Kostenlos

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Text
iOSAndroidWindows Phone
Wohin soll der Link zur App geschickt werden?
Schließen Sie dieses Fenster erst, wenn Sie den Code auf Ihrem Mobilgerät eingegeben haben
Erneut versuchenLink gesendet

Auf Wunsch des Urheberrechtsinhabers steht dieses Buch nicht als Datei zum Download zur Verfügung.

Sie können es jedoch in unseren mobilen Anwendungen (auch ohne Verbindung zum Internet) und online auf der LitRes-Website lesen.

Als gelesen kennzeichnen
Schriftart:Kleiner AaGrößer Aa

XI

Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.

Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός του δωματίου.

Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα βλέμματα, ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις: διαμαρτύρησις, κατάσχεσις, φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και ησθάνθην εμαυτήν τέλος μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.

– Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες τετρακόσια φράγκα περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.

– Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις και κιτρίνη μορφή, κτήμα δικαστικού κλητήρος, ως εσυμπέρανα.

– Κρατήσατε και τα έξοδα, όσα είνε, είπεν ο Θοδωράκης, και επιστρέψατέ μου το υπόλοιπον.

– Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος κερδοσκόπου.

– Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων χαμαί.

– Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. – Αλλέως τα επεριμέναμεν και αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ!

Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.

ΧΙΙ

Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και δυστυχίας εργάτις, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου, ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να το εννοήσω.

Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.

Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση περισσότερον του άλλου.

Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού οβολόν!

Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός ην το πλήθος και διελύθη.

Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους ταύτας φράσεις:

– Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.

– Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.

– Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.

– Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.

– Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.

– Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.

– Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του αγοραστού!

Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»! ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί, ολίγοι δε αγορασταί.

Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον, αναφωνήσαντα·

– Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!

Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις εκείνη: ξεκάμνω!

Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;

Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.

– Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης μου.

XIII

Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.

Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου. Και όμως ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία φίλον, ως αγαπά τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και έρημον. Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου, μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα.

– Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξης 'ς την τύχην της κόρης μας!

– Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ.

– Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την.

– Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι, άνδρα;

– Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της!

– Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.

Και σπογγίσασα τας χείρας αυτής, με έλαβεν άκροις δακτύλοις, εισήλθεν εις το χαμόγειον δωμάτιον της οικίας, και εξαγαγούσα εκ των μυχών κολοσσιαίου κιβωτίου μικρόν κομβόδεμα, εν ώ υπήρχον συνεπτυγμένα και άλλα παντοειδή κιτρινόχροα και απηρχαιωμένα χαρτία, με έδεσε μετ' αυτών.

XIV

Εδώ, φίλε αναγνώστα, έληξεν – επί του παρόντος – ο πολυτάραχός μου βίος.

Εδώ κείμαι εν ησυχία, ως εν τάφω, στενοχωρουμένη εκ της μοναξίας και χασμωμένη εκ της πλήξεως.

Εδώ αναμιμνήσκομαι της παρελθούσης μου λαμπρότητος, και εύχομαι εν χριστιανική εγκαρτερήσει: «μη χειρότερα».

Εδώ τέλος μ' επήλθεν η ιδέα να γράψω τα απομνημονεύματά μου, ίνα διασκεδάσω την πλήξιν μου.

Εύχομαι, όπως διεσκέδασα εγώ γράφουσα, να διασκεδάσης και συ αναγινώσκων.

Η ΕΣΠΕΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ

Α'

Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το εσπέρας εις συναναστροφήν.

Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο κύριος Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει του προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν ένα οφθαλμών ολιγώτερον αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε χιλιάδας δραχμών προίκα. Ο όλβιος Σουσαμάκης εσυλλογίσθη κατ' αρχάς, εις πανηγυρισμόν του σπουδαίου τούτου και ευτυχούς συμβεβηκότος του βίου του, να δώση χορόν εις τους παρανύμφους την αυτήν των γάμων του εσπέραν· είχε δε μάλιστα παρακαλέσει υπαξιωματικόν τινα φίλον του να τω προμηθεύση εκ της στρατιωτικής μουσικής έν φλάουτον, έν κλαρινέτον και έν τρομπόνι, ήτοι ένα πλαγίαυλον, ένα οξύαυλον και μίαν βαρυσάλπιγγα, ως γράφουσι σήμερον οι νεωφώτιστοι της γλώσσης καθαρισταί, όπως το εναρμόνιον αυτών μέλος πτερώση τους πόδας των προσκεκλημένων.

Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα, και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν των γάμων του πανηγυρισμόν.

Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω:

«Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας».

Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η επέτειος της εορτής του νεαρού της συζύγου – ο Σουσαμάκης εκαλείτο Ορέστης – και η νεόνυμφος Πασιφάη εσκέφθη, ότι προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού χορού και διά του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου της.

Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί συγχρόνως γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του Σουσαμάκη, και ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.

Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας του Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας, καθ' ην στιγμήν ο Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν δειλώς ο Σουσαμάκης, και περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του ωρολογίου του, ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·

– Λιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά;

– Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και προστασίας.

Β'

Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την γιορτήν του, ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων συναναστροφών, καθ' ας οι προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον τεΐου – οι τολμηρότεροι και δύο, – βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί κυμβαλιζόντων ολίγων, και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το μεσονύκτιον, κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των διετηρείτο έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του. Συναισθανόμενος δε βαθύτατα την ορθότητα του γραφικού ρητού: ό συ μισείς ετέρω μη ποίησης, ουδόλως ήθελε να πάθωσιν οι ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας εμίσει. Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας, ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και αφού παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και δροσιστικά, μη λησμονήσας και τα παγωτά – ήθελε, βλέπετε, να φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους προσκεκλημένους του, – επανέκαμψεν εις την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού δύο εκ των τροφίμων της σχολής των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αυτών.

 

Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:

– Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.

Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.

– Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα πράγματα, Ορέστη;

– Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι προσκεκλημένοι;

– Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;

– Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.

– Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος.

– Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . .

– Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης!

– Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;

Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:

– Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;

Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος.

Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.

Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της, ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.

Γ'

Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.

– Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.

– Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.

Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.

Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:

– Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.

Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη – Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του Κυρίου Παρδαλού – ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.

Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.

Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη εφυλάκισεν αυτόν.

– Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις; αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό κατήντησαν έτσι. – Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να τον περιπαίξης;

– Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά μονάχα τον είπα.

– Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του, ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.

– Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η γενομένη καταστροφή. – Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων δραχμών . . .

– Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . .,

– Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .

– Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που είν' ο άλλος . . .

Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν από της ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.

– Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα, νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.

Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·

– Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα, δεν με λυπάσαι;

– Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.

– Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς· άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη φοβήσαι.

Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.

– Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.

Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.

– Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι τρέχει;

– Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.

– Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν, διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.

Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της οικογενείας Παρδαλού.

– Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού, στενάζουσα μετά κόπου – ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως, ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της, είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. – Ουφ και αυταίς η συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι έπαθα.

– Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος – και εξέτεινε την χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος – τον οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.

– Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.

– Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. – Έπειτα, προσέθηκε πάλιν απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας πέντε;

– Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί;

– Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης;

– Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς.

Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·

– Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν' αλλάζω . . .

– Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.

– Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .

– Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; – Α! είδες! λησμόνησα να παραγγείλω αμάξι. – Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη συναναστροφάς . . .

– Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . . επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών κοντά είνε.

– Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.

– Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.

Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα εφώνησε·

– Θοδωρή!

– Ορίστε, αφέντη!

– Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!

– Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της η κυρία Ευφροσύνη.

– Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;

– Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;

– Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·

– Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!

Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·

– Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!