καλό της πόλεως μιλούμ’ εμείς, πολίται·
και πρέπει, γιατί μ’ έθρεψε με χάδια ζηλευτά,
και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά
        κρατούσα [μιά χαρά]
μεσ’ στις γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά·42
στα δέκα χρόνια μ’ έβαζαν και άλεθα [με χάρι]
        το ιερό κριθάρι·
και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή
        στης Βαυρωνίας43 τη γιορτή·
και όταν πειά εγίνηκα μιά ώμορφη κοπέλλα,
και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μιά τσαπέλλα.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει κ’ εγώ να δώσω μιά καλή
        στην πόλι συμβουλή.
Κι αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλι θέλη,
κι αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη,–
ούτε και αν τα πράματα, που έχουν χάλι τόσο,
        εγώ θα διορθώσω.
        Δίνω το μερδικό μου
        στην πόλι, το δικό μου.
Με άνδρες πάντα κάθε μιά το φόρο της προσφέρει·
δεν είσθε σεις για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι!
παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι που παίρνετε
απ’ τον καιρό των Μηδικών, και τίποτε δεν φέρνετε
        και κινδυνεύ’ η χώρα
ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύση τώρα.
        Έχεις κ’ αιτία άλλη
        για να γκρινιάζης πάλι;
Κύττα καλά, κακόμοιρε γιατ’ αν με πιάσ’ η τρέλλα,
με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασέλλα
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ω! μ’ αυτό που λένε πάλι
        είνε μιά βρισιά μεγάλη!
        κι όλο το κακό ανάβει
        κι όλο πέφτουμε στα ίδια–
        Ε! τα μέτρα του ας λάβη
        κάθε άνδρας πώχει αρχίδια!
        Ας πετάξουμε τας χλαίνας, -
        κι όταν άνδρας είν’ κανένας
        πρέπει ανδρίκια να μυρίζη,
και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζη.
Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! εμείς, που νέοι τότε,
πήγαμε στο Λειψύδιον44 [κρυφά για συνωμόται,]
πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά,
        νέα να πάρουμε φτερά,
        και τα γεράματά μας
μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματά μας.
        Γιατί αέρα τόσο
        και μόνον αν τους δώσω,
        μπορούν να βρούνε τον καιρό
        να φτιάσουν κάτι τολμηρό:
μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν·
μπορούν και κατ’ επάνω μας ακόμη να τραβήξουν,
        να κάνουν ναυμαχία
        σαν την Αρτεμισία.45
        Κι αν [εύρουν ευκαιρία
μιά μέρα να] το ρίξουνε και στην καβαλλαρία,–
        το ξέγραψα το ιππικό·
        γιατί το κάθε θηλυκό
        έχει για την καβάλλα
        κεφάλαια μεγάλα,
και δεν εγλίστρησε ποτέ να πέση στην τρεχάλα.
Δεν παίρνεις το παράδειγμα κι’ από τις Αμαζόνες,
στη ζωγραφιά του Μύκωνος,46  που πολεμάνε μόνες
καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη τις αφήσουμε,
και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγα47 να κλείσουμε.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Μα τις δυό θεές! το αίμα κι’ αν μ’ ανάψη πειό πολύ,
        θ’ απολύσω τη χολή,
        θα σου βγάλω μάτια, μύτες,
 

που να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες.

 
-Κι από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ’ ας γδύση,
        γυναικίλες να μυρίση.
        Κι’ όποιος τώρα του βαστά,
        ας ζυγώση εδώ μπροστά,
να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη
        [για τον πόλεμο να πάη]
κι’ αν θα φάη μαυροκούκκια [για να πάη να δικάζη
και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη.]
Μιά το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη,
        και ο θυμός ευθύς με πιάνει,
        που θα βγης απ’ τον καυγά
όπως από το σκαθάρι κι ο αητός, – χωρίς αυγά!48
Μα κι αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πειά γι’ αυτό,
        όσο είν’ η Λαμπιτώ,
        κι όσο βρίσκεται εκεί
κ’ η Θηβαία Ισμηνία, που ’νε κόρη ευγενική.
        Κι αν σωστές φορές εφτά
μας ψηφίσης εναντίον, δεν περνούν σ’ εμάς αυτά,
        κακομοίρη, που γυρεύεις
σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγειρεύης.
Χθές ακόμη με τις άλλες στης Εκάτης τη γιορτή,
        τούτη την αγαπητή
επροσκάλεσα κοπέλλα, που ’νε ώμορφη και μέλι
        και της Βοιωτίας χέλι.
Και δεν ήθελαν να στείλουν τις γυναίκες τους δω πέρα
από τα ψηφίσμτά σου, [όπου βγάνεις κάθε μέρα.]
Παύτε τα ψηφίσματά σας, πριν κανένας σας αρπάξη
απ’ τα γέρικά σας σκέληα, και το σβέρκο σάς  τινάξη!
 

ΑΥΛΑΙΑ

ΜΕΡΟΣ Γ΄

{Η Σκηνή όπως και εις την Β΄πράξιν.}

ΣΚΗΝΗ Α΄

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ, ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, και μετ’ ολίγον ΓΥΝΗ Γ’, Δ΄.

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τι συμβαίνει,
που βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Των γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά
και τα μυαλά τα θηλυκά
[που φρόνησι τους λείπει]-
ε, να, αυτά μ’ εκάμανε να περπατώ με λύπη.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Τι λες; τι λες;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Αλήθεια, ναι.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
                Τ’ είν’ το κακό που εστάθη;
Πες το στη φιλαινάδα σου, [που θέλει να το μάθη.]
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Κι αν σας το πω θα είν’ αισχρό,
        κι αν δεν το πω κακό-ψυχρό.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Κοντολογίς, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Ω Ζευ!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Τι να σου κάνη ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν,
και να τις κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν.
Και κατορθώνει κάθε μιά με τρόπο να μου φύγη.
Τη μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν’ ανοίγη–
        μεσ’ στου Πανός το ιερό·
        [κ’ η άλλη με σχοινί γερό]
κατέβη, απ’ του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι·
η άλλη πάει στον εχθρό κι αυτομολία κάνει·
κι άλλη καβάλλα ήθελε να πάρη ένα σπουργίτι,
να πέση στου [πορνοβοσκού] Ορσίλοχου49 το σπίτι,–
ως που την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε
προφάσεις, να το σκάσουνε, στ σπίτια τους να πάνε.
Θα ιδήτε· κάποια έρχεται και πλησιάζει· να τη!
-Παρακαλώ, πού τό ’βαλες του λόγου σου τρεχάτη;
( Εισέρχεται η Γυνή Β΄)
 

ΓΥΝΗ Β΄

 
 
Θέλω να πάω σπίτι μου. Άφησα  στο κατώι
από τη Μίλητο50 μαλλιά, κι ο σκόρος μου τα τρώει.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ποιος σκόρος; άφησέ τ’ αυτά· [τράβα και γύρνα πίσω!]
 

ΓΥΝΗ Β΄

 
Στις δυό θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω·
        θα πεταχτώ τρεχάτη,
να το ξαπλώσω μιά στιγμή απάνω στο κρεββάτι.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Δεν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ’ απλώσης τώρα· ας’ το!
 

ΓΥΝΗ Β΄

 
Μα θα το χάσω το μαλλί!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Ε, δεν πειράζει· χάσ’ το!
 

ΓΥΝΗ Γ΄ (εισερχομένη)

 
Η δύστυχη! η δύστυχη! και τώρα τι να κάνω,
που το λινάρι τ’ άφησα  με δίχως να το ξάνω!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Να κι ‘ άλλη, που μας κόπιασε το δρόμο της να πάρη,
γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι!
Πήγαινε μέσα γρήγορα!
 

ΓΥΝΗ Γ΄

 
                Μα θα γυρίσω πίσω,
μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ας λείψουν τα κτυπήματα· γιατ’ έτσι αν αρχίση,
κι άλλη θα μας κουβαληθή το ίδιο να ζητήση.
(Εισέρχεται η Γυνή Δ΄ έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα)
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
Ω συ, θεά Ειλείθυια!51 κράτει [με κάθε τρόπο,]
για να προφθάσ’ η γέννα μου να γίνη σ’ άλλον τόπο,
χωρίς την ιερότητα που έχει τούτος να ’χει.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Τι ψέλνεις συ μονάχη;
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
Κύττα! στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καϋμένη.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ε, μα καλά· συ όμως χθές δεν ήσουν ’γγαστρωμένη.
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
Τι τάχα; είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή
να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Μα για ποιο λόγο;τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό.
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
        Α, είν’ αρσενικό μωρό.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Μα τη θεά! εδώ παιδί δεν φαίνεται για νά ’χη·
για τεντζερέδι φαίνεται· στάσου, θα ιδώ μονάχη,
(Ερευνά υπό τον χειτώνα της Γυναικός Δ΄ και εξάγει
χαλκήν  περικεφαλαίαν).
Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! της Αθηνάς,
        και λες ότι κοιλοπονάς;
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
Μα το θεό, κοιλοπονώ.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Καλά, κ’ εδώ στη ζώνη
το κράνος γιατί τό ’βαλες;
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
                Γιατί αν μού ’ρθουν πόνοι
απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι-χέρι
να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Τι λες! ωραία πρόφασι! μια είνε φανερό!
Γιατί εδώ δεν κάθεσαι να κάνης το μωρό,
και στη δεκάτη μέρα του απάνω ίσα-ίσα,
μέσα στο κράνος του παιδιού να κάνης τα βαφτίσα;52
 

ΓΥΝΗ Δ΄

 
Α, όχι· στην Ακρόπολι εγώ δεν θέλω νά ’μαι
        και [μόνη] να κοιμάμαι·
        με πήγε ριπιτίδι
την ώρα που αντίκρυσα της Αθηνάς το φίδι.53
 

ΓΥΝΗ Ε΄ (εισερχομένη)

 
Ωχ, ωχ! η κακορρίζικη! απ’ την αγρύπνια θα χαθώ·
        ούτε στιγμή να κοιμηθώ
οι κουκουβάγιες μ’ άφησαν!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Παύτε τα παραμύθια,
δαιμονισμένες! θέλετε τους άνδρες σας  στ’ αλήθεια·
θαρρείτε πως δεν θέλουμε να είμεθα  μαζύ τους;
δεν ξέρουμε το τι τραβούν τις νύχτες μοναχοί τους;
        Μα λίγο κρατηθήτε
        και στενοχωρηθήτε,
γιατί το είπε κι ο χρησμός: η νίκ’ είνε δική μας
αν γκρίνιες δεν ανοίξουμε και στάσι μεταξύ μας.
        Αυτός λοιπόν είν’ ο χρησμός…
 

ΓΥΝΗ Β΄

 
Για πες να τον ακούσουμε.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
                Ακούστε και σκασμός!
        -«Όταν οι χελιδόνες54
θα μαζευθούν σε μιά μεριά και θα καθήσουν μόνες
από τους τσαλαπετεινούς55 μακράν κι από αρσενικά,
        θα αταματήσουν τα κακά.
Κι ο Ζευς όπου βροντά ψηλά [με το τρανό του χέρι,]
        τα πράματα θα φέρη,
που τ’ από πάνω θα βρεθή στο κάτω πλακωμένο».
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
Θα πέφτουμ’ από πάνω τους εμείς;–[καταλαβαίνω.]
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
«Οι χελιδόνες δε αυτές αν τσακωθούν καμμιά φορά
κι από τον ιερό ναό φύγουν και κάνουνε φτερά,
όρνιο ποτέ δεν θα φανή [στον κόσμο γεννημένο]
πειό πουτανιάρικο απ’ αυτές και πειό ξεκωλιασμένο!......»
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
Α, μα τον Δία! ο χρησμός τα λέει παστρικά.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Θεοί! ας μη δειλιάσουμε από τούτα τα κακά.
Περάστε μέσα, φίλες μου, [τα χέρια μας να σφίξουμε]
και προδοσία στο χρησμό θα ’ναι κακό να δείξουμε.
(Εισέρχινται όλαι εντός των πυλών και τας κλείουν).
 
33Σατυρίζει τους δικαστάς· τινές των οποίων υπεχρεούντο να τρώγουν κουκκιά, δια να μη νυστάζουν κατά τας δίκας.
34Υιοί του Ηφαίστου, ιερείς της Κυβέλης, τελούντες τα όργια αυτής με ύμνους θορυβώδεις και με παραφόρους κινήσεις, εν Φρυγία και Κρήτη.
35Ήρως και βασιλεύς Θρακικός
36«Μελιτούτται» παρασκευάσματα ζύμης μετά μέλιτος, το οποίον ετίθετο πλησίον των νεκρών, δια να χρησιμεύση ως τροφή του Κερβέρου κατά την διάβασιν εις τον Άδην.
37Το λείψανον απετίθετο εις δημοσίαν θέαν προ της θύρας της οικίας και εκεί το έκλαιον αι γυναίκες.
38Η ανωτέρω σκηνή μέχρι τέλους της παρούσης πράξεως δύναται και να παραλείπεται κατά την από σημερινού θεάτρου διδασκαλίαν.
39Ιππίας και Ίππαρχος, γνωστοί τύραννοι των Αθηνών, υιοί του Πεισιστράτου, των οποίων ο δεύτερος εφονεύθη υπό του Αριστογείτονος.
40Τρυφηλός και συζών μετά πολλών γυναικών
41Υπονοεί τον τρόπον, δια του οποίου ο Αριστογείτων εφόνευσε τον Ίππαρχον.
42«Αρρηφορία» ελέγετο η μετακόμισις αγγείων, εντός των οποίων αι παρθένοι έφερον τα «άρρητα» εις την Αθηνάν.
43Βαυρών ήτο δήμος Αθηναίων πλησίον του Μαραθώνος, ένθα λέγεται ότι ο Αγαμέμνων εθυσίασε την Ιφιγένειαν και ουχί εν Αυλίδι. Εκεί μυθολογείται ότι άρκτος τις δοθείσα εις τον ναόν της Αρτέμιδος αξημερώθη, εν τούτοις ημέραν τινά κατέσχισε το πρόσωπον παρθένου τινός, της οποίας ο αδελφός εφόνευσε το ζώον. Εκ τούτου οργισθείσα η Άρτεμις διέταξεν, όπως εκάστη παρθένος από ηλικίας 5-10 ετών ενδύεται άπαξ ιεράν κροκωτήν εσθήτα και χορεύη ως άρκτος.
44Χωρίον ξηρόν και άνυδρον πλησίον της Πάρνηθος, εις το οποίον συνήλθον τινές εκ της πόλεως προς συνωμοσίαν, ως βεβαιοί ο Αριστοτέλης εις την Αθηναίων Πολιτείαν.
45Θυγάτηρ του Λυγδάμιδος εξ Εφέσου καταγομένη, σύμμαχος του Ξέρξου κατά την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν.
46Μύκων, περίφημος ζωγράφος Αθηναίος, ζωγραφίσας μάχην Αμαζόνων εις την Ποικίλην Στοάν.
47Τρυπημένον ξύλον, «κήφων»· εντός της οπής αυτού έκλειον τον λαιμόν των κακούργων.
48Κατά Αισώπειον μύθον ελέχθη: οι κάνθαροι καταστρέφουσι τα ωά των αετών. Ίσως υπονοεί τους όρχεις.
49Πορνοβοσκός και μοιχός, κωμωδούμενος και επί θηλυπρεπεία.
50Τα έρια της Μιλήτου επροτιμώντο ως εκλεκτότερα.
51Θεά προστάτης των τοκετών
52Κατά τον Σχολιαστήν η δεκάτη και κατά τον Νεόφυτον Δούκαν η πέμπτη ημέρα της γεννήσεως του παιδίου, καθ’ ην αι φίλαι περιέφερον αυτό γύρω της εστίας της οικίας· η τελετή αύτη εκαλείτο «αμφιδρόμια».
53Ο ιερός δράκων της Αθηνάς, φύλαξ του ναού.
54Εννοεί τας γυναίκας.
55Τους άνδρας

Weitere Bücher von diesem Autor