Αι, παιδιά, από την Νεάπολιν έρχονται τα όργανα
και λαλούν με την μύτην;
Τι, κύριε; τι;
Αέρα φυσούν τα όργανα αυτά;
Μάλιστα, κύριε· μάλιστα.
Πού είδες ουράν, Κύριε;
Πού! εις πολλά όργανα οπού φυσούν αέρα. Να, παιδιά
μου, χρήματα. Ο στρατηγός τόσον αρέσει την
μουσικήν σας, ώστε σας παρακαλεί και καλά να την αφήσετε
ήσυχην.
Πολύ καλά· παύομεν.
Αν έχετε μουσικήν να μην ακούεται, εμπρός παιδιά.
Αλλά την μουσικήν οπού ακούεται, δεν την
πολυνοστιμεύεται ο στρατηγός.
Δεν την ηξεύρομεν τέτοιαν μουσικήν, Κύριε.
Τότε λοιπόν, την φλογέραν 'ς το σακκί, και σας
εχαιρέτησα! Πηγαίνετε 'ς τον άνεμον! Κατευόδιόν σας!
Ακούεις, καλό παιδί;
Δεν ακούω Καλό παιδί. Εσένα ακούω.
Άφησε να ζης ταις νοστιμάδες. Πάρε αυτό το χρυσόν
κομματάκι· αν εξύπνησε η κυρά, η οποία υπηρετεί την
αρχόντισσαν του στρατηγού, ειπέ της, ότι ένας κάποιος
Κάσιος παρακαλεί να της ειπή δύο λογάκια. Μου κάμνεις
την χάριν;
Εξύπνησε, Κύριε. Αν θέλη να κοπιάση εδώ, ίσως
της το ειπώ.
Ειπέ της το, καλό παιδί.
Καλώς σε ηύρα, Ιάγο.
Και κάτι; δεν επλάγιασες λοιπόν απόψε;
Όχι.
Εχάραζ' όταν έφευγες. – 'Πήρα το θάρρος, Ιάγο,
να στείλω 'ς την γυναίκα σου. Θα την παρακαλέσω,
αν ήναι τρόπος κ' ημπορή, να με παρουσιάση
'ς την Δυσδαιμόναν την καλήν.
Ευθύς να σου την στείλω.
Και εις τον ίδιον καιρόν εγώ θα προσπαθήσω
να τραβηχθή ο στρατηγός, διά να ημπορέσης
με την ελευθερίαν σου μαζή της να 'μιλήσης.
Με υπεχρέωσες πολύ.
Ποτέ 'ς την Φλωρεντίαν δεν ηύρα φίλον 'σαν αυτόν, καλόν και τιμημένον.
Καλή σου' μέρα, Κάσιε καλέ μου. Πώς λυπούμαι
μ' αυτά οπού σου έτυχαν. Αλλά θα 'σιάσουν όλα.
Ο Μαύρος κ' η γυναίκα του 'μιλούσαν δι' εσένα.
Αυτή σ' εδιαφέντευε· και έλεγεν ο Μαύρος,
ότι κ' υπόληψιν πολλήν και συγγενείς 'ς την Κύπρον
έχει αυτός που 'πλήγωσες, και γνωστικόν δεν είναι
να μείνης ατιμώρητος· αλλ' ότι σ' έχει φίλον,
και ότι δεν χρειάζεσαι καλλίτερον μεσίτην
απ' την καλήν του θέλησιν, εις πρώτην ευκαιρίαν
τον παλαιόν σου τον βαθμόν και πάλιν να σου δώση.
Αλλ' όμως σε παρακαλώ, εάν εσύ νομίζης,
ότι δεν είν' αταίρειαστον κι' ότι ημπορεί να γείνη,
κατάφερέ μου μοναχήν να ιδώ την Δυσδαιμόναν
κι' ολίγα λόγια να της πω.
Αν θέλης έλα μέσα,
κ' εγώ σου τα οικονομώ διά να της 'μιλήσης
ελεύθερα.
Σ' ευχαριστώ, καλή μου Αιμιλία.
Τα γράμματά μου δόσε τα εις τον πιλότον, Ιάγο,
και ας ειπή 'ς τους άρχοντας τα προσκυνήματά μου.
Έλα να μ' εύρης έπειτα 'ς τα τείχη.
Ορισμός σου.
Λοιπόν, αυθένται, θέλετε τα τείχη να ιδούμεν;
Ακολουθούμεν, στρατηγέ, την γενναιότητά σου.
Να ήσαι βεβαιότατος, ω Κάσιε, θα κάμω
ό,τι μου είναι δυνατόν προς χάριν ιδικήν σου.
Προσπάθησε, Κυρία μου. Ο Ιάγος το επήρε
κατάκαρδα, ωσάν αυτός ο ίδιος να επαύθη.
Τι άνθρωπος εξαίρετος που είν' αυτός! – Σου λέγω
ότι τον άνδρα μου εγώ, κ' εσένα, θα σας κάμω
και πάλιν φίλους καθώς πριν.
Καλότατη Κυρία,
ο Μιχαήλ ο Κάσιος, ό,τι και αν του τύχη,
θα ήναι πάντα, όσο ζη, πιστότατός σου δούλος.
Το 'ξεύρω και σ' ευχαριστώ. Τον άνδρα μου γνωρίζεις·
φίλος του είσαι παλαιός· να ήσαι πεπεισμένος
πως η ψυχρότης του με σε θα διαρκέση μόνον
ενόσω η πολιτική το απαιτεί.
Αλλ' όμως
αν ίσως η πολιτική αυτή πολυχρονίση,
εάν εις μάκρος τραβηχθή το πράγμα και παληώση,
και λείψω 'γώ, κι' άλλος κανείς με αντικαταστήση,
μη κ' εκδουλεύσεις ξεχασθούν και παλαιά φιλία;
Ησύχασε και μη φοβού. Εμπρός 'ς την Αιμιλίαν
εγώ σου το υπόσχομαι· δεν χάνεις, τον βαθμόν σου.
Αν τάξω πράγμα μιαν φοράν εις φίλον, το πληρόνω.
Ω! ήσυχον τον άνδρα μου ούτε στιγμήν θ' αφήσω·
θα χάση και τον ύπνον του και την υπομονήν του·
νυστάζει θα καλαναρχώ, πεινά θα 'ξαγορεύω·
εις κάθε ομιλίαν του, εις κάθε πάτημά του
θα χώνω και τον Κάσιον. Λοιπόν παρηγορήσου,
αφού ο δικηγόρος σου καλλίτερ' αποθνήσκει,
ή την υπόθεσιν αυτήν να μη σου την κερδίση.
Κυρία, να ο στρατηγός.
Κυρία μου πηγαίνω.
Μείνε, ν' ακούσης τι θα 'πώ.
Κυρία, όχι τώρα·
είμ' άνω κάτω· δεν τολμώ· τι να ειπώ δεν' ξεύρω.
Ας ήναι· όπως αγαπάς.
Α! τούτο δεν μ' αρέσει.
Τι λέγεις, Ιάγο;
Τίποτε. Ή, αν… Κ' εγώ δεν 'ξεύρω.
Αυτός, που τώρα έφευγε, ο Κάσιος δεν ήτο;
Ο Κάσιος, αυθέντα μου! Α! όχι· δεν πιστεύω,
ότι θα έφευγε κρυφά εκείνος, ωσάν κλέπτης,
άμα σε είδε να φανής.
Αυτός θαρρώ πως ήτο.
Καλώς τον άνδρα μου! Εδώ με ωμιλούσε κάποιος,
οπού την χάριν του ζητεί, και είν' απελπισμένος
διότι εψυχράθηκες μαζή του.
Και ποιος ήτο;
Ποιος ήτον; Ο υπασπιστής, ο Κάσιος! Καλέ μου,
αν μ' αγαπάς, κι' ο λόγος μου έχη εμπρός σου χάριν,
συγχώρησε το σφάλμα του και συμφιλιωθήτε.
Διότι, αν δεν σ' αγαπά ειλικρινώς εκείνος,
και αν αυτό που έτυχε δεν έγειν' άθελά του,
δεν 'ξεύρω ποιος είν' ο καλός κι' ο τίμιος ποιος είναι.
Παρακαλώ σε, κράξε τον οπίσω να γυρίση.
Εκείνος έφευγ' απ' εδώ την ώραν οπού ήλθα;
Εκείνος, βεβαιότατα· και τόσον πικραμένος,
οπού εκόλλησα κ' εγώ απ' την 'δικήν του λύπην,
και τον πονώ. Αγάπη μου, να έλθη μήνυσέ του.
Άλλην φοράν, γυναίκα μου γλυκειά μου· όχι τώρα.
Πλην γρήγορα;
Όσον 'μπορώ, αφού εσύ το θέλεις.
Απόψε εις το δείπνον μας;
Όχι απόψε, όχι.
'Σ το γεύμα τότε, αύριον;
Δεν θα γευθώ μαζή σου·
'ς το Κάστρον έχω να δεχθώ αξιωματικούς μου.
Λοιπόν το βράδυ αύριον; ή την αυγήν την Τρίτην;
το μεσημέρι, ή αργά την Τρίτην; την Τετάρτην;
Την ώραν προσδιόρισε, παρακαλώ· πλην όχι
απ' την Τετάρτην ύστερα. Μετάνοιωσ' ο καϋμένος.
Αλλά η αμαρτία του, όσον χωρεί ο νους μου,
(εκτός οπού 'ς τον πόλεμον είναι ανάγκη, λέγουν,
να γίνωνται παράδειγμα και οι καλλίτεροί μας),
σφάλμα μου φαίνετ' ελαφρόν, και που αξίζει μόλις
μίαν επίπληξιν κρυφήν. Πότε λοιπόν να έλθη;
Λέγε, Οθέλλε. – Απορώ, κ' εντός μου εξετάζω,
αν ήναι πράγμα, που εγώ να σ' αρνηθώ 'μπορούσα,
ή καν να έχω δισταγμόν; Τι; τον Μιχάλην Κάσιον,
που ήτο φίλος σου πιστός και ήρχετο μαζή σου
'ς του έρωτός σου τον καιρόν, κι' αν σ' εκακολογούσα
εκείνος πάντα έπαιρνε το μέρος σου; Και τώρα
διά να έλθη να σ' ιδή να θέλη τόσον κόπον;
Και ημπορούσα, πίστευσε…
Παρακαλώ σε, φθάνει
και δεν θ' αρνούμαι τίποτε. Ας έλθη όταν θέλη.
Μήπως μ' αυτό που σου ζητώ κάμνεις 'ς εμένα χάριν;
Είναι ωσάν να γύρευα να μη κρυολογήσης,
να βάλης το χειρόφτι σου, κάτι καλόν να φάγης,
να κάμης κάτι δι' εσέ που θα σε ωφελήση.
Εάν ποτέ ζητήσω τι διά να δοκιμάσω
αλήθεια την αγάπην σου, θα σου ζητήσω πράγμα
πολύ βαρύ και φοβερόν και μέγα να μου κάμης.
Ποτέ μου δεν θα σ' αρνηθώ. Πλην κάμε μου την χάριν
να με αφήσης μοναχόν, παρακαλώ, ολίγον.
Όχι να 'πώ; δεν γίνεται. Οθέλλε μου, πηγαίνω.
Ώρα καλή, γυναίκα μου. Τώρα θα έλθω μέσα.
Όταν και όπως αγαπάς· 'ς τους ορισμούς σου είμαι
εις ό,τι κι' αν επιθυμής. – Ω Αιμιλία, έλα.
Ω πλάσμα μου εξαίσιον! Να κολασθή η ψυχή μου,
εάν εγώ δεν σ' αγαπώ! Το παν θα ήναι χάος,
αν η αγάπη μου ποτέ περάση.
Στρατηγέ μου.
Τι λέγεις, Ιάγο;
Στρατηγέ, ο Μιχαήλ ο Κάσιος,
'ς του έρωτός σας τον καιρόν, πριν να στεφανωθήτε,
τα ήξευρε τα πράγματα;
Απ' την αρχήν 'ς το τέλος·
τα πάντα τα εγνώριζε. Πλην το ερώτημά σου
προς τι;
Προς ευχαρίστησιν απλώς των στοχασμών μου.
Των στοχασμών σου; διατί; τι στοχασμών σου, Ιάγο;
Δεν ήξευρα ο Κάσιος πριν να στεφανωθήτε,
αν την εγνώριζε.
Ω, ναι! Και αναμεταξύ μας
μας εχρησίμευσεν αυτός πολλαίς φοραίς.
Αλήθεια!
Αλήθεια! Ναι, αληθινά. Εις όλ' αυτά τι βλέπεις;
Μη δεν τον έχεις τίμιον;
Τίμιον, στρατηγέ μου;
Τίμιον! Ναίσκε, τίμιον!
Απ' όσον τον γνωρίζω.
Ειπέ μου, τι στοχάζεσαι;
Στοχάζομαι, αυθέντα;
Στοχάζομαι! – (Μα τον Θεόν, κατήντησε ηχώ μου,
ωσάν να κρύπτη μέσα του κανέν φρικώδες τέρας,
οπού να δείξη δεν τολμά!) – Τι έχεις εις τον νουν σου
Τώρα σε ήκουσα εδώ να λέγης, «Δεν μ' αρέσει»,
που έφευγεν ο Κάσιος. Τι πράγμα δεν σ' αρέσει;
Κι' όταν σου είπα πως αυτόν τον είχα σύμβουλόν μου
'ς του έρωτός μου τον καιρόν, Εφώναξες, «Αλήθεια!»
κ' εσήκωσες το μέτωπον, κ' εσούφρωσες τα φρύδια,
ωσάν να κρυφοέκλειες εις το μυαλόν σου μέσα
καμμιάν ιδέαν τρομεράν! Αν θέλης το καλόν μου,
τους στοχασμούς σου δείξε μου.
Αυθέντα μου, το 'ξεύρεις
αν σ' αγαπώ.
Με αγαπάς· ναι, Ιάγο, το πιστεύω.
Και επειδή σε θεωρώ και τίμιον και φίλον,
κ' ηξεύρ' ότι τα λόγια σου ζυγίζεις πριν λαλήσης,
τρομάζω περισσότερον μ' αυτούς τους δισταγμούς σου.
Εις ένα ψεύτην ποταπόν θα ήτο φυσικόν του
αυτά τα πράγματα. Αλλά, όταν τα λέγη ένας,
οπού γνωρίζει το σωστόν, είναι κατηγορίαι
που να κρατήση δεν 'μπορεί κι' απ' την καρδιάν του 'βγαίνουν.
Ως προς τον Κάσιον, εγώ τον όρκον μου τον παίρνω
πως τον νομίζω τίμιον.
Κ' εγώ αυτό νομίζω.
Μακάρι όπως φαίνονται οι άνθρωποι να ήσαν,
ή να μη φαίνεται κανείς εκείνο που δεν είναι.
Ναι· ό,τι φαίνεται κανείς και έπρεπε να ήναι.
Λοιπόν νομίζω τίμιος κι' ο Κάσιος να ήναι.
Όχι. Τα λόγια σου αυτά μου κρύπτουν κάτι άλλο.
Ομίλει όπως ομιλείς 'ς τον λογισμόν σου μέσα·
ειπέ μου ό,τι σου περνά από τον νουν, και δόσε
'ς τους χειροτέρους στοχασμούς τας χειροτέρας λέξεις.
Αγαπητέ μου στρατηγέ, 'ς αυτό συμπάθησέ με.
Σου χρεωστώ υποταγήν εις κάθε τι, πλην όχι
'ς εκείνο που ελεύθερος κι' ο κάθε σκλάβος είναι.
Τους στοχασμούς μου να ειπώ; Καλά· και πού ηξεύρεις
αν δεν ήν' άτοποι κ' αισχροί; Πού είναι το παλάτι,
ειπέ μου, όπου κάποτε δεν χώνονται και λέραις;
Ποια είν' η τόσον καθαρά καρδιά, οπού ποτέ της
σκέψεις δεν κρύπτει βρωμεράς κι' αδίκους υποψίας,
κοντά 'ς τους πλέον καθαρούς κ' εντίμους λογισμούς της;
Τον αδικείς τον φίλον σου, ω Ιάγο, αν νομίζης
πως άδικον τού έγεινε, και τους συλλογισμούς σου
δεν του ξεμυστηρεύεσαι.
Θερμοπαρακαλώ σε!..
Ο νους μου ίσως άδικα εις το κακόν πηγαίνει,
διότι σου τ' ομολογώ, το φυσικόν μου είναι
να ψεγαδιάζω πάντοτε, και κάποτε να θέλω
ανύπαρκτα πταισίματα να βλέπω… Σ' εξορκίζω
να μη πιστεύης ό,τι' πη ένας, που συνειθίζει
να συμπεραίνη 'ς τα τυφλά· κι' από παρατηρήσεις,
που έκαμα εδώ κ' εκεί αστόχαστα, μη πλάσης
το βάσανόν σου μόνος σου. Δεν πρέπει, δεν αρμόζει
ούτε 'ς την ευτυχίαν σου κ' εις την ανάπαυσίν σου,
ούτε 'ς την τιμιότητα και εις την φρόνησίν μου
τους λογισμούς μου να σου' πώ.
Τι έχεις εις τον νουν σου;
Αυθέντα, όνομα καλόν, εις άνδρα ή γυναίκα,
είναι το μόνον της ψυχής ατίμητον διαμάντι.
Όποιος μου κλέψει το πουγγί, πράγμα μικρόν μου κλέπτει·
κάτ' είναι, είναι τίποτε· το είχα, μου το πήραν
εις χίλια χέρια 'πέρασε και θα ξαναπεράση.
Πλην τ' όνομά μου το καλόν κανείς αν μου το κλέψη,
μου παίρνει πράγμα, που αυτόν, τον κλέπτην, δεν
[πλουτίζει,
και με αφίνει πάμπτωχον εμένα, τον κλεμμένον.
Από τον νουν τι σου περνά θέλω να μάθω.
Όχι·
δεν ημπορείς, 'ς το χέρι σου κι' αν είχες την καρδιάν μου·
κι' ούτε ποτέ θα δυνηθής, όσον εγώ την έχω.
Από ζήλειαν στρατηγέ, Θεός να σε φυλάγη!
Αυτ' είναι η δρακόντισα η πρασινοματούσα,
που μέσα εις τα σπλάγχνα της ευρίσκει την τροφήν της19.
Ευτυχισμένην ζη ζωήν ο γελασμένος άνδρας,
που την κυράν δεν αγαπά, κ' ηξεύρει τι παθαίνει.
Αλλά τι κόλασιν περνά εκείνος, ο οποίος
έχ' υποψίαν κι' αγαπά, λατρεύει κι' αμφιβάλλει.
Ω συμφορά!
Ο πάμπτωχος αλλ' ευχαριστημένος,
βαθύπλουτος, υπέρπλουτος εκείνος είναι. Όμως
τα πλούτη τ' αναρίθμητα πτώχεια και πάγος είναι,
'ς εκείνον που αιώνια φοβείται μη πτωχεύση.
Να με φυλάγη ο Θεός, και όλην την φυλήν μου,
από την ζήλειαν!
Πλην προς τι, προς τι μου λέγεις τούτα;
Νομίζεις ότι δύναμαι να ζήσω με την ζήλειαν;
με καθ' αλλαξοφεγγαριάν να έχω νέους φόβους;
Α! όχι. Φθάνει μιαν φοράν να λάβω υποψίαν,
κι' αμέσως εσχημάτισα και την απόφασίν μου.
Ειπέ με τράγον, αν μ' ιδής να τρέφω την ψυχήν μου
μ' αυτάς τας υποψίας σου τας παραφουσκωμένας
και με τους φόβους σου. Εγώ δεν γίνομαι ζηλιάρης
αν ήναι η γυναίκα μου ωραία, ή αν βλέπω
πως αγαπά την συντροφιάν και τας διασκεδάσεις,
ότι χορεύει, τραγουδεί, κι' αρέσει ομιλίας.
Αυτά είν' όλα αρεταί 'ς ενάρετην γυναίκα.
Πλην και τα ελαττώματα που έχω δεν με κάμνουν
να φοβηθώ μην ήλλαξε· διότι 'μάτια είχε
και μ' είδε, και μ' εδιάλεξε. Α! Όχι, Ιάγο. Θέλω
πριν αμφιβάλω να ιδώ· αν αμφιβάλω, θέλω
απόδειξιν και αν πεισθώ, τότε μου φθάνει τούτο!
Εις το καλόν διά μιας και ζήλεια και αγάπη!
Τώρα σ' αρέσω. Κ' ημπορώ να σ' αποδείξω τώρα,
χωρίς διόλου δισταγμόν, τι σέβας και φιλίαν
τρέφω προς σε, ω στρατηγέ. Λοιπόν, αφού το θέλεις
σου λέγω ό,τι μου περνά. – Απόδειξιν δεν έχω,
πλην βλέπε την γυναίκα σου. Να την παρατηρήσης
πώς είναι με τον Κάσιον. Έχ' ανοικτά τα 'μάτια,
μη διά ζήλειαν έτοιμα, πλην ούτε ξεννοιασμένα.
Δεν θέλω η ευγενική κ' ειλικρινής ψυχή σου
απ' άκραν καλοσύνην σου να γελασθή. – Φυλάξου!
Εσπούδασα πολύ καλά του τόπου μας τα ήθη.
Τα κρύπτουν απ' τον άνδρα των, κι' ο κόσμος ας τα βλέπη,
τ' αναίσχυντα καμώματα· η δε μεγάλη τέχνη
είν' όχι να μη γίνωνται, αλλά πώς να τα κρύπτουν.
Νομίζεις;
Τον πατέρα της 'γελούσε και σ' επήρε·
κι' απ' ένα μέρος έκαμνε, ότι σε τρέμει τάχα,
ότι φοβείται να σ' ιδή, κι' απ' τ' άλλο σ' αγαπούσε.
Αληθινά· το έκαμνε.
Λοιπόν, τι περιμένεις;
Αν να καμόνεται αυτά 'μπορούσε, τόσον νέα,
και του πατρός της ήξευρε τα 'μάτια να τα κλείση
τόσον καλά… ενόμιζε πως ήσαν όλα μάγια… 20
Πλην είμαι ασυγχώρητος, και να με συμπαθήσης
διά την αφοσίωσιν που σ' έχω.
Διά βίου
σου είμ' υπόχρεως.
Τον νουν σ' ετάραξα ολίγον.
Ούτ' ένα ιώτα· τίποτε.
Σ' ετάραξα φοβούμαι.
Ελπίζω να ενόησες, ότι αυτά τα λέγω
μόνον διότι σ' αγαπώ. Πλην είσαι συγχυσμένος·
το βλέπω. Χρέος θεωρώ να σε παρακαλέσω
τα λόγια μου εις κίνημα κανέν να μη σε φέρουν·
μη λησμονής, ότι αυτά δεν είναι τίποτ' άλλο
πλην μόνον υποψίαι μου.
Ω! έννοια σου.
Αλλέως,
θα έχουν αποτέλεσμα κακόν και σιχαμένον,
που δεν το έβαζα 'ς τον νουν. Είναι καλός μου φίλος
ο Κάσιος. – Αυθέντα μου, σε βλέπω συγχυσμένον.
Όχι, δεν εσυγχύσθηκα πολύ. Δεν το πιστεύω,
ότι πιστή κ' ενάρετη δεν είν' η Δυσδαιμόνα.
Χρόνους πολλούς να ζη πιστή, και συ να το πιστεύης.
Και όμως, πώς παραστρατεί η φύσις!
Να ο φόβος!
Αυτό δα είναι το κακόν! Διότι, μη προς βάρος,
το ν' αρνηθή τόσους γαμβρούς οπού την εζητούσαν
του τόπου της, του γένους της, της καταστάσεώς της,
πράγματα όλα ταιριαστά και που τα θέλ' η φύσις…
φούχι! Αυτό σιχαμεραίς ορέξεις μου μυρίζει
κ' αισχρά επιθυμήματα, και στοχασμούς ατόπους…
Πλην σου ζητώ συμπάθειον· δεν λέγω δι' εκείνην
ότι θα κάμη και καλά τα ίδια· μολονότι
ο φόβος είναι μη στραφή 'ς τα παλαιά ο νους της,
και με τους συντοπίτας της αρχίση να συγκρίνη
τον άνδρα που εδιάλεξε, και να μετανοήση.
Ώρα καλή. Να μου ειπής εάν ιδής και άλλο.
Και βάλε την γυναίκα σου να την παραμονεύη.
Τώρ' άφησέ με.
Στρατηγέ, 'ς τους ορισμούς σου είμαι.
Τι την εστεφανώθηκα; Ω! το καταλαμβάνω,
αυτός ο νέος ο καλός και είδε και ηξεύρει
πολλά, και περισσότερα από αυτά που λέγει.
Να σ' εξορκίσω, στρατηγέ, τολμώ, αυτό το πράγμα
να μείνη τώρα ως εδώ. Μη το παρασκαλίζης.
Περίμενε και πρόσεχε. Μη βία. Αν και πρέπη
την θέσιν του ο Κάσιος και πάλιν να την λάβη, —
διότι είναι ικανός κι' αξίζει να την έχη, —
αν αγαπάς, μου φαίνεται καλόν να τ' αναβάλης,
ώστε να λάβης αφορμήν να τον παρατήρησης
κ' εκείνον και τους τρόπους του. Την προσοχήν σου έχε·
αν η γυναίκα σου ζητή να λάβη τον βαθμόν του,
με ζωηρότητα πολλήν κι' ανυπομονησίαν,
από αυτό θα φωτισθής πολύ. Αλλ' εντοσούτω,
μη βάζης βάσιν, στρατηγέ, 'ς τους ιδικούς μου φόβους,
καθώς ελπίζω 'ς τον Θεόν ότι δεν έχουν βάσιν,
και άφησέ την ήσυχην εκείνην. Σ' εξορκίζω!
Ησύχασε· θα κρατηθώ.
Σε προσκυνώ και πάλιν.
Αυτός ο άνθρωπος πιστός και τιμημένος είναι,
κ' ηξεύρει να παρατηρή με γυμνασμένον 'μάτι
τ' ανθρώπινα καμώματα. – Εάν την πιάσω ψεύτραν,
την αλυσίδα που μ' αυτήν με δένει θα την κόψω,
κι' αν μου κοπή και η καρδιά μαζή, και θα την 'ρίξω
εις τ' ανεμογυρίσματα της Τύχης! 21 Μήπως είναι
διά το μαύρον χρώμα μου; 22 Ή επειδή μου λείπει
η γλώσσα και το φέρσιμον των δουλομαθημένων;
Ή επειδή κατηφορώ 'ς των χρόνων την κοιλάδα;
Κι' αρκεί αυτό; Με απατά! Και άλλο δεν μου μένει,
παρά να την σιχαίνωμαι! Ω βάσανον του γάμου!
Αυτά τα πλάσματα κανείς να τα θαρρή 'δικά του,
και όμως η αγάπη των 'δική του να μην ήναι!
Χίλιαις φοραίς καλλίτερα να ήμουν μολυντήρι 23
κ' εις τα υγρά μιάσματα μιας φυλακής να 'ζούσα,
παρά εις ό,τι αγαπώ, εγώ ν' αφίνω άλλον
και μίαν τρίχα να χαρή! Ιδού· αυτά παθαίνουν
οι άρχοντες! Καλλίτερα περνούν οι τιποτένιοι.
Αλλά την Μοίραν δεν 'μπορεί κανείς να την ξεφύγη.
Τα κέρατα 'ς το μέτωπον εκείνη μας χαράζει
από την πρώτην μας στιγμήν!.. Ιδού η Δυσδαιμόνα.
Αν μ' απατά!.. Τότ' ο Θεός γελά τον εαυτόν του!
Δεν το πιστεύω!
Άνδρα μου, τι έγεινες; Το γεύμα
και οι προσκαλεσμένοι σου νησιώται σε προσμένουν.
Πταίω εγώ.
Τι έπαθες; τι τρέμει η φωνή σου;
Καλά δεν είσαι;
Με πονεί εδώ, – το μέτωπόν μου.
Είναι διότι 'ξαγρυπνάς. Θα σου περάση τώρα.
Να σου το δέσω άφησε σφικτά. Θα σε περάση
αμέσως.
Το μαντίλι σου είναι μικρόν δεν φθάνει.
Παραίτησέ το· έννοια σου. Έλα μαζή μου μέσα.
Καλά οπού μου έτυχε να εύρω το μαντίλι·
το πρώτον δώρον είν' αυτό που έλαβ' απ' τον Μαύρον.
Ο άνδρας μ' ο παράξενος χίλιαις φοραίς μου είπε
να της το κλέψω και καλά. Πλην τ' αγαπά εκείνη,
διότι της εσύστησε ποτέ να μη το χάση·
το αγαπά και πάντοτε επάνω της το έχει,
και το φιλεί, και του λαλεί. Το σχέδιον θα πάρω,
να κάμω απαράλλακτον μ' αυτό, να του το δώσω.
Τι να το θέλη; Ο Θεός (κι' όχι εγώ) το ξεύρει.
Αλλά την φαντασίαν του ας την ευχαριστήσω.
Α! είσαι συ; Τι γίνεσαι; Κάτι εδώ μονάχη;
Μη γρύναις σε παρακαλώ, και θα σου δώσω κάτι…
Εσύ εμένα; Από σε δεν περιμένω άλλο
παρά..
Παρά;
Λόγια κουτά.
Έχεις να' πης και άλλο;
Τι δίδεις, αν σου έφερα εκείνο το μαντίλι …
Ποίον μαντίλι;
Ποίον, αι; Εκείνο το μαντίλι,
το πρώτον πρώτον χάρισμα που έδωσε ο Μαύρος
'ς την Δυσδαιμόναν, και που συ τόσαις φοραίς μου είπες
να της το κλέψω.
Το 'κλεψες;
Το άφησε να πέση,
κ' εκεί ευρέθηκα κοντά και το επήρα. Να το·
το βλέπεις;
Δος μου το εδώ. Ιδού καλή γυναίκα!
Τι θα το κάμης; Διατί τόσον πολύ το θέλεις,
που να το κλέψω μ' έβαζες;
Δος μου το.
Τι σε μέλει;
Εάν δεν ήναι σοβαρός ο λόγος που το θέλεις,
δος μου το 'πίσω. Η πτωχή! Ο νους της θα της φύγη
όταν ιδή πως το 'χασε.
Να κάμης πως δεν 'ξεύρεις
πού είναι. Μου χρειάζεται. Τραβήξου. Άφησέ με.
Θα' πάγω εις τον Κάσιον ν' αφήσω να μου πέση,
και να το εύρη έπειτα εκείνος το μαντίλι.
Του ψύλλου τα πηδήματα 'ς εκείνον που ζηλεύει
του φαίνοντ' ευαγγέλια, τεκμήρια τα έχει.
Κάτι θα έβγη απ' αυτό. Εις την ψυχήν του Μαύρου
δουλεύει το φαρμάκι μου κ' έγεινε άλλος τώρα.
Είναι οι μαύροι στοχασμοί αληθινόν φαρμάκι·
Όποιος το πίνει, 'ς την αρχήν την πίκραν δεν την νοιώθει·
πλην όταν φθάση και χυθή 'ς το αίμα του ανθρώπου,
ωσάν θειάφι την καρδιάν την καίει. – Δεν το είπα;
Έρχεται. – Ούτ' η θερειακή, ούτε ο μανδραγόρας, ούτ' όλα τα υπνωτικά και ιατρικά του κόσμου δεν ημπορούν πλέον ποτέ τον ύπνον να σου δώσουν, που χθες γλυκοκοιμήθηκες.
Ω! Άπιστη 'ς εμένα!
Μη, στρατηγέ· ησύχασε και άφησέ τα τώρα.
Τραβήξου! Φύγε! Μ' έβαλες 'ς τον φάλαγγα επάνω!
Καλλίτερα κανείς πολύ να ήν' απατημένος,
παρά να υποπτεύεται ολίγον.
Στρατηγέ μου!
Τι μ' έμελαν οι έρωτες που μ' έκλεπτεν εμένα;
Δεν έβλεπα, δεν ήξευρα, αλλά και δεν 'πονούσα.
Καλά 'κοιμούμουν, έτρωγα, 'γελούσα, κ' ευθυμούσα.
Εκείνος που τον έκλεψαν, ενόσω δεν γνωρίζει
ότι του έγεινε κλοπή, κλεμμένος δεν λογιέται.
Πολύ με κακοφαίνεται ν' ακούω τέτοια λόγια.
Μακάρι όλη η φρουρά κ' οι στρατιώται όλοι
το εύμορφόν της το κορμί να είχαν δοκιμάσει,
κ' εγώ να μη το ήξευρα μονάχα! – Τώρα 'πάγει,
'πάγει ο ήσυχός μου νους και η ανάπαυσίς μου,
και των πολέμων η βοή, και των σπαθιών η λάμψις,
και όσα κάμνουν αρετήν τον έρωτα της δόξης!
'Παν τ' άλογα που χλημηντρούν, κι' ο ήχος των σαλπίγγων,
τα τύμπανα οπού καρδιάν 'ς τους στρατιώτας δίδουν,
και το παγιαύλι που τ' αυτιά ξεσχίζει, κ' αι σημαίαι,
κι' όλ' η χαρά, και η πομπή, κ' η δόξα του πολέμου!
Και σεις θανάτου μηχαναί που με τον λάρυγγά σας
του αθανάτου του Διός τους κεραυνούς μιμείσθε!
'Παν όλα! Τώρα τίποτε δεν μέλει τον Οθέλλον!
Τι λέγεις; Είναι δυνατόν, ω στρατηγέ;
Αχρείε!
Σε θέλω την γυναίκα μου να μου την δείξης πόρνην!
Θέλω απόδειξιν να ιδούν τα 'μάτια μου! Ακούεις;
Αλλέως, μα την άπλαστην ψυχήν μου, θα σε κάμω να προτιμάς καλλίτερα να ήσουν ένας σκύλος, ή 'ς την οργήν που 'ξύπνησες νάχης να δώσης λόγον!
Εις τούτο κατηντήσαμεν λοιπόν;
Να μου το δείξης!
Κι' αν δεν το ιδώ, τουλάχιστον απόδειξιν να φέρης,
αλλά χωρίς χαραγματιάν, ή άνοιγμα, ή τρύπαν
απ' την οποίαν να χωρή καμμιά αμφιβολία!
Ακούεις; ή άλλοίμονον 'ς εσένα!
Στρατηγέ μου!
Εκείνην αν συκοφαντής κ' εμένα βασανίζης,
μη κάμης πλέον προσευχήν, συνείδησιν μην έχης,
ταις φρίκαις όλαις σώρευσε 'ς την κεφαλήν της φρίκης
κάμε την γην να 'ξιππασθή, τον ουρανόν να κλαίη,
διότι τότε ξεπερνάς τον Άδην, κολασμένε!
Καλέ! Θεέ μου φύλαγε! Τι πράγμα! Άνδρας είσαι;
Ψυχήν δεν έχεις, ούτε νουν; Α! ο Θεός μαζή σου.
Να σε δουλεύω έπαυσα. – Ανόητος που είμαι!
Να! Έχε τιμιότητα, να σου την κάμνουν κρίμα.
Ο κόσμος είν' αλλόκοτος! Ο κόσμος ας το μάθη,
δεν ωφελεί να ήναι τις και τίμιος και ίσιος.
Το μάθημα μ' ωφέλησε. Δεν θέλω πλέον φίλον,
αφού με τόσην προσβολήν πληρόνετ' η φιλία.
Μη φεύγης. Όχι. Τίμιος πρέπει να ήσαι, Ιάγο.
Θα ήμαι μόνον γνωστικός. Η τιμιότης τρέλλα,
και χάνεται ο κόπος της.
Μα τον Θεόν, πιστεύω
πως είναι η γυναίκα μου πιστή, και πως δεν είναι.
Πιστεύω τίμιος εσύ πως είσαι, και δεν είσαι.
Θέλω σημάδι να ιδώ! – Το όνομά μου ήτον 24
λευκόν 'σάν της Αρτέμιδος την όψιν, κ' είναι τώρα
κατάμαυρον και σκοτεινόν ωσάν το πρόσωπόν μου! —
Σκοινί αν έχη, ή φωτιάν, μαχαίρι ή φαρμάκι,
ή ποταμούς και πνίξιμον, δεν θα το υποφέρω!
Θέλω να το βεβαιωθώ.
Σε τρώγ' η ζήλεια βλέπω.
Πολύ λυπούμαι, στρατηγέ, αν σ' έδωσα αιτίαν.
Ήθελες να βεβαιωθής.
Ήθελα; Όχι. Θέλω!
Και ημπορείς. Άλλ' όμως πώς; πώς να σε βεβαιώσω;
Τι θέλεις; Απ' επάνω των να βλέπης και να χάσκης;
Να τους ιδής να…
Θάνατος και Κόλασις!
Νομίζω
ότι θα ήναι δύσκολον αυτό να σου το δείξω.
Τι διάβολον! Πώς γίνεται ν' αφήσουν άλλα 'μάτια
τα μυστικά των να ιδούν και τα καμώματά των;
Λοιπόν τι θέλεις; Τι να 'πώ; Πώς να σε καταπείσω;
Είναι αδύνατον αυτό να το ιδής, κι' αν ήσαν
ωσάν τους τράγους βιαστικοί, ζεστοί 'σάν τους πιθήκους,
ή λυσασμένοι κι' άγριοι 'σάν λύκοι, ή κι' αν ήσαν
κτήνη χονδρά, 'σάν άνθρωπον κουτόν αφού μεθύση.
Αν όμως συμπεράσματα και πειστικά σημάδια
που οδηγούν ολόισια 'ς την θύραν της αλήθειας
είν' αρκετά, τότ' ημπορώ αυτά να σου τα δείξω.
Σημάδι της απάτης της, που να φωνάζη, θέλω!
Α! τούτο το υπούργημα διόλου δεν μ' αρέσει.
Αλλ' όμως αφού έγεινε κ' έως εδώ εμβήκα,
από ανοησίαν μου κι' από πολλήν φιλίαν,
ας ήναι. – Με τον Κάσιον επλάγιασα εσχάτως·
αλλ' επειδή πονόδοντος φρικτός μ' ετυραννούσε,
ολόνυκτα 'ς το πλάγι του δεν έκλεισα το 'μάτι.
Είν' άνθρωποι που την ψυχήν τόσον ρηχά την έχουν,
πού ό,τι έχουν εις τον νουν, 'ς τον ύπνον το φωνάζουν.
Ο Κάσιος είν' απ' αυτούς. Εκεί πού εκοιμάτο
τον ήκουσα που έλεγε: «Γλυκειά μου Δυσδαιμόνα!
τον έρωτά μας πρόσεχε κανείς να μη τον 'νοιώση.»
Και ύστερα μου ήρπασε και μ' έσφιγγε το χέρι
κ' εφώναζε: Αγάπη μου! – και μ' εθερμοφιλούσε,
'σάν νάθελ' απ' τα χείλη μου φιλιά να ξερριζώση.
Κ' εκεί μ' εσφικταγκάλιασε κ' εστέναξε, και είπε:
Κατηραμέν' η Μοίρα σου που σ' έδωκε 'ς τον Μαύρον.
Ω φρίκη, φρίκη!
Πλην αυτό εις τ' όνειρόν του ήτο.
Αλλ' όμως είν' ενθύμησις πραγμάτων περασμένων,
κι' ας ήναι όνειρον. Πολύ, πάρα πολύ σημαίνει.
Και ίσως κι' άλλα πράγματα μ' αυτό ξεκκαθαρίσουν,
που τώρα φαίνονται θολά.
Θα την καταξεσχίσω!
Μη! Έχε γνώσιν. Τίποτε δεν είδαμεν ακόμη,
και ίσως δεν σου έπταισεν εκείνη. – Δεν μου λέγεις,
είδες ποτέ σου να κρατή 'ς το χέρι της μαντίλι,
που έχει χαμοκέρασα 'ς ταις άκραις κεντημένα;
Της το εχάρισα εγώ. Το πρώτον χάρισμά μου.
Αυτό δεν το εγνώριζα· πλην με μαντίλι τέτοιον
(και είμαι βεβαιότατος της γυναικός σου ήτο),
τον Κάσιον τα γένεια του τον είδα να σκουπίζη.
Αν ήν' αυτό!..
Αν ήν' αυτό ή άλλο ιδικόν της,
τότ' εναντίον της λαλεί κι' αυτό κοντά εις τ' άλλα.
Ω! Διατί χίλιαις ζωαίς ο σκύλος να μην έχη!
Η μία μόνη δεν αρκεί εις την εκδίκησίν μου!
Α! Τώρα την αλήθειαν την βλέπω, Ιάγο!..Ιάγο,
ιδέ με· εις τον άνεμον πετώ τον ερωτά μου.
Επέρασε. – Απ' τα βαθειά του άδου έλα τώρα
μαύρη Εκδίκησις! Και συ Αγάπη, εις το Μίσος
παράδοσε τα στέφανα και το θρονί που είχες
εις την καρδιάν μου. Φούσκωσε και συ βαρύ μου στήθος,
κ' είσαι γεμάτον έχιδναις!
Ησύχασε ολίγον.
Ω! αίμα! αίμα! αίματα!
Ησύχασε ολίγον.
Ίσως αλλάξ' η γνώμη σου.
Ποτέ! ποτέ μου, Ιάγο!
Ωσάν του Πόντου το γοργόν και παγωμένον ρεύμα,
οπού αιώνια κυλά 'ς την Προποντίδα κάτω
κ' εις τον Ελλήσποντον, χωρίς να οπισθοδρομήση,
και η 'δική μου η οργή παρόμοια θα τρέξη
χωρίς ποτέ της να σταθή κι' οπίσω να κυττάξη,
χωρίς ποτέ να ξαναϊδή του έρωτος γαλήνην!
Ποτέ, – ως που την δίψαν της βαθειά να την χορτάση
με φοβεράν εκδίκησιν!
Ιδού οπού τ' ομνύω, κ' οι μαρμαρένιοι Ουρανοί επάνω 'κει ας ήναι οι μάρτυρες του όρκου μου.
Μη σηκωθής ακόμη. —
Ω φώτα, σεις που λάμπετε αιώνια επάνω,
και σεις ολόγυρα 'ς την γην αόρατα στοιχεία,
να ήσθε μάρτυρες! Ιδού, εδώ αφιερόνει
ο Ιάγος σώμα και ψυχήν, νουν και καρδιάν και χέρι
εις του Οθέλλου την τιμήν κ' εις την εκδίκησίν του!
Ας διατάξη! πρόθυμος εγώ θα υπακούσω,
ό,τι κι' αν ήν' η προσταγή· και σκοτωμός να ήναι!
Την θέλω την αγάπην σου· και το ευχαριστώ μου
δεν είναι λόγια. Δέχομαι το φιλικόν σου τάγμα,
κι' αμέσως τώρα σου ζητώ να μου το ξεπληρώσης.
Εις τρεις ημέραις απ' εδώ, ν' ακούσω να μου λέγης
ότι ο Κάσιος δεν ζη.
Θα γείνη όπως θέλεις·
απέθανε ο φίλος μου· αλλά – ας ζη εκείνη.
Η βρώμα, η αναίσχυντη! Κατάρα να την εύρη!
Έλα μαζή μου. Ήθελα τρόπον ταχύν να εύρω
τον δαίμονα τον εύμορφον αυτόν να τον σκοτώσω.
Έλα· πηγαίνωμεν. Εσύ εις το εξής θα ήσαι
υπασπιστής μου.
Εις ζωήν και θάνατον 'δικός σου.